
Είδα απόψε τα Τραγούδια της Φωτιάς του Κούνδουρου. Εντυπωσιακό ντοκυμαντέρ (συνιστώ να παρακολουθήσετε προσεκτικά τη μαρτυρία του αντιχουντικού αγωνιστή Ρεκλείτη, θα καταλάβετε πάρα πολλά για τη σημερινή Ελλάδα και τις παραδόσεις της).
Το κύριο μέρος του ντοκυμαντέρ είναι αφιερωμένο στη μεγάλη συναυλία που έγινε αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή όπου η Μελίνα, που μοιάζει σαν την Αθηνά της Οδύσσειας — εξωτερικά ανθρώπινη αλλά με τεράστιες παλάμες και παράστημα κι αέρα θεότητας, τραγουδάει «νεκρά περιστέρϊα γέμισ’ η αυγή τον ουρανό» με τον Ξαρχάκο να τη συνοδεύει σε ένα πιάνο που ακούγεται σαν φτηνά πιατικά ταβέρνας. Χαρακτηριστικά, ο Ξαρχάκος κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα καφενείου: κάθε φορά που πρέπει να παίξει χαμηλά, γέρνει και στηρίζει την καρέκλα στα δυο αριστερά της πόδια για να φτάσει στην άκρη της ταστιέρας.
Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν τους ελληνικούς μουσικούς κρουνούς του ’60 και του ’70 κολοσσιαία κι ανεπανάληπτα ταλέντα οικουμενικής εμβέλειας με παραγωγή συγκλονιστικά παγκόσμιας σημασίας. Όχι. Αρκεί να ακούσει κανείς Χατζιδάκι παρέα με μη-έλληνες φιλόμουσους κι αμέσως θα εξαχνωθεί κάθε αυταπάτη. Συνυπέγραψα όμως την απορία της συμβίας, η οποία κοιτώντας το κοινό της συναυλίας εκείνης, είπε:
«Ο κόσμος που παρακολουθεί είναι ανάμεικτος: πολλοί είναι βαμμένα κουμούνια. Κάποιοι είναι απλώς καιροσκόποι. Πολλοί απλώς χαίρονται και πανηγυρίζουν την πτώση της Χούντας. Όλοι όμως ξέρουν αυτά τα τραγούδια. Σήμερα έχουμε φτάσει να παίρνουν συνεντεύξεις από τον Μάλαμα σαν να είναι καλλιτέχνης δυσπρόσιτος και δύσκολος…»
Ανήκω σε μια γενιά που έμαθε τη λέξη ‘κουλτούρα’ ως συνώνυμο του ‘αριστερή ιδεολογία’: παιδί νόμιζα ότι αυτοί που έχουν κουλτούρα είναι αριστεροί και ότι όσοι ασχολούνται με την κουλτούρα ασχολούνται με τον Μαρξ και τον Λένιν (ονόματα που έμαθα πριν από του Έλβις — αλλά δέστε: δεν έγινα ΔΔ, ούτε καν Στ.). Αυτή η ακυρολεξία ήτανε σχεδόν αναπόφευκτη: μέρος της αριστερής δράσης στην Ελλάδα απαρτιζόταν από τη δημιουργία, καλλιέργεια και διάδοση ή και επιβολή (γεια σας ΚΟ του ΚΚΕ!) μιας λαϊκής υψηλής τέχνης. Ναι μεν οι αριστεροί ήτανε μειονότητα, αλλά στα πεδία του ευρύτερου πνευματικού πολιτισμού παίζανε σχεδόν μόνοι.
