Εναντίον του ερωτικού ολοκληρωτισμού

της Apollonia Saintclair

Όσο περισσότερο προχωράει ο 21ος αιώνας, τόσο περισσότερο οι ερωτικές σχέσεις καθίστανται ανθρωπίνως αδύνατες.

Η γενιά μας, επηρεασμένη από τη χολυγουντιανή επιπολαιότητα και από τον πουριτανισμό που επέφερε η εσχατολογική αντιμετώπιση του AIDS, έχει επιβάλει ασυνάρτητα και αντιφατικά ιδεώδη στις σχέσεις.

Η γενιά μας και οι γενιές που την ακολούθησαν αντιλαμβάνονται τις σχέσεις ωσάν να διέπονται ταυτόχρονα από την απόλυτη καθαρή μονογαμία και από την αδιαπραγμάτευτη ολ(οκληρωτ)ική ειλικρίνεια.

Από τη μια λοιπόν η απόλυτη μονογαμία. Και δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλική αποκλειστικότητα, που τουλάχιστον ως χίμαιρα πλασάρεται επί αιώνες. Μιλάω για τη μονογονία, αυτή την αμερικανιά της φαντασίωσης ότι η σχέση είναι για πάντα με έναν άνθρωπο που είναι τα πάντα για εμάς. Μιλάω για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ανοίγματος πέρα από τη μία, κυρίαρχη και αποκλειστική σχέση ως προδοσίας και ατιμίας κι απάρνησης όσων έχεις ζήσει ή θες να ζήσει με έναν άνθρωπο. Μιλάω για τη φαυλότητα του να θεωρείς τους ανθρώπους που αγαπάς κτήματά σου προς αποκλειστική δική σου χρήση.

Από την άλλη η απαίτηση της διαρκούς και απόλυτης ειλικρίνειας και του συστηματικού oversharing. Το αίτημα για διαρκή, απόλυτη κι άνευ όρων ειλικρίνεια απέναντι «στους δικούς σου ανθρώπους», αίτημα που ζέχνει ολοκληρωτισμό. Δεν αρκεί λοιπόν να είναι το ταίρι σου ο μπάτσος σου, οφείλεις κι εσύ να του παραδίδεσαι ανά πάσα στιγμή για ελέγχους ρουτίνας και για μικρές φιλικές ανακρίσεις εφ’ όλης της ύλης ― άλλωστε τι έχεις να κρύψεις;

Και κάπως έτσι, υπό το συνδυασμένο συντριπτικό βάρος της μονογαμικής ψύχωσης και της ναρκισιστικής μανίας για γυάλινα σπίτια, η ερωτική σχέση δύο ή περισσότερων ανθρώπων μετατρέπεται από βασική αιτία χαράς μας σε φυλακή.

Ώσπου να γίνουν όλα φυλακή και να γαληνέψει εντελώς ο κόσμος.

Το πιο πικρό σύμπτωμα όλων αυτών; Όταν η μονογαμική προσήλωση («σε είδα που έπαιζε το μάτι σου») και η στανική ειλικρίνεια («σκέφτηκα την Τασούλα / τον Τάσο την ώρα που το κάναμε») συναντιούνται στην ανίερη σύζευξη που σκιάζει τις σχέσεις μας σήμερα, φυσικά ανθεί η ναρκισσιστική κωλοπαιδίαση: σου λέω με κάθε ειλικρίνεια, ως οφείλω, πόσο μαλάκας έχω υπάρξει απαιτώντας να με λυπηθείς και να με δικαιώσεις επειδή υποφέρω που αναγκάστηκα να πω πόσο μαλάκας είμαι.

Χωρίς τρυφερότητα κι απαλότητα και κατανόηση, καλά ξεμπερδέματα…

Εναντίον της αποκλειστικής διάζευξης

«I’m a bisexual man who’s never had a homosexual experience.»

Brett Anderson 1992

Ως γνήσιο μέλος της Generation X, απολιτίκος τότε μεν αλλά αρκούντως φτωχός ώστε να μην μπορώ να ζήσω τ’ όνειρο, μεγάλωσα στον βροντώδη απόηχο ποζεράδικων δηλώσεων όπως η παραπάνω. Ανήκω σε μια γενιά της οποίας οι υποψίες και τα ψυχανεμίσματα θα γίνονταν ο τρόπος ζωής της επόμενης: η προγραμματική αμφισεξουαλικότητα ήταν μία από αυτές.

