Γυναίκες

Με ξετρελαίνει, μ’ αρέσει πώς μας ποθούν οι γυναίκες: ήσυχα, έξυπνα, μονολεκτικά. Με λεπτότητα και ακρίβεια: μας βουτάνε από τον σβέρκο, ή από αλλού, την καίρια στιγμή και μόνο. Χωρίς σάχλες, χωρίς παπάντζες, δίχως κουβέντες μεγάλες, δίχως προκαταβολικές αγάπες και παντοτινότητες. Οι γυναίκες κρατούν το ουσιώδες, είτε βογκητό είτε ιμερικά λόγια, για την ώρα του οργασμού τους. Και μετά πράττουν αναλόγως. Οι γυναίκες πράττουν· εμάς η τρυφηλή εξουσία και τα αόρατα προνόμια 5 χιλιετιών πατριαρχίας μάς έχουνε κάνει καραγκιοζάκια της εξαγγελίας, της αυτοπροβολής και των μεγάλων λόγων. Μπλαμπλαμπλά και πούτσα.

Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις μια γυναίκα να χάνει τον χρόνο της. Για κανέναν λόγο. Ο χρόνος των γυναικών είναι πολύτιμος και μετρημένος. Αντιλαμβάνομαι ότι οι σεξιστές αμέσως θα χαμογελάσουν σαρκαστικά, θα πέσουν και αστειάκια με τα «σε 5 λεπτά είμαι έτοιμη». Όμως όσοι άντρες στερεοτυπικά χασομεράμε με τσόντες και μπάλα είμαστε οι τελευταίοι που θα έπρεπε να τολμάμε να αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα του χρόνου των γυναικών. Οι γυναίκες ξέρουν και το πότε, ξέρουνε και το για πόσο — ενώ εμείς πάλι καθόμαστε και βαυκαλιζόμαστε: πάμε, ερχόμαστε, διστάζουμε, τσαμπουκαλευόμαστε, χασομεράμε, επιστρέφουμε και τελικά χανόμαστε. Γιατί είναι τόσο ικανές με τον χρόνο; Δεν ξέρω. Οι γυναίκες ξέρουν γιατί ξέρουν· κάτι εικασίες που συνδέουν την αίσθηση του χρόνου που έχουν με τον μηνιαίο κύκλο τους και με το ελαστικό όριο της εμμηνόπαυσης είναι μάλλον το πώς τα εξηγούνε σ’ εμάς, μπας και καταλάβουμε: με όρους κυνηγιού και ματς.

Οι γυναίκες ξέρουν αλλά κάνουνε πως δεν καταλαβαίνουν. Οι άντρες θα σπεύσουμε συνήθως να δείξουμε πόσα καταλαβαίνουμε για τον κόσμο. Όσοι από εμάς είναι αισθαντικάριοι θα επιμείνουν και στο πόσο βαθιά και πλήρως τις καταλαβαίνουμε τις ίδιες τις γυναίκες, έστω κι όταν απλώς ιχνηλατούμε τη σκιά του εαυτού μας που προβάλλεται πάνω τους. Μετά από πέντε χιλιετίες υπό, οι γυναίκες έχουνε μάθει να κρύβουν όσα πρέπει σε λαγούμια και αβύσσους — σύμβολα και τα δύο του αρσενικού άγχους για τον κόλπο, που είναι η μόνη πραγματική μας Ωγυγία και Αιαία. Επίσης έχουνε μάθει να κρύβουνε  σε δημόσια θέα όσα τις κάνουν ευάλωτες, ποντάροντας στην παροιμιώδη αντρική στραβομάρα. Το μυστικό είναι να τις ακούς, που είναι και το πιο δύσκολο.

Οι άντρες προστατεύουμε τον δικό μας χώρο με σύνορα, πακτώνουμε ψυχολογικά και χρονικά ορόσημα, κάτι nec plus ultra όλο φιγούρα και φαλλό. Είμαστε προνομιούχοι: μεγαλωμένοι φεουδάρχες, ορίζουμε τον κλήρο μας και τον διαφεντεύουμε. Οι γυναίκες προστατεύουν τον δικό τους χώρο κουβαλώντας τον εντός τους και αποτυπώνοντάς τον πάνω τους, γι’ αυτό και είναι αναπαλλοτρίωτος, εάν βεβαίως δεν τις σπάσεις και δεν τις υποτάξεις και δεν τους μάθεις να μισούν τη φύση τους. Το οποίο και συχνά συμβαίνει.

Η φωτογραφία είναι του Bernard Boujot.

Ερωτολογίες

Πάμε σιγά σιγά. Ο κόσμος δεν θέλει πια να διαβάζει, σίγουρα δεν θέλει να διαβάζει πολλά. Ο κόσμος δεν θέλει να σκέφτεται, έχει απωλέσει ακόμα και τη χαρά της κουβέντας του καφενέ.

Διάβασα πρόσφατα το παραπάνω παράθεμα από συνέντευξη του Χ. Παπακαλιάτη. Είναι κοινός τόπος αυτό που λέει, είναι μια ιδέα σε κυκλοφορία τουλάχιστον από την εποχή του «οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει». Νομίζω όμως ότι είναι πολλαπλά άστοχο το παράθεμα στο οποίο «επιμένει ο δημιουργός»: Βεβαίως και ο έρωτας μπορεί να βρεθεί πέραν της πολιτικής, όπως άλλωστε και η τέχνη. Ο έρωτας όπως και η τέχνη, και η υψηλή, που μετακινεί, και η χθαμαλή, που παρηγορεί, αποτελούν παραμυθία, παραμυθία υγιέστερη από τον τρόμο και την έκσταση που τροφοδοτούν τις θρησκείες.