Με το που μας τελείωσε η αριστερά (χάρη κυρίως στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ κι όχι μόνο λόγω του φιάσκου του ‘υπαρκτού’), μας τέλειωσε και η «κουλτούρα» (η, ας πούμε, λαϊκή υψηλή τέχνη). Για να δείτε πόσο εύκολα γίνονται τέτοιες συσχετίσεις, σκεφτείτε ότι μαζί με τη σύγχρονή μας νέα εθνική ιδεολογία και την αναβίωση της ‘ελληνικότητας’ προέκυψε (αναπόφευκτα) ένα ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία. Να το θέσουμε κι αλλιώς: η Ορθοδοξία είναι για τη νέα εθνική ιδεολογία και την αναβίωση της ‘ελληνικότητας’ ό,τι ήταν η κουλτούρα για την Αριστερά.
Πράγματι: το 1987 όταν ο Παπανδρέου αποφάσισε καισαρικώ δικαίω να γίνει λαϊκός ηγέτης και να απαλλάξει την Εκκλησία από την περιουσία της και να φροντίσει να εκλέγονται οι επίσκοποι από τον λαό, δεν υπήρχε ούτε ένας δημοσιογράφος στην Ελλάδα πλην του Ψαρουδάκη ο οποίος θα ήτανε σε θέση να πάρει έστω συνέντευξη από δεσπότη. Δεν ξέρανε πώς τους προσφωνούνε καν. Εκκλησιαστικό ρεπορτάζ; Εκκλησιαστικοί συντάκτες; Αστεία πράματα. Επιπλέον, όταν ο Χριστόδουλος και ο Άνθιμος, οι τότε φλογερά ανανεωτές διόσκουροι της Ιεραρχίας και αντίπαλον δέος του Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη, βγήκανε σε ντιμπέιτ στην ΕΡΤ για το θέμα, γίνανε σχεδόν ρεζίλι. Ούτε η κοινωνία γνώριζε πολλά για την οργάνωση της εκκλησίας, ούτε ο κλήρος ήξερε να μιλάει χωρίς τις κωμικές έρρινες κορώνες του και τα ασιανά ρητορικά του σχήματα (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Εν έτει 2008, όλοι φοράνε κομποσχοίνια: στον καρπό, στον λαιμό, στον αστράγαλο, ενδεχομένως μέχρι και εν είδει στυτικού δακτυλίου. Όπως η νεολαία ανακάλυπτε τον Γκράμσι στα ’72, ανακαλύπτει τον Μάξιμο τον Ομολογητή (ο οποίος, grosso modo, μας λέει ότι «δεν πειράζει να κάνουμε σεξ προγαμιαίο») στα ’08.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κουλτούρα. Όχι αριστερή κουλτούρα, απλώς κουλτούρα. Στην Ελλάδα, οι απόπειρες υψηλού πολιτισμού και η ενασχόληση με την ανθρώπινη κατάσταση αντικαταστάθηκαν με αποθέωση του χθαμαλού και εντατική ομφαλοσκόπηση. Να σημειώσω ότι θεωρώ θετική την απενοχοποίηση του χθαμαλού και του ποπ-κάλτσουρ. Την αποθέωση και την απολυταρχία του δεν ανέχομαι.
Πού μας πάνε όλα αυτά λοιπόν;
Νομίζω ότι χρειαζόμαστε μια καινούργια μαγιά ανθρώπων με ευαισθησίες και ικανότητες που θα φτιάξουν μια καινούργια κουλτούρα. Όχι φυσικά ‘μαζική’, ούτε ‘λαϊκή’, αλλά μια νέα κουλτούρα. Πολλοί από αυτούς είναι δοκιμασμένοι εργάτες του λόγου, της τέχνης ή της σκέψης. Άλλοι είναι πρωτόπειροι, ξέμπαρκοι που τους μάθαμε χάρη στο μέσο μέσα από το οποίο σας κοινοποιώ κι εγώ τις σκέψεις μου. Σε απλά ελληνικά: μια καινούργια κίνηση μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από τα μπλόγκια, εκλαϊκεύοντας πολλούς φτασμένους που «αγκάλιασαν το μέσο» και αναδεικνύοντας καινούργιους — αφού ήδη τους έχει όλους φέρει κοντά, τους έχει βάλει να επικοινωνούν μεταξύ τους και να αλληλεπιδρούν.