Han Hoogerbrugge, από το βίντεο για το Love etc. των Pet Shop Boys
Η Ορθοδοξία είναι κάτι μεταρσιωτικό και κατανυκτικό κυρίως («κυρίως» λέω) για όσους κάνουν τουρισμό σε αυτή και για όσους τη βλέπουν απ’ έξω, αντιμετωπίζοντάς την ως φολκλόρ και όχι ως τρόπο καθημερινής ζωής.
Ως τρόπος ζωής σχετίζεται με π.χ. το γεγονός ότι η εν πολλοίς ανεμβολίαστη Λάρισα των 100.000 έχει τα μισά κρούσματα ημερησίως από την Αθήνα των 3.500.000.
Εντελώς πικρά και σε διαστροφή του μηνύματος της Ορθοδοξίας, η καθημερινή ζωή των μη θεολογούντων ορθοδόξων είναι λατρεία θανάτου.
Αυτή παρατήρηση εντάσσεται σε μια γενικότερη προβληματική, κατά την οποία η Ορθοδοξία είναι η γνήσια κι ανόθευτη εκδοχή της χριστιανικής πίστης.
Ο ορθόδοξος αυτός εξεψιοναλισμός συνίσταται σε ένα «γουάου, πόσο ανόθευτη κι αναστάσιμη και χριστοεκκλησιοκεντρική είναι η Πίστη μας σε αντίθεση με όσα πρεσβεύουν οι Δυτικοί» ενδεχομένως θα είχε μια πλακίτσα αν
α. Δεν ήταν επινοημένος από 4-5 ψιλο-οριενταλιστές δυτικούς θεολόγους (και π.χ. τον Μπερντιάγιεφ)·
β. Δεν ήταν η Ορθοδοξία τους τελευταίους 6 αιώνες κάτι μεταξύ γιουσουφακιού του μεγαλορωσισμού, παίγνιου των εθνικισμών και χρυσοποίκιλτου μανδύα του Φαναριού και του ελληνικού κράτους·
γ. Δεν είχε τόσο ιλιγγιώδη απόσταση από το καθημερινό βίωμα (cosy neorthodox keyword) των πιστών, που αναλώνεται στην ιδεολογικοποιημένη καχυποψία και στη λατρεία της ιδιοσυστασίας.
Μεγάλωσα σε μια εποχή στην οποία ο καρκίνος ήταν θανατική καταδίκη, ενώ το όνομά του ήταν άρρητο: έλεγαν τότε «η επάρατος» ή «μακρά ασθένεια». Βεβαίως έκτοτε έχουν περάσει δεκαετίες αλλά ο φόβος του καρκίνου παραμένει εντός μου, εξασθενημένος κι εκλογικευμένος μεν αλλά παραμένει: όταν δεν ξέρω τι είδους μετάλλαξη μπορεί να συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάπου μέσα στο σώμα που είμαι εγώ, ψηλαφώ λεμφαδένες, αναρωτιέμαι αν κάποιος από τους σκατένιους HPV έχει πιάσει δουλειά ή αν το λίπωμα εκείνο είναι λίπωμα κτλ. Βεβαίως αυτή τη φοβία, που δεν χτυπάει ποτέ τυχαία ή στο άσχετο, έχει αρχίσει τελευταία να εξαχνώνεται.
Ωστόσο, πηγαίνοντας από τις φοβίες στις πραγματικότητες, μόνον εύκολη δεν είναι η παρουσία του καρκίνου. Αναλόγως του πού, πώς και γιατί εμφανίζεται αλλάζει τη ζωή σου. Στην καλύτερη περίπτωση σε αναγκάζει να αντικρύσεις τη θνητότητά σου, στη χειρότερη ― νομίζω ότι την ξέρουμε τη χειρότερη.
Αν πιάσουμε τον μέσο καρκινοπαθή (αστειότητες: δεν υπάρχει μέσος καρκινοπαθής κι αυτό είναι κάτι που δεν θέλουν ακόμα να καταλάβουν ούτε τα συστήματα υγείας ούτε η κοινή γνώμη), θα δούμε ότι στη ζωή του έρχεται και εδραιώνεται ένα δυσβάσταχτο βάρος ακόμα κι αν δεν έχουν υποστεί κάποιον χειρουργικό ακρωτηριασμό. Η ίδια τους η ύπαρξη βαραίνει και θαμπώνει ενώ ο χρόνος επιβραδύνεται αλλά όχι υπό το διαρκές παρόν της μακαριότητας. Εγκαθίστανται νέοι κύκλοι, νέες χρονικές περίοδοι: από εξετάσεις σε εξετάσεις στις καλές περιπτώσεις, από θεραπεία σε θεραπεία στις πιο δεινές. Η ζωή αποκτά βάρος, κάθε κίνηση της ψυχής γίνεται λίγο πιο δυσχερής. Μετράς χρόνια, στοιχηματίζεις πόσο έχεις ακόμα.
Σκεφτόμουν ότι σε αυτό δεν διαφέρει ο καρκίνος από την κατάθλιψη.
Πριν πάμε εκεί, όπως ο καρκίνος παλιότερα έτσι και η κατάθλιψη τώρα είναι ταμπού, κάτι που πρέπει να κρύψεις, κάτι το οποίο δεν θα σου συνέβαινε αν ξέρω γω σκεφτόσουν θετικά. Φυσικά η κατάθλιψη είναι ακόμα πιο λαχείο από τους περισσότερους καρκίνους, αλλά δεν βαριέσαι. Για τους περισσότερους από εμάς, και για τους ίδιους τους καταθλιπτικούς πολλές φορές, είτε εσύ φταις που έχεις κατάθλιψη, είτε η κατάθλιψη είναι κάτι που νικάει η θετική ενέργεια και σίγουρα αυτό το Κ είναι πηγή ενοχής.