Ο έρωτας είναι όντως και παρηγοριά, ιδίως όταν η πολιτική λανθάνει ή αποτυγχάνει. Αλλά δεν είναι υπερπολιτικός, δεν ξεπερνάει το πολιτικό. Μπορεί μεν να μην ταυτίζονται τα δύο τελικά, ο έρωτας και η πολιτική, όμως συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοσυμπληρώνονται και χωρίς να αλληλοεξουδετερώνονται: δύο δυνάμεις που πράγματι απορούν και δυσπιστούν και επαναδιαπραγματεύονται ιδεολογίες και ταυτότητες. Ιδίως όταν βρεθούν στην αγκαλιά της τέχνης, υψηλής ή χθαμαλής.

Παράλληλα, η εξιδανίκευση αλλά και το glamorisation του σεξ είναι μάλλον εξίσου πλανεμένα και στρεβλά με την απαξίωση και την περιφρόνησή του. Είναι χαρακτηριστικό πώς οι εξιδανικευτές και ωραιοποιητές του σεξ το παρουσιάζουν σαν μια δραστηριότητα όπου ο ιδρώτας γυαλίζει σαν μπέιμπι όιλ, το σάλιο απουσιάζει, όλα τα υπόλοιπα υγρά απλώς εξυπακούονται, ενώ τα σώματα είναι κουρδισμένα και σε λειτουργία σαν μηχανισμός ρολογιού, με τα γεννητικά όργανα να παραμένουν χρήσιμοι κι ακριβείς κομπάρσοι. Το σεξ εικονογραφείται σαν υπέροχος χορός, σαν κάτι εικαστικά πανέμορφο και ανεξαιρέτως, ίσως κι ατρέπτως, πνευματικό.

Παιδαγωγικά, κάτι τέτοιο είναι εξίσου βλαβερό με την απαξίωση και τη δαιμονοποίηση του σεξ. Αισθητικά αποτελεί παραμόρφωση κι ευτελισμό του, αφού το εξισώνει με γυμνικό περίπατο τροχάδην υπό ψιλή βροχή.

Μεταξύ του «φυσική ανάγκη, προς πλησμονή και κένωση» και του σεξ ως μυστικής εμπειρίας κάπου θα έχει παραπέσει αυτό που είναι, δηλαδή το εργαλείο που φτιάχνει ανθρώπους και που μας κάνει ανθρώπους, μαζί με τη γλώσσα. Και όταν λέω «ανθρώπους», εννοώ ανθρώπους, όχι Ανθρώπους.

Και ο έρωτας τι είναι; Τι κάνει; Δεν ξέρω, δύσκολα είναι αυτά τα θέματα, γελοιοποιούν τις εξιδανικεύσεις αλλά δεν χωρούν και αναγωγισμούς.

Η δεύτερη φωτογραφία είναι της Irella Konof.

Αγόρια και κορίτσια

Δεν ξέρω τι προσέχουν άλλοι όταν τον πρωτοβλέπουν. Εμένα μου έκανε εντύπωση το κεφάλι του. Είναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Μόλις τον πρωτοείδα αναρωτήθηκα αν έβρισκε πηλήκιο να φοράει στον στρατό. Μετά συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω από νούμερα καπέλων, αλλά αυτός σίγουρα θα φόραγε δυο νούμερα πάνω από το μεγαλύτερο μέγεθος. Μάλλον οι άλλοι δεν προσέχουνε πόσο μεγάλο κεφάλι έχει γιατί έχει κι αυτά τα μακριά μαλλιά, ίσια και κορακί. Λίγο λαδωμένο το μαλλί. Γυαλίζει.

Ήρθε και μου έπιασε κουβέντα. Γραμμή. Κανονικά, ντουγρού κατά πάνω μου. Αν ήθελε να μου την πέσει και έκανε τον βαριεστημένο αδιάφορο που θέλει κουβέντα, παρίστανε τον βαριεστημένο αδιάφορο τέλεια. Κοίταγε διαρκώς αλλού έπαιζε με το πακέτο, προσήλωνε το βλέμμα στο κενό, έβγαζε τσιγάρο το ξανάβαζε μέσα. Έπινε τζιν σκέτο. Αυτό που σερβίρουμε για τζιν, δηλαδή, το νέφτι. Κατά κάποιον τρόπο με έκανε να νιώθω άνετα. Ήτανε και ήσυχα, νωρίς και ψόφια. Ήτανε μαζί με τρεις πιτσιρικάδες, τους άφησε σε ένα τραπέζι να κοιτάνε τις άμπαλες τις μικρές να κάνουν σώου, τους άφησε εκεί να πωρώνονται κι ήρθε και κάθησε στο μπαρ. Όπως είπα, γραμμή. Πού και πού έριχνε καμμιά ματιά προς το μέρος τους μέσα από τον καθρέφτη πίσω μου και κλεφτά στην πίστα, όταν άλλαζε το κορίτσι, να το τσεκάρει. Αλλά μού μίλαγε διαρκώς και με ειρμό, που λένε. Χωρίς να αφαιρείται. Και άκουγε και τι έλεγα. Αυτό δεν μου είχε ξανασυμβεί: συνήθως οι άντρες που είναι κωλοπετσωμένοι πέφτουλες κάνουνε πως σε ακούνε κοιτώντας σε βαθιά στα μάτια, σκέφτονται τα μύρια όσα στο μεταξύ, περιμένουνε να τελειώσεις τι λες για να σου πούνε τα δικά τους τ’ άσχετα. Οι υπόλοιποι, εννοείται, δεν ακούνε καθόλου τι λες, δεν υποκρίνονται καν.

Το μαγαζί είναι καλό, είναι κλασάτο χωρίς να σου πιάνουν τον κώλο (λογοπαίγνιο, χαχά). Τέλος πάντων. Αυτός έφερε τους πιτσιρικάδες, εδώ από δίπλα του Παντείου φαινόντουσαν, θεωρητικά μέσα στο βίτσιο και τα ψαγμένα, πρακτικά με συμμαθήτριες ή με τίποτε συμφοιτήτριες που δεν γουστάρουνε πιο μεγάλους. Τους παράτησε σχεδόν χωρίς να τους μιλήσει κι ήρθε στο μπαρ. Μου έλεγε πόσο μαλάκες είναι οι άντρες στην αρχή. Χαμογέλασα αλλά είπα από μέσα μου «ωχ». Χαρακτηριστική παπαριά κι αυτή, ατάκα ταρίφα που θέλει να καλοπιάσει το γκομενάκι όσο κρατάει η κούρσα. Μετά συνήθως πάει στο πόσο σωστός είναι ο ίδιος. Ή, χειρότερα, στο πόσο μαλάκες είναι οι άντρες γιατί πιάνονται κορόιδα από τις γυναίκες που, χωρίς παρεξήγηση κοπελιά, οι πιο πολλές είστε πουτάνες. Αυτός βέβαια, ο κεφάλας, μου έλεγε πως οι άντρες νομίζουν ότι τους ανήκει ο κόσμος κι ότι οι γυναίκες είναι για το κέφι τους και για ντολμαδάκια. Μετά έπιασε να μου λέει για τους αδερφούς Καραμάζαφ — και τον κοίταξα καλά καλά, ναι: Καραμάζαφ. Όχι ‘Καραμαζόφ’. Μου έλεγε για τον Αλιόσα, τον Ιβάν και τον Μίτκα. Εγώ τους είχα διαβάσει πριν μπω στο Πανεπιστήμιο, τους διάβαζα με διαλείμματα, για ξεκούραση. Ήμουν ερωτευμένη με την Κάτια Ιβάνοβνα και με τον Ιβάν Καραμάζοφ, αλλά ήξερα ότι είμαι η Γκρούσενκα — δηλαδή έτσι νόμιζα όταν ήμουν κι εγώ 17-18 χρονών. Μου έλεγε για τον στάρετς Ζωσιμά και ότι ο πραγματικός ήρωας είναι ο Σβιντριγκάιλοφ. «Ο Σμερντιάκοφ», τον διόρθωσα. «Ναι, αυτός.»

Ανάθεμα κι αν έχει μπει τέτοιος πελάτης εδώ μέσα εδώ και εφτά χρόνια. Δεν εννοώ σαν τύπος ή σαν φάτσα αλλά σαν αύρα, ρε παιδί μου. Έμοιαζε να αισθάνεται άνετα αλλά εκτός τόπου. Κάποια στιγμή, οι πιτσιρικάδες, που παρέμεναν οι μόνοι πελάτες στο μαγαζί, παρήγγειλαν σπέσιαλ. Ο κεφάλας γύρισε, τους κοίταξε όχι για πολλή ώρα, ξαναγύρισε προς τον καθρέφτη χωρίς να τους αφήσει από τα μάτια του, τα είδωλά τους δηλαδή. Μετά με κοίταξε στα μάτια. «Πώς είναι εδώ;», ρώτησε.

Είχε μάτια μικρά, γουρουνίσια σχεδόν, αλλά έλαμπαν. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι έφταιγε το δεύτερο τζιν που του είχα σερβίρει. Δεν ήξερα τι να του πω. Άσε που ξαφνικά εμφανίστηκε κι εκείνη η Μπάμπα Γιάγκα, η Λαρίσα, και ζήτησε μια κοκακόλα. Τα 7-8 δευτερόλεπτα που μου πήρε να την βγάλω από το ψυγείο και να της την ανοίξω αυτή μας κοίταγε, μας σκάναρε. Οι πιτσιρικάδες πίσω από την πλάτη του την είχανε καταβρεί, η Μάρτα κάνει πάντα καλή δουλειά με τα καημένα, και είναι κι έξυπνη και με πτυχίο.

«Δουλειά είναι. Είναι καλύτερη δουλειά από πολλές χειρότερες. Είμαι ανεξάρτητη. Δεν χρειάζεται να μπαίνω σε ξένα σπίτια και να μου πιάνουνε την κουβέντα νοικοκυρές ή να μου κάνουν το αφεντικό. Έχω την ησυχία μου, εδώ πίσω από την μπάρα, την ασφάλισή μου. Βλέπω και μαθαίνω — σε ποια δουλειά μπορεί να πάει μια γυναίκα και να συνεχίσει να βλέπει και να μαθαίνει μετά τα 30;»

Με κοίταγε σαν να με άκουγε. «Δεν είσαι Ρωσίδα», μου είπε. «Σωστά, δεν είμαι. Αλλά τώρα πια δεν είμαι από πουθενά. Κι αυτό σίγουρα δεν το καταλαβαίνεις.» Μετά με κοίταξε σχεδόν σαν να ντράπηκε, τα μάτια του γούρλωσαν κάπως. Θεοσκότεινα έμοιαζαν αλλά έλαμπαν ακόμα. Με ρώτησε αν έχω παιδιά. Για κάποιον λόγο του είπα την αλήθεια, παραδέχτηκα ότι έχω δύο. Δεν είπε τίποτε άλλο σχετικά και έφερε τη συζήτηση στη δική του δουλειά. Ξαφνικά ένιωσα πολύ άβολα: ήμασταν σαν τα αντρόγυνα που κουβεντιάζουν στο κρεβάτι λίγο πριν αποκοιμηθούν, ή μπροστά την τηλεόραση μισονυσταγμένα. Στο μεταξύ είχανε σκάσει 4-5 πελάτες ακόμα, παλιοί και γνωστοί, και υπήρξε η σχετική κινητοποίηση ενώ ο βλάκας ο ντιτζέι έπαιζε πολύ δυνατά τη μουσική, μας βλέπω κατά τις 11 να βουίζουνε τα αυτιά μας έτσι όπως το πάει. Δεν πολυάκουγα τι έλεγε ο κεφάλας, αλλά είχα αυτή την αίσθηση, ότι μιλάω με έναν άντρα στο μπανάλ καθιστικό μας μετά από 30 χρόνια γάμου. Ενώ ο βλάκας ο ντιτζέι είχε βάλει στη Βανέσσα το What do you want from me να το χορέψει. Αν είναι δυνατόν. Σε τι διάολο μαγαζί δούλευε ντιτζέι ο Σίμος πριν τον κουβαλήσει εδώ ο Κιούρτσογλου, ιδέα δεν έχω. Πάντως τον κεφάλα δεν τον άκουγα καθόλου.

Μετά βγήκε η Σάλλυ. Αυτή είναι η ντίβα. Εντάξει, είναι πάρα πολύ ωραίο κορίτσι, δηλαδή μόνο να τη γλείφεις θέλεις, από την κορυφή ως τα νύχια. Από την Γκάνα, δύο μέτρα. Είναι και επαγγελματίας χορεύτρια. Αμίλητη αλλά πολύ καταδεχτική, οι άλλες δεν τη χωνεύουν. Αυτή το ξέρει και έχει μάθει να μην τη νοιάζει. Μάλλον έχει εμπεδώσει ότι είναι η καλύτερη, τη ζηλεύω πολύ γι’ αυτό. Πολύ όμως. Να μη σε νοιάζει γιατί ξέρεις. Η Σάλλυ χορεύει μόνο σλόου. Ο κεφάλας σαν να κατάλαβε ότι με την αλλαγή του τέμπο θα μπορούσα να τον ακούω. Όχι ότι είχε καθόλου σταματήσει να μιλάει όσο ο Σίμος βάραγε τα ντάπα-ντούπα. Αλλά κοίταγε έντονα μέσα από τον καθρέφτη πια, προς τους πιτσιρικάδες. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν αυτό που νόμιζα. Ώσπου με είδε που παρακολουθούσα το βλέμμα του στον καθρέφτη.

«Είμαι νευρικός απόψε και μιλάω συνέχεια. Σας ζάλισα, συγγνώμη. Ο γιος μου είναι, με κάτι φίλους του. Είναι 24 χρονών. Δεν τον έχει αγγίξει γυναίκα ποτέ, ντρέπεται παθολογικά. Συνεννοήθηκα με κάτι πρώην συμφοιτητές του και τον έφερα εδώ. Κάθομαι εδώ στο μπαρ για να μην τον ευνουχίσω τελείως. Τον έφερα για το άγγιγμα. Έστω για το άγγιγμα. Είναι μεγάλο πράγμα το άγγιγμα. Και πώς μυρίζετε εσείς οι γυναίκες. Και όλα τα άλλα, τι να λέμε. Αλλά είναι σπουδαίο το άγγιγμά σας και πώς μυρίζετε. Αλλα οι άντρες είμαστε μαλάκες και δεν το ξέρουμε. Δεν το εκτιμάμε τέλος πάντων.»

Τον κοίταξα με λύπηση. Ντρέπεται παθολογικά και μας τον έφερε εδώ; Και περιμένει να πέσει κλαρίνο ή έστω φραπεδιά εκεί που πήγαν κι έκατσαν μπροστά μπροστά, φάτσα φόρα στη σκηνή; Βρε τον καημένο.

«Δεν με νοιάζει αν θα κάνει κάτι, αρκεί να νιώσει να τον αγγίζουν», συνέχισε αυτός. «Εγώ όλη μου τη ζωή την πέρασα λατρεύοντας γυναίκες, ούτε ζόρια ούτε πόνο ούτε ζημιές έχω να πω: φέρθηκα κύριος στις γυναίκες, μου φέρθηκαν άψογα. Αλλά με αυτό το παιδί, δέκα χρόνια κόλαση ζω, να περιμένω τη ζωή του να αρχίσει. Να τον αγγίξει γυναίκα.»

Έβαλα το χαμόγελο το προφέσιοναλ, τον κοίταξα με ψεύτικη εμπιστοσύνη στα μάτια και πήγα να του πω το «Όλα θα πάνε καλά», θα πέταγα κι ένα «κύριε». Με άλλους δυο μαντράχαλους γύρω του και τον μπαμπά στο μπαρ, αν δεν κατέληγε σε ψυχιατρείο αύριο το πρωί, μάλλον θα έφευγε τρέχοντας σε λίγο.

Αλλά τότε είδα τη Μάρτα να σηκώνει έναν ψηλό από τους πιτσιρικάδες, με μεγάλο κεφάλι κι αυτός, και να πηγαίνουνε πίσω. Η Σάλυ είχε κατέβει από τη σκηνή και παραδόξως χαριεντιζόταν με τους άλλους δύο στο τραπέζι. Και η Μάρτα τώρα πίσω μαζί με το παιδί το άχαρο. Ο κεφάλας στο μπαρ, ο πατέρας, κοίταζε μόνο το τζιν του πια. Το τρίτο. Δηλαδή πότε το τζιν και πότε εμένα. Σπουδαίο κορίτσι η Μάρτα, τι να λέμε.

Εικονογράφηση: Les Liaisons dangereuses (1935) του Ρενέ Μαγκρίτ.

Πέντε σούτρες

1.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κερδίσεις μια γυναίκα ή έναν άντρα. Ο καθένας μας έχει τους δικούς του. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν θέλεις να την κρατήσεις ή να τον κρατήσεις. Αυτό είναι και το δύσκολο. Βεβαίως, για πολλούς το να κρατήσεις ένα ταίρι ταυτίζεται με την κτήση του αφού θα έχει προηγηθεί η λεγόμενη κατάκτησή του. Πώς θα επιτευχθεί η κτήση; Κι εδώ υπάρχουνε τρόποι πολλοί: η βία, η αστυνόμευση, ο πειθαναγκασμός, ο πατερναλισμός και άλλοι. Με το που θα εξασφαλιστεί η κτήση του άλλου και θα ανοίξει ο δρόμος στο φορτικό και άνυδρο «για πάντα», εξασφαλίζεται ταυτόχρονα και η απώλειά του: αυτή ή αυτός που κέρδισες είναι πλέον κτήμα σου. Και ως κτήμα χρειάζεται διαρκώς να του ασκείς βία, να το αστυνομεύεις, να το πειθαναγκάζεις, να το πατρονάρεις — απλώς και μόνο για να παραμείνει δίπλα σου, κοντά σου ή μαζί σου. Εσύ νομίζεις ότι αυτή η διαρκής διαδικασία είναι το γίγνεσθαι του έρωτα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τη διαρκή επαγρύπνηση ενός στρατού κατοχής ή μιας μηχανής προπαγάνδας. Ήδη το έχεις απωλέσει το ταίρι σου.

2.
Τον αδύναμο ή, χειρότερα, τον συντετριμμένο άνθρωπο δεν τον προσεγγίζεις με όρους δύναμης, αφού του πρώτου του λείπει και τον δεύτερο τον έχει συντρίψει. Δεν γίνεται να του ζητάς να «βρει τη δύναμη» και να την ασκήσει, δεν μπορεί να απαιτείς να συμμαζευτεί και να σοβαρευτεί και να αφήσει τις μαλακίες. Εν ολίγοις, δεν του ζητάς να πάει να κάνει αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να κάνει. Πολλές φορές αυτό που καταπραΰνει και ενδυναμώνει τον αδύναμο να τον πλησιάσεις αφού παραιτηθείς από τη δική σου δύναμη.

3.
Δεν υπάρχουν καθολικές και παγκόσμιες συμβουλές. Κάθε παροχή μη-προσωπικής βοήθειας και χορήγηση γενικών συμβουλών που βοηθούν τους πάντες είναι φενάκη, κάθε κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου ξεπλένονται ολωνών οι νευρώσεις, ανασφάλειες, φόβοι, ακυρώσεις, ματαιώσεις, πόνος είναι γεμάτη νεράκι Καματερού. Από αυτή την άποψη, κάθε συμβουλή ουάν-σάιζ είναι είτε παουλοκοελική αστειότητα είτε απλώς επικίνδυνη.

4.
Η έμφαση στον πόνο του έρωτα είναι καλύτερη μόνον από την ενασχόληση με ανεκπλήρωτους έρωτες. Η έμφαση στον πόνο του έρωτα και η αντίληψη του έρωτα ως πόνου και δυστυχίας και τυράννου είναι θανατολαγνία: μοιάζει με το να έχει ζήσει κάποιος μια υπέροχη ζωή και εσύ να ασχολείσαι αποκλειστικά με τον θάνατό του. Βεβαίως, πολλές φορές αυτή η ενασχόληση είναι αναπόφευκτη, εάν λ.χ. η ζωή υπήρξε υπέροχη για ελάχιστο χρόνο και εάν ο θάνατος ήταν αργός και βασανιστικός κι επώδυνος. Αλλά δεν γίνεται εξ αρχής να ταυτίζουμε τον έρωτα με τον πόνο του τέλους του. Όσο για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τι άλλο είναι παρά εμμονική αφοσίωση στο μη πραγματικό; Αντιλαμβάνομαι ότι πολλές φορές στη ζωή μας υπάρχει χώρος για το μη πραγματικό, ενδεχομένως και για τίποτε άλλο. Αλλά για πόσο;

5.
Η αυτολύπηση και η αυτομεμψία είναι πανίσχυρα δηλητήρια. Σε μικρές και ελεγχόμενες ποσότητες είναι αποτελεσματικά φάρμακα, ιδίως κατά του σολιψισμού και κατά της φρεναπάτης ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου. Σε μεγάλες ποσότητες απλώς σε παραλύουν και σε παραδίδουν βορά σε ό,τι ανελέητο και ανθρωποφαγικό υπάρχει.

Σώματα και βιβλία

Λοιπόν διαβάζεις κάτι βιβλία συστηματικά, που είναι στημένα σαν εκείνο το καββαλιστικό διάγραμμα με τα δέκα γκεμπουράχ, ή πώς τα λένε. Σύστημα. Κανονικό σύστημα. Αν είναι αφηγήσεις, έχουνε συστηματικούς χαρακτήρες, αφού το «ἦθος […] ὁμαλῶς ἀνώμαλον δεῖ εἶναι», που λέει κι ο καριόλης γεροδάσκαλος. Συστηματική και η πλοκή τους, » λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον».

Εγώ, που δεν θα γίνω βιβλίο, ακόμα και αν γινόμουν δεν θα ήμουν συστηματικό. Δηλαδή, δεν μπορώ να ξέρω, εικάζω: δεν μπορούμε να διαβάσουμε το βιβλίο που είμαστε ή το βιβλίο που θα γίνουμε ή εκείνο που θα γινόμασταν αν βρισκόταν κάποιος να το γράψει. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε άλλον να μας γράψει, με ερμηνευτική ελευθεριότητα και άδεια ποιητική και βιογραφική, γι’ αυτό και χρειαζόμαστε άλλους να μας διαβάσουν. Αλλά και ποιος θέλει να γίνει βιβλίο, αν μπορεί να ζήσει; Ή μάλλον ποιος μπορεί να είναι και σώμα ζωντανό και βιβλίο; Και αν μπορεί, ποιος το θέλει;

Συστηματικός λοιπόν δεν είμαι. Δεν ξέρω από αυτά, από τίποτα δεν ξέρω. Μεγάλωσα με χάρτες κι εγκυκλοπαίδειες αποφεύγοντας μυθιστορηματα και ποίηση, μέχρι που μου ήρθε κατακούτελα η ερωτική πραγματικότητα, την οποία έκτοτε ακολουθώ συστηματικά. Αλλά η ερωτική πραγματικότητα δεν είναι συστηματική. Και με τον τρόπο της η ερωτική πραγματικότητα με κέρδισε. Δεν με έκανε παίκτη και συστηματικά πολυγαμικό, αφού ήμουν πολύ χαϊβάνι, υπερβολικά δοτικός και, είπαμε, καθόλου συστηματικός. Άσε που πέφτω με τα μούτρα, κάτι που πάντα ανησυχούσε τους φίλους μου, εκτός όταν δεν πέφτω με τα μούτρα. Είπαμε: κανένα σύστημα στην τρέλα μου.

Πάντα αντιμετώπιζα το αλκοόλ ως υποκατάστατο του έρωτα ή έστω της ανάμνησής του. Οι (λίγες, ομολογουμένως) γυναίκες που με έχουνε δει να χαμογελάω αναίτια εξαιτίας τους, να χασκογελάω χτυπημένος από οξεία πανευτυχίτιδα, το ξέρουν καλά. Όταν λοιπόν με πλακώνει ο κόσμος γύρω μου, συνήθως με τη μορφή θανάτου, όταν πρέπει να τον σηκώσω τον κόσμο στην πλάτη μου, μεταφέρομαι νοερά σε κάτι δωμάτια και κάτι σκαλοπάτια, σε κάτι δρόμους και κάτι παραλίες, σε αυτήν την πόλη που την έχω φάει ερωτικά με το κουτάλι και με έχει φάει σαν νοσταλγία. Δεν υπάρχει πουθενά το ίζημα του πόνου, κι όχι γιατί δεν υπήρξε πόνος, ίσα ίσα. Εδώ δεν θυμάμαι λαγνικά καθέκαστα και ιμερικές χορογραφίες, τουλάχιστον όχι πέρα από κάποιες μικρές λεπτομέρειες καθόλου κινηματογραφικές και ούτε καν εικαστικές καλά καλά. Έχω τη μνήμη και έχω την προσδοκία, έχω όσες άγγιξα και τις ίδρωσα και με έχυσαν. Φυλάω μέσα μου φωνές, γραπώματα, ματιές, λαβές, χύσια, φως, σκιές, σάλιο, παλμούς, βλέμματα, παύσεις, περιπτύξεις. Κι αν δεν μιλάω γι’ αυτά δεν είναι λόγω σεμνοτυφίας, όχι μόνο λόγω σεμνοτυφίας, είναι που δεν έχει να πει κανείς πολλά πράγματα για την ερωτοπραξία, εκτός και αν αποφασίσει να γίνει συστηματικός, αφού οι λεπτομέρειες δεν αφορούν κανέναν. Και συστηματικός δεν είμαι.

Κρατάω ό,τι θυμάμαι σε ένα μεγάλο βιβλίο. Αυτό το βιβλίο δεν είναι είναι βιβλίο και δεν είμαι εγώ, αυτό το βιβλίο φυλάει μέσα του ό,τι έχω. Ο θησαυρός μου. Και «ὅπου […] ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Ωριμότητα

Ωραία είναι η ωριμότητα. Καθόλου δεν μου λείπει η εποχή της ανωριμότητας. Καθόλου δεν μου λείπουν οι μάταιες μεταμέλειες, τα ανεδαφικά άγχη, οι θηριώδεις ανασφάλειες, οι ενοχές της πλάκας. Δεν θα ήθελα να γυρίσω στην εποχή που νόμιζα ότι ήμουν όπως όλοι οι άλλοι, ή μάλλον ότι θα έπρεπε να είμαι όπως όλοι οι άλλοι – όπως νόμιζα ότι είναι όλοι οι άλλοι, αλλά έλα που δεν ήμουν με 100% επιτυχία ακριβώς όπως οι άλλοι, έλα που θεωρούσα τον εαυτό μου άθλιο και καραγκιόζη και μοναδικά χαζό – έναν καημένο που οι άλλοι παραφυλάνε να τον κοροϊδέψουν.

Ούτε νοσταλγώ τον καιρό της θλίψης και της υπερανάλυσης. Νωρίς κατάλαβα ότι πρώτα πρέπει να ζεις και να σφάλλεις και να τρίβεσαι για να μπορείς μετά να σκέφτεσαι, να αναπολείς και να ονειρεύεσαι. Το έλεγε κι εκείνο το περιοδικό, άλλωστε: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Όμως αδυνατούσα να πάρω στα σοβαρά τον εαυτό μου. Δηλαδή και τώρα δεν τον παίρνω γενικώς στα σοβαρά, απλώς ξέρω ότι είναι καλός ο εαυτός για τρεις-τέσσερις δουλίτσες. Και δεν τον μέμφομαι πια, ούτε τον περιφρονώ.

Ποιος θα ήθελε να ανταλλάξει τη χαρά της κάθε μέρας με την υπερανάλυση του ελαχίστου; Όταν υπεραναλύεις το λίγο, χάνεις τη δυνατότητα να ξεχωρίσεις τη μία εκείνη λεπτομέρεια που μετράει, την οριακή περίπτωση, το κατιτίς (που λέγανε παλιά).

Η ανωριμότητα έχει ένα αβαντάζ: τη χαρά τη ανακάλυψης, την έκπληξη του καινούργιου, αυτό που μερικοί αποκαλούνε «μάθηση». Και λίγες χαρές είναι σαν κι αυτή. Γι’ αυτό και τόσο κόσμος νοσταλγεί τα παιδικά χρόνια και το χάος της εφηβείας. Όμως η έκπληξη και η ανακάλυψη μπορούν να παραμείνουν, η χαρά τους μπορεί να ανθίσει οποτεδήποτε: καλλιέργεια χρειάζεται, καλλιέργεια της αμφιβολίας και της απορίας. Να είσαι σε εγρήγορση και να μη θεωρείς τίποτε δεδομένο: νάφε και μέμνασο απιστείν.

Τατού

Ίσως να μιλήσω για κάτι που υπάρχει, μπορεί και όχι. Ενδεχομένως θα πω για κάτι πρόσφατο, ή για κάτι μάλλον μακρινό. Άλλωστε, το μόνο πρακτικό εργαλείο για να ταξιδεύουμε στον χρόνο, έστω και στα ψέματα, είναι η μνήμη: προχτές μου θύμισαν κάτι το οποίο το είχα δεκαετίες ξεχασμένο, απόψε δεν θυμάμαι τι.

Είμαι από αυτούς που σκέφτονται κανα μήνα πριν πούνε κάτι. Πρόκειται για μια τακτική που καλλιέργησα με καρτερία κι επιμέλεια. Όταν ήμουν μικρότερος άνοιγα το στόμα μου και μίλαγα και μίλαγα, παρασυρμένος από την ομιλία μου, όπως κοιτάς χαύνος δύο νήματα που πλέκουν δυο βελόνες να βγάζουνε ρούχο που θα φορέσεις. Αυτό με έκανε να τρέμω μην ακουστώ γελοίος, να μη σκεφτούν οι άλλοι πως ίσως είμαι καραγκιόζης. Οι γύρω μου πάντως επιμελώς απέκρυπταν για χρόνια το λυπηρό γεγονός ότι πιο εύκολο είναι να ακουστώ βαρύς κι ασήκωτος και στομφώδης, παρά γελοίος. Παράλληλα, είχα υποστεί στο μεταξύ όλες τις σχετικές παραινέσεις ξανά και ξανά, όπως και την κάπως χανιμπαλεκτερικής εμπνεύσεως «να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό σου». Πλέον τη μαρινάρω κανονικά, λοιπόν. Αρκεί να μη με πετύχεις άυπνο, ευάλωτο ή πεινασμένο, αρκεί να μη με προσβάλεις. Αλλά δύσκολα προσβάλλομαι πια, αν και είναι εφικτό.

Μου φαινόταν αδιανόητο να χαράξεις κάτι ανεξίτηλα πάνω σου. Ειδικά κάτι αναπαραστατικά, κάτι πορτραίτα, τοπία, ονόματα. Ονόματα, ρε συ. Γιατί;  Αν πεθάνεις πρώτος, γιατί να φέρεις τα ονόματα των ζώντων πάνω σου; Αν πάλι πεθάνουν εκείνοι ή άμα σε ξεχάσουν, θα έχεις ανάγκη ακόμα οξύτερη οδύνη και πιο διαρκή από την ανάμνησή τους; Σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω για κάποιο σχέδιο που θα με αντιπροσώπευε ακόμα και στο αδιανόητο μέλλον — για μένα το μέλλον πάντοτε υπήρξε αδιανόητο, ήμουνα πάντα με την άποψη του Χλάντνικ στο Μυστικό θαύμα του Μπόρχες: αν μπορώ να το διανοηθώ, δεν πρόκειται να γίνει.

Για χρόνια ολόκληρα δεν έβρισκα τίποτα να χτυπήσω, τίποτε με εχέγγυα διαχρονικότητας. Κατόπιν για ένα διάστημα ξέχασα τελείως την υπόθεση τατού, υπήρχαν άλλα, πολύ πιο στοιχειώδη και δύσκολα θέματα, που συνοψίζονταν στα βασικά βιοποριστικά. Όμως ενόσω ασχολείσαι με τα επείγοντα, με τα βαριά και ανθυγιεινά, τα άλλα, τα μακράς διαρκείας, βρίσκουνε τον τρόπο να ζυμώνονται και να ωριμάζουν. Τουλάχιστον, αυτό ελπίζεις: ότι τίποτε δεν θάβεται ποτέ.

Μετά λοιπόν ήρθε μια ωραία φωτεινή εποχή, με φως όπως το θέλουνε τα μάτια μου: λοξό, διάχυτο, φως που σέβεται το χρώμα και χωρίς σκληρούς ίσκιους. Και είδα σε αυτό το φως ότι η ζωή αφήνει πάνω μας πολλά, και κυρίως το ποιοι είμαστε. Μας χαράζει και μας πλάθει και μας ζυμώνει και μας σφυρηλατεί. Άρα δεν χρειάζεται να διανοηθείς κάτι που δεν θα σου φέρνει αμηχανία στο μέλλον: αν ο εαυτός σου δεν σου φέρνει αμηχανία πια, αρκεί να προσθέσεις πάνω σου, εκούσια, κάτι που μιλάει για τον εαυτό σου.

Το σχέδιο το αποφάσισε λοιπόν η πείρα. Την απόφαση να το χτυπήσω την έδωσε η συγκυρία: το θαυμάσιο απροσδόκητο, ζωογόνο και απαραιτήτως χαμογελαστό, αυτό που σε ξεπερνάει και γι’ αυτό σε τραβάει μαζί του και σου λέει: «ζήσε λίγο ακόμα, μια βδομάδα, εξι μήνες, δέκα χρόνια, μισόν αιώνα ακόμα, μήπως μεγαλώσεις κι άλλο και με φτάσεις». Και το μέλλον δεν είναι πια αδιανόητο, γιατί ζεις εντός του και είναι πια παρόν και ποσώς δεν σε ενδιαφέρει να το διανοηθείς, τελικά: μόνον να το εξαπλώσεις πασχίζεις.

Εναντίον του γάμου

Ο Χάουαρντ Ζινν περιγράφει τον θεσμό της οικογένειας ως την «κατεξοχήν φυλακή ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Ώρες αφού διάβασα αυτό το απόσπασμα, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι δεν πρόκειται για φυλακή, παρά για σέχτα, για εταιρεία, για κόμμα — για ένα  αποκλειστικό κλαμπ με πολύ περιορισμένο αριθμό μελών.

Σε μια λίγο-πολύ μόνιμη σχέση η ιδιοκτησιακή νοοτροπία στον έρωτα, όσο και αν μου είναι απεχθής, δεν παύει να είναι κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο στο κάτω κάτω. Ωστόσο, αν πρόσεχα λιγάκι περισσότερο τι συμβαίνει γύρω μου, θα είχα διαπιστώσει νωρίτερα ότι οι οικογένειες λειτουργούν ως στεγανοί οργανισμοί, ως μια μονάδα με εσωτερικούς κανονισμούς, πειθαρχία και — κυρίως — ενιαίο προφίλ προς τα έξω, περίπου όπως τα εταιρικά προφίλ. Γι’ αυτό και δεν θα έλεγα την οικογένεια «φυλακή», παρά σέχτα, εταιρεία, κόμμα ή ένα κλειστό κλαμπ.

Υποθέτω ότι εύκολα αναγνωρίζουμε αυτή τη λειτουργία της οικογένειας. Δεν λέω για το πόσο ισχυροί είναι οι οικογενειακοί δεσμοί στη Μεσόγειο, μιλάω για το πώς η οικογένεια παγκοσμίως συμπεριφέρεται και ως κλειστή μονάδα και ως ένας μικρο-οργανισμός που επιβάλλει ομερτά στα μέλη της, επιβεβλημένη αλληλεγγύη και συνενοχή. Κάθε οικογένεια είναι μια μικρή Μασωνία.

Βεβαίως, υπάρχουν ιστορικοί, κοινωνικοί, ανθρωπολογικοί και βιολογικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό. Με μια καίρια διαφορά: όταν η «οικογένεια» είναι κλαν, φάρα, σόι, τότε η ομερτά, η αλληλεγγύη και η συνενοχή έχουν κάποιο νόημα — λειτουργικώς αν όχι ηθικώς. Εκεί μεν υπάρχει μια εσωτερική ιεραρχία που επιβάλλεται αλλά ενίοτε γίνεται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, εκεί άλλωστε έχουμε να κάνουμε με μια πολύπλοκη ιεραρχία που περιλαμβάνει πρωτότοκους και δευτερότοκους, πεθερές και νυφάδες, ad hoc μητριαρχίες και άτυπα συμβούλια αδελφών κ.ο.κ. Σε μια εκτεταμένη οικογένεια υπάρχουν οι ίδιες σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης που υπάρχουν και στην πυρηνική οικογένεια του σήμερα, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν περισσότερα κελλάρια και πατάρια μέσα της για να κρυφτεί κανείