Οικογενειακά δεσμά

Για το θέμα (ελληνική) οικογένεια έχω ξαναγράψει. Παραδέχομαι όμως πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το θέμα, ιδίως αν θέλει να πάει πέρα από γενικές διαπιστώσεις ή από επισημάνσεις λίγο πολύ γνωστές.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γονείς και βεβαίως βρισκόμαστε σε πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους· επίσης πάρα πολλοί έχουμε παιδιά και πλέκουμε εξίσου πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους. Κι ας μη μιλήσουμε καν για αδέρφια. Πάρα πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η οικογένεια είναι οι μόνοι πραγματικά δικοί μας άνθρωποι και οι πιο κοντινοί μας. Αντιλήψεις όπως «πρώτα η οικογένεια», «η οικογένεια πάνω απ’ όλα», «η οικογένεια ποτέ δεν θα σε προδώσει» κτλ. είτε μας είναι πολύ οικείες είτε τις πρεσβεύουμε κιόλας. Τέτοιες αντιλήψεις συνθέτουν μια χαλαρή ιδεολογία με στέρεη βιολογική βάση και με την όλο βεβαιότητες επίνευση της αμερικανικής νοοτροπίας και ιδεολογίας: μια πολύ συγκεκριμένη θέαση της οικογένειας που πλασάρεται σαν πανανθρώπινη αλήθεια.

Επιπλέον, στην Ελλάδα όπως και αλλού, η επίκληση στην οικογένεια είναι βασική μέθοδος με την οποία ψευδοψυχαναλυτικά ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων: πόσοι δεν έχουμε περιπέσει στο σφάλμα να επικαλεστούμε τον αυταρχισμό, την αστοργία, τη φορτικότητα, την απουσία, την επιτυχία ή την ασημαντότητα κ.ο.κ. του πατέρα ή της μητέρας ώστε να εξηγήσουμε ή να δικαιολογήσουμε συμπεριφορές… Μάλιστα, υπάρχουν μέχρι και επαγγελματίες ψυχαναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν κοινωνικές ομάδες ή κοινωνίες ολόκληρες με βάση τη σχέση των ατόμων που τις απαρτίζουν με τα γονικά τους.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω είναι παραδόξως ακόμα τυφλά σημεία, αλλά δεν είναι τα μοναδικά σε σχέση με το φαινόμενο οικογένεια. Ας δούμε ακόμα τρία τέτοια τυφλά σημεία.

Διάολοι
Όλοι έχουμε υποστεί πιτσιρίκια εκτός ελέγχου που σκούζουν, φωνάζουν, τσιρίζουν, μανουριάζουν, μουτζοκλαίνε, γκαρίζουν, μινυρίζουν. Αν η μάνα είναι εργαζόμενη, ε, η μομφή είναι προκάτ κι ετοιμοπαράδοτη: «δεν ασχολείται με τα παιδιά της», λες και τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια που οι ανθρώπινες κοινωνίες ήταν κοινωνίες τροφοσυλλεκτών (ή και αργότερα) οι μανάδες ξημεροβραδυάζονταν διαπαιδαγωγώντας τα βλαστάρια τους. Αν πάλι η μάνα δεν εργάζεται, σίγουρα κακομαθαίνει τα γκρινιάρικα και άτακτα παιδιά, αφού είναι συνεχώς από πάνω τους και τους κάνει τα χατίρια. Εσχάτως, η απάντηση στην παιδική ζωηράδα είναι ritalin: για όλα πρέπει να υπάρχει κι από ένα χάπι.

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς δεν έχουνε καν επίγνωση πόσο τρομακτικά ενοχλητικό γίνεται το παιδάκι τους για τους γύρω ή, μέσα στην άφατη κόπωση και απογοήτευση τους, επιλέγουν τελικά να μην ασχολούνται άλλο με το πόσο αντικοινωνική είναι η διαγωγή του μικρού διαόλου: υποκρίνονται ότι η θηριώδης συμπεριφορά των μικρών τους εμπίπτει μέσα στα όρια του ναζιού, του ακκισμού, του χαριεντίσματος.

Επιπλέον, πολλοί γονείς μικρών τυράννων φαίνονται να μην αντιλαμβάνονται ολωσδιόλου πώς η δική τους συμπεριφορά ενθαρρύνει το παιδί να σκούξει, φωνάξει, τσιρίξει, μανουριάσει, μουτζοκλάψει, γκαρίξει, μινυρίσει. Συνήθως πρόκειται για τους ίδιους γονείς που μπινελικώνουν τα παιδιά τους, που πλακώνονται και βρίζονται μπροστά στα παιδιά, που δεν βάζουν όρια στο παιδί (και το παιδί σχεδόν νομοτελειακά θα προσπαθήσει να τα διευρύνει ούτως ή άλλως: να κοιμηθεί πιο αργά, να φάει κι άλλο παγωτό κτλ), που βάζουν ένα όριο ή υπόσχονται κάτι για να αθετήσουνε μετά τον κανόνα ή την υπόσχεση με ελάχιστη πίεση.

Αν και είμαι αναρμόδιος να γνωματεύσω, μου φαίνεται ότι το να είσαι γονιός είναι πρωτίστως πράξη στοργής και μετά συνέπειας. Όμως η στοργή χωρίς συνέπεια είναι μάλλον χειρότερη από τη συνέπεια χωρίς στοργή — αν ντε και καλά πρέπει η μία από τις δύο να απουσιάζει (που δεν πρέπει).

Προσωπικές αρχαιολογίες
Είπαμε για την επίκληση στην οικογένεια: συζητάς με ενήλικες που δικαιολογούν και ερμηνεύουν συμπεριφορές, και τις δικές τους και των άλλων, με βαση τη σχέση με τους γονείς τους, και μάλιστα όπως τη βλέπουν αναδρομικά, ως ενήλικες. Τις περισσότερες φορές σφετερίζονται την έννοια του τραύματος: αίφνης, το να σε κορόιδευε ο πατέρας σου γίνεται κάτι ποιοτικά ομοειδές με τη φρίκη του να σε κακοποιούσε, μόνον οι ποσότητες διαφέρουν. Άλλοι μιλούν για το μεγάλωμά τους μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια σαν να πρόκειται για ελαφριά μορφή εγκατάλειψης, λες και το ορφανοτροφείο και μια μονογονεϊκή οικογένεια είναι ποιοτικώς ομοειδείς και διαφέρουν μόνον ως προς την ποσότητα της εγκατάλειψης. Το ότι είσαι πρωτότοκος (άρα νιώθεις ότι παρακολουθείσαι, άρα αισθάνεσαι ένας μικρός ενήλικας) γίνεται καραμέλα που ανακουφίζει τις όποιες φλεγμονώδεις συνειδήσεις, λες και το να είσαι πρωτότοκος ισοδυναμεί με το να είσαι το πεντάρφανο που δούλεψε στα ορυχεία από τα 9 του για να αναστήσει τα αδερφάκια του.

Ενθαρρυνόμαστε να ανασκάπτουμε την παιδική μας ηλικία (ή των άλλων) όχι ως μέρος μιας  ψυχαναλυτικής διαδικασίας υπό την καθοδήγηση ειδικού, παρά με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η αρχαιολογία για να ταΐσει τον εθνικισμό: επιλεκτική ερμηνεία ανασκαφών σε στοχευμένες τοποθεσίες της μνήμης που θα «εξηγήσει» συμπεριφορές και άρα θα τις δικαιολογήσει. Καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας απαραθραύστως ως παιδιά. Θεωρώ ότι αυτή η χρήση της παιδικής ηλικίας από ενήλικες, επαναλαμβάνω όχι ως μέρος μιας θεραπευτικής διαδικασίας, είναι πολύ μεγάλη απάτη ή αυταπάτη, ένα ψέμα που λέμε για να καθησυχάσουμε και να δικαιολογήσουμε. Επίσης νομίζω, να το ξαναπώ, ότι «από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ’ εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.»

Κι εν πάση περιπτώσει, όπως διάβασα πρόσφατα εδώ, «για να υπάρξεις χωρίς τον πατέρα, υποστήριζε ο Λακάν, πρέπει να μάθεις να τον αξιοποιείς. Η άρνηση του πατέρα σε αλυσοδένει για πάντα στον πατέρα. Το μίσος δεν απελευθερώνει, δεσμεύει αιωνίως, δημιουργεί μονάχα τέρατα, εμποδίζει την ανάπτυξη της ζωής. Η ρητορική που υποδεικνύει να γινόμαστε γονείς του εαυτού μας –ψευδαίσθηση την οποία υποστηρίζει η εποχή μας– παραβλέπει το γεγονός ότι καμιά ανθρώπινη ζωή δεν δημιουργείται από μόνη της. Απορρίπτοντας την πατρότητα απορρίπτει και το συμβολικό χρέος που κάνει εφικτή τη γενεαλόγηση διά μέσου των γενεών. Η ελευθερία αποσυνδέεται από την ευθύνη και γίνεται ιδιοτροπία, θρίαμβος της διαστροφής».

Αλκατράζ της αγάπης
Τα παραπάνω σχετίζονται με το ολοκληρωτικό ιδανικό της δεμένης οικογένειας, κατά Χάουαρντ Ζινν της «κατεξοχήν φυλακής ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Δεχόμαστε ως ενήλικες να εγκλειστούμε σε αυτή την ειρκτή συνήθως ισοβίως, γιατί ο κόσμος εκτός της είναι ζούγκλα, όπως μας υπενθυμίζει και ο Κυνόδοντας.

Η δεμένη οικογένεια, που είναι φυλακή όταν δεν είναι χίμαιρα, παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Στη σύγχρονη και πιο αμερικανική εκδοχή της, υποτίθεται ότι παρέχει εξασφαλισμένη απεριόριστη αγάπη διαρκείας.

Η εγγυημένη υποστήριξη συνήθως είναι κάτι που πράγματι η δεμένη οικογένεια παρέχει, σε κάποιες κοινωνίες θεσμικώς σχεδόν: τροφή, στέγη, υποστήριξη, σπουδές και κατάρτιση, προίκα και χαρτζιλίκι μέχρι τα 16, τα 25, τα 30 ή τα 50· φροντίδα στην αρρώστεια, την ανέχεια ή τα γεράματα. Το αντάλλαγμα είναι η συμμόρφωση, όπως σε κάθε εξουσιαστική δομή — πολύ περισσότερο σε μια φυλακή: σπουδές αν είναι οι σωστές, χαρτζιλίκι αν δίνεις λογαριασμό, προίκα αν πάρεις τον σωστό άντρα, γηροκόμηση αν δεν κάνεις τρέλες, δεν πολυμιλάς και δεν κάνεις πράγματα που «πια δεν μπορείς να κάνεις» (κι έτσι φυραίνεις και πεθαίνεις μια ώρα αρχύτερα).

Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι μια παροχή της «δεμένης οικογένειας» που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ’ ό,τι σε άλλους. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά, σόι έκτασης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Έχεις καβάντζα αγάπης. Δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο με ξένους — άλλωστε ο κόσμος εκτός της οικογενείας είναι ζούγκλα.

Βεβαίως, η καβάντζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα, π.χ. «οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;«.

Η δεμένη οικογένεια επιμένει ότι έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.

Και κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αιώνια παιδιά ή να αποζητούμε να «ολοκληρωθούμε» και να αυτοπραγματωθούμε μέσα από τον ρόλο μας ως γονείς· όχι μέσα από τη δουλειά, ή τον έρωτα, ή τη φιλία, ή τη μελέτη, ή το ταξίδι, ή τα μεράκια μας… Κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την αγάπη δεδομένη και αυτοματισμό.

Tordesillas

Το καλό με τα λοξά κείμενα, τα κάπως ζαβά, είναι ότι δίνουν την αίσθηση ότι πάνε πολύ βαθιά. Το λιγότερο καλό είναι ότι δεν ξέρεις αν πάντοτε βρίσκουνε τον στόχο τους. Εκτός και αν ο στόχος τους δεν είναι ρητός και συγκεκριμένος, παρά ένα πεδίο που πρέπει να καλυφθεί, έστω και σποραδικά.

Όταν άνοιξα τουίτερ το 2011, έβαλα για μότο το «I chose not to choose: I chose something else», παραφράζοντας τον Ρέντον του Trainspotting.

Ξέρω βεβαίως καλά πως οι αποφάσεις δεν είναι για τους ανώριμους, γνωρίζω πολύ καλά πως η αμλέτεια αναποφασιστικότητα είναι εξίσου γοητευτική με την ανεμελιά και την ανευθυνότητα: λογοτεχνικώς και μόνο. Επίσης ξέρω πως λίγες αποφάσεις είναι υπόθεση του λέω ένα ναι ή ένα όχι: προσωπικά τουλάχιστον, τα ναι έχω αναγκαστεί να τα στηρίξω ξανά και ξανά, από κατάφαση σε κατάφαση. Τα όχι, άπαξ και τα είπα, δεν γυρίζω να τα ξανακοιτάξω — αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Από την άλλη, πόση πλάνη και πόσος ακκισμός κρύβεται πίσω από την ανάγκη μας για καθαρές λύσεις διαρκείας, πίσω από κάθε Τορδεσίγιας. Πόσο αρματωμένος με λέπια, πόσο χωμένος μέσα στο πώς λειτουργούν οι αφηγήσεις αλλά όχι η ζωή πρέπει να είσαι για να πιστεύεις ότι οι αποφάσεις είναι διακόπτης που γυρίζεις, το μπλε χάπι ή το κόκκινο χάπι.

Εντάξει, ναι: γνωρίζω από την καλή και από την ανάποδη, ότι πάντοτε σχεδόν οι ωραίες αποφάσεις είναι οι δύσκολες αποφάσεις. Έμαθα καλά επίσης ότι εσύ πρέπει να αποφασίσεις, όχι κάποια εξουσία από αλλού, ποιες είναι οι επιλογές σου και ότι συνήθως είναι περισσότερες από δύο: μπορεί να σκεφτόμαστε δυιστικά ή και μανιχαϊστικά κάποτε, αλλά ο κόσμος δεν είναι ψηφιακός. Τέλος, κάθε επιλογή διακλαδίζεται σε άλλες καινούργιες επιλογές, ώστε κάθε μονοπάτι από αλυσιδωτές αποφάσεις βγάζει αλλού γι’ αλλού.

Με δυο λόγια, κάθε επιλογή απαρτίζεται από τουλάχιστον δύο αποφάσεις. Η πρώτη απόφαση αφορά το ποιες εναλλακτικές θα θέσουμε αρχικά υπόψη μας, δύο ή περισσότερες· η δεύτερη απόφαση είναι η επιλογή καθεαυτή: ποια από τις εναλλακτικές θα διαλέξουμε και θα διαλέγουμε ξανά και ξανά, μέσα από τις υποεπιλογές που καθεμιά της θα μας ανοίξει.

Αυτοσμιλευόμαστε και αυτοφωτιζόμαστε και αυτοεπινοούμαστε μέσα από τις επιλογές μας. Ίσως πούμε στους εαυτούς μας ότι είμαστε εκεί όπου μας έφερε μια ακολουθία από ναι και όχι, από 1 και 0. Θα επικαλεστούμε και διάφορα Ich kann nicht anders. Όμως είμαστε αυτό που μας έπλασε και μας φώτισε και μας επινόησε κάθε χτύπημα με τη σμίλη που λέγεται επιλογή κι απόφαση.

Από τα δέντρα

Κάθομαι σε ένα καφέ και πίνω ένα δεύτερο σπριτς. Πριν περίπου μια βδομάδα κάτι συνάδερφοι μού είπαν ότι σπριτς πίνουν οι γκόμενες. Δεν με νοιάζει, ας πιω κι εγώ ό,τι πίνουν οι γκόμενες. Άλλωστε είναι νωρίς για οτιδήποτε άλλο και καφέδες πίνω από τις εφτά.

Κοιτάζω τα δέντρα έξω και χαλαρώνω. Αν δεν μπορώ να βλέπω ό,τι λαχταρώ, και μην πάει ο νους σας αποκλειστικά στα λαγνικά, προτιμώ να βλέπω δέντρα: λίγο για να σκέφτομαι τους πεθαμένους που τα φύτεψαν πριν δεκαετίες, λίγο για να τα καμαρώνω τα ίδια. Κυρίως γιατί είναι όμορφα. Ο κόσμος δεν είναι σύμβολο καμμιάς πραγματικότητας, δεν είναι σκιά του μέλλοντος ούτε λείψανο του παρελθόντος. Ο κόσμος είναι ο κόσμος (ή δάσος).

Σκεφτόμουνα ξανά ότι όσο σου λείπει εκείνο που σε τρώει, δεν μπορείς να χαρείς πολύ τα υπόλοιπα. Ίσως να μην μπορείς να τα χαρείς καθόλου τα υπόλοιπα. Όταν το αποκτήσεις εκείνο που σε τρώει, τότε όλα φωτίζονται. Φυσικά το θέμα είναι αν ξέρεις τι θες: αν είσαι σαν εμένα, και πάντα ξέρεις τι θέλεις, όταν δεν το έχεις ζεις μέσα στην οργή και την καντήφλα ή, χειρότερα, απλώς γυρνάς γύρω γύρω σαν τον διάολα και κακοποιείς τον κοσμάκη. Αν πάλι δεν ξέρεις τι θες, βασανίζεσαι.

Νιώθω τρυφερότητα για ανθρώπους ευγενείς που σπεύδουν να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για εγωισμό και ανηθικότητα μόνο και μόνο επειδή δεν αφήνονται να τους συντρίψει ή να τους θάψει ζωντανούς ο κόσμος. Και ναι, γυναίκες είναι συνήθως, αφού εμάς τους άντρες ο κόσμος μάς ενθαρρύνει να ακολουθούμε την ψωλή μας, πραγματική ή συμβολική, και να λέμε ότι we follow our heart. Νιώθω τρυφερότητα για ανθρώπους ευγενείς που σπεύδουν να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για εγωισμό και ανηθικότητα μόνο και μόνο επειδή δεν αφήνονται να τους ξεκάνει ο κόσμος· όμως να κοιτάξουνε γρήγορα να απαλλαγούν από αυτόν τον όλο φαρμάκι και ψέμα ιδεασμό τους πριν τους διαβρώσει και τους κουφώσει από μέσα.

Είμαι γενικώς υπέρ της κατανόησης και της υπομονής, άλλωστε τα δέντρα είναι όλο κατανόηση — ενώ για την υπομονή τους δεν το συζητάμε καν. Όμως καλύτερα να μην ανοίγει κανείς διάλογο με ψυχαναγκαστικούς και χειριστικούς ανθρώπους. Οι ψυχαναγκαστικοί και χειριστικοί άνθρωποι δεν διδάσκονται ποτέ από τα δέντρα: συνεπώς δεν ανέχονται ψεγάδια, ή έστω την υποψία τους, ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό τους. Είναι λοιπόν ικανοί να εξοντώσουν ψυχολογικά τον άλλο και να του φορτώσουν τα μύρια όσα προκειμένου να αυτοδικαιωθούν και να συνεχίσουνε να νιώθουν άμεμπτοι, ή τουλάχιστον σωστοί.

Είμαι δεν είμαι υπέρ της υπομονής και της κατανόησης, σε στιγμές αδυναμίας θέλω να στείλω όλους τους πασιβαγκρέσιβες της ζωής μου, οι πιο πολλοί από τη δουλειά, σε μια έπαυλη μεγάλη στη μέση ειδυλλιακού αλλά απομονωμένου τοπίου (στην Παταγονία π.χ.). Θέλω να ζουν εκεί όλοι μαζί πολυτελώς και να φτάσουνε σε 1-2 βδομάδες να παρακαλάνε να βρεθεί ένας νορμάλ άνθρωπος για να του πρήξουν και να του τσιγαρίσουνε τα τζιέρια· να μην τους βρίσκεται κανείς άνθρωπος νορμάλ κι έτσι να αναγκάζονται να βγάζουν το άχτι τους ο ένας πάνω στον άλλο. Μετά μου περνάει κι αυτή η έπειξη. Δηλαδή σιγά μην ασχολούνται τα δέντρα με κάθε βοριαδάκι.

Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία, ποὺ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς

Τίποτε λαμπρό και τίποτε αληθινό δεν γεννιέται στο φως της ημέρας.

Οι ελπίδες φέγγουν απόκοσμα ακριβώς εκείνη την ώρα τη νυχτερινή που έχουν χορταστεί οι πόθοι και οι ταμιευμένες επιθυμίες.

Η τροχιά της φεγγαροντυμένης είναι ταυτολογικά νυχτερινή: στον ουρανό ή καθρεφτισμένη πάνω σε νερά σχεδόν ασάλευτα ή και ως επιφάνεια στην άκρη μιας λεωφόρου που γαληνεύει κι ακινητεί αφύσικα.

Η ανάσταση είναι κάτι που συμβαίνει πριν τον όρθρο τον βαθύ, την ώρα του λύκου, την ώρα της ελάχιστης θερμοκρασίας και ενώ πίσω από κλειστά βλέφαρα παίζονται όνειρα αλλά και οι πειστικότεροι εφιάλτες.

Η ελευθερία είναι κι αυτή μια donna velata που θα αποκαλυφθεί εντελώς υλικά, γυμνή κι ιδρωμένη με τα μάτια να μαρμαίρουν και με το δέρμα να λευκάζει στο σκοτάδι, με τον κόλπο της υγρό, την ώρα που το σκοτάδι είναι βαθύ και που τα παιδιά ησυχάζουν κουρασμένα από το κλάμα.

Η ελευθερία αναδύεται μέσα από το πέλαγος του ασυνείδητου ηριγένεια κι αθόρυβη. Το βήμα της είναι ελαφρύ και όταν μιλάει σχεδόν γελάει ήσυχα. Δεν τη στεφανώνουν ήλιοι και φεγγάρια ηλεκτρικά αλλά αστέρια που αναγαλλιάζουνε και ταπεινές φωτεινές επιγραφές. Τρώει κάτι για μετά το ποτό, αν και δεν πίνει πολύ, κι έτσι έχει άλλοθι να σε κοιτάζει. Η ελευθερία σε κοιτάζει κι εσύ κοιτάς αλλού, γιατί δεν χρειάζεται καθόλου να την αντικρύζεις: όταν είναι κοντά σου σε καταυγάζει.

Όμως η ελευθερία δεν είναι η mulier amicta sole της εφηβείας μας για την οποία διαβάζαμε στον Έκο και στη θεία Γραφή και στη Χαλιμά. Είναι ανεπαίσθητη. Η ελευθερία δεν έκανε μεγάλες θριαμβικές εισόδους με αστροπελέκια και τέτοια. Έλυσε το πουκάμισό της κι αμέσως το ξανάδεσε μετά, βεβαιώθηκε ότι θα συναντήσεις το βλέμμα της και ας το αποστρέψεις μετά: όποιος αντίκρυσε την ελευθερία ούτε σφραγίζεται ούτε χαράζεται, παρά αλλάζει και δυναμώνει και απλώνει κλαδιά και δένει καρπούς σιγανά κι ανεπαίσθητα, σχεδόν αρρίγητα.

Όποιος πείστηκε ότι είναι δούλος, θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για την ελευθερία. Μέσα στη νύχτα δεν βλέπει την αρχή για κάτι καινούργιο και δεν διανοείται καμμιά ανάσταση, ενώ κάθε ίνδαλμα της ελευθερίας το νιώθει προϊόν αλκοολικής χαράς, φαντασία ερωτική ή μνήμη μισοξεχασμένη παλιών και αδιανόητων εικονισμάτων της πρώτης νιότης του. Όποιος πείστηκε ότι είναι δούλος κινδυνεύει να πιστέψει ότι νύχτα είναι μόνο το σκοτάδι, να μην αντιληφθεί ποσώς το ανάερο πέρασμα της ελευθερίας από δίπλα του.

Μέσα στη νύχτα ξυπνάς, από εφιάλτη ενδεχομένως, και ξέρεις ότι δίπλα σου είναι εκείνη και θα σηκωθεί πριν καν χαράξει και θα σε κοιτάξει και ακούς που ανασαίνει και τα μαλλιά της κοιμούνται στο μαξιλάρι και ξέρεις ότι αυτή είναι η ελευθερία και ότι τώρα, που εσύ νομίζεις ότι είναι η ώρα της αστραπής, δεν υπάρχει τίποτε παρά η ψιθυριστή ησυχία της πόλης και το κίτρινο φως της. Αντιλαμβάνεσαι τότε επιτέλους αυτό που καιρό ένιωθες: ότι είσαι άξιος για την ελευθερία, ότι δεν είναι όλα φόβος και θλίψη, ότι η ζωή σου ξαναρχίζει τώρα για ακόμα μια φορά, ότι επιτέλους θα πάψεις να γίνεσαι ο εαυτός σου γιατί θα είσαι πια ελεύθερος.

Φωτογραφία: Classic torso (1952) της Ruth Bernhard

Μνήμη θανάτου

στη Μαρία Κενανίδου, με πολλές ευχαριστίες

Τα κανάλια του λαϊφστάιλ είναι γεμάτα εκπομπές σχετικά με την επιβίωση. Δεν είναι τυχαίο, αφού η επιβίωση και η αποθέωσή της θεματικά διατρέχουν το αμερικάνικο σινεμά. Βλέπουμε εκπομπές με σκληρούς άντρες που επιβιώνουν στην τάιγκα, σκληρά ζευγάρια που επιβιώνουνε γυμνά σε τροπικά ερημονήσια, βλέπουμε και τον Bear Grylls να επιβιώνει παντού. Όλοι αυτοί φτιάχνουνε καταφύγια, παλεύουνε με σαρκοβόρα, τρώνε σκορπιούς και κάμπιες, φτιάχνουνε καταφύγια, κυνηγούν σκιούρια και μυρμηγκοφάγους κτλ.

Σε πολλές από αυτές οι εκπομπές η μοναχική επιβίωση θεωρείται το απαύγασμα του πρωτογονισμού, σχεδόν προβάλλεται ως η αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, την οποία έχει αλλοιώσει ο πολιτισμός κτλ κτλ κτλ. Βεβαίως αυτό είναι πλάνη: ο πρωτόγονος άνθρωπος, όπως και ο σύγχρονος, όταν βρεθεί μονάχος πεθαίνει. Και δεν χρειάζεται καν να αναμετρηθεί με αράχνες, αμμοθύελλες, κουνούπια κι ορμητικά ποτάμια: όταν βρεθεί μονάχος πεθαίνει.

Ως μονήρης άνθρωπος, που απολαμβάνει την ησυχία και το ημίφως και εργάζεται ιδανικά μέσα τους, αντιλαμβάνομαι πλήρως την ανάγκη για μόνωση. Και όντως, αν είσαι γεμάτος και ξέρεις ότι οι δικοί σου άνθρωποι είναι καλά και βρίσκονται κάπου καλά και δεν σου λείπουνε, δεν αισθάνεσαι πάντοτε μοναξιά. Όμως είναι πλάνη η ιδέα ότι είμαστε μόνοι στην αρχέγονη κατάστασή μας, ότι αποτελούμε μονάδες που σε δεύτερο χρόνο επιλέγουμε να συναγελαστούμε με τους άλλους. Εικάζουνε μάλιστα μερικοί ότι αναπτύξαμε γλώσσα επειδή ήμασταν κοινωνικό είδος και ότι χάρη σε αυτό το εξελικτικό γεγονός (προϊόν φυσικής επιλογής ή παρενέργεια άσχετων μεταλλάξεων) μπορούμε και σκεφτόμαστε. Μπορεί να είναι και έτσι. Σαφώς οι πρόγονοί μας και τα πρωτεύοντα ξαδέρφια μας είναι κοινωνικά ζώα, όμως σημασία έχει ότι οι άνθρωποι κοινωνικά ευτυχούμε και όχι αλλιώς.

Μιλώντας για σκέψη, θεμέλιο της πλατωνικής σκέψης και αγαπημένο τσιτάτο όσων την ξεσήκωσαν είναι η μνήμη θανάτου. Για αιώνες, η μνήμη θανάτου έγινε ο άξονας του στοχασμού μας. Η μνήμη του δικού μας θανάτου: με αυτή μας παραμυθιάζουν κάποιοι μονοθεϊσμοί και μας απειλούν άλλοι, με αυτή μας αφιονίζει κάθε ηδονισμός της πλάκας και μας τσιτώνουν οι ευλογοφανείς μηδενισμοί και κυνισμοί. Κι όμως, η αρχή της σοφίας δεν είναι να θυμάμαι εγώ ότι εγώ θα πεθάνω. Στη χειρότερη περίπτωση η μνήμη του δικού μου θανάτου είναι πνευματικό γκρανγκινιόλ, ενώ στην καλύτερη μαστούρα ανελέητη που σου προκαλεί η ενατένιση του τέλους της δικής σου ύπαρξης.

Η αρχή της σοφίας είναι να θυμάμαι ότι οι άλλοι, οι δικοί μου, θα πεθάνουν ή ότι πέθαναν. Αυτή είναι η μνήμη θανάτου που έχουμε ανάγκη για να γίνουμε πνευματικά όντα αλλά κανένα σύστημα ιδεών και πεποιθήσεων δεν την επικαλείται, παρά πασχίζουν όλα τους να την καταπνίξουν με παραμύθια, παραμυθίες και παρηγοριές — προσμένοντας τη λήθη του θανάτου που βαφτίζουμε «αποδοχή«.

Αν το να θυμάσαι τον θάνατο των άλλων, όσων αγάπησες, είναι η αρχή της σοφίας, ποια είναι η συνέχειά της; Ο πόνος; Με τίποτα: σε γδέρνει, σε διαβρώνει και σ’ αδειάζει. Η αποταγή και η απάθεια; Όχι, ούτε, αφού είναι άρνηση, απώθηση κι οργή μασκαρεμένες σε γαλήνη.

Συνέχεια και μαθητεία στη σοφία παρέχει η μνήμη της ευτυχίας, η ανάμνηση των μικρών οργασμικών θανάτων και όλων όσων μας έφεραν μέχρι αυτούς· είναι τα λεπτά ανοχύρωτης γυμνότητας στα οποία υπήρξαμε ελεύθερα γυμνοί και μετά από τα οποία σκεπαστήκαμε και ντυθήκαμε λόγω ψύχρας ή λόγω ρολογιού· είναι η άκρα σιωπή με τους ανθρώπους που αγαπήσαμε ή που, έστω, συντονιστήκαμε μαζί τους για μια βραδιά, μια εβδομάδα, μια τριετία ή μιας ζωή. Είναι η ανάπαυση ανάμεσα στους άλλους, τους δικούς μας άλλους.

Οι χαρές μας είναι η μόνη μας δύναμη. Κι έτσι, ενώ πολλοί βικτωριανοί και νεοβικτωριανοί του σήμερα αναρωτιόντουσαν κι αναρωτιούνται πώς μπορεί να συμβιβάζεται η αρετή ή η «καλοσύνη» και το να είσαι σεξουαλικά ενεργός, σήμερα πια ξέρουμε ότι ο δύσκολος συμβιβασμός είναι μεταξύ καλοσύνης και του να έχεις εξουσία. Κι όσοι το ξέρουμε αυτό ξέρουμε ότι ο θησαυρός μας είναι οι άλλοι: οι αρπαχτές, οι έρωτες, τα ταίρια, τα παιδιά, οι φίλοι, οι γονείς, οι συνεργάτες, οι συνοδοιπόροι. Αυτοί είναι ο δρόμος μας προς τη σοφία, αυτοί είναι το έρμα μας, αυτοί είναι οι μόνοι χορηγοί κάποιας γεύσης αθανασίας.

Ερωτικές συμβουλές σε νέους άντρες

italians
Σεξ

  • Το «όχι» της γυναίκας σημαίνει όχι. Εκτός και εάν έχετε συμφωνήσει μαζί της από πριν ότι το «Βύρων Πολύδωρας» σημαίνει όχι — ή όποιο άλλο safe word.
  • Το «όχι» της γυναίκας σημαίνει όχι. Τι σημαίνουν τα άλλα; Ό,τι σας φωτίσει ο θεός.
  • Το «όχι» της γυναίκας σημαίνει όχι και αν ακόμη αμφιβάλλετε είστε λίγο σκουλήκι και σόρυ.
  • Μην ντρέπεστε. Δηλαδή να ντρέπεστε μόνον αν υπήρξατε μαλάκας και να το παραδέχεστε στα ίσια, χωρίς «αλλά» και «όμως» μετά. Όλοι εκτιμούν μία στεγνή συγγνώμη, ιδίως αν υπήρξατε μαλάκας.
  • Όλοι έχουμε υπάρξει μαλάκες.
  • Μη στέλνετε dick pic εκτός και αν έχει πολλή φωτογένεια, που σημαίνει ότι είναι ή σπάνια ή κλεμμένη από το πορνχάμπ. Μη στέλνετε dick pic με το Kalispera: Τέλος.
  • Είστε καλός εραστής αν αυτό που είστε, έχετε ή κάνετε αρέσει στη συγκεκριμένη γυναίκα (ή άντρα). Δεν είναι απαραίτητο να αρέσει. Ναι, ακόμα και αν την έχετε τόση (και έχει και φωτογένεια). Ναι ακόμα και αν τελειώνετε αύριο. Ναι, ακόμα και αν ξέρετε κάτι κόλπα ζόρικα. Ναι, ακόμα και αν… Από την άλλη, μπορεί να αρέσει (πολύ) αυτό που εσείς θεωρείτε χάντικαπ.
  • Μην περιαυτολογείτε ποτέ περί τη λαγνουργία (το γαμήσι και τις επιδόσεις σας σε αυτό, ντε). Όταν σας παινεύουν, και δη τίποτα πρώην, ξεπεράστε τον έπαινο και δείτε μπας και παίζει επανασύνδεση. Πάντως μη μένετε στον έπαινο για το πόσο καλός εραστής είστε, μην τον αναγνωρίζετε, αποδεχτείτε τον σιωπηλά και προχωράτε παρακάτω.
  • Το αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου. Μην κρίνετε τα γούστα ή το τι καυλώνει την άλλη ή τον άλλο. Αν δεν γουστάρετε κάτι, πείτε το ή δείξτε το. Αλλά μην κρίνετε. Τα «πουτάνα» και τα «ξέκωλο» και τα «ψώλα» και τα «ανώμαλη», αν δεν λέγονται καυλιάρικα στην κλινοπάλη, τα λένε κάτι γυμνοσάλιαγκες και σόρυ.
  • Η ζωή δεν είναι τσόντες. Αλλά οι τσόντες περιέχουν χρήσιμες ιδέες.
  • Μην κάνετε καμάκι με ατάκες σακάτικες («δεν μου σηκώνεται», «έχω πρόβλημα», «δεν ξεπέρασα ποτέ τη Μαρίκα», «την έχω μικρή», «έχω να το κάνω από τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου») τάχα για να σας λυπηθούν: αν την πέφτετε με τέτοιες ατάκες είναι πιθανόν ότι ήδη σας έχουνε λυπηθεί για λόγους άσχετους.
  • Μην καταπιέζεστε. Αν είστε μαλάκας και καταπιέζεστε (μάλλον απίθανο), γιατί να μάθουν οι άλλοι αργότερα ότι είστε μαλάκας; Ε; Ας παραγνωριστούμε μια ώρα αρχύτερα.
  • Μην καταπιέζεστε. Αν δεν είστε μαλάκας και καταπιέζεστε (το πιο πιθανό), τζάμπα καταπιέζεστε. Κρίμα δεν είναι;
  • Να είστε κύριος. Που δεν σημαίνει σεξιστικά κυριλίκια ή ζαμπουνιές, παρά να είστε άνθρωπος. Τελεία.

Σχέσεις

  • Αν δεν είστε έτοιμος για σχέση, δεν είστε έτοιμος για σχέση.
  • Αν δεν ξέρετε αν είστε έτοιμος, μπορεί και να είστε. Μπορεί και όχι.
  • Αν είστε έτοιμος για σχέση, είστε και άνω των 35 και πολύ ερωτευμένος. Μεγαλύνθητι ως οι κέδροι του Λιβάνου.
  • Στη συμβίωση ο καθένας θα αναλάβει κάποιους τομείς. Όσο μεγαλύτερη αλληλεπικάλυψη τομέων υπάρχει, τόσο πιο εύκολη θα είναι η συμβίωση.
  • Προσωπική άποψη: κάθε άντρας πρέπει να ξέρει να σιδερώνει τα πουκάμισά του (έστω και χάλια, όπως εγώ) και να κάνει λαμπίκο τον καμπινέ του προτού συμβιώσει.
  • Μην είστε μαλάκας. Όταν είστε, να ζητάτε στεγνή συγγνώμη.
  • Μη ζητάτε συγγνώμη μόνο και μόνο για να σταματήσει η άλλη ή ο άλλος να σας ζαλίζει.
  • Δεν είστε το γιουσουφάκι κανενός (εκτός και αν είστε της BDSM κοινότητας — καταλαβαίνετε τι λέω) και δεν είστε Πυγμαλίωνας κανενός.
  • Αντίθετα με το τι έλεγαν οι παλιοί, η σχέση δεν είναι συμβιβασμός. Συμβιβασμός είναι το συναινετικό διαζύγιο.
  • Το πήδημα είναι το θεμέλιο της σχέσης. Αλλά τα κτίσματα δεν είναι σκέτο θεμέλιο.
  • Να ζηλεύετε. Να θυμώνετε. Αλλά να μη σας καβαλάει ούτε η ζήλεια, ούτε ο θυμός.
  • Ποτέ δεν ψαχουλεύετε τα πράγματα της άλλης ή του άλλου. Ποτέ. Αν το διαπράξετε, να κάνετε ότι δεν το διαπράξατε ποτέ. Ούτε να χρησιμοποιήσετε ποτέ σε συζήτηση όσα ανακαλύψετε για επιχείρημα.
  • Διάλογος και μόνο διάλογος. Και ακόμα και όταν αποτυγχάνει, πάλι διάλογος.
  • Αν θέλετε να τα κάνετε όλα παρέα, ετοιμαστείτε είτε για πάρα πολύ σύντομη είτε για βασανιστική κι ατελείωτη σχέση.
  • Η αμερικάνικη απόλυτη ειλικρίνεια είναι για αμερικάνικες σίτκομ. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχει και η σιωπή, ενώ επιβάλλεται ο σεβασμός. Υπάρχει και η επίγνωση ότι η άλλη ή ο άλλος δεν είναι κτήμα μας.
  • Στα δέκα χρόνια το αργότερο θα αισθανθείτε διαθέσιμοι. Οπωσδήποτε. Μην το αρνηθείτε και μην το αγνοήσετε, διαχειριστείτε το. Ή ακολουθήστε το.
  • Αν μπλέξετε με παντρεμένη ή παντρεμένο, καλό κουράγιο, καλή ψυχραιμία, καλή σοφία — και καλό παράδεισο, ενίοτε. Πρόκειται για την πιο πολύπλοκη μορφή ερωτικής σχέσης.
  • Αν λαχταράτε το «για πάντα», χτίστε αντισεισμικά κι ετοιμαστείτε για το χειρότερο. Βεβαιωθείτε ότι όντως λαχταράτε το «για πάντα» και ζωή να ‘χετε να το ξανασκεφτείτε, αν χρειαστεί.

Άντρες

Άραγε γιατί σαλτάρουν οι άντρες τόσο πολύ τώρα τελευταία; Κι αν με ρωτήσετε γιατί μιλάω για τους άντρες, η απάντηση είναι απλή: άντρας είμαι, για τους άντρες μιλάω.

Τι εννοώ ότι σαλτάρουν οι άντρες; Εννοώ ότι ανοιχτά και ξεδιάντροπα πλέον φέρονται σκατά στις γυναίκες μέσα στις σχέσεις και πριν τις σχέσεις και μετά τις σχέσεις και εκτός σχέσεων. Εννοώ ότι λίγοι πια φέρονται σαν κύριοι. Και με το «κύριοι» ποσώς νοσταλγώ παλιοκαιρίσια πατριαρχία ή αστικές αβρότητες κι υποκρισίες (π.χ. χειροφιλήματα στις κυρίες και κλωτσιές στις πουτάνες). «Φέρομαι σαν κύριος» σημαίνει πρώτα πρώτα συμπεριφέρομαι με στοιχειώδη ευγένεια, με κατανόηση και με ενσυναίσθηση, όση επιτρέπει το ενδεχόμενο πάθος έστω. Εννοώ ότι φτύνουν εκεί που γλείφουν και όχι με τρόπο λάγνο και διεγερτικό. Οι άντρες πια έχουμε αναλάβει τον ρόλο που παλιά είχαν οι φαρμακόγλωσσες, οι γκιόσες και οι στρίγγλες: να καταγγέλλουμε την «πουτανιά» όποιας δεν μας κάνει, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν δεν μας κάνει.

Γιατί όμως;

Μέχρι πριν 40-50 χρόνια στον Δυτικό Κόσμο από θηλυκά μόνον η Μητέρα στεκόταν ως ένα κάποιο αντίπαλον δέος απέναντι στην αντρική εξουσία. Οι γυναίκες όφειλαν είτε να συμμορφώνονται είτε να κρύβονται καλά. Αυτές που κρύβονταν καλά δημιουργούσαν, κατά την ωραιοποιητική κι εξιδανικευτική διατύπωση κάποιων θεωρητικών του κοινωνικού φύλου, «μικρούς χώρους ελευθερίας» — περίκλειστους βεβαίως. Η γυναίκα ήταν υπό, που λέμε. Και όφειλε να είναι υπό.

Ωστόσο, εδώ και 40-50 χρόνια στον Δυτικό Κόσμο, οι άντρες αναμετριόμαστε και με ελεύθερες γυναίκες. Γυναίκες που ορίζουν τα εισοδήματα, τις ζωές, τους εαυτούς και τις ορέξεις τους περισσότερο από όσο οι γυναίκες από καταβολής πατριαρχίας — αν και όχι αρκετά. Οι γυναίκες έχουνε γνώμη και λόγο, έστω και αν φιμώνονται ακόμη. Πολλές γυναίκες δεν τα περιμένουν όλα από εμάς και δεν περιορίζονται στους ρόλους που εκάστοτε διανέμουμε στην καθεμία από αυτές: μάνα, τροφός, νοσηλεύτρια, πόρνη, μαγείρισσα, οικονόμος, μάγισσα, μαντείο.

Οι γυναίκες λοιπόν μπορούν πια να διεκδικήσουν ελευθερία. Οκέι, σε κάθε στάδιο του βίου, δημόσιο και ιδιωτικό, ξεκινούν 400 μέτρα πίσω από τους άντρες αντίστοιχων προσόντων, ικανοτήτων και προδιαγραφών. Όμως πια είναι ελεύθερες, πιο ελεύθερες έστω, έστω σε ένα μικρό μέρος του Δυτικού Κόσμου, έστω μέσα σε ένα σμικρότατο χρονικό πλαίσιο.

Η ελευθερία των γυναικών εκνευρίζει πάρα πολλούς άντρες, εκείνους που πλήρως ταυτίζονται με τα ιδεώδη της πατριαρχίας τουλάχιστον. Τα όπλα των αντρών είναι γνωστά: η ταύτιση της ελευθερίας με την πουτανιά και, αν χρειαστεί, η ταύτιση αυτής της πουτανιάς (όπως και αν εκφράζεται: υπέρμετρη επιθυμία, πολυγαμία, απροθυμία για γάμους και μητρότητες) με κάποιου είδους ψυχολογική αναπηρία, τώρα που η καύλα δεν έχει πέραση για αμαρτία.

Η ελευθερία των γυναικών αναστατώνει τους άντρες, που είμαστε ξέρω γω 70% κατασκευές της πατριαρχίας και 30% αρσενικοί άνθρωποι, με τον τρόπο που οι σπουδαγμένοι αποικιοκρατούμενοι έβαζαν τους αποικιοκράτες σε σκοτούρες: τι να τους κάνεις δαύτους; Αντίστοιχα προβληματιζόμαστε τα αρσενικά: ναι μεν δεν θέλουμε να τις ευνουχίσουμε, αλλά πασχίζουμε να έχουμε την αποκλειστική επικαρπία της λίμπιντό τους. Κι όσο αυτό δεν γίνεται να το πετυχαίνουμε πάντοτε, γιατί και οι γυναίκες είναι άνθρωποι με αυτεξούσιο και δικά τους όνειρα, χούγια και γούστα, σαλτάρουμε. Και έτσι τους φερόμαστε σαν μαλάκες: πότε παριστάνοντας τους πατεράδες και τους πυγμαλίωνες, πότε με καθαρή εξουσιαστική βία, πότε παριστάνοντας τις γκιόσες όλο κουτσομπολιά και λαχτάρα να πομπέψουμε.

Και τι να κάνουμε οι άντρες; να καταργήσουμε το πάθος και την κτητική λύσσα του, ναούμ; να γίνουμε μεγαλόψυχοι κερατάδες; να μη σκεφτόμαστε εμμονικά ότι δεν είναι παρθένες όσες είναι μαζί μας; να χαιρόμαστε που είμαστε μαζί τους αντί να μετράμε τους πρώην και τους επόμενούς τους και τα εκατοστά των ψωλών τους; τι πρέπει να κάνει κι ο άντρας ο λευκός ο στρέιτ, που είχε το 90% των προνομίων κι έχει ξεμείνει στο 85%;

Η γνώμη μου είναι, κι είναι η γνώμη μου και μόνο, ότι υπάρχει κάτι πολύ δυνατό και ζωογόνο στο πάθος, στην αφοσίωση χωρίς προϋποθέσεις. Και δεν μιλάω για ισόβια δεσμά και τέτοια, μιλάω για το να μη θέτεις στο πάθος όρους και προϋποθέσεις (π.χ. την προϋπόθεση της μονογαμίας, αλλά όχι μόνο). Μιλάω για το να μη σε βασανίζει η προοπτική της μακράς διαρκείας αλλά να την αφήνεις να ξεδιπλωθεί από μόνη της, εάν πρέπει και εάν μπορεί να εκδηλωθεί. Άλλωστε με το στανιό μόνον ο σωφρονισμός λειτουργεί και με τον πειθαναγκασμό σχεδόν τίποτε. Αλλωστε η καύλα είναι το τυράκι που μάς φέρνει κοντά αλλά το σεξ από μόνο του δεν μπορεί να μας κρατήσει μαζί. Άλλωστε το «βλέποντας και κάνοντας» είναι σαφώς καλύτερη μέθοδος από τα αμέτρητα ματαιωμένα LFE του κόσμου τούτου.

Σεξ, άντρες, σχέσεις: ο Σραόσα προς τις αναγνώστριες

Αποφάσισα κι εγώ να κάνω αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι η καριέρα μου: ένας κοσμοπολίτης που δίνει συμβουλές στο Κοσμοπόλιταν.

Λοιπόν, νέες! Και λιγότερο νέες, αλλά τσαχπίνες!

Οι άντρες

Οι άντρες είναι πλάσματα προνομιούχα αλλά δεν το ξέρουν: όλοι και όλα κι εσείς οι ίδιες για τους άντρες δουλεύετε. Οι άντρες θέλουνε να σας κατέχουν. Και τους διευκολύνει η κοινωνία να σας κατακτήσουν: αν είναι καλοί σε όλα, εύλογα· αν είναι ωραίοι, αναπόφευκτα· αν είναι εραστές, ευφρόσυνα· αν είναι ευφυείς, αν μη τι άλλο. Για τους ευφυείς θα τα πούμε παρακάτω.

Κι όμως, κορίτσια, γυναίκες, κυρίες, τα προνόμια τούς τρελαίνουν: οι άντρες είμαστε ψυχ και προβάλλουμε τη δική μας θεματάρα πάνω στην περίοδο σας και στην άβυσσο της ψυχής σας (πότε η κόλαση και ο πότε ο παράδεισος) που είναι, βεβαίως, η άβυσσος (και καλά) του κόλπου σας. Γιατί, αν αντιστρέψουμε το κατά Φρόυντ ζόρι του φαλλού, όλοι από κόλπο ξεπεταχτήκαμε αλλά οι άντρες δεν διαθέτουμε δικό μας. Και τον ψάχνουμε λέγοντας ότι ψάχνουμε να βρούμε την προέλευσή μας και το ποιοι είμαστε και τέτοια. Λες και είμαστε βρέφη που τρώνε, κοιμούνται, χέζονται. Κάποιοι είμαστε, τέλος πάντων, όμως ας αφήσουμε τα γιωσαφατλίκια κι ας πάμε πιο κάτω.

Οι άντρες γουστάρουμε να κατέχουμε. Κάνουμε και συλλογές. Κυρίως θέλουμε να κατέχουμε γυναίκες. Αν δεν μπορούμε να τις κατέχουμε, τότε ή τις περιφρονούμε (πουτάαανεεεες) ή τις πατρονάρουμε (κάτσε κορίτσι μου να σου πω λίγο τι σου συμβαίνει). Όταν τις κατέχουμε, τις περιφρονούμε (πουτάααανααααα) ή τις πατρονάρουμε (κάτσε κορίτσι μου να σου πω λίγο τι σου συμβαίνει).

Οι ευφυείς άντρες

Επίσης, γνωρίζω, φίλες μου, ότι πολλές από εσάς θέλετε να κάνετε σεξ με ευφυείς άντρες. Ως ευφυής άντρας, την καλωσορίζω αυτή την προτίμηση. Πέραν αυτού, αναγνωρίζω ότι οι ευφυείς άντρες είναι ευέλικτοι (αν και όχι ανατομικώς), γαμοεφευρετικοί, προγραμματικά μισόμουρλοι σε ό,τι κάνουνε και σεξουαλικά στοχοπροσηλωμένοι. Ακόμα και όταν έχουν εμμονές, τις διανθίζουνε με διάφορες παραλλαγές και πεταστές, κεντήματα κι υπορροές — κι έτσι περνάει ευχάριστα η ώρα σας. Τα δε βίτσια τους είναι τόσο ξεκούδουνα ή σύνθετα, που μπορείτε να συμμετέχετε σε αυτά σαν να είναι πολύπλοκη φάρσα ή χαρτοπαίγνιο με ακατανόητους κανόνες. Επίσης, πάντα σε πρακτικό επίπεδο μιλώντας, είναι ευχάριστη έκπληξη πόσο βοϊδάκια και γάτοι είναι οι ευφυείς άντρες, αν και λόγιοι, λογάδες και σκυθρωποί κατά κανόνα.

Παράλληλα, οι ευφυείς άντρες είναι πάντα λογάδες και σκυθρωποί, βαρείς κι ασήκωτοι — όταν δεν είναι πυγμαλίωνες και δεν θέλουνε να σας φτιάξουν όπως ντύνατε την κούκλα της Μανίνας οι άνω των σαράντα φίλες από εσάς (γιατί και σ’ εσάς απευθύνομαι, κυρίες μου). Μόνο που δεν θέλουνε να σας ντύσουν, άλλωστε και δεν ξέρουνε να ντύνονται οι ευφυείς άντρες και νομίζουν ότι το μυαλό αναπληρώνει τη μπουζού μπροστά τους και τα φούτερ της μαμάς πάνω τους: να σας ελέγχουνε θέλουν.

Αλλά κι όταν ακόμα δεν θέλουνε να σας ελέγχουν και να σας ποδηγετούν και γενικώς να σας κουμαντάρουν και να σας μανουβράρουν όπως τα τάνκερ στον Ορινόκο, είναι λίγο ανυπόφοροι. Είναι βαρείς και σκυθρωποί, διότι άνθρωπος που γελάει χαζός θα είναι, εκτός και αν γελάει με τη χαζαμάρα των αλλωνών. Με το που θα οργάσουν θα τους πιάσει γλωσσοδιάρροια και θα νοσταλγήσετε τον Βαγγέλη που μετά έπεφτε ξερός για ύπνο. Θα σας κάνουνε και mindfuck, που είναι πολύ κακό πράμα: γιατί είπες αυτό που είπες και γιατί λες ότι δεν εννοούσες αυτό που είπες αφού ήξερες ότι θα καταλάβω πως το είπες για να μην το πεις αλλιώς — και πάει λέγοντας.

Επίσης, αυτοί οι ευφυείς έχουνε συνήθως κάποιο έργο. Άσχετο αν εσείς δεν το βλέπετε ή δεν το καταλαβαίνετε ή δεν το θεωρείτε έργο: το έργο υπάρχει. Ε, πρέπει να το σέβεστε όσο και τον φαλλό τους. Ίσως και περισσότερο. Να ασχολείστε μαζί του και να το κατανοείτε αλλά και να το γουστάρετε. Να αντιλαμβάνεστε γιατί ο ευφυής ο άντρας θα γίνει ζωάκι και βοϊδάκι όχι γαμώντας σας αλλά και όταν μιλάει για το έργο του αντιπάλου (πάντα υπάρχουν αντίπαλοι, παντού, η ύπαρξή τους προσφέρει δόξα στον άνδρα) ή για τη γνώμη των επικριτών του. Να μη συγκατανεύετε απλώς, γιατί τότε θα είστε χαζογκομενίδι, να μην υπερθεματίζετε, γιατί θα είστε συζυγομανούλα και θα τους ευνουχίζει που τους θεοποιείτε: πρέπει να πολεμάτε στο πλευρό του, αλλά δύο βήματα πίσω. Όπως ορίζει το πρωτόκολλο.

Αυτά για σήμερα, νέες και λιγότερο νέες. Την άλλη βδομάδα θα μιλήσουμε για το παστίτσιο ως αφροδισιακό αλλά και ως απεικόνιση του οιδιπόδειου. Έως τότε, καλά κρασιά!

Η κανονική ζωή

σ’ εσένα που με διαβάζεις

Καθένας από εμάς λέει τις ιστορίες του.

Ίσως οι ιστορίες είναι για να λέγονται και όχι για να γράφονται, τελικά. Να τις παίρνει κάποιος άλλος και να τις πειράζει λίγο, ένας να τις στρίβει εδώ και άλλος να τις τανύει εκεί, κάπου να τις ξεχειλώνει ο κιμπάρης και κάπου να τις μαζεύει ο στριφνός, να ρίχνει κάποιος άλλος κι ένα καρίκωμα. Ίσως άμα τη γράψεις την ιστορία τελικά την αγκυλώνεις και ύστερα σκαλίζεις και κεντάς περισσότερο το πώς τη λες την ιστορία παρά την ίδια την ιστορία. Βεβαίως, κάποιοι αγαπάμε να τις γράφουμε και να τους δίνουμε υλικότητα σε φωτεινές κι ετερόφωτες οθόνες ή στο χαρτί, άλλοι όμως ζούνε και χαίρονται την άψη να τη λες την ιστορία και να την ακούει ο άλλος εκεί και τότε — όχι να την αμολάς γραμμένη για όποιον τυχόν την περισυλλέξει σε διαδίκτυα, σε περιοδικά και σε ράφια βιβλιοπωλείων.

Το ουσιώδες είναι να μη μένουνε φυλακισμένες οι ιστορίες μέσα στα καύκαλά μας, να μη χάνονται μαζί μας όταν σβήσουμε εμείς. Όποιες και να είναι αυτές, όσο ασήμαντες ή απλές ή και κάπως κακογουστες. Έχουνε δεν έχουν το κατιτίς τους. Δεν είναι όλα τέχνη και δεν χρειάζεται.

Καθένας από εμάς λέει την ιστορία του και θέλει να πιστεύει ότι είναι η ιστορία της γενιάς του.

Και ας ξέρουμε όλοι ότι η γενιά δεν ορίζεται με το διάστημα της τριακονταετίας αλλά με το ποιοι είναι σαν εσένα, γεννημένοι συν-πλην λίγα χρόνια από εσένα. Και λέμε ιστορίες για αυτούς, για τους φίλους τους και για τους φίλους των φίλων τους και για όσους εκείνοι μπορεί και να γνωρίζουν. Λέμε τις ιστορίες για αυτούς, για παρέες, και πιστεύουμε πως μιλάμε για τη γενιά μας.

Είναι αξιοσημείωτο πως εκείνοι που θέλουν να πουν ιστορίες για τη γενιά τους είναι συνήθως εκείνοι που δεν βρίσκονταν στον πυρήνα της παρέας που θεωρούν τα πνευμόνια την καρδιά και το συκώτι της γενιάς τους. Αναμενόμενο, θα μου πείτε: άλλος ο παλληκαράς κι άλλος ο παραμυθάς, άλλη η μαυλίστρα κι άλλη η κεντήστρα (για να παραμείνουμε εντός αρχετύπων). Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι για τη γενιά τους μιλάνε συνήθως αυτοί που είναι έξω από αυτήν, δηλαδή ούτε ανάμεσα στους φίλους, ούτε ανάμεσα στους φίλους φίλων. Τις ιστορίες μιας γενιάς θέλουνε να τις πούνε μάλλον όσοι απλώς τη γνωρίζουν, και δη εξ ακοής.

Καλύτερα λοιπόν να μην ασχολούμαστε με τη γενιά μας ή με το να δώσουμε στον τόπο μας λαλιά — οι ίδιοι τόποι δίνουνε πολύ διαφορετικούς χρησμούς σε διαφορετικούς ανθρώπους. Καλύτερα να πούμε ο καθένας την ιστορία του ξέροντας ότι είναι μια ανθρώπινη ιστορία, όσες εμμονές μας και όσα καθέκαστα και ό,τι χούγια ολοδικά μας κι αν κουβαλάει.

Ίσως η ιστορία μας μιλάει για μια κανονική ζωή αλλά με λαμπρή μεταξωτή φόδρα ή για μια ζωή που θα ήθελε να γίνει κανονική μα δεν χωράει σε αυτό που είναι κανονικό. Ίσως να μην είναι στην τελική μια καθόλου κανονική ζωή, αλλά και τότε τα νέα είναι ευφρόσυνα: μια κανονική ιστορία σπάνια θεμελιώνεται σε κανονική ζωή. Κι όπως είπε και η Αναΐς Νιν, ποιος θέλει κανονική ζωή στο κάτω κάτω; Ένα ωραίο κέλυφος κανονικότητας θέλουμε — όσοι το θέλουμε κι όσοι δεν αγαπάμε την ύπαιθρο και το έναστρο στερέωμα της παλαβομάρας — για να κοιμούνται όσα θα ωριμάσουν και θα γίνουν ιστορίες μέσα στα υπόσκαφα κελάρια από κάτω από αυτό το κέλυφος.

Ενας θαμπός κι αμφίθυμος Βαλεντίνος

Πρέπει να τελειώνουμε. Ο κόσμος κινείται προς μία κατεύθυνση, εμείς πρέπει να κινηθούμε προς μια διαφορετική. Ο κόσμος προσπαθεί να κανονικοποιήσει όσο δυνατόν περισσότερες ερωτικές συμπεριφορές, αυτές που μπορεί να αντέξει και να εντάξει, παραγκωνίζοντας και περιθωριοποιώντας τις υπόλοιπες, δηλαδή τις περισσότερες.

Με αυτή τη βάναυση και γενικευμένη ροπή για ρύθμιση και ποδηγέτηση δεν συνδιαλέγεσαι. Δεν της απαντάς. Όπως και σε άλλα θέματα, δεν περιορίζεσαι στα πλαίσια του διαλόγου που επιτρέπει και ανέχεται η Εξουσία ή η Αυθεντία: την αμφισβητείς, αρνείσαι να την αναγνωρίσεις και αρθρώνεις τον δικό σου λόγο.

Ξεκινάμε λοιπόν: Ο απλούστατος κανόνας περί τα ερωτικά, αυτός της συναίνεσης μεταξύ ενηλίκων, ο μόνος που έχει οποιοδήποτε ηθικό χαρακτήρα, καταστρατηγείται καθώς φορτώνεται με κάθε λογής υποσημειώσεις και τροπολογίες: επικλήσεις στο φυσιολογικό ή αποφάνσεις για το τι αντανακλά ψυχική υγεία και τι νόσο,  μέχρι δισταγμούς για το κοινωνικά ωφέλιμο. Είναι όμως ο μόνος κανόνας: ό,τι κάνουνε συναινούντες ενήλικοι μεταξύ τους κι ανάμεσά τους είναι άμεμπτο και αυτοδικαίως ορθό.

Για θέματα συμβίωσης δεν μιλάω: επί της αρχής δεν αφορά την κοινωνία η ερωτική ζωή όσων επιλέγουν να συμβιώσουν και όλοι έχουνε δικαίωμα να επιλέξουν με ποιον άνθρωπο θα μοιραστούν τις μέρες, τις ώρες, τις μπουγάδες, τις δυστυχίες, τις χαρές και την πλήξη τους.

Συνεχίζω. Έχοντας ημιτελώς και σχεδόν ανεπιτυχώς εξοστρακίσει τους θεούς από την ερωτική μας ζωή, έχοντας απαλλαγεί από χαράμ, καντός, αμαρτίες, κρίματα, κοσέρ, ευλογίες και νηστείες, ήρθε η ώρα να στείλουμε κατά διαόλου και τον ίδιο τον διάολο, τον σατανά. Είναι αναγκαίο να μουτζώσουμε πια την εικονογραφία και τη μεταφορά του διαβόλου στο κορμί και του σατανά που γαμά υπέροχα, που και καλά does this thing with his tongue. Δεν πρόκειται απλώς για ακόμη ένα κατάλοιπο μαγικής σκέψης που μας λερώνει, παρά για λίβελλο και κηλίδωση της ανθρώπινης φύσης, για την πιο ρυπαρή κληρονομιά του βικτωριανισμού μετά την πεφωτισμένη αποικιοκρατία. Το ερωτικό πάθος, η καύλα (ο τεχνικός όρος της μόδας), η παραφορά της κλινοπάλης και η θηριωδία του ίμερου είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Δεν είναι ούτε ο διάολος που μας καβαλάει, ούτε ο δαίμονας που μας καυλώνει.

Ούτε δαίμονας ο έρωτας, ούτε κτήνος. Είμαστε άνθρωποι (ή δελφίνια) γιατί ασχολούμαστε διαρκώς με τον έρωτα και με το γαμήσι, όπως ο καθένας το παλεύει και μπορεί. Απεναντίας, τα ζωάκια ζούνε ανέραστες και τακτοποιημένες ζωές δέκα-έντεκα μήνες τον χρόνο και απλώς κάνουνε τη δουλειά της μάνας φύσης την εποχή του οίστρου τους, γόνιμα κι αποτελεσματικά. Ζωώδες δεν είναι να ζεις και ανάμεσα στα σκέλια σου, ζωώδες είναι να αποσκωρακίζεις με έδικτο και με στυγνή πειθαρχία αυτή την όψη του κόσμου εντός σου και του βίου σου, στη μεγάλη σου πλάνη ότι έτσι αγνίζεσαι και μεταρσιώνεσαι.

Κι αφού ξεμπλέξουμε με θεούς, δαίμονες και τους τάχα ζωώδεις έρωτες, πρέπει να επιτεθούμε στις κόκκινες ζαχαρόπηκτες παραμύθες της αγάπης που κυβερνάνε την ποπ κουλτούρα και που μας ζορίζουν να ερμηνεύουμε τον έρωτα σαν κάτι που θα καρποφορήσει αγάπη — λες και δεν αρκεί ο έρωτας, όταν αρκεί, σαν να είναι ο έρωτας προνύμφη της αγάπης. Ας βγούμε να κράξουμε, έστω και φάλτσα ρε γαμώτο, την πλάνη ότι το σεξ είναι συνεκδοχή ή, έστω, προοίμιο της αγάπης. Πρέπει κάποτε να γυρίσουμε την πλάτη στον ιδεασμό ότι η ερωτική προσκόλληση, η εμμονή του πάθους και οι άγριοι έρωτες ωριμάζουν και τελεσφορούν ως αγάπες ιερές και καθαγιασμένες — ή ότι οδηγούν αναπόδραστα είτε προς την αγάπη είτε προς τον γκρεμό και στη δυστυχία.

Τέλος, μια και πήραμε φόρα, να ξεμπερδεύουμε και με την εξιδανίκευση του γαμησιού, με την αναγωγή του σεξ σε αυταξία και σε ευεργετική δύναμη που όλα τα επανορθώνει και όλα τα ανακουφίζει. Μάλλον για υπόλειμμα εφηβικής αδιάκοπης διέγερσης είναι αυτή η αντίληψη, ότι δηλαδή το σεξ είναι εγγενώς και απολύτως καλό, κάτι εξ ορισμού όμορφο, ένα απόλυτο αγαθό. Το σεξ είναι αυτό που το κάνουν όσοι το κάνουν — και όπως κάθε συνεργατική προσπάθεια, απαιτεί πολλά περισσότερα από ευτυχείς φυσιολογίες και καλή διάθεση.

Αν ο Βαλεντίνος είναι γιορτή του έρωτα, ας τη γιορτάσει όποιος θέλει. Αλλά να θυμόμαστε ότι είναι λίγο σαν γενέθλια, που μαζί με τη γιορτή φέρνουν ίσως και αναμνήσεις απώλειας, προοικονομία θανάτου ή τη διάθεση είτε να ξεκινήσει κανείς κάτι καινούργιο είτε να τιμήσει ό,τι θεωρεί κατακτημένο. Ας είναι θαμπός και ιριδίζων Βαλεντίνος, ούτε εξαϋλωμένος, ούτε γλασαρισμένος κόκκινος με σκέτη σοκολάτα — ούτε καν εξιδανικευτικό πανηγύρι του ξεκαυλώματος.