Από τη μια είχαμε την επαναστατική μαχητικότητα της εξεγερτικής ομοφυλοφιλίας, που τότε σήκωνε κεφάλι και διαλαλούσε ότι «έτσι κι αλλιώς όλη η γη θα γίνει κόκκινη», ή μάλλον ότι θα γινόταν κανονικοποιημένα γκέι. Είχα κάμποσους γνωστούς να μπερδεύουν το κουίρ με τη γκεϊοσύνη τους, την ανδρογυνία με την ομόφυλη επιθυμία, τη βούρτσα με την πούτσα και να διακηρύσσουν ότι όλοι οι άντρες θέλουμε να τον πάρουμε, κάτι που αυτομάτως, αυτοδικαίως και ουσιοκρατικώς θα μας καθιστούσε γκέι. Παράλληλα, ως ανασφαλείς κι ολιγόπιστοι επαναστάτες που ήταν, μας παρακινούσαν όλους τους σερνικούς να το πάμε all the way, να πάμε να γαμηθούμε αυθωρεί και παραχρήμα ώστε να πυκνώσουμε τις τάξεις των ηρωικών τύπων που έκαναν coming out (για το οποίο ελληνιστί δεν έχουμε όρους ακόμη, αντίθετα με τα αμφίψωμα και τους τροφοδιανομείς).

Από την άλλη είχαμε στο κεφάλι μας τη στυγνή ετεροκανονικότητα, προϊόν του διάχυτου τιμωρητικού τρόμου των μεγαλυτέρων και των ομοίων μας ότι μπορεί να λέγαμε κανα «καλέ» παραπάνω ή να πηγαίναμε για χορό στο DOM στην Ικαριέων, ότι μπορεί να προσχωρούσαμε στις αδερφές που βεβαίως κυβερνούσαν τον κόσμο — ξέρετε, με τον τρόπο που οι Εβραίοι κατέστρεφαν τη Γερμανία εκεί τον Νοέμβρη του 1938. Μιλάμε για την ίδια ετεροκανονικότητα που έστειλε στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες τον Ζακ Κωστόπουλο / Ζάκι Ο, και άλλους πολλούς με πιο αργές και ακόμα πιο βασανιστικές διαδικασίες.

Στο μεταξύ, οι «γκέι ακτιβιστές» τότε δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τους φτωχόπουστες, ούτε για τις ίου λεσβίες, παρά για ορατότητα (βιζιμπίλιτυ καλέ) στα λαμπρά κι ιδιωτικά κανάλια, άλλωστε δεν τους ενδιέφεραν τα πολιτικά και άλλα τέτοια βαρετά.

Ναι: ιδού ο μπανάλ και χυδαίος κόσμος της δεκαετίας του ’90, μεταξύ του 1979 της Θάτσερ και του 2008 των Λίμαν Μπράδερς, όταν ήταν μπανάλ να είσαι φτωχός, όταν όλοι θα μπορούσαμε να γίνουμε και καλά ζάπλουτοι αν δουλευαμε κι όταν όλα τα προβλήματα του κοσμάκη θα τα έλυνε ο πεφωτισμένος και ψύχραιμος ακτιβισμός της κάθε φιλανθρωπίας.

Τέλος πάντων, πέθαναν αυτά. Όπως γελάμε με την αυταρέσκεια των μπούμερ σήμερα θα γελάμε σε 50 χρόνια με την εκ του ασφαλούς μετριοπάθειά μας αλλά και με τις νεοπουριτανικές απόπειρες των γενεών μετά από τη δική μου να επιβάλουν λογοκρισίες, γενεών που έμαθαν την επιθυμία, την ψυχική ασθένεια και την ανισότητα μέσα από το τάμπλερ. Δυστυχώς θα είμαι χούφταλο τότε, αν όχι κιόλας νεκρός.

Επιστρέφοντας λοιπόν στην επιθυμία, μου ήταν αυτονόητο ότι «από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας». Βεβαίως αυτή η αυτονόητη θέση δεν ήταν κάτι που μπορούσες να συζητήσεις ποτέ ανοιχτά, αφού εκ μέρους ενός cis αρσενικού ήταν καταγέλαστη για κάθε λογής μονοσεξουαλικούς.

Οι μεν γνησίως και ορθοδόξως ετεροφυλόφιλοι τη θεωρούσαν είτε πρόφαση για ανώμαλου χαρακτήρα ανευθυνότητα και πολυγαμικότητα και γενικότερη ασυδοσία, είτε ψυχολογικοποιημένα ευτελές πρόσχημα κρυπτομοφυλοφιλίας. Σε αυτό το τελευταίο συνέπιπταν με τους μαχητικούς κι ανένδοτους γκέι: κατ’ αυτούς όλοι οι μπάι όχι μόνον είναι κατά βάθος γκέι σε άρνηση (άλλως τε γιατί να σου αρέσουν τα μουτζά, καλέ;) αλλά και θέλουν να τον παίρνουν από άντρες, συνήθως τους ίδιους.

Κάτι τόσο ευτελώς προφανές όσο η επιθυμία για σώματα και των δύο ή παραπάνω φύλων είτε ψυχολογικοποιούνταν ως αυτοτιμωρητική καταπίεση και υποκρισία είτε ευτελιζόταν ως πρόφαση να ενδυθεί μια κάποια αξιοπρέπεια η ανευθυνότητα, ασυδοσία και λιμπιντινική ασυναρτησία όσων αντρών δήλωναν αμφισεξουαλικοί: τα πράγματα ήταν απλά, ή ήθελες να τον δίνεις πάντοτε ή ήθελες να τον παίρνεις πού και πού — τα υπόλοιπα ήταν πίπες (με την κακή έννοια).

Ούτε που φαντάζομαι πώς πρέπει να ήταν η φάση με γυναίκες που τόλμαγαν να δηλώνουν αμφισεξουαλικές: σίγουρα ήταν κι αυτές ή κοτούλες που δεν άντεχαν να προσχωρήσουν στον πούρο λεσβιανισμό, είτε απλώς καριολίτσες και πουτανάκια που τα θέλουν όλα. Διότι ακόμα και για τη γενιά που άνθισε τη δεκαετία του ’90 μόνον όσοι είναι σερνικοί δικαιούνταν να τα θέλουν όλα (και να τα θέλουν αμέσως).

Αυτά σήμερα λέγονται bi erasure (άραγε υπάρχει όρος ελληνικός; ποιος ξέρει). Τότε λεγόταν κοινή λογική: αυτονόητη υπεράσπιση της γκεϊοσύνης και της στρέιτ καθαρότητας. Διότι αλίμονο αν αδερφές και παλληκάρια γίνουμε μαλλιά κουβάρια: ούτε τα παλληκάρια αλλά ούτε κι οι αδερφές δεν θα το ήθελαν αυτό, πολλώ μάλλον ο Θεός ο ίδιος.

Βεβαίως, τα πράγματα το 2020 είναι πια ξεκάθαρα και σαφή: «είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας». Κι όποιος ή όποια ακόμα αναρωτιέται πού βρίσκεται στο φάσμα της αμφισεξουαλικότητας ή της πολυγαμικότητας μπορεί να κάνει κάποιο τεστ ονλάιν. Ακόμα καλύτερα, μπορεί να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω και να αντικρύσει με ψυχραιμία τη ζωή του και τις επιθυμίες του.

Εναντίον της τσόντας

Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω «μου αρέσει», μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν «ντύσου σαν σταρ». Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ’ άλλα είναι niche.

Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο — ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη «φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση «όλα στο φως» της αμερικάνικης εποχής μας«, ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,

διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες — ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες — πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

Εναντίον του έρωτα

Πολλά προβλήματα ξεκινούν όταν επιδιώκουμε να ρυθμίσουμε όψεις του ανθρώπινου βίου τζαμώνοντας ασφυκτικά πάνω τους ένα άκαμπτο σύστημα αρχών, σύστημα με απόλυτη εσωτερική συνέπεια.

Άλλα προβλήματα, διαφορετικά, προκύπτουν όταν αποθεώνουμε κι εξιδανικεύουμε όψεις και πτυχές του ανθρώπινου βίου, ανάγοντάς τες στο εν και το παν, ελεατικώ τω τρόπω ας πούμε. Για την αγάπη τα είπαμε. Για την πολιτική τα έχουνε πει κι άλλοι. Ας πιάσουμε τον έρωτα.

Είναι βαθιά προβληματική η αναγωγή του έρωτα στη μία αξία, στο ένα κινούν, στο παν. Είναι λίγο σαν να βγήκαμε από εκείνο το χαζούλι διηγηματάκι του Μπορίς Βιάν, τη Ροζ Ομίχλη, όπου όλοι παντού λαγνουργούν γιατί τους σκέπασε η αντάρα του τίτλου.

Δεν πρόκειται για ζήτημα προσωπικών κλίσεων και προτιμήσεων. Είμαι και παραμένω θιασώτης, ικέτης, ρέκτης, οικέτης του έρωτα — παίκτης του δεν έγινα και δεν σκοπεύω να γίνω — και μάλλον αυτό το καθεστώς θα παραμείνει μέχρι να γίνω κάποιου είδους κομψός πορνόγερος, ρεμβαστής ή σαρδανάπαλος.

Ποτέ όμως δεν χώνεψα τον ερωτοκεντρισμό. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον νιώσω. Επαναλαμβάνω, όχι ότι δεν με απασχολεί ο έρωτας, όχι ότι δεν απορώ με ανθρώπους που προτιμούνε την μπάλα ή τα σπα από το σεξ. Απλώς ο ερωτοκεντρισμός ως ιδεολογία — και όχι ως διάθεση — μού φαίνεται κωμικός, μονομερής κι ανεδαφικός. Με ξενίζει η ιδέα ότι ο έρωτας σώζει, λόγου χάρη. Ας πούμε ότι η αγάπη σώζει, γι’ αυτό είναι πολύ πιο σπάνια απ’ όσο παραδεχόμαστε.

Και πάλι: δεν σκώπτω την ερωτική μανία για κάποιαν, κάποιον, κάποιες, κάποιους — πείτε την και πάθος, λύτρωση, καύλα, τεπετακλάζ, τύφλα ή φώτιση, έστω και καψούρα. Αυτά είναι πράματα ιερά κι ανεξήγητα, υποθέσεις πνευματικές και ο μόνος τρόπος να σειστούν και να τρίξουν πολλοί άνθρωποι, και δη όσοι δεν σκαμπάζουν από τέχνες και φύση ή λεπτότητες.

Όμως ο έρωτας ως το παν και το εν και ως ιδεολογία; Ποιος έρωτας; Το ρομαντικό κατασκεύασμα; Μπορεί να χορτάσει αυτό το πράμα την ψυχούλα του ανθρώπου; — γιατί το πνεύμα του δεν το θρέφει με τίποτα. Είναι δυνατόν να αφιονίζουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κυνηγάει τον ρομαντικό-ιδανικό έρωτα, αυτή τη ζαχαρόπηκτη μαλακία για δύο, και να τον ρίχνουμε στη δυστυχία ξανά και ξανά και ξανά καθώς δίνει ευκαιρίες σε ακόμα έναν μαλάκα, σε ακόμα μία μαλάκω; Δεν γίνεται να προωθούμε τη λατρεία του ρομαντικού έρωτα με τις συμπληρωματικές προσκυνήσεις της χιμαιρικής αιώνιας νεότητας, της ανιαρής ακύμαντης συντροφικότητας, της μονομανούς αφοσίωσης. Αυτό θέλουμε να είναι όλα; Αυτό θέλουμε να είναι το κέντρο του κόσμου μας και το παλλάδιο της ζωής μας; Ένα happily ever after για δύο σε σπίτι στα προάστεια;

Μπορεί να είστε πιο ροκενρόλ, πιο οξειδωμένοι στη νοτιά των ανθρώπων και να εννοείτε τον έρωτα των άκρως αισθητών. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν γαμήθηκε με αγάπη — η αγάπη θα έρθει μετά, αν θα έρθει, που συνήθως δεν έρχεται, και πολύ καλά κάνει. Και πάλι, είμαι από τους τελευταίους ανθρώπους που θα στηλιτεύσουν τη μετά λόγου γνώσεως πολυγαμία (δηλαδή όχι στην πλάτη αθώων), τις αρπαχτές και τις τύφλες ή το φακμπαντιλίκι. Άλλωστε, το υπαινίχθηκα από πάνω, οι δύσκολοι έρωτες είναι δύσκολοι και οι εύκολοι καμμιά φορά δυσκολότεροι.

Δεν μπορεί λοιπόν αυτός ο έρωτας, των σωμάτων χωρίς τούρτες και σορόπια, να γίνει το παν και το εν και, που λένε, να είναι φιλοσοφία ζωής κι η μόνη σωτηρία; Σίγουρα το σεξουαλικό πάθος είναι ο «πυρήνας της βούλησης για ζωή«. Αλλά αν αντί για τη ζωή ασχολείσαι μόνο με τον πυρήνα της, το κουκούτσι της, και τον εξιδανικεύεις, μήπως έχεις πετάξει όλη τη σάρκα της ζωής στο μεταξύ; Δεν είσαι λιγάκι σαν τους ασκητάδες που πετούνε στα σκουπίδια αυτή τη ζωή σε αναμονή μιας άλλης καλύτερης αλλού;

Επαναλαμβάνω, «ο έρωτας όπως και η τέχνη, και η υψηλή, που μετακινεί, και η χθαμαλή, που παρηγορεί, αποτελούν παραμυθία, παραμυθία υγιέστερη από τον τρόμο και την έκσταση που τροφοδοτούν τις θρησκείες». Όμως «η εξιδανίκευση αλλά και το glamorisation του σεξ είναι μάλλον εξίσου πλανεμένα και στρεβλά με την απαξίωση και την περιφρόνησή του. Είναι χαρακτηριστικό πώς οι εξιδανικευτές και ωραιοποιητές του σεξ το παρουσιάζουν σαν μια δραστηριότητα όπου ο ιδρώτας γυαλίζει σαν μπέιμπι όιλ, το σάλιο απουσιάζει, όλα τα υπόλοιπα υγρά απλώς εξυπακούονται, ενώ τα σώματα είναι κουρδισμένα και σε λειτουργία σαν μηχανισμός ρολογιού, με τα γεννητικά όργανα να παραμένουν χρήσιμοι κι ακριβείς κομπάρσοι. Το σεξ εικονογραφείται σαν υπέροχος χορός, σαν κάτι εικαστικά πανέμορφο και ανεξαιρέτως, ίσως κι ατρέπτως, πνευματικό.

Παιδαγωγικά, κάτι τέτοιο είναι εξίσου βλαβερό με την απαξίωση και τη δαιμονοποίηση του σεξ. Αισθητικά αποτελεί παραμόρφωση κι ευτελισμό του, αφού το εξισώνει με γυμνικό περίπατο τροχάδην υπό ψιλή βροχή.»

Το πρόβλημα με την εξιδανικευση του έρωτα των σωμάτων δεν βρίσκεται όμως μόνο στο επίπεδο της αναπαράστασής του, αλλά και στο ότι τελικά τον μετατρέπει σε κάτι που βρίσκεται απέναντί μας, σε ιδανικό αλλά και σε πράγμα έξω από εμάς. Καταλήγουμε να  αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα ως κάτι που ναι μέν αφορά ψωλές και μουνιά και τα υπόλοιπα κορμιά μας αλλά στην εξιδανικευμένη και φαντασιακή εκδοχή τους, ως ζήτημα επίδοσης που συνοδεύεται από το αιτημα διαρκούς ανάπτυξης ή νέων ρεκόρ: την επόμενη φορά περισσότεροι και δυνατότεροι οργασμοί, αεροπλανικότερες κινήσεις, νέες στάσεις, μεγαλυτερες διάρκειες, καινούργια αξεσουάρ ― ντε και καλά.

Η εξιδανίκευση του σεξ συνδέεται στενά με την αναγωγή της πορνογραφίας από εκτόνωση, βοήθημα, ψυχαγωγία κι ανταρσία (που είναι και θα είναι) σε λεπτομερείς οδηγίες χρήσεως, σε σαβουάρ βιβρ (ή σαβουάρ μπαιζέ), σε οδηγό και κριτήριο. Κάθε θρησκεία ψάχνει τις γραφές της και τις κωδικοποιεί εκ των υστέρων πάντα, και οι γραφές είναι πάντοτε ρυθμιστικές και κομματάκι απάνθρωπες.

Νομίζω λοιπόν ότι αντί να αποθεώνει κανείς τον Έρωτα, καλύτερο είναι να κάνει έρωτα, ή να ζει τον έρωτα, όπως δύναται κι επιθυμεί. Κι αν θέλει μετά, ας μιλήσει γι’ αυτόν. Αλλά ακόμα μια θρησκεία, η ερωτολατρία, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε.

Εναντίον του γάμου

Ο Χάουαρντ Ζινν περιγράφει τον θεσμό της οικογένειας ως την «κατεξοχήν φυλακή ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Ώρες αφού διάβασα αυτό το απόσπασμα, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι δεν πρόκειται για φυλακή, παρά για σέχτα, για εταιρεία, για κόμμα — για ένα  αποκλειστικό κλαμπ με πολύ περιορισμένο αριθμό μελών.

Σε μια λίγο-πολύ μόνιμη σχέση η ιδιοκτησιακή νοοτροπία στον έρωτα, όσο και αν μου είναι απεχθής, δεν παύει να είναι κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο στο κάτω κάτω. Ωστόσο, αν πρόσεχα λιγάκι περισσότερο τι συμβαίνει γύρω μου, θα είχα διαπιστώσει νωρίτερα ότι οι οικογένειες λειτουργούν ως στεγανοί οργανισμοί, ως μια μονάδα με εσωτερικούς κανονισμούς, πειθαρχία και — κυρίως — ενιαίο προφίλ προς τα έξω, περίπου όπως τα εταιρικά προφίλ. Γι’ αυτό και δεν θα έλεγα την οικογένεια «φυλακή», παρά σέχτα, εταιρεία, κόμμα ή ένα κλειστό κλαμπ.

Υποθέτω ότι εύκολα αναγνωρίζουμε αυτή τη λειτουργία της οικογένειας. Δεν λέω για το πόσο ισχυροί είναι οι οικογενειακοί δεσμοί στη Μεσόγειο, μιλάω για το πώς η οικογένεια παγκοσμίως συμπεριφέρεται και ως κλειστή μονάδα και ως ένας μικρο-οργανισμός που επιβάλλει ομερτά στα μέλη της, επιβεβλημένη αλληλεγγύη και συνενοχή. Κάθε οικογένεια είναι μια μικρή Μασωνία.

Βεβαίως, υπάρχουν ιστορικοί, κοινωνικοί, ανθρωπολογικοί και βιολογικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό. Με μια καίρια διαφορά: όταν η «οικογένεια» είναι κλαν, φάρα, σόι, τότε η ομερτά, η αλληλεγγύη και η συνενοχή έχουν κάποιο νόημα — λειτουργικώς αν όχι ηθικώς. Εκεί μεν υπάρχει μια εσωτερική ιεραρχία που επιβάλλεται αλλά ενίοτε γίνεται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, εκεί άλλωστε έχουμε να κάνουμε με μια πολύπλοκη ιεραρχία που περιλαμβάνει πρωτότοκους και δευτερότοκους, πεθερές και νυφάδες, ad hoc μητριαρχίες και άτυπα συμβούλια αδελφών κ.ο.κ. Σε μια εκτεταμένη οικογένεια υπάρχουν οι ίδιες σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης που υπάρχουν και στην πυρηνική οικογένεια του σήμερα, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν περισσότερα κελλάρια και πατάρια μέσα της για να κρυφτεί κανείς, περισσότεροι και πιο ρευστοί ρόλοι, αν μη τι άλλο.

Η τυπική πυρηνική οικογένεια, δυο γονείς με μάξιμουμ τρία, συνήθως δύο, παιδιά, αποτελεί την μικρη κι ευέλικτη, και κάπως μηχανοποιημένη, εκδοχή αυτού του θεσμού. Βεβαίως, τυπικά, δεν πατριαρχείται πλέον: δεν είναι πια ο σύζυγος-πατέρας ο κύριος κι αφέντης και ο στύλος της οικογένειας. Αλλά η κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας, όπως ξέρουμε, δεν συνεπάγεται κατάλυση κάθε καταπιεστικού στοιχείου. Διότι η οικογένεια παραμένει οικογένεια και εξακολουθεί να συγκροτείται κατόπιν μιας «δικαιοπραξίας πανηγυρικού χαρακτήρα» (όπως έμαθα πρόσφατα), δηλαδή του γάμου. Διότι η οικογένεια επικαλείται την αγάπη για να επιβάλει εσωτερική πειθαρχία ή μάλλον, και χειρότερα, οικειοποιείται τη μητρική αγάπη, την πατρική στοργή και την αφοσίωση των τέκνων — ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν. Έτσι θεμελιώνει την αυθεντία της: στην επίκληση της αγάπης, και μάλιστα της αγάπης στην ευγενέστερη μορφή της, στην αγάπη που αφορμάται (αλλά με καμμία παναγία δεν περιορίζεται σε αυτή) από τη βιολογική ανάγκη να φροντίσεις τον άλλο: το παιδί ή τον γονιό.

Η πυρηνική οικογένεια δεν είναι πια απλώς φυλακή, σέχτα, εταιρεία, κόμμα και κλειστό κλαμπ. Αποτελεί κλειστοφοβική φυλακή, γίνεται συνωμοσία, τριανδρία, συμμορία. Το μεν ζευγάρι λογοδοτεί για τη δράση του, τις αποδόσεις και την επιτυχία του προς τα έξω χωρίς καμμία εσωτερική βοήθεια, χωρίς έμπιστους εντός: ο ένας με τον άλλο, άντε και με κάποιον από τους κάθε είδους θλιβερούς συμβούλους γάμων. Γι’ αυτό και πρέπει να παρουσιάζει αρραγές μέτωπο, χωρίς περιθώριο για αμφιβολία, για αυτοσχεδιασμό ή για λιγάκι μπάχαλο. Τα δε παιδιά είναι υφιστάμενοι κι υποτελείς υπό τη σχεδόν αποκλειστική εποπτεία των γονέων, ενώ η συναναστροφή τους με συνομηλίκους ελέγχεται από τους γονείς, που από τη φύση τους θα προσπαθήσουν να τα προστατεύσουν και να τα ποδηγετήσουν, είτε ως «φίλοι» είτε ως δεσπότες. Οι γονείς παράλληλα λειτουργούν σαν προπονητές των παιδιών: αν τα παιδιά αποτύχουν, υπήρξαν άχρηστοι, αφού μόνον αυτούς, άντε και ένα-δυο αδέρφια, είχανε τα παιδιά για καθοδήγηση.

Ναι· και ο γάμος χωρίς παιδιά; Και πάλι, ελλείψει μιας ευρύτερης οικογένειας που θα απορροφούσε το «άκληρο» ζευγάρι ως θειους και θειάδες, το άτεκνο ζευγάρι καταλήγει ένα στροβιλιζόμενο γιν-γιανγκ, παγιδεύεται σε ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων το οποίο περιορίζουνε μόνον η πατριαρχία και ο σεξισμός — που αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία συνήθως επιλύονται οι διαφορές και διευθετούνται οι κρίσεις, με τις γυναίκες να δείχνουν κατανόηση (μονομερώς), τους άντρες να συγκαταβαίνουν κτλ. Αυτά όταν διευθετούνται οι κρίσεις δηλαδή, και όταν δεν καταλήγουν οι δύο του ζευγαριού στην αλληλοφαγία ή (στην καλύτερη περίπτωση) στο διαζύγιο.

Και λοιπόν, τι πρέπει να γίνει; Επιστροφή στην εκτεταμένη οικογένεια, στο κλαν, στο σόι, στη φάρα; Όχι βέβαια, δεν θα λύσουμε λ.χ. τα εργατικά ζητήματα επιστρέφοντας στην γήινη και χειροπιαστή φεουδαρχία. Ίσως λοιπόν να πρέπει να μάθουμε να ζούμε μόνοι, όπως γίνεται όλο και περισσότερο στη Βρετανία; Ούτε: ο μοναχικός βίος είναι βαρύς και, από ένα σημείο και μετά, αβάσταχτος (και αυτό το λέει ένας κατεξοχήν μονήρης άνθρωπος).

Ίσως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αποϊεροποιηθεί η οικογένεια: η μητρική αγάπη, η πατρική στοργή και η αφοσίωση των τέκνων στους γονείς είναι ιερές από μόνες τους, όταν υπάρχουν, και δεν χρειάζονται θεσμούς για να τις καλλιεργήσουν. Αν αποϊεροποιούνταν η οικογένεια, ίσως να μεγάλωναν οι ενήλικοι τα παιδιά τους χωρίς να πρέπει και να είναι τέλειοι (γιατί δεν είναι) και χωρίς ντε και καλά να τα αγαπάνε (γιατί δεν συμβαίνει πάντοτε). Ίσως έτσι και τα παιδιά να αποκαθήλωναν κάπως, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αυτούς στους οποίους χρωστούν την ύπαρξη ή και την επιβίωσή τους. Προς την κατεύθυνση της αποϊεροποίησης θα βοηθούσε και το σύμφωνο συμβίωσης για όλους. Όλους όμως. Και όποιος θέλει τα περαιτέρω, ας πάει στην εκκλησία, στο τζαμί, στη συναγωγή ή όπου αλλού.

Εναντίον της αγάπης

 
Esquisse ampelophilosophique. Για τον Νίκο Δασκαλόπουλο (10.VI.2017)

Στους κύκλους των ευαίσθητων ανθρώπων είθισται να μιλάς για αγάπη, σχεδόν επιβάλλεται: σε κάνει να φαντάζεις βαθύς και ψαγμένος, άνθρωπος που ξέρει να δίνει και να δίνεται. Άλλωστε, όταν επικαλείσαι την αγάπη δημιουργείς την εντύπωση ότι διαθέτεις υψηλή «συναισθηματική νοημοσύνη» ενώ η επίκληση της αγάπης προσδίδει αύρα μιας ελαφράς πνευματικότητας σε όσα λες, σε όσα κάνεις και — κυρίως — σε όσα αισθάνεσαι και σε όσα ονειρευεσαι. Αυτοί μάλιστα που πέρασαν από τα αρχονταρίκια των (νε)ορθοδόξων χρησιμοποιούν την αγάπη ως μείζονα αναλυτική κατηγορία: η αγάπη νοηματοδοτεί, ζωοποιεί, σώζει. Είναι το μαγικό για όσους δεν πιστεύουνε σε μαγικά, είναι, λέει, η χάρη που μετουσιώνει το νερό για νίψιμο σε κρασί πρώτης ποιότητος, αν θυμάστε το θαύμα της Κανά. Άλλοι επιλέγουν να αναγάγουν την αγάπη στο Μεγάλο Ιδανικό της ζωής, άρα σε κάτι άπιαστο και ενδεχομένως ανύπαρκτο. Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που χρησιμοποιούν την επίκληση της αγάπης ως συναισθηματικό εκβιασμό, συνήθως γονείς και εραστές, όμως κι αυτό ανθρώπινο είναι και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον κτλ.

Ας κοιτάξουμε όμως και αλλιώς το θέμα. Λίγο πιο ψύχραιμα. Η αγάπη είναι συνήθως μια θεωρία, ένα ερμηνευτικό μοντέλο, ένας τρόπος να εξηγήσουμε έναν ισχυρό σύνδεσμο με έναν άλλο άνθρωπο. Υπάρχουνε βεβαίως κι άλλες θεωρίες, υπάρχουν κι άλλα ερμηνευτικά μοντέλα: συναντίληψη, συμπάθεια, συνεννόηση, σύμπνοια, εκτίμηση, φιλία, πόθος, ταίριασμα, έρωτας, συντροφικότητα, στοργή, αφοσίωση… Εδώ κιόλας προκύπτει μια πλάνη: ότι τάχα τα παραπάνω αποτελούν ασθενείς εκδοχές της αγάπης. Επιπλέον, τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα και επειδή ο συνδυασμός δύο και τριών από τα παραπάνω μπορεί να μοιάζει με αγάπη.

Η αγάπη είναι η ερμηνεία που (στον δικό μας τουλάχιστον πολιτισμό) προτιμούμε να δίνουμε σε ό,τι έντονο και δυνατό και αληθινό μεταξύ δυο ανθρώπων. Φταίει και ο Απόστολος Παύλος: αυτό που υμνεί είναι τόσο σαρωτικό και απόλυτο και καθόλου μα καθόλου λυρικό ή τρυφερό, παρά εκτυφλωτικό και πανίσχυρο. Όμως, το ότι ζούμε τόσο δήθεν και τόση απάτη γύρω μας δε συνεπάγεται πως ό,τι έντονο και δυνατό και αληθινό αισθανόμαστε είναι αγάπη. Η αγάπη είναι η τελευταία ερμηνεία στην οποία πρέπει να καταφεύγουμε, όταν όλες οι άλλες (και οι συνδυασμοί τους) αποτυγχάνουν να εξηγήσουν τον χαλασμό ή τη βαθειά γαλήνη εντός. Η αγάπη είναι η τελευταία ερμηνεία, όταν όλες οι υπόλοιπες αποδειχτούν ανεπαρκείς, ποτέ η πρώτη.

Μέχρι τότε πρέπει να δουλεύουμε το ξυράφι του Όκκαμ και στον τομέα του τι νιώθουμε: να μην υποθέτουμε το πιο πολύπλοκο (την αγάπη) όταν όσα αισθανόμαστε ερμηνεύονται και με άλλους τρόπους. Αλλιώς τελικά ακκιζόμαστε και κολακεύουμε τους ωραίους εαυτούς μας, καθώς εξιδανικεύουμε και καμαρώνουμε ναρκισσιστικά την ωραία και μεγάλη θεωρία μας. Κι όταν αυτό που έχουμε με τον άλλο (το παιδί, τον γονιό, τον φίλο, τον εραστή, τον σύντροφο κοκ) λαβωθεί, ξεθυμάνει ή εκπέσει, τότε φαίνεται η πλάνη μας και τότε η ζημιά είναι σοβαρότερη από μια απλή διάψευση: αφού αυτό που ονομάσαμε αγάπη έσβησε, άρα αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει, λέμε.

Είναι βαρειά κουβέντα το «σ’ αγαπώ». Όχι γιατί είναι ανέφικτη η αγάπη (απλώς είναι δύσκολη και σπάνια, σαν κάτι δέντρα που θέλουν διαρκή φροντίδα). Κι αν πρέπει να πω κάτι, θα πω κάτι αντίστοιχο με αυτό που ένας φίλος ποιητής λέει για τον έρωτα: «μας αποκαλύφθηκε ότι ο ερωτας δεν είναι αυτό που νοιώθει κανείς, αλλά αυτό που κάνει». Αντίστοιχα, αγάπη δεν είναι αυτό που νιώθει κανείς αλλά αυτό που (τον) ζει. Κι αν έχουμε ανάγκη να λέμε «σ’ αγαπώ» στα σοβαρά είναι είτε γιατί δεν μπορούμε αλλιώς, είτε γιατί έχουμε επίγνωση της βεβαιότητας του θανάτου (αφού ο χρόνος βεβαιώνει ή αναιρεί).

Σταματάω εδώ γιατί μίλησα πολύ για αγάπη.

Η φωτογραφία ‘Bathroom’ είναι του Tim MacPherson.