
Μεγάλωσα σε έναν κόσμο στον οποίο, ναι, υπήρχαν σωματικές ατέλειες και στον οποίο ήταν σχεδόν αποδεκτό και πάντως ανθρώπινο να υπάρχουν ατέλειες.
Κάποιοι είχαν άσχημες μύτες και πεταχτά αυτιά (εγώ ακόμα έχω)· δεν ήταν όλα τα φρύδια βγαλμένα στην εντέλεια, ακόμα και αν κοσμούσαν πρόσωπα ηθοποιών ή μοντέλων σε εξώφυλλα· δεν ήταν αιτία αυτοχειρίας η κυτταρίτιδα· ακόμα και στην τηλεόραση ξέφευγαν δυο-τρεις τούφες ή τίποτα ρυτίδες· δεν ήταν κάθε μακιγιάζ διαρκώς τέλειο ― και ούτω καθεξής.
Η κομψότητα και η καθαριότητα ήταν αρετές και απαραίτητες αρετές αλλά (σχεδόν) κανείς δεν είχε απαίτηση από κανέναν να συμμορφώνεται σε ινσταγκραμικών προδιαγραφών πρότυπα τελειότητας για το τι είναι θηλυκό και για το τι είναι αρσενικό ή για το πώς πρέπει να φαίνεται κάποια ή κάποιος για να μπορεί να ξεμυτίσει στον κόσμο: πιο απλά, ήταν μάλλον ευκολότερο να ξεμυτίσεις στον κόσμο, ή έστω εκεί όπου θα σε έβλεπε ο κόσμος.
Με τίποτα δεν εξιδανικεύω έναν κόσμο που έτρωγαν όλοι κυρίως άμυλο, γιατί ήταν φτηνό, προτού πέσουν με τα μούτρα στο κρέας τη δεκαετία του ’80 ― φτιάχνοντας κατά συνέπεια αντίστοιχα σώματα. Δεν νοσταλγώ την πανταχού παρούσα τσιγαρίλα που διαπότιζε τα πάντα (τι σιχαμερό κι αναπόφευκτο μαρτύριο!), ούτε τα εντελώς αγύμναστα σώματα γυναικών που έλιωναν στην καρέκλα ή στην ορθοστασία και αντρών που ήταν βαθιά ικανοποιημένοι με την υπερφυσική μπάκα τους. Σχετικά με το τελευταίο θυμάμαι κουβέντες που φυσικά αναπαρήγαν την αρσενική ματιά για το πόσο χάλια και πισώβαρες ήταν οι Ελληνίδες «αντίθετα με τις ξένες», οι Ελληνίδες του νοικοκυριού και της σκληρής εργασίας που δεν έπρεπε να βγαίνουν από το σπίτι μόνες χωρίς λόγο.
Θυμάμαι όμως να μπορεί να κυκλοφορεί και κάποια γυναίκα που (όπως έλεγαν τότε) είναι «αντρογυναίκα» και κάποια που δεν ντυνόταν απαραιτήτως έτσι όπως θα έπρεπε π.χ. σήμερα με βάση τον σωματότυπο, την αύρα και την κατάσταση των τσάκρα της. Σχόλια θα γίνονταν και ο δρόμος ήταν αρένα διαρκούς σχολιασμού, συστηματικής παρενόχλησης, αδιανόητης για εμάς κακοποίησης και προς καθένα άσχημο ή ανάπηρο και προς τις γυναίκες και προς τους «θηλυπρεπείς» άντρες και προς τις τρανς γυναίκες (άλλες κατηγορίες δεν νομίζω να υπήρχαν τότε).
Επαναλαμβάνω όμως: δεν υπήρχε καμμία προϋπόθεση να είσαι τέλειος. Και η αφορμή που το λέω είναι ακριβώς οι τρανς γυναίκες και η αγωνία τους για το passing. Και με ενδιαφέρει αυτό το θέμα από τη σκοπιά μιας κοινωνίας η οποία θέλει να επιβάλει αυτό που χαλαρά περιέγραψα ως πρότυπα ινσταγκραμικής αυστηρότητας διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσδοκίες μας για το πώς πρέπει να δείχνει μια γυναίκα.
Τα πρότυπα αυτά στις μεν σις γυναίκες τα επιβάλλει η κοινωνία ως προϋπόθεση για να τις κάνει αποδεκτές ως εικόνες στον κόσμο και στα σοσιαλμήντια· στις δε τρανς γυναίκες τα επιβάλλει ως προϋπόθεση για να κάνουν passing άρα και για να υπάρχουν. Αυτό το τελευταίο, η απαίτηση απέναντι στο τρανς άτομο να κάνει passing ώστε να δικαιούται να υπάρχει είναι από τις βαναυσότερα καταπιεστικές συμπεριφορές στην ιστορία της ανθρωπότητας: ύπαρξη υπό προϋποθέσεις που επιβάλλονται εξωτερικά.
Μιλώντας για τα πρότυπα αυτά, ακόμα και μεταξύ σις ατόμων, τα κακεντρεχή σχόλια δεν γίνονται πια στον δρόμο, ενώ πλέον η ελεεινή αρένα διαρκούς σχολιασμού, συστηματικής παρενόχλησης και καμμιάς κακοποίησης έτσι για το γιόλο είναι τα σοσιαλμήντια. Επιπλέον, η εμμεσότητα των ψηφιακών αλληλεπιδράσεων αφήνει την κακεντρέχεια να εκδηλωθεί και εντονότερα και ευκολότερα απέναντι σε όποιους δεν είναι χοταρρενωποσφίχτες ή τουμπανομουνάρες κτλ. κτλ.
Κι αυτό που λέω τελικά είναι ότι αφήνοντας χώρο σε όσους δεν ανήκουμε σε αυτές τις πολύ στενές κατηγορίες, σε πρώτη φάση αφήνουμε χώρο και στα τρανς άτομα να αισθανθούν πιο άνετα όταν κυκλοφορούν ως όχι απαραιτήτως στερεοτυπικοί άντρες ή γυναίκες: δεν χρειάζεται σώνει και καλά να προσπαθούν να μοιάσουν με τέλειες γυναίκες ή να γίνουν τέλειες γυναίκες, όποια κι αν είναι τα πρότυπα τελειότητας και όσο αυστηρά κι αν πλασάρονται.
Υπάρχει χώρος για όλες και για όλους και για όλα τα άτομα γενικώς.