Schwechat

Monument to Sigmund Freud: The voice of the intellect is a soft one

Die Stimme des Intellekts ist leise, aber sie ruht nicht, ehe sie sich Gehör verschafft hat.

Ταξιδεύοντας ακίνητος, πριν 11 χρόνια, σε ένα άλλο αεροδρόμιο, σε μια άλλη ζωή ενδεχομένως, ένιωσα κάπως έτσι:

Αυτές οι μέρες έχουνε πυκνότητα. Βεβαίως, το παρόν έχει εξ ορισμού μεγαλύτερη πυκνότητα από το παρελθόν: τόσο βάρος σε τόσο λίγο χώρο, τον χώρο μιας στιγμής, άλλωστε. Και το μέλλον είναι αυτό που ξέρεις, λες, προς τα πού πάει. Παπάρια που πάει εκεί που λες πώς πάει. Υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ αλλά διάρκειας τριών ωρών, υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ διάρκειας μιας ζωής, υπάρχει και μέλλον-ακορντεόν που ανοίγει ανασαίνοντας, κλείνει εκπνέοντας νότες μακρόσυρτες ή γρήγορες. Κι εσύ νομίζεις πως κρατάς τη μελωδία. Ύστερα, είναι και το άλλο: το παρόν είναι πυκνό κι ανακατωμένο, ενώ το παρελθόν κροκιδώνεται σιγά σιγά: κάτι καθιζάνει, κάτι ανεβαίνει στον αφρό, διαχωρίζονται το λάδι, το νεράκι, η φωτιά, η σκόνη, κάτι στάχτες.

Πέρασαν χρόνια έκτοτε. Το είπε κι ο Μπόουι, πριν πάει και πεθάνει κι αυτός:  Time will crawl. Τώρα βρίσκομαι αλλού. Τώρα βρισκόμαστε αλλού.

Κοιτάς πίσω και δεν βλέπεις ερείπια και τέτοιες μαλακίες, όχι πια. Δεν βλέπεις τον χαμένο χρόνο, δεν θρηνείς τη στιγμή που πέρασε και χάθηκε ― τίποτα δεν πήγε χαμένο. Βλέπεις ένα πλάσμα αλλόκοτο αλλά στοργικό κάπως, μια μορφή που δεν θες να κοιτάζεις για ώρα αλλά που δεν θα σε πετρώσει, δηλαδή δεν θα σε πετρώσει με τρόπο που δεν θες: βλέπεις τα έργα όχι κάποιου κολοβού αγγέλου του Κλέε αλλά τον άγγελο μεγάλης βουλής.

Εκεί όπου δέσποζαν οράματα πύρινων πυρήνων εγκιβωτισμένων σε σκληρά κι αδιαπέραστα κελύφη, εκεί όπου άκαμπτα όρια χώριζαν και διαιρούσαν και διχοτομούσαν και τεμάχιζαν τώρα γυρνάς πίσω και βλέπεις μια μεγάλη βουλή που ήξερε και γνώριζε και όριζε. Και προχωρούσε. Και υψωνόταν κατακόρυφα όσο κι αν φοβόταν.

Αντικρύζεις εποχές θρήνων για την εξορία και για τον εγκλεισμό και την εξορία αλλά βλέπεις πως άλλος θρηνούσε κι άλλος δρούσε κι ότι κι οι δυο τους ήσουν εσύ, δηλαδή ήμουν εγώ, γιατί η φωνή της διανοίας είναι φωνή αύρας λεπτής κι ας μην ησυχάζει μέχρι να ακουστεί.

Γιατί έβλεπες στον ύπνο σου το χαμένο παράθεμα του ψεύτικου Βούδα του Ζελάζνυ, ότι τα πάντα θα έρθουν σ΄ εσένα, ότι θα σταθείς ακίνητος και θα έρθουν ο κόσμος και η χαρά του και οι αδιανόητες εκπλήξεις των εκπληρωμένων επιθυμιών σ’ εσένα, όπως τα πλοία έρχονται στο λιμάνι, ενώ εσύ θα ακινητείς· δηλαδή εγώ: αφού εσύ κι εγώ είμαστε εγώ.

Ο δρόμος δεν ήταν δρόμος στρωμένος με νίκες, άθλους κι ηττημένα τέρατα· ο δρόμος είναι το μεγάλο ανοιχτό πεδίο της δικαιοσύνης και των συναντήσεων. Όλα έρχονται σ’ εμένα. Όλα περνούν από εμένα. Όλα ταξιδεύουν κι εγώ μυστικά ξέρω πού θέλω να φτάσουν. Σε κάθε δίλημμα υπήρχε πάντοτε ένας τρίτος παράγοντας: μια άρνηση, μια σύνθεση, μια απόταξη.

Η φρεναπάτη ότι ήσουν έρμαιο, αιχμάλωτος, εξόριστος ― ή και όλα μαζί ― ανέβρυζε από το γεγονός ότι φοβόσουν πως είχες ήδη γίνει αυτός που δεν ήθελες ούτε να γίνεις ούτε να ονομάσεις, αυτός με τον οποίο δεν πίστευες ότι άξιζε να αναμετρηθείς.

Όμως εσύ βρισκόσουν εδώ, πάντοτε εδώ κι ας το θεωρούσες το εδώ κάποιου είδους εκεί, είχες ήδη υπάρξει και θελήσει κι αντιδράσει.

Όμως εσύ είχες προχωρήσει έξω από τον στενό σκυθρωπό κόσμο που νόμιζες ότι σε περιορίζει, είχες σκίσει τον γκοφρέ ουρανό του Φλαμαριόν κι είχες ανοιχτεί στις μεγάλες πεδιάδες και σε μυητικά δάση.

Φαίνεται λοιπόν ότι εσύ κι εγώ, δηλαδή εγώ, τα βρίσκουμε εντέλει. Πίσω από ονόματα και άγρια όνειρα, μετά από άυπνες νύχτες και τον πυρετό του τρόμου, μετά τον φόβο και καθ’ οδόν προς τους άλλους ανθρώπους.

Σχολιάστε