Νόημα, κεντρική ιδέα, δίδαγμα

Έλα να διδαχθούμε, ντάρλινγκ

Όταν ήμουν στο δημοτικό, δηλαδή τον προηγούμενο αιώνα, η ανάλυση των κειμένων στο σχολείο αποτελούνταν από το να διαβάσουμε το ποίημα ή το πεζό, να συνοψίσουμε το νόημα του κειμένου και μετά να βρούμε την κεντρική ιδέα ― κοινώς: «τι θέλει να πει ο ποιητής».

Αυτή η διαδικασία ανάλυσης κειμένου στο δημοτικό έμοιαζε πάρα πολύ με τα μαθήματα στο Κατηχητικό. Προτού σοκαριστείτε, να σας πληροφορήσω ότι τη δεκαετία του ’80 έστελνες το παιδί σου στο Κατηχητικό όπως πλέον στέλνει ο κόσμος τα παιδιά του σε δραστηριότητες τύπου μπάτμιντον, μπαλέτο ή μπάσκετ ― δεν επρόκειτο για ζήτημα πίστης κτλ. Φρονούσαν οι γονείς ότι το Κατηχητικό θα διαμορφώσει χαρακτήρα και θα κρατήσει τα παιδιά μακριά από κακές παρέες, για όσο τέλος πάντων τα παιδιά θα άντεχαν να μείνουν στο Κατηχητικό. Εγώ άντεξα υπερβολικά πολύ.

Στο Kατηχητικό λοιπόν μας έλεγαν μία ιστορία και μετά έπρεπε να διατυπώσουμε το δίδαγμα της ιστορίας αφού η κατηχήτρια ή ο κατηχητής βεβαιωνόταν ότι είχαμε καταλάβει το νόημα.

Στο πλαίσιο ενός παρωχημένου εκπαιδευτικού συστήματος ή ενός συστήματος κατήχησης δεν καταπλήσσει η ενασχόληση με το τρίπτυχο νόημα, κεντρική ιδέα και δίδαγμα ως τρόπος ερμηνείας κειμένων. Είναι όμως τουλάχιστον αποκαρδιωτικό μια γενιά τότε αγέννητη να απόδέχεται να προσεγγίζονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τους όρους του τρίπτυχου αυτού και μάλιστα να θεωρεί οκέι να ερμηνεύονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τέτοιους όρους.

Και αυτό ενώ δυστυχώς αυτά τα ζητήματα

έχουν λυθεί εδώ κι ενάμιση αιώνα. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε εγχειρίδιο χρήσης της ζωής, ούτε βίβλος χρηστομάθειας, ούτε self help. Αφενός η λογοτεχνία καταβυθίζεται όπου κανείς και τίποτε άλλο δεν μπορεί να ποντιστεί γιατί δεν αντέχει την πίεση της αβύσσου (αναλογιστείτε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι σαν βαθυσκάφος), αφετέρου στη λογοτεχνία δεν μπορεί να εφαρμόζεται κανένας κυριολεκτισμός. Η λογοτεχνία λειτουργεί λοιπόν περίπου όπως τα όνειρα: εκφράζει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, εξακτινώνοντας ταυτόχρονα όσα λέει και αναγκάζοντάς μας να τα ερμηνεύσουμε σε πολλά επίπεδα.

Θα έπρεπε να είναι προφανής η γελοιότητα του τριπτύχου νόημα-κεντρική ιδέα-δίδαγμα για χρήση σε οτιδήποτε πέρα από τη χρηστομάθεια. Αλλά ας το κάνουμε λιανά.

Ας ξεκινήσουμε με το νόημα. Όταν θέλουμε να αποδώσουμε το νόημα ενός κειμένου ή μιας ταινίας, τι άλλο θέλουμε να κάνουμε παρά να παραφράσουμε το κείμενο ή την ταινία; Κάτι τέτοιο είναι αυτομάτως προβληματικό γιατί ένα κείμενο η μια ταινία προφανώς δεν απαρτρίζεται μόνο από το τι μας λέει αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο μας το λέει.

Η αναζήτηση της κεντρικής ιδέας (παραδείγματος χάριν: «αυτή η ταινία θέλει να μας πει ότι οι τρανς άνθρωποι είναι άνθρωποι») είναι ακόμα ευτελέστερη: δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφραση μιας μάλλον νευρωτικής ανάγκης να επιβληθεί μία ιδέα, ένας άξονας, η μία ερμηνεία σε κάποιο κείμενο ή ταινία. Μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά ενδεχομένως η ταινία ή το κείμενο να έχει παραπάνω από μία ανάγνωση και παραπάνω από μία ερμηνεία ή ακόμα ερμηνείες και νοήματα να εξακτινώνονται και να πηγαίνουνε και κάπου αλλού.

Το τρίτο μέρος του τρίπτυχου, το δίδαγμα, φυσικά είναι το χειρότερο απ’ όλα, αφού αντιμετωπίζει κάθε παραγωγή ή δημιουργία (διαλέξτε εσείς τι είναι τι και πότε κάτι είναι προϊόν και πότε κάτι είναι δημιούργημα) σαν να είναι μικρές συνταγές χρηστομάθειας.

Θα μου πείτε, οκέι, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, άλλωστε πολλές φορές το κοινό ψάχνει να ταυτιστεί με κάποια κατάσταση ή με ήρωες. Και εδώ προκύπτει ένα διαφορετικό πρόβλημα: η ανάγκη να ταυτιστούμε με καταστάσεις και ήρωες σε ένα βιβλίο ή σε μια ταινία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση της μίας κεντρικής ιδέας ή του ενός διδάγματος, απλώς όχι διά της κατήχησης αλλά διά της ταύτισης.

Ωστόσο κάτι τέτοιο είναι εξίσου προβληματικό τελικά:

[Η] έπειξη να σχετιστούμε, να ταυτιστούμε με κάτι αλλά με τους δικούς μας όρους, σκιαγραφεί πολύ ωραία σε ένα κείμενό της η Rebecca Mead στον New Yorker. Μιλώντας για τη λογοτεχνία και το σινεμά, διαχωρίζει την ταύτιση που αισθανόμαστε με κάποιον λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό ήρωα από τη σχετισιμότητα (‘relatability’), δηλαδή από την προσδοκία ή και απαίτηση το ίδιο το έργο «να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά». Συμπεραίνει η Mead ότι αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.

Η ανάγκη μας να προσέλθουμε προς ένα έργο και, αφού συνοψίσουμε το νόημα του, να εντοπίσουμε τη μία και μοναδική κεντρική ιδέα του ώστε τελικά να αντλήσουμε κάποιο δίδαγμα είτε διά της κατήχησης είτε διά της ταύτισης αποτελεί δείγμα τρομακτικής βαρβαρότητας τελικά και ένδειξη ότι χάνουμε κάτι πολύτιμο.

Οι αφηγήσεις, τα ποιήματα και (πολύ αργότερα) οι ταινίες διαχρονικώς υπήρξαν παρηγοριά αλλά και έμπνευση μέσα και από τον πολύσημο κι ονειρικό χαρακτήρα τους, που ανέφερα πριν, για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα για να καλυτερέψουν τη ζωή τους ή τον κόσμο.

Συνεπώς η στανική εμμονή μας για καθαρές ιστορίες με νεταρισμένους ήρωες και μονοσήμαντο νόημα που οδηγεί σε μία προσιτή κεντρική ιδέα και ένα κάποιο δίδαγμα θα μετατρέψει τουλάχιστον την ποπ κουλτούρα σε μια συλλογή από ιστοριούλες του Κατηχητικού.

Η παράλογη απαίτηση για εποικοδομητικά και διδακτικά αφηγήματα παντού θα μας κινητοποιούσε να συνθέσουμε έναν Κανόνα από κείμενα λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή αλλά που θα μας λένε πώς να ζήσουμε, πώς να συμπεριφερόμαστε και τελικά πώς να συμμορφωνόμαστε. Θα ήταν ο θρίαμβος της διαφήμισης:

Η φάση Κατηχητικό συναντάει τη φάση διαφήμιση και μαζί γεύονται την ολοκλήρωση: «Θα δείξω μόνον ό,τι έχω να προωθήσω. Θα προβάλω το μήνυμα. Δεν θέλω τίποτε που να συσκοτίζει το μήνυμα. Δεν θέλω να μπω μέσα στο μυαλό του παιδεραστή Χάμπερτ Χάμπερτ. Θέλω τα σωστά πρότυπα, τα σωστά μηνύματα, τα κατάλληλα συναισθήματα, που βεβαίως θα είναι θετικά κι αισιόδοξα.» Και ναι, στον εικοστό αιώνα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η σοβιετική προπαγάνδα συνάντησε μυστικά τη μεγάλη μηχανή της διαφήμισης για να πουλήσει καθεμιά τα δικά της: η μεν μια επανάσταση που πωρώθηκε κι αγκυλώθηκε σε ένα ανελεύθερο γραφειοκρατικό καθεστώς, η δε τσιγάρα και μπιφτέκια κι αμάξια και διεφθαρμένους πολιτικούς.

Η κληρονομιά τους είναι η κυριολεξία, η μονοκρατορία του μηνύματος. Τίποτε αμφίσημο, τίποτε διαλεκτικό, τίποτε που να βασίζεται στην απορία, τίποτε που να το κινεί η αμφιβολία ― εκτός αν έχει καλό τέλος και καταλήγει σε πακτωμένη βεβαιότητα.

Το τελέσφορο μήνυμα είναι το μονοσήμαντο μήνυμα και δεν χρειάζονται ούτε λεπτές αποχρώσεις ούτε αμφισημίες ούτε αυτή η μονολεκτικώς αμετάφραστη μαλακία, το nuance. Nuance δεν θα πει ούτε σχετικισμός, ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε επιπόλαιος αγνωστικισμός παρά να γνωρίζεις ότι τα πολυπαραγοντικά ζητήματα είναι πολυπαραγοντικά και ότι δεν είναι τα πάντα με ευκρίνεια περιγεγραμμένα κι ότι αν είσαι πολύ τυχερός μέσα στις γκρίζες ζώνες θα βρεις στην καλύτερη περίπτωση μια ή δύο φλέβες άσπρου και μαύρου (που έλεγε κι ο Κουάιν).

Σχολιάστε