Μήνας: Μαρτίου 2009
En attendant Fascistot

οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν μια κάποια κτλ., λέει.
Η Ελλάδα μοιάζει όλο και πιο πολύ με δευτεροκλασάτο νουάρ κόμικ. Ξέρετε τώρα.
Εάν δεν αναπτυχθούν σύντομα συλλογικά αντανακλαστικά εγρήγορσης κι αλληλεγγύης, και εξακολουθούμε να περιμένουμε από τους λίγους άλλους (τους αντεξουσιαστές, τα πιτσιρίκια κτλ.) να εκφράσουν την οργή μας, τη συμπαράστασή μας και ό,τι άλλο, μπορεί να καταλήξουμε σαν την Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν «μια χούφτα φασίστες και κομμουνιστές» (εν προκειμένω «μια χούφτα φασίστες και κουκουλοφόροι») αλληλοσκοτωνόντουσαν και αλληλοανατινάζονταν εν μέσω πετρελαϊκής κρίσης. Τους λύτρωσε το 1980 ο Κενάν Εβρέν, ο ήρωας της Κύπρου. Παραμένουν λυτρωμένοι, 29 χρόνια μετά.
Όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά κανείς μας δεν είναι έτοιμος για αυτά που μας έρχονται τεπέτακλα. Η πλειοψηφία του ‘πνευματικού κόσμου’ του τόπου είναι ανυποψίαστη και απροετοίμαστη: περίπου σωροί από μπάζα και κοπριά που κάνουν περίεργους θορύβους, σαν αναστεναγμούς, σαν κλανιές, σα βογγητά, καθώς αποσυντίθενται και χωνεύουν.
Fear overcomes me, που είπε κι ένας άλλος κακομοίρης.
Small world
Εδώ.
Anniversaire
Καταλαβαίνω ότι ο λόγος που δε μου άρεσε ο old boy τότε ήταν διότι, περισσότερο κι από τη helion και τον thas, εξέφραζε πιστά το νέο κειμενικό είδος που ακόμα διαμορφώνεται: το ελληνόφωνο ‘καθαρό’ μπλογκ. ‘Καθαρό’ με την έννοια των ‘καθαρών’ μαθηματικών: ο old boy δεν κάνει λογοτεχνία, δεν κρατάει ημερολόγιο, δεν κάνει ρεπορτάζ, δε χρονικογραφεί, δεν κάνει ακριβώς σχολιασμό της επικαιρότητας. Βεβαίως, δεν άποτελούν ασκήσεις ύφους κενές περιεχομένου τα ποστάκια του: στον βαθμό που λοξά και — αναπόφευκτα — επιλεκτικά, σχολιάζει τι γίνεται στον κόσμο, θα τον χαρακτήριζα τον Πιτσιρίκο του σκεπτόμενου ανθρώπου. Όταν πάλι καταπιάνεται με το σινεμά, νιώθουμε ξαφνικά ότι βρισκόμαστε στη συμβολή του Ebert ή του Alexander Walker με έναν βιωματικό μπλογκά που κρατάει ημερολόγιο ονλάιν: ένα ημερολόγιο όπου, φυσικά, ο τέταρτος τοίχος λείπει.
Ακριβώς το καινούργιο αυτό genre μού πήρε καιρό να το συνηθίσω. Στην πρωτοτυπία του και στο ξάφνιασμα που προκαλούσε, και προκαλεί ακόμα, συγκρίνεται μόνο με τον παλιότερο οπτικοακουστικό λακωνισμό του Κουκουζέλη, με την αγκούγκλιστη hardcore ψευδοκαθαρεύουσα του Le Nonce, με τη φάση ‘τερίνα και Μενούχιν’ του Αθήναιου καθώς και μ’ εκείνη του thas που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ‘dj και λουλουδάκια κειμενικά’. Όπως αυτοί και άλλοι, ο old boy ήτανε το καινούργιο που έφερναν τα μπλογκ: στην περίπτωσή του όχι στο στήσιμο, ούτε στην ανάμειξη των μέσων αλλά στο ύφος και — κυρίως — στον τόνο.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο πώς ένας τόσο αξιοφθόνητα δημοφιλής μπλογκάς γίνεται αντικείμενο παρεξηγήσεων τόσο εύκολα. Ίσως βέβαια να είναι απλώς θέματα στατιστικής: άμα σε διαβάζει τόσος κόσμος, όλο και κάποιος δε θα καταλάβει κάτι, όλο και κάποιος κακόπιστος θα κάνει κάποιο εμπρηστικό σχόλιο, όλο και κάποιος πικραμένος θα αμολήσει το ad hominem του. Προσωπικά νομίζω ότι έχει να κάνει και με το ότι ο old boy γράφει δύσκολα, τελικά. Μάλιστα, είναι αδύνατο να παρακολουθήσω κείμενό του άμα είμαι μισοξύπνιος (ή μισοκοιμισμένος): Πότε κυριολεκτεί. Πότε ειρωνεύεται. Πότε μετα-ειρωνικά αποστασιοποιείται κι από την ειρωνική ερμηνεία όσων λέει. Πότε όμως; Τρέχα γύρευε: ζόρικα πράγματα. Ευτυχώς αυτός ο ενίοτε ερμητισμός συμπληρώνεται από τρομακτική υπομονή και μεθοδική καρτερία στην απάντηση των σχολίων: εγώ θα είχα γίνει αλκοολικός έχοντας υποστεί πολύ λιγότερο βρισίδι.
Λοιπόν, ευχαριστώ που γράφεις. Σου εύχομαι και δεύτερη τετραετία, ή όσο αντέχεις και γουστάρεις.
Wu wei και ο Κώστας Κου ο Β’
Sraosha: Αναλυτικά
Chapeau και πάλι στον Τάλω. Από εδώ:
Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε από την διάκριση μεταξύ κοινωνικής βίας (π.χ. LA Riots, τρελαμένοι πιτσιρικάδες με καδρόνια τον Δεκέμβρη) και πολιτικής βίας (π.χ. η βομβιστική επίθεση στην Μαδρίτη, η χειροβομβίδα στο στέκι, η επίθεση του Επαναστατικού Αγκώνα) – χωρίς να αναφέρουμε καν την κρατική (άρα εξονόματός μας) βία. Διότι όταν η ανάρτηση πανό και η συμβολική δίλεπτη κατάληψη κρατικού τηλεοπτικού σταθμού (πράξεις που ανάλογές τους συναντώνται σε όλες τις δημοκρατίες και μόνον σε αυτές) εξισώνονται με δολοφονική επίθεση με χειροβομβίδα ή καν με ξυλοδαρμό ακαδημαϊκών, ο Καρατζαφέρης έχει κερδίσει και ο διάλογος δεν είναι εφικτός.
Αντιστρέφω την κατηγορία λοιπόν: η δικιά σου άποψη (όχι μέσω εσού φυσικά, αλλά όντας κυρίαρχη στα ΜΜΕ) [ΣτS: ότι, δηλαδή, όλες οι μορφές βίας είναι το ίδιο] είναι που οπλίζει το παρακράτος με την άνεση (και την ασυλία) να βάζει στο στόχαστρο (κυριολεκτικά) έναν πολιτικό χώρο, όχι με πανό, αλλά με χειροβομβίδες. Διότι αν ήταν ακροδεξιά πανό και ειρηνικές καταλήψεις, θα διαδήλωνα υπέρ του δικαιώματος των ακροδεξιών να διαμαρτύρονται.
I’m Abendrot
Θέλω να σας μεταφέρω μια όμορφη στιγμή. Μόνο μια στιγμή.
(Ο σωστός τίτλος είναι βεβαίως Im Abendrot. Όμως όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο νόμιζα ότι ο τίτλος είναι στα αγγλικά — εξού και το λάθος. Φανταζόμουν ότι Abendrot ήταν το κέλτικο όνομα κάποιας προραφαηλίτικης υπηρέτριας με κορμί σαν λευκό ψωμί και λαμπερά μάτια. Τη φανταζόμουνα να τραγουδάει αυτό και ακόμα πιο όμορφα τραγούδια.)
Sraosha dicit "Sic et Non"
αφιερωμένο εξαιρετικά στον βάζελο αδερφό old boy, και στην πρώτη τετραετία του
Ένας φίλος από το Λύκειο ήταν το μοναχοπαίδι δύο πανεπιστημιακών δασκάλων. Ήταν πολύ ενδιαφέρων τύπος και πολλαπλάσια πιο διαβασμένος απ’ όσο ήμουν τότε ή απ’ όσο θα γίνω ποτέ. Επίσης ήταν πολύ ψύχραιμος και ήπιος άνθρωπος: είχε ένα τσιτάτο ασφαλείας για κάθε μου έκρηξη, είχε ένα ξυραφάκι οκκαμικό έτοιμο για κάθε μου ξουρία, είχε τη σωστή αφαίρεση απέναντι σε κάθε μου καλπάζουσα γενίκευση. Όπως καταλαβαίνετε, ήτανε μεγάλη χαρά να συζητάω μαζί του, αν και ήταν και ολιγόλογος: μου έδινε σχεδόν πάντα την ευκαιρία να βλέπω το θέμα που συζητούσαμε κι από μια άλλη πλευρά, όπως λέγαμε τότε.
Οι γονείς μου, που ήταν αφοσιωμένοι στο να μεγαλώσουν έναν σωστό άνθρωπο (ρε τους καημένους κι αυτούς), δε νιάζονταν τόσο πολύ στην εφηβεία μου να με προφυλάξουν από τον μπαμπούλα εκείνης της εποχής: την άσπρη. Είχαν όμως εμμονή να μου διδάξουν οπωσδήποτε να μην αποπαίρνω κανέναν και συνέχεια τσαμπούναγαν ότι πρέπει να τους ακούω όλους. Αυτή ήταν μια πράγματι χρήσιμη συμβουλή προς έναν βλαστό δύο σογιών πεισματάρηδων: το πατρικό της προγιαγιάς μου ήταν Ξεροκέφαλου, ο βίος της ανάλογος.
Έτσι λοιπόν, θαύμαζα πάρα πολύ τον φίλο. Είκαζα ότι η ψυχραιμία, η νηφαλιότητα και η ήρεμη κριτική ικανότητά του οφειλόντουσαν στους γονείς του και στη διαπαιδαγώγηση που του έδιναν. Μια μέρα του το είπα. Κι εκείνος έσπευσε να με γειώσει και πάλι: «Οι γονείς μου είναι διανοούμενοι, άρα, όπως όλοι οι διανοούμενοι, εκτός πραγματικότητας.
Ταράχτηκα και προβληματίστηκα. Για να το λέει ο φίλος, κάτι ξέρει. Μέσα στην απλοϊκή εφηβική μου αντίληψη και στη σχετική περιορισμένη κατανόηση του κόσμου προσπάθησα να βρω ένα αντίδοτο: «αν είναι να καταντήσω διανοούμενος», έλεγα, «τουλάχιστον να μη βρεθώ εκτός πραγματικότητας». Είπα λοιπόν ότι το αντίδοτο στον διανοουμενίστικο σολιψισμό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που διαφήμιζαν και πούσαραν οι δικοί μου γονείς: να τους ακούω όλους. Και έτσι κατέληξα να τους παίρνω όλους στα σοβαρά. Σίγουρα σε αυτό θα συντέλεσε και κάποια ζαβή γενετική προδιάθεση. Αλλά δε βαριέσαι: σημασία έχει ότι τους ακούω όλους.
Αυτά τα θυμήθηκα διαβάζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Λαμπρινής Χ. Θωμά στον Σκάι. Κατά τη Θωμά, η βία όσων καίνε τρένα είναι σύμπτωμα της αυξανόμενης γκετοποίησης και του παραγκωνισμού μεγάλων ομάδων (κυρίως νέων) μέσα στο λεκανοπέδιο. Πρόκειται για ένα σενάριο που έχει ξαναγυριστεί στη Γαλλία της δεκαετίας του 80, στα banlieues που γνωρίσαμε στο La Haine και αργότερα διά ζώσης, στις μεγάλες ταραχές του 2005. Πριν από τη γνωστή κατάληξη, συνοδεύτηκε από την άνοδο του νεοφασισμού. Με άλλα λόγια, η Θωμά προβλέπει περαιτέρω φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης αντίστοιχης με αυτή που προέκυψε στα παρισινά banlieues και αλλού. Άρα, ναι μεν jusqu’ ici, tout va bien, αλλά βρισκόμαστε σε ελεύθερη πτώση προς τις πλάκες του πεζοδρομίου.
Η ανάλυση της Θωμά μου φαίνεται εύλογη. Διάβασα το κείμενο το μεσημέρι και το σκεφτόμουνα. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που συμμερίζονται την εκτίμηση πως οδεύουμε προς φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης. Αμέσως, προσπάθησα να θυμηθώ τι άλλο έχω ακούσει όσον αφορά τις ερμηνείες για αυτό το ορατό ενδεχόμενο. Πάντα από φόβο μήπως εγώ και (ακόμα χειρότερα) η Θωμά βρισκόμαστε εκτός πραγματικής πραγματικότητας. Άρχισα λοιπόν να εξετάζω εναλλακτικές ερμηνείες της παρούσας κατάστασης.
Κάποιοι λοιπόν, ας πούμε οι τον Λάκην σεβάζοντες αποδίδουν τις (υπαρκτές και μερικές φαντασιακές) ενδείξεις ότι βαδίζουμε προς κοινωνική διάλυση στους τρισκατάρατους πολιτικούς. Η έμφαση πάντα στους βουλευτές κι όχι στην κυβέρνηση ή στους τοπικούς άρχοντες. Αυτοί λοιπόν, οι πολιτικοί, τρώνε, τρώνε και διορίζουν ημέτερους στους οποίους δεν περιλαμβάνομαι εγώ κι ο γιος κι η κόρη μου κτλ. Ας παραμερίσουμε αυτή την ερμηνευτική γραμμή: υφίσταται στην Ελλάδα από τον Κωλέττη και ούτε έχει ερμηνεύσει τα πολιτικά πράγματα, ούτε τα έχει αλλάξει για να θυμηθούμε (εγώ την έχω μισοξεχασμένη) την «δεν-ξέρω-ποια Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» του Μαρξ.
Κάποιοι πάλι — κι αυτοί είναι πολλοί — αισθάνονται ότι το πρόβλημα ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που δεχτήκαμε μετανάστες. Η αντίληψη ότι για όλα φταίνε οι μετανάστες είναι πιο διαδεδομένη απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Κατ’ αυτούς το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει και ντόπιος φτωχός κόσμος ο οποίος πληθύνεται. Το πρόβλημα είναι οι ξένοι. Το πρόβλημα είναι οι μαύροι που μυρίζουν (θε μου ποιος λαός το λέει αυτό! ευτυχώς έμπαινα σε λεωφορεία τον καιρό που μοσχοβολούσαν μόνον ντόπιες ιδρωτίλες). Το πρόβλημα είναι οι αλβανοί που κλέβουν, σκοτώνουν, βιάζουν και οι ‘αλλοδαπούτες’, όπως τις λέει ο λαός μας χαριτωμένα, που μας κλέβουνε τους άντρες (όσους μας αφήνουν οι γκει, νέο φρούτο κι αυτό, ε κορίτσια;). Και τα λοιπά και τα λοιπά, και πάλι γνωστά πράματα. Γι’ αυτούς τα πλιάτσικα, η βία, οι ταραχές — όλα — εξηγούνται απλά: γεμίσαμε ξένους και δεν ακούς πια ελληνικά. Άσε που δώσαμε δικαιώματα στους γιεχωβάδες κτλ. κτλ.
Από τη μια λοιπόν διαβάζεις τη Θωμά που προσπαθεί να αναλύσει το γιατί οι μασκοφόροι καίνε τα βαγόνια. Μπορεί η ανάλυση να είναι ορθή, μπορεί όχι — δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι προϋποθέτει μια αντίληψη της κοινωνίας όπως την καταλαβαίνουμε οι περισσότεροι γραμματιζούμενοι που γράφουμε και διαβάζουμε καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα: μιας κοινωνίας συναλληλίας, αλληλεγγύης και πολυμορφίας
Απέναντι όμως σε όλους εμάς τους λίγους, τους διανοούμενους, που κάναμε (ναι εμείς φταίμε, συλλογικά) την Ελλάδα κέντρο διερχομένων, υπάρχουν οι άλλοι: αυτοί που περιέγραψα πιο πάνω μέσα από τις απόψεις τους. Αναρωτιόμουνα σήμερα όλη μέρα στο γραφείο, στον δρόμο, στο γυμναστήριο: μήπως όσοι γράφουμε και διαβάζουμε καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα είμαστε εκτός πραγματικής πραγματικότητας; μήπως η μόνη μορφή εφικτής κοινωνικής ειρήνης στην Ελλάδα είναι όχι αυτή της συναλληλίας, της αλληλεγγύης και της πολυμορφίας παρά του πολιτικά στρατιωτικού-κατασταλτικού και ηθικά πουριτανικού-αγροτοποιμενικού μοντέλου που ανέθρεψε γενιές και γενιές από το 1912 μέχρι και το 1989; Σίγουρα πάντως πολλοί νοσταλγούν αυτό το μοντέλο. Περισσότεροι απ’ όσους θέλουμε να πιστεύουμε.
Χορευτικά: ένα τουρμποπροωθούμενο ποστάκι αφιερωμένο στους αλύτρωτους αδερφούς Γούφα VI και Thas :-p
Υποδεχόμαστε τη Σραοκοστή ανάποδα, ως συνήθως, με χορούς και πανηγύρια.
Το πρώτο βίντεο δε θα το ποστάρω, αφού αυτή η ανάγωγη, που τολμάει να μας φοράει τα γυαλιά, (κι ο αρχισυνωμότας θας) το ανακάλυψαν ήδη από το Μάη του ’68 του ’08.
Θα σας δώσω λοιπόν το κάτωθι:
Υπάρχει και σε μια ερασιτεχνική εκδοχή, εικονογραφημένο με την τρελιάρα κορεάτισσα καρτουνογκόμενα που δέρνει (κυρίως τον δύστυχο Garu): την Pucca.
Σ’ έναν κόσμο από μεγάλα όχι / λέω ένα ναι μικρό
Λοιπόν, ένας σχολιαστής του προηγούμενου ποστ πρόσφατα έγραψε ένα κείμενο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τα δοκίμια και τα κριτικά κείμενά του Χ.Β. δε μ’ ενδιέφεραν ιδιαίτερα, αν και το Από το Χάος στο χαρτί ήτανε τουλάχιστον ενδιάφερον. Τις ταινίες του δεν τις έχω δει.
Ωστόσο, ο Βακαλόπουλος ήταν ο αγαπημένος νεοέλληνας συγγραφέας της νεότητάς μου. Οι Πτυχιούχοι (στην παλιά έκδοση της Ερατώς) με συντρόφευαν όπου και να πήγαινα, ενώ οι Αθηναϊκές Ιστορίες και η Γραμμή του Ορίζοντος είναι ακόμα μέσα στα αγαπημένα μου. Ειδικά η Γραμμή του Ορίζοντος είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο. Πιάνει όλες αυτές τις ιδέες και τους μύθους από στην καρικατούρα των οποίων είμαστε πασαλειμμένοι πια (‘έχουμε μια ιδιοσυστασία’, ‘αντιστεκόμαστε ως άλλο μικρό γαλατικό χωριό’, ‘όλα ήταν καλά μέχρι που μας πήδηξαν οι Φράγκοι το 1204’ — ή λίγο πιο πριν, θεολογικώς, κατά το Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα του Γιανναρά, ‘ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου’, ‘σαμάνες, ζαπατίστες, αβορίγινες, δερβισάδες, φενταγίν — αδέρφια μας’ κτλ κτλ κτλ κτλ). Τις πιάνει λοιπόν και τις σβουρίζει στον αέρα, τις χώνει σ’ ένα καπέλο-δισκοπότηρο λίγο θεατρικό και λίγο μπαρόβιο και από μέσα βγάζει ιδέες σαν κι αυτές μετουσιωμένες σε δυνατά και οικουμενικά κείμενα, με έναν σφριγηλό κοσμοπολιτισμό και μια μπαγάσικη λοξή αλλά μεταφυσική ματιά που δεν ξέρεις από πού σου την έφεξαν.
Στη Γραμμή του Ορίζοντος συναντιούνται η ελπιδοφόρα (νεο-)Ορθοδοξία του ’80, η ανεμπόδιστη παγκοσμιοποίηση του σινεμά και ο ακίνδυνος ευρωαριστερισμός-παπανδρεϊσμός της εποχής: μαζί συντίθενται σε έναν θρίαμβο, σ’ ένα κείμενο σχεδόν βονεγκατικής επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται σε μια εξαϋλωμένη Πάτμο.
Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω σε ένα πάρτυ, ο φίλος μου ο Π. μου είπε «έλα ρε μαλάκα, να του μιλήσεις». Ντράπηκα. Πάντα ντρέπομαι να απασχολώ με το άτομό μου τους άλλους, ιδίως άμα τους εκτιμώ, πολύ περισσότερο άμα τους θαυμάζω. Δεν πήγα. Λίγους μήνες μετά μου λέει ο Π. «Ρε μαλάκα, πέθανε ο Βακαλόπουλος».