Η κατάθλιψη κάνει την ίδια σου την ύπαρξη να βαραίνει και να θαμπώνει· και στην περίπτωση αυτή ο χρόνος επιβραδύνεται και οι ανάσες γίνονται δύσκολες. Εγκαθίστανται νέοι κύκλοι, νέες χρονικές περίοδοι φορτικές αβάσταχτες, ανούσιες: μια σπειροειδής κατάβαση προς έναν ελώδη θάνατο που σχεδόν λαχταράς. Η ζωή αποκτά βάρος, κάθε κίνηση της ψυχής γίνεται λίγο πιο δυσχερής. Επιπλέον σε συνθλίβει η ενοχή: γιατί να ζεις έτσι; δεν είναι δα ότι έχεις καρκίνο. Μια χαρά είσαι, γιατί δεν βγαίνεις έξω;
Υπάρχουνε λέει καρκίνοι για τους οποίους φταίει το γονιδίωμά σου, άλλοι για τους οποίους φταίει η ζωή που κάνεις, άλλοι που προκύπτουν από το ότι το γονιδίωμά σου δεν μπορεί να σηκώσει τη ζωή που κάνεις κι άλλοι από καθαρή κι ανόθευτη γκαντεμιά. Κάπως έτσι είναι και η κατάθλιψη.
Μια μέρα θα καταλάβει ο κόσμος ότι η κατάθλιψη είναι κάτι σαν τον καρκίνο: δεν είναι μόνο μία, δεν είναι πάντα ίδια, αν την αφήσεις θα σε σκοτώσει. Προς το παρόν βεβαίως προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο να εμβολιάζει τα παιδιά του για ιλαρά και για όλα τ’ άλλα.
Πέταξα πάνω από την Κεντρική Ασία για δύο ώρες, πάνω από αλλεπάλληλα γυμνά κι άδεντρα βουνά, αχανείς κατάξερους τόπους και από κενά τοπία πιο στεγνά κι από την απελπισία και σκέφτηκα
Αυτός είναι ο ήλιος σας
Είδα τη θολή κι ανακατεμένη θάλασσα αξεχώριστη από τα σύννεφα να βράζει, χωρίς ορίζοντα και χωρίς έλεος, να ξερνάει ξεσκλίδια και βρωμιά και σκέφτηκα
Αυτή είναι η θάλασσά σας
Είδα παιδιά να σβήνουν στον πόνο του καρκίνου και είδα άλλα παιδιά με συγγενείς παραμορφώσεις χωρίς έλεος και χωρίς γιατρειά και σκέφτηκα
Αυτός είναι ο Θεός σας.
Διάβασα για τις θηριωδίες και την καταστολή και τις σφαγές που έφεραν ηρωικά σε πέρας ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας μας και σκέφτηκα
Αυτή είναι η Ελλάδα σας, το δεινότερο από όλα τα είδωλα.
*
Κι όλα τα παραπάνω είδωλα δεν είναι παρά θάνατος.
*
Μεγάλωσα σε μια χώρα στην οποία ξεκινάς Σαββόπουλος του ροκ και της επανάστασης και πεθαίνεις Σαββόπουλος του Θεού και του έθνους.
Μεγάλωσα σε μια χώρα στην οποία ξεκινάς Ελύτης της λαχτάρας και του ονείρου και πεθαίνεις Ελύτης της Ελλάδας και του Αντώνη Σαμαρά (που τα συγκεφαλαιώνει όλα).
Μεγάλωσα σε μια χώρα όπου ξεκινάς λεξισπάστης και λογοτόμος και καταλήγεις ήμερο γεροντάκι που πήρε ρασοευχή και χαίρεται.
Μεγάλωσα σε μια χώρα όπου ζωγραφίζεις την τρέλα και τον πόνο και την εξέγερση (του σώματος ή των κολασμένων της γης) και καταλήγεις να γεμίζεις γκαλερί με διακοσμητικές ζουγραφιές για μαικήνες.
*
Μόνο κάτι αδερφές και κάτι εκ πεποιθήσεως πουτάνες και κάτι τρελοί μπητ, πάνκηδες και παλαιοροκάδες δεν γονατίζουν μπροστά στα είδωλα και μένουν όρθιοι και παλαβοί και άγρυπνοι μέχρι το τέλος· τη γλύτωσε στο τσακ και ο Μίκης ψελλίζοντας στο ΚΚΕ «μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου» πριν πεθάνει.
ότι είναι αναγκαίο να κάνεις αυτό που σου λέει η περδικούλα σου, όμως αυτό προϋποθέτει ότι ακούς τι σου λέει η περδικούλα σου·
ότι οι απλές ερμηνείες και οι προφανείς εξηγήσεις δεν δουλεύουν στην περίπτωση των ανθρώπων αφού οι άνθρωποι είναι μυστήριες και ακατανόητες μηχανές, ακόμα κι όταν επιλέγουν να είναι μηχανές·
ότι κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, φίλε μου, όταν επιλέγεις να του πεις τη λάθος ιστορία κι ότι ένας τρόπος να διορθωθεί αυτό είναι να πεις πολλές εκδοχές της ίδιας ιστορίας, είτε είναι λάθος είτε όχι·
ότι ο εγωισμός του πρωταγωνιστή τελενοβέλας είναι χαριτωμένος ή άντε αποδεκτός μόνον αν ζεις μέσα σε τελενοβέλα, στην οποία όμως κανείς δεν ζει εκτός από κακοστημένα σκηνικά·
ότι οι μεταμέλειες, ιδίως οι περιττές, είναι φτηνό ναρκωτικό: ναρκωτικό μεν, φτηνό δε·
ότι έρχεται η στιγμή να αρχίσει να παιδιαρίζει κανείς όταν ακριβώς του φανεί ανυπόφορη η νεολαία (η τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική κτλ.)·
ότι όλοι έχουμε θέματα δικά μας (και κάποιοι θεματάρες) όμως από μια ηλικία και μετά δεν δικαιολογούν καμμία καφρίλα και καμμία ρουφιανιά και κανένα ξεφτιλίκι: τα χρεωνόμαστε, πορευόμαστε με αυτά και τα διαχειριζόμαστε με σύνεση και πόνο·
ότι όποιος περιφρονεί τα ερωτικά πάθη και τα θεωρεί ευτελή είναι προορισμένος για την ξινίλα και μπαγιατίλα·
ότι δεν χρειάζεται να εξιδανικεύουμε ό,τι βρούμε μπροστά μας ώστε και καλά να επιβιώσουμε: μπορούμε να πάρουμε τη ζωή όπως μας έρχεται μήπως και χαρούμε κιόλας·
ότι άνθρωποι σαν κι εμένα ποτέ δεν ήθελαν να είναι το μέλλον, παρά το blast from the past που θα διαμορφώσει το μέλλον, έστω και λίγο.
Διάβασα τις Βάκχες όταν ήμουν 19 χρονών. Δεν είχα καταλάβει πολλά. Το να είσαι 19 χρονών το 1992 δεν ήταν το ίδιο με το να είσαι 19 χρονών σήμερα: ήμασταν στερημένοι από ερεθίσματα τότε, γεμάτοι ιδέες που νομίζαμε πρωτότυπες ενώ τις είχε δουλέψει κόσμος και κοσμάκης παλαιόθεν.
Επί σκηνής τις Βάκχες τις είδα μία φορά τότε με τον Ρουβά, παράσταση στην οποία το κείμενο νικάει κάθε αντιξοότητα και θριαμβεύει, και χτες σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, που ήταν όμως ολοκληρωμένος δραματικός θρίαμβος.
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η Κριτική εάν ο Αριστοτέλης δεν είχε τον Οιδίποδα Τύραννο ως πρότυπο τραγωδίας αλλά τις Βάκχες· πολύ πιο ενδιαφέρουσα ίσως.
Ενδεχομένως να μην έφταιγε που ήμουν 19 χρονών και βλήμα. Πιθανόν να μην είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τις Βάκχες και όχι λόγω της απόστασης που έχουμε από τον αρχαίο κόσμο.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι Βάκχες αποτελούν παράδειγμα έργου στο οποίο δεν μπορείς να ξέρεις «τι θέλει να πει ο ποιητής». Πρέπει να προσεγγίσεις το κείμενο με nuance και ερμηνευτική αμφιθυμία:
Μας μιλάει για το πόσο τυφλή είναι η εξουσία; μα η τιμωρία του φορέα της, του Πενθέα, είναι δυσανάλογη και βεβαίως η οργή (που μοιάζει με ανθρώπου κι όχι θεού) παίρνει μπάλα αθώους όπως η Αγαύη και ο Κάδμος.
Μας μιλάει για το ότι δεν πρέπει να τα βάζουμε με τους θεούς; Ποιος; Ο Ευριπίδης; Ίσως, αλλά όχι για να μας νουθετήσει παρά για να μας υπενθυμίσει ότι είμαστε αθύρματά τους. Γίνεται πολύς λόγος για δικαιοσύνη στο έργο ― αλλά η φρικτή πτώση της Αγαύης και του Κάδμου;
Πρόκειται λοιπόν για μια απλή ιστορία εκδίκησης; Ίσως να γινόταν στα χέρια του Ταραντίνο.
Ενδεχομένως λοιπόν ο πολιτισμός μας να μην είναι σε θέση να ερμηνεύσει το κείμενο. Μέσα του πάντως βρίσκονται πηγές που θα εκβάλουν στις μεσογειακές θρησκείες αλλά και στην ψυχανάλυση…
Πάντως η Κοντούρη άψογα το σκηνοθέτησε (και στη σωστή μετάφραση: Χειμωνάς). Δεν υπήρχε τίποτα σε όσα έκανε που δεν ήταν θαυμαστό:
Η κίνηση των ηθοποιών, σφαλιάρα στην άκαμπτη κληρονομιά της κυρίας Συνοδινού αλλά και καρποφόρα αξιοποίηση όσων χρόνια έκανε ο Τερζόπουλος. Η χρήση της σκόνης, που μετατρέπεται σε κάτι μεταξύ συμβολικής ταφής και νέφους κόκας. Το σκηνικό και οι φωτισμοί: υποβλητικά χωρίς να γίνονται πασαρέλα για μυστήρια.
Η εκφορά του λόγου, καίρια και οξύστομη, υπόδειγμα για κάποιους αμελείς ή και δύσαρθρους Έλληνες ηθοποιούς.
Τα κουστούμια, που έκλειναν το μάτι χωρίς να κραυγάζουν «αχ δείτε μια αλληγορία για το Χ» ― θα επανέρθω στα γάντια του Πενθέα. Το μακιγιάζ λειτουργικό και σε αρμονία με την υπόλοιπη όψιν.
Η επιλογή της μουσικής των Θραξ Πανκc και η διδασκαλία του Χορού, ο οποίος (επιτέλους) δρούσε.
Η διδασκαλία των ηθοποιών. Ποτέ δεν περίμενα να με πείσει τόσο βαθιά ο Σακελλαρίου για Διόνυσος. Η Παππά ως Τειρεσίας, ο Άγγελος, η Αγαύη: όλες και όλοι. Θαύμα.
Ιδιαίτερη μνεία στον καταπληκτικό Παπασπηλιόπουλο Πενθέα: η Κοντούρη τον στήνει σαν έναν Κυρανάκη που μιλάει σαν Μπογδάνος. Επίσης του έδωσε γάντια τύπου Γκίλντας αλλά από υλικό που τα κάνει κατάλληλα για φιστάρισμα ολκής. Ο Παπασπηλιόπουλος φρόντισε ωστόσο να μη γίνει καρικατούρα ο Πενθέας του, παρά ενσάρκωση της (καθόλου διονυσιακής) μανίας που κουβαλάει μαζί της η επισφαλής εξουσία.
είτε στο να μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός (θα σας πει ο Σκλήρης τι είναι μετάνοια, δεν είναι αυτό που νομίζετε)
ή στο να προστατεύσει την κοινωνία (και μάλιστα τους αδύνατους και τους μη προνομιούχους, όπως π.χ. τις μειονότητες) από τις συνέπειες της πολιτείας αυτής.
Αν π.χ. επικρίνω την πολιτεία του Κούλη θα το κάνω είτε για να μετανο… άχαχαχαχ είτε για να συμβάλω στην προστασία της κοινωνίας ή κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την πολιτεία του.
Σε αυτόν τον δεύτερο σκοπό, την προστασία των άλλων, εντάσσεται και το να εξηγήσει κανείς μέσω της κριτικής του ότι π.χ. ο Κούλης δίνει, ας πούμε, το κακό παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι αύριο πεθαίνει ο Αρθούρος Ρεμπώ. Επικρίνοντας την άθλια πολιτεία του δεν μπορεί να έχω σκοπό να τον βοηθήσω να μεταμεληθεί, αφού πάει, πέθανε.Μένει ο παιδαγωγικός σκοπός: να προστατεύσω την κοινωνία από την πολιτεία του, που περιελάμβανε δουλεμπόριο κι εμπόριο όπλων κτλ., αν κι εφόσον αυτό είναι εφικτό.
Το σκέλος του κακού παραδείγματος εδώ πάντως δεν εφαρμόζεται: αν κάποιος όντως είναι ταλέντο μεγέθους Ρεμπώ (κι εγωιστής κι υπερφίαλος όσο ο Ρεμπώ), μάλλον δεν θα μας ακούσει.
Με άλλα λόγια, αν πεθάνει ο Ρεμπώ και σπεύδω να τον μπινελικώσω (οι γέροι) ή να τον κριτικάρω (οι μπούμερ) ή να τον κανσελάρω (οι μιλλένιαλ κι οι ζούμερ) για όσα παραβιαστικά έκανε στον δύστυχο τον Βερλαίν, για το ότι σκότωσε έναν άνθρωπο στην Κύπρο και για το ότι μετά πούλαγε σκλάβους και όπλα, άραγε σε ποιον απευθύνομαι; Στους μελλοντικούς Ρεμπώ; Στον εαυτό μου ίσως, που δεν είναι Ρεμπώ; Ποιος ξέρει.
Νεκρολογίες και θεολογισμοί
Έχω ξαναβρεί τον μπελά μου προσπαθώντας να κάνω λεπτές διακρίσεις αλλά ας είναι, αυτή είναι η δουλειά μου, το nuance υπηρετεί (και άλλα, αλλά και το nuance).
Όπως έχει πει ο Νάτσης, οι νεκρολογίες χωρίζονται σε αυτές που λένε πόσο γαμάτος είμαι που με ήξερε ο μακαρίτης και σε αυτές που λένε πόσο γαμάτος ήταν ο μακαρίτης που τον ήξερα.
Τι συμβαίνει όμως άμα δεν τον ήξερες τον μακαρίτη; Αν επιμένεις να τον νεκρολογήσεις (θα επανέρθω σε αυτό) είτε θα αξιολογήσεις το έργο του είτε την πολιτεία του.
Για να το αξιολογήσεις το έργο χωρίς να γελοιοποιηθείς (αν και στο ίντερνετ όλες οι αποψάρες χωράνε) πρέπει να ξέρεις πέντε πράγματα σχετικά· εκτός αν πρόκειται για λογοτεχνία, όπου απλώς αξιολογείς επιφανειακά αυτό που διάβασες (π.χ. «η Λολίτα μιλάει για έναν παιδεραστή») και περνιέσαι και για μάγκας ή μαγκίτισσα.
(Πάντως, επειδή καλλιτέχνες και δημιουργούς έχω κατά νου, εννοείται ότι το έργο πολιτικών και ηγετών μπορούμε άνετα να το αξιολογήσουμε χωρίς να είμαστε «ειδικοί», ιδίως αν επηρεάζει τη ζωή μας. Πάμε παρακάτω.)
Το εύκολο λοιπόν είναι να αξιολογήσεις την πολιτεία του εκλιπόντος. Υπάρχει λοιπόν η ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει συνέπεια μεταξύ πολιτείας και καλλιτεχνικού έργου. Εμπειρικά αυτό ποτέ δεν ίσχυσε, αλλά ιδεολογία είναι και να μη θες να ασχοληθείς με τα εμπειρικά δεδομένα.
Αφορμή αυτής της ιδέας είναι το γνωστό εδάφιο 43 στο 6ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν: «οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν». Βεβαίως ο Χριστός (τον λέω έτσι όπως λέω και τον Σιντάρτα Γκαουτάμα Σακιαμούνι «Βούδα», χωρίς να πιστεύω ότι αφυπνίστηκε, νταξ;) δεν μιλάει για τη συνέπεια πολιτείας και καλλιτεχνικού έργου, άλλα Τον απασχολούσαν.
Στην εποχή μας, μια μάλλον αμερικανικής Ευαγγελικής προέλευσης ρηχή θεολογική συνθηματολογία τείνει να αντικαταστήσει τη διαλεκτική και τις μεθόδους του Διαφωτισμού (remember kids: κριτική του Διαφωτισμού μπορεί να γίνει μόνο με τα εργαλεία του).
Η συνθηματολογία αυτή παντρεύεται με την πάγια αλλά επιβλαβή ανάγκη μας για ήρωες και καταλήγει να περάσει κάθε εκλιπόντα από λεπτομερή εξέταση (τελωνισμό τον έλεγαν οι δικοί μας στριφνοί καλόγεροι και γεροντάδες) ώστε με τη χρήση αρετόμετρων, αριστερόμετρων ή και των δύο να καθοριστεί εάν του πρέπει τιμή και προσκύνηση. Ναι, περίπου όπως κάνει το Βατικανό με τους αγίους ― οι δικοί μας οι δεσποτάδες είναι πιο χαλαροί, ιδίως αφού αντιλήφθηκαν πόσο αναγκαίο για την πελατεία τους είναι να μην είναι 1500 ετών οι άγιοι που της προτείνουν να προσκυνήσει.
Η ρηχή αυτή προτεσταντίζουσα θεολογική σκέψη έχει δυστυχώς διαποτίσει και κάθε κίνημα. Γίνονται πια κριτικές της καταπίεσης, της εξουσίας και της αυθεντίας οι οποίες επικαλούνται από συλλογική ευθύνη, μέχρι προπατορικά αμαρτήματα, από αμαρτήματα της διανοίας και του χαρακτήρα (που τόσο ενοχλούσαν τους σταλινικούς κομισάριους) μέχρι α πριόρι ενοχή ή την ιδέα ότι το βίωμα του ενός καθορίζει το βίωμα ολόκληρης της κοινότητάς του κτλ. κτλ. κτλ.
Κι αυτό είναι τελικά πολύ επιβλαβές. Όχι μόνο λάθος, αλλά και επιβλαβές. Για παράδειγμα, αν οι παλινωδίες και η εγωμανία του Μίκη μπαίνουν στην ίδια κατηγορία ανομημάτων με βιασμούς ή συμμετοχή σε γενοκτονία κάποιων άλλων, τι από τα δύο θα ευτελιστεί; Πώς θα βαρύνει το αίτημα για δικαιοσύνη όσων έχουν υποστεί τα δε αν μπαίνει στο ίδιο καλάθι με τα μεν;
Και κάτι τελευταίο: ναι, μπορεί κάποιος να έχει μεγάλο έργο παρότι είναι καθήκι. Αλήθεια. Συμβαίνει από τότε που υπάρχει ανθρωπότητα. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό, που τόνιζε τις προάλλες η Ζωή Μαυρουδή: πολλά έργα είναι συλλογικότερα απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Σε πρώτη φάση θα ήταν σκόπιμο να ξεκολλήσουμε λίγο από την προσδοκία ο καλλιτέχνης να είναι ήρωας (ή άγιος), πολλώ μάλλον μοναχικός ήρωας. Σε μια δεύτερη φάση θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε αυτό που είπε κάποτε ο Τσόμσκι: «We shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas.»
Πριν 30-40 χρόνια ούτε οι σούπερ θεούσοι και θεούσες δεν ήξεραν τι είναι η Αρχή της Ινδίκτου. Σήμερα, το 2021, μερικά λαμπρά μυαλά του τιέλ μου (έχω πολλά λαμπρά μυαλά στο τιέλ μου και το λέω δίχως σαρκασμό, γιατί ξέρω πόσο οφ μπορεί να βγει ένα λαμπρό μυαλό) αλληλοεύχονται «καλή χρονιά» και διακηρύσσουν τρυφερά ότι σήμερα είναι η πραγματική πρωτοχρονιά. Ναι, σήμερα είναι αν είσαι ζευγάς ή δάσκαλος, ξέρω γω.
Η επικράτηση της χριστοδουλικής νεορθοδοξίας εδραιώνεται και διαμορφώνει την ελληνική κοινωνία σε κάτι αρκετά πιο κλειστό από ό,τι ήταν π.χ. τη δεκαετία του ’80, σίγουρα πολύ πιο παραδοσιόπληκτο, κάργα άκαμπτο και παραδομένο σε μια ασβεστωμένη και φουλ επανεπινοημένη ελληνορθοδοξία. Έτσι και με τους καλοπαναγιάδες (μιλάμε για ευχή άγνωστη πριν 30-40 χρόνια), έτσι σε λίγο και με τόσα άλλα σαφώς πιο δυσοίωνα και οπωσδήποτε πιο αντιδραστικά.
Μόνο η ευχή «Χριστός Ανέστη» μέχρι πριν της Αναλήψεως δεν θα νεκραναστηθεί, γιατί η χριστοδουλική νεορθοδοξία και οι αριστερές ή οι παρδαλές παραλλαγές της δεν πιστεύουν ούτε στην Ανάσταση ούτε σε τίποτα: μόνο το ιδιοσυστασιακό φολκλόρ της Ορθοδοξίας τις νοιάζει, συνήθως ως αποτροπαϊκό χαϊμαλί απέναντι στον μισοπεθαμένο διεθνισμό και στον αδηφάγο κοσμοπολιτισμό του ύστερου αμερικανισμού.
Μία αγαπημένη ποιήτρια μού έλεγε πριν χρόνια ότι αισθάνεται άβολα κι αμήχανα να φοράει μόνο μαγιό στην παραλία, αφού τα γυναικεία μαγιό είναι πανομοιότυπα με τα εσώρουχα. «Δεν θα έβγαινα στην παραλία με τα εσώρουχα!», μου έλεγε. Τυλιγόταν λοιπόν κι αυτή με σάλια και παρεό και τέτοιες επανεπινοήσεις του πέπλου.
Αυτό λοιπόν είναι το παράδοξο του μαγιό: κυκλοφορούμε άνετα στην παραλία, και πέριξ αυτής, φορώντας ακριβώς τόσο ύφασμα όσο πάει στα εσώρουχά μας. Αυτό το αποκαλώ το παράδοξο του μαγιό. Το ισοδύναμο του μπικίνι είναι το σουτιέν-κυλότα, του ολόσωμου είναι το μπόντυ, του σπήντο είναι το σλιπ και των βερμούδων η σκελέα. Όσο γι’ αυτές που πετάν τα σουτιέν στην παραλία, σιγά μην τις απασχολούνε τέτοια παράδοξα: έχουν ήδη σταματήσει να διαβάζουν.
Θα πει κανείς ότι τα μαγιό δεν είναι ακριβώς σαν εσώρουχα αφού δεν είναι διαφανή, όπως είναι τα πιο εκλεπτυσμένα γυναικεία εσώρουχα, και ότι δεν φεγγίζουν όταν βραχούν (τουλάχιστον όχι συνήθως). Άλλα υφάσματα, Σραόσα. Έχουν και σχέδια. Είναι και σχετικά αδιάβροχα.
Ωστόσο δεν παύουν τα μαγιό να καλύπτουν πολύ λίγα. Γι’ αυτό άλλωστε και έχουνε γίνει πεδίο συμβολικών μαχών για την κυριαρχία στο γυναικείο σώμα: γνωστά πράγματα.
Ας δούμε λοιπόν γιατί πάμε στην παραλία. Εγώ έχω ξαναπεί ότι δεν είμαι θερολάτρης κι ότι η θάλασσα μου είναι μάλλον αδιάφορη. Άρα για μένα η θάλασσα έχει κάποια χρήση. Πιστεύω ότι για πολλούς από τους αναγνώστες ισχύει ακριβώς το ίδιο, για πολλούς περισσότερους από όσους το παραδέχονται: είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι οι θαλασσολάτρες είναι λιγότεροι από όσοι νομίζουμε.
Αφήνοντας τις προφανείς χρήσεις της παραλίας (μπανιστήρι, μπαλαμούτι, ρακέτα, φιλαναγνωσία, επίδειξη κι εγκαύματα κτλ.), ας μιλήσω και πάλι για μένα.
Εμένα λοιπόν με φέρνει σε μια άλφα διάθεση ύπνωσης και διαλογισμού η επίπλευση και η καταβύθιση στο νερό. Σε ευτυχείς στιγμές η καταβύθιση με αναγκάζει να δω λίγο πιο μπροστά από εκεί όπου στέκομαι στη ζωή μου, δεν το λες και αμελητέο. Βεβαίως προτιμώ τα ποτάμια γιατί σιχαίνομαι την αλμύρα, τη σκόνη, το λιοπύρι κι όλα όσα η φάση παραλία περιλαμβάνει, αλλά στην Ελλάδα ζω, όχι αλλού.
Επίσης η επαφή με το νερό ιδανικά γίνεται σε συνθήκες γυμνισμού, όμως και ο οργανωμένος γυμνισμός με χαλάει και το να πρέπει να περπατήσω σαράντα λεπτά γατζωμένος από σκίνα και μυρτιές και κοτρώνες για να κατέβω στη μία παραλία όπου «μπορείς να κάνεις γυμνισμό».
Για αυτή τη χρήση, της καταβύθισης και της επίπλευσης, προτιμώ ό,τι λιγότερο παρεμβατικό και αισθητό: τα μαγιό σπήντο. Όσο πιο σλιπ, τόσο το καλύτερο, να μην κάνει αισθητή την παρουσία του, να κολλάει πάνω μου. Επίσης τα σπήντο τα προτιμώ αισθητικά, επειδή παραπέμπουν σε κολύμβηση και σε κολυμβητήριο. Απεναντίας, τι να πει κανείς για τις ελεεινές βερμούδες;
Ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπαίνει κανείς στο νερό με βερμούδες, δηλαδή με το αντίστοιχο των καταραμένων και εξοστρακισμένων στην ξηρά ψαράδικων παντελονιών, αυτών των τριών τετάρτων. Ακόμα και κάτι χαχόλικα μαγιό σορτς, μην τυχόν και γράψει καμμιά γραμμή κάτω από τη μέση και το υπογάστριο και μας περάσουν για τίποτε αδερφές τάχα, με ενοχλούν. Παγιδεύουν αέρα, νιώθεις το νερό να κυματίζει τα μπατζάκια τους, με τα ηλίθια κορδόνια τους και τα σαχλά διχτάκια που παριστάνουν τα σεμνότυφα σπασουάρ.
Θέλει να νιώθει ο μέσος άντρας που μπαίνει στο νερό να κυματίζουν μπατζάκια γύρω από τα μπούτια του; Δεν ξέρω, τι να πω, δεν έχω υπάρξει μέσος άντρας, θα σας γελάσω. Εμένα τα σπήντο, άντε κανα κολλητό τύπου μπόξερ, μου αρέσουν για τους δύο και κάτι μήνες που αγγαρεύομαι να τρέχω στις θάλασσες, αφού είναι ό,τι πιο κοντά στη γυμνότητα. Και στο κάτω κάτω, αν τυχόν και δούμε ή σκεφτούμε τίποτα ενδιαφέρον ρε παίδες και μιας πιάνουν αιδημοσύνες, ζωνόμαστε καμμιά πετσέτα κι οκέι.
Κάποτε γνώρισα μια χρυσή καρδιά εδώ μέσα. Χρυσή, ταλαντούχα κι ελεύθερη. Είχε κι αυτή ένα μπλογκ. Ο τίτλος του μπλογκ δεν μου άρεσε ― γιατί να πρέπεις να απολογείσαι επειδή είσαι ελεύθερη; ― αν και τώρα πια καταλαβαίνω ότι ήταν μάλλον ελαφρώς ειρωνικός. Μας τρόλαρε η Βασιλική, όπως λέμε σήμερα.
Στην πραγματικότητα τα δεκαπεντέμισυ χρόνια που εκτίθεμαι εδώ μέσα έχω βρεθεί κάμποσες φορές σε απολογητική διάθεση. Η σχετική βραδύτητα των μπλογκ, βραδύτητα σε σχέση με το φέισμπουκ και το τουίτερ, προσέφερε τη δυνατότητα του αναστοχασμού, της επιστροφής σε παλιότερα κείμενα και της καθυστερημένης απάντησης. Τέλος πάντων, ντεπασέ πράγματα, παρωχημένα.
Μέχρι και οι παράγραφοί σου μικραίνουν, γίνονται οξύτερες και πιο αιχμηρές.
Όταν λοιπόν ξεκίνησα το μπλογκ στα ελληνικά ξεκίνησα ψευδώνυμα γιατί ήθελα να ξεχωρίσω τη γραφή από τη ζωή. Σχετικά με την ψευδωνυμία τα είπα εδώ κι εδώ. Άλλωστε το 2005 ήμουν απλώς ένας ζωηρός τύπος με καλές επαγγελματικές προοπτικές αλλά ζοφερό και κακοπληρωμένο επαγγελματικό παρόν. Τίποτε παραπάνω.
Αργότερα τα πράματα σοβάρεψαν. Η αρχική αιδημοσύνη, την οποία εξυπηρετούσε η ψευδωνυμία, αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: αισθανόμουν ότι δεν είχα πια το δικαίωμα να ντύνω με το κύρος του ονόματος και της ιδιότητάς μου κάθε πλάκα και τρολιά, κάθε αποψούλα μου για θέματα που δεν αφορούν την ειδικότητά μου, κάθε χαχά χουχού και σαχλίτσα, κάθε λογοτεχνική η ερωτογραφική προσπάθεια, κάθε έξαρσή μου ρητορική ή δραματική (ως γνωστόν, δεν το έχω με την ποίηση).
Όσο μεγάλωνα και προχωρούσα κι ανέβαινα, τόσο συνειδητοποιούσα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιώ το (ας πούμε) πραγματικό όνομά μου για να δίνω βαρύτητα και κύρος σε πλάκες και τρολιές, σε αποψούλες για θέματα που δεν αφορούν την ειδικότητά μου, σε χαχά χουχού και σαχλίτσες, λογοτεχνικές η ερωτογραφικές προσπάθειες κτλ.
Κι έτσι, χρόνια αφού είχαμε μετακομίσει στο φέισμπουκ, όταν η πλατφόρμα του Ζάκερμπεργκ μοιραία ζήτησε πραγματικά ονόματα ώστε να οικοδομήσει τη διαφημιστική «κοινότητά» της, εγώ επέμεινα στην ψευδωνυμία και δεν έδωσα το πραγματικό όνομά μου, άλλωστε ήδη είχα υπάρξει Σραόσα για πάνω από δέκα χρόνια, και επινόησα το Βαγγέλης Πολίτης.
Κι έτσι όσα διαβάζετε εδώ και στα τρία (προσεχώς τέσσερα) βιβλία και στο fb είναι γραμμένα από κάποιον του οποίου το όνομα βρίσκεται μεταξύ του πραγματικού ονόματος και του Σραόσα.
Άλλωστε μια χαρά πραγματικός είναι ο Σραόσα, δηλαδή εγώ:
Την Αμοργό δεν την ανακάλυψε η Κρίστη Στασινοπούλου το 1992. Δεν την ανακάλυψε καν ο Νίκος Γκάτσος το 1943, άλλωστε η Αμοργός του δεν μιλάει για την Αμοργό. Το νησί το ανακάλυψε ο Λυκ Μπεσόν λίγο πριν το 1988, παραδίδοντάς το στην ανθρωπότητα ως πρόσχημα του Πελάγους, του Απέραντου Γαλάζιου.
Πράγματι, η Αμοργός δεν είναι παρά πρόσχημα για τη θάλασσα που τη βρέχει εξ Ανατολών, για το ανοιχτό απόλυτο Αιγαίο, με τον τρόπο που η Σαντορίνη είναι πρόσχημα για την Καλδέρα της.
Οι λάτρεις της Αμοργού ως τοπίου θα μιλήσουν (στερεοτυπικά βεβαίως) για την άγρια ομορφιά της. Θα εκθειάσουν τη λιτότητα του αμοργιανού τοπίου. Θα υμνήσουν λυρικά το λίγο της φύσης ― πάντοτε έχοντας κατά βάθος υπόψη το πολύ του θαλασσινού νερού που περιβάλλει τον στεγνό κι άνυδρο αυτό τόπο.
Το τοπίο είναι όντως άγριο, για στρέμματα ολόκληρα πλαγιές ατελείωτες, το μάτι δεν το ξεκουράζει ούτε ένα πουρνάρι ούτε ένα σχίνο. Βεβαίως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η αγριότητα δεν είναι προϊόν των δυνάμεων της φύσης αλλά έργο ανθρώπων. Η φύση από μόνη της μπορεί να είναι αφιλόξενη κι ανελέητη, όμως η αγριότητα πάντοτε απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση. Το αμοργιανό τοπίο είναι προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η κατάξερη ερημιά του αμοργιανού τοπίου είναι προϊόν αιώνων αποψίλωσης ενός ήδη άνυδρου τόπου, ενώ πάνω του δεν πρόκειται να στεριώσει ξανά μεσογειακή βλάστηση όσο τον νέμονται ανενόχλητα τα γίδια. Το αμοργιανό τοπίο, ένας κλασικός γιδότοπος, είναι τόσο τεχνητό όσο κι ένα γήπεδο γκολφ.
Είναι λοιπόν άσχημη η Αμοργός; Όχι.
Πρώτον, η Αμοργός είναι πρόσχημα για τη θάλασσα, όπως είδαμε, και η θάλασσα ποτέ δεν είναι άσχημη. Μπορεί ενδεχομένως να είναι άγονη και στείρα (αν είσαι ομηρικός τύπος), μυστική κι ανεξιχνίαστη εικόνα του ασυνείδητου (αν είσαι ψυχαναλυτικός τύπος), πρόσοδος (αν είσαι ψαράς ή εφοπλιστής), ή κατά βάθος αδιάφορη (αν είσαι εγώ).
Δεύτερον, η Αμοργός έχει τη Χώρα της, επίσης προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η Χώρα της θα αρκούσε.
Ποιοι είναι όμως οι λάτρεις της Αμοργού;
Αφενός είναι οι άνθρωποι, νέοι κυρίως, που αγαπούν τη θάλασσα ή που είδαν την ταινία. Εγώ τη θάλασσα δεν την αγαπώ αλλά αγάπησα μία παραλία στην Αμοργό, που έγινε για μένα ένας μαγικός τόπος που συμβολίζει νέους χώρους εντός μου. Επίσης, δεν κακολογώ τους ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα.
Αφετέρου είναι οι φασαίοι. Η Αμοργός λατρεύτηκε και αποθεώθηκε από φασαίους και το αποτύπωμά τους βρίσκεται παντού στη Χώρα και την Αιγιάλη και τα άλλα χωριά (το άλλο λιμάνι είναι μια αδιάφορη κοινοτοπία).
Οι φασαίοι κοιτάζουν τη φρικτή ερήμωση του τοπίου, την καταστροφή κάθε πηγής δροσιάς και την έλλειψη κάθε εστίας αναψυχής και θαυμάζουν τη λιτότητά του. Συγχέουν την πρακτική αρχιτεκτονική του νησιού με το νεκρό κατσικόβροτο τοπίο του. Την εναγώνια αναζήτηση μέσα στα πετρώδη χέρσα για ένα μικρό στοιχείο ζωής, μια φωνή αύρας λεπτής την αντιλαμβάνονται ως πνευματική αναζήτηση για το μικρό, για το ταπεινό και το ελάχιστο. Όμως, φασαίοι μου, άλλο επιβίωση άλλο πνευματικότητα.
Δεν θα μπορούσαν όμως οι φασαίοι να νιώθουν από τέτοιες διαφορές. Οι περισσότεροι ανήκουν σε μια γενιά που αυτονόμησε και μετά αποθέωσε την ομορφιά. Πεινασμένη για ομορφιά σε έναν κόσμο που σιγά σιγά ξέφευγε από τη συνθήκη νηνεμίας της δεκαετίας του ’80, η γενιά αυτή αποφάσισε να την ψάξει παντού: στον πρωτογονισμό (που συνήθως δεν είναι ολωσδιόλου πρωτόγονος), στο εξιδανικευμένο εθνικό ή παρόμοιο παρελθόν, ή μακριά από την αφθονία του δάσους που τους έφερνε συνειρμούς αφθονίας των φορτικών γονικών εστιών τους.
Οι φασαίοι, ενοχικώς μικροαστοί και όχι ακριβώς της εργατικής τάξης, πάντως σίγουρα καθόλου περήφανα εργατόπαιδα, αισθητικοποίησαν την καταστροφή: την ερήμωση, την αποψίλωση και την ξεραΐλα. Αγκάλιασαν λ.χ. τα πανηγύρια χωρίς το περιεχόμενό τους (ότι δηλαδή ήταν η μόνο μορφή διασκέδασης για αιώνες) όπως τρώμε γαμήλια, ανακτορικά ή εορταστικά πιάτα από όλον τον κόσμο και θαρρούμε ότι γευόμαστε εθνικές κουζίνες. Αγκάλιασαν το ελεύθερο κάμπινγκ ως συνεκδοχή του γυμνισμού (ποιος δεν αγαπάει τον γυμνισμό; σοβαρά μιλάω) και ως το άλλο άκρο ενός ακόμα τεχνητού διπόλου, απέναντι από την άνεση και την τρυφή του καταπιεστικού οικογενειακού σπιτιού τους.
Μια γενιά με επιλεκτική ενσυναίσθηση, μορφωμένη μέσω σπερμολογίας και χειροποίητης επεξεργασίας άσχετων εμπειριών και αντιλήψεων, θεωρεί ότι η έρημος είναι λιτότητα και τα χέρσα καμβάς για να κάνει ο ήλιος τα πυρόκαυστα τα δικά του. Δεν θέλω να δώσω ακόμα περισσότερες προεκτάσεις στο θέμα, είναι σαφές τι έγινε με δαύτους και πώς διαμορφώνει το πώς βλέπουν την Αμοργό και την κάθε Αμοργό.
Η Αμοργός όμως παραμένει όμορφη: περιβάλλεται από το Πέλαγος και φιλοξενεί τη Χώρα.
(Δεν θα αποκαλύψω την παραλία που αγάπησα. Τι με περάσατε, φρηπρές; Χα!)