Μήνας: Οκτώβριος 2016
2666
Την πομπώδη μαλακία με το φαλαινοθηρικό την εγκατέλειψα πρόπερσι πριν καν επιβιβαστεί ο τύπος στο Πέκουοντ για να σαλπάρουν. Προυστ άντεξα 50 σελίδες όταν ήμουν φοιτητής. Πύντσον 15 σελίδες το 2014. Τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες τον διαβάζω τόσο αργά, επί 15ετία, που είναι σαν να μην τον διαβάζω, βρίσκεται πάντως πάνω στο κομοδίνο. Τον Οδυσσέα τον διάβασα όπως περπατάς πόλη: αλλού αργά και προσεκτικά, αλλού βιαστικά, αλλού με πολλή απορία μη καταλαβαίνοντας τι ακριβώς βλέπω. Τα Εκατό χρόνια μοναξιά τα διάβασα μέσα σε 60 ώρες με συνολικά 8 ή 9 ώρες ύπνο, αλλά ήμουν και 18 χρονών. Και το Underworld του Ντε Λίλλο και την Τριλογία του Ώστερ και μόνο δύο Ντοστογιέφσκι. Και το Anathem του Νηλ Στήβενσον, αλλά ήτανε πασατέμπο. Μέχρι εκεί.
Το 2666 το προσέγγισα με το στανιό γιατί με απωθούσανε το χάιπ και οι διθύραμβοι. Είναι 1100-τόσες σελίδες στην ελληνική έκδοση και έχει καιρό που εξαντλήθηκε, μάλλον η Άγρα θέλει να διορθώσει τα κάμποσα λαθάκια που ξεφυτρώνουνε μετά τις πρώτες 500 σελίδες (π.χ. το Ιάσιο δεν είναι Τζάσσυ). Τελικά το πήρα απόφαση ότι δεν θα το έβρισκα, όμως μου έδωσε το αντίτυπό της μια φίλη μεταφράστρια.
Το 2666 είναι αχανές και είναι περίπλοκο. Απαρτίζεται από πέντε βιβλία. Ωστόσο είναι εύκολο μυθιστόρημα. Δεν είναι δύσβατο, είτε γιατί μπορείς να το διαβάσεις με κανονικό ρυθμό είτε γιατί σου επιβάλλει εκείνο τον ρυθμό του — δεν ξέρω ποιο από τα δύο ισχύει. Δεν θα βρείτε εδώ γλωσσικούς γρίφους που προστάζουν να τους λύσεις για να πας παραπέρα, μόνο γλωσσικά παιχνίδια που θα σε σπρώξουν εκείνα κάπου. Δεν θα βρείτε υπέρπυκνα αποσπάσματα και εμμονικές διακειμενικές βασάνους — κάθε διακειμενικό κλείσιμο του ματιού γίνεται κατάματα. Κατά συνέπεια, το 2666 διαβάζεται με απατηλή ευκολία: ενώ δεν σε αφήνει να βιαστείς, μάλιστα δεν σου επιτρέπει ποσώς να προσπεράσεις οτιδήποτε περιέχει, ρέει εκεί που πρέπει και σε βάζει να σταθείς και να ατενίσεις εκεί που χρειάζεται.
Το 2666 δεν είναι μοντερνιστικό μυθιστόρημα α λα π.χ. Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, να πιάνει μια ιστορία από τρεις οπτικές γωνίες (όπως στα βιβλία Justine, Balthazar, Mountolive του Κουαρτέτου). Επίσης, δεν στέκεται σε περιγραφές και σε χαρακτηρογραφίες, σε μακροσκελείς αποφάνσεις και καλολαξευμένες γνώμες, σε ατέλειωτα παστίς, ουλιπισμούς και ζωρζπερεκικές διακειμενιές. Το 2666 περιέχει πάμπολλες τεχνικές, περιπλανιέται σε πολλούς κόσμους, κατοικείται από αμέτρητους χαρακτήρες (και έναν πρωταγωνιστή) αλλά διαθέτει μία μεθοδο: την αφήγηση.
Το 2666 είναι μυθιστόρημα φτιαγμένο από ιστορίες. Πάει πέρα από τον εγκιβωτισμό ιστοριών μέσα σε άλλες ιστορίες: είναι φτιαγμένο επίσης και από ιστορίες που αλληλοεπικαλύπτονται, ίσως συνδέονται και ίσως όχι, τρέχουν φαινομενικά ανεξέλεγκτες, μπορεί κάπου να αγγίζονται μπορεί και όχι. Μην περιμένετε το κλασικό τέχνασμα όπου άσχετα αφηγηματικά νήματα θα συναντηθούν και θα πλεχτούνε μεταξύ τους αρμονικά σε μια ενιαία σφιχτοδεμένη πλεξίδα κάπου προς το τέλος. Το βιβλίο έχει ένα θέμα, τον κόσμο τον 20ο αιώνα, έναν πρωταγωνιστή και κατά τα άλλα it contains multitudes.
Ο Μπόρχες έγραφε διηγήματα και ψευδοδοκίμια. Κόμπαζε ότι δεν χρειάζεται να γράψει μυθιστορήματα 500 σελίδων αν μπορεί να γράψει μια κριτική αυτών των ανύπαρκτων μυθιστορημάτων συνοψίζοντας και αξιολογώντας τα σε 2-3 σελίδες. Ο Χιλιανός Μπολάνιο ξεκινάει λοιπόν και γράφει το οξύμωρο: ένα μπορχεσιανό μυθιστόρημα. Όντως, ένας επίμονος κριτικός απατεώνας θα μπορούσε να το κατακερματίσει σε καμμιά 800αριά κείμενα, να τα πλασάρει σαν χαμένα έργα του αργεντίνου Τειρεσία και όλοι θα το χαύαμε, ενώ πολλοί μάλιστα θα θαυμάζαμε πώς στα χαμένα αυτά έργα (σπαράγματα του 2666 στην πραγματικότητα) ο Μπόρχες απαλλάσσεται από τις μανιέρες του και βουτάει κατευθείαν στα θέματά του: τη μοίρα, τον χρόνο, τη φθορά, το άτομο απέναντι στην κοινωνία, τον ίδιο και τον άλλο εαυτό — και σε πολλά νεοφανή.
Αποθεώνεται η αφήγηση ξανά και ξανά στο 2666, με αδιανόητα πολλούς τρόπους. Ένα βιβλίο του είναι Bildungsroman αλλά κάνει τα Bildungsroman να φαίνονται προβλέψιμα βιογραφικά τύπου «σπούδασε φιλολογικά, έγινε ποιητής». Ένα βιβλίο του τσαντλερίζει και μιλάει για την Αμερική, τη Ρώμη του 20ου αιώνα, νηφάλια και καθαρά χωρίς λ.χ. τα επικά μέσα του Ντε Λίλλο ή τους αλλεπάλληλους υπαινιγμούς και τα δυσνόητα ρέμπους του Πύντσον· είπαμε: ιστορίες μόνο. Ένα βιβλίο είναι η αποθεωμένη και εκθετικά συναρπαστικότερη εκδοχή του Possession της A.S. Byatt (εκδοχή που τρολάρει τον Πύντσον αλλά τόσο όσο να μη χρειάζεται ποσώς να ασχοληθούμε με το ζήτημα αυτό). Ένα άλλο βιβλίο στέκεται σαν μια μουντή σχεδόν μπεκετική προσωπογραφία ενός ανθρώπου που μάλλον έχει χαθεί. Ένα άλλο περιέχει όλη την επικαιρότητα και όλη την πολιτική και όλον τον σπαραγμό του κόσμου μας, σπαραγμό στον οποίο μας μιθριδατίζει η τηλεόραση, δοσμένο απλά, επαναληπτικά, αβάσταχτα πικρά και — τελικά — τηλεοπτικά. Και όλα, μα όλα αυτά μόνο με ιστορίες. Ιστορίες μέσα σε ιστορίες, ιστορίες που αλληλοεπικαλύπτονται.
Ψωμί
Όταν χωρισε ένας συνάδερφος αποφάσισε να ξεφορτωθεί ό,τι του θύμιζε την πρώην γυναίκα του. Μου έδωσε τέσσερις βαλίτσες βαρειές γεμάτες με ρούχα της. Αυτές τις προώθησα χωρίς να τις ανοίξω και έγινα ρεζίλι των σκυλιών όταν ανοίχτηκαν τελικά: πολλά από τα ρούχα εκεί μέσα ήταν εντελώς άπλυτα. Εμένα μου ξέμεινε ένας αρτοπαρασκευαστής, μία από τις αγαπημένες μου οικιακές συσκευές έκτοτε.
Μεγάλωσα παρακολουθώντας τη γιαγιά μου να ζυμώνει ψωμί και να ανοίγει φύλλο κρούστας. Όταν τη ρώταγα μου έλεγε ότι οι αναλογίες στο ζύμωμα πάνε με το μάτι, αυτό το επίφοβο «όσο πάρει» των πατρογονικών συνταγών που χρόνια προσπαθούνε να ξορκίσουν οι εκπομπές μαγειρικής.
Απεναντίας, ο αρτοπαρασκευαστής απαιτεί ακριβείς αναλογίες και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους δοσομετρητές που εσωκλείονται. Είναι ένα κλειστό σύστημα που ζυμώνει, περιθάλπει το ζυμάρι μέχρι να φουσκώσει και μετά το ψήνει. Στην αρχή το σπίτι αντιλαλεί από το ζόρι του ζυμωτήρα, μετά μυρίζει από τις διεργασίες της μαγιάς και το διοξείδιο του άνθρακα με το οποίο εμπλουτίζει το ζυμάρι και την ατμόσφαιρα του πλανήτη, στο τέλος μοσχοβολάει ψωμί φρασκοψημένο για ώρα.
Ψωμί ρε φίλε.
Όταν με ρωτάνε ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό, ωραίες ερωτήσεις μιας άλλης ηλικίας, των λευκωμάτων ή των αμήχανων ραντεβού της πρώιμης νεότητας όταν ήμουνα κανένας, οι απαντήσεις που μου έρχονται είναι κι αυτές από άλλες εποχές: σπανακόπιτα, πατάτες τηγανητές, κοντοσούβλι, λουκάνικα, μπέργκερ, τυρογαριδάκια — τέτοια. Στην πραγματικότητα όμως είναι το ψωμί. Φρέσκο ψωμί και όχι ζυμωτό. Να το βουτάω σε σκέτο λάδι, να το αλείφω με βούτυρο, να το βουτάω στο λαδάκι του βάζου με τα αντιπάστι ή τις λιαστές ντομάτες. Και σκέτο, βεβαίως.
Τρελαίνομαι για ψωμί. Δεν μπορώ να συγχωρήσω στους μεσανατολικούς λαούς ότι το εφηύραν και μετά το αντάλλαξαν με πίτες άζυμες, ζυμάρια ψημένα στις πέτρες, πασλαμάδες και λοιπές αηδίες. Στη Γερμανία όταν πάω τρέφομαι με ψωμί, το αγαπούνε τόσο πολύ που καμμιά φορά το ασημώνουν με άχρηστα σπόρια και καρπούς — αλλά στο ψωμί είναι μάστορες. Οι Γάλλοι το κάνουν αφρό, σαν το ντισκούρ τους: εύγευστο και όλο αέρα. Οι Ισπανοί είναι ένα μικρό βήμα πριν την ανακάλυψη της βούτας και πρέπει να τους βοηθήσουμε. Οι καημένοι οι Άγγλοι έχουνε ξεχάσει πώς είναι να τρως ψωμί, όπως ξέχασαν το 1939-1953 (τον καιρό του δελτίου τροφίμων) πώς είναι τα άψογα τυριά τους, τα ψάρια και τα θαλασσινά τους, οι πίτες και τα ψητά τους: πέρασαν από τη στέρηση στο τζανκ χωρίς να διαμεσολαβήσει η ευμάρεια του καλού αμερικανοπρεπούς κυριακάτικου γεύματος. Το χωριάτικο ψωμί του ελληνικού φούρνου το έχω μέσα στην καρδιά μου γιατί είναι βαθιά ελληνικό, αφού παριστάνει ότι είναι παραδοσιακό και προαιώνιο, ενώ αποτελεί προϊόν συμβιβασμού και διατίμησης, υπενθύμιση ενός κράτους που πάσχιζε να μην ξαναπεινάσει ο λαός.
Και οκέι, πέρα από τα κουλέρ λοκάλ και τις αντανακλάσεις κοινωνικών συμφραζομένων και δεν ξέρω τι, το ψωμί είναι ψωμί και δεν χρειάζεται να το ετεροκαθορίσεις. Μόνο να το τρως.
Η φωτογραφία του Robert Doisneau, βεβαίως.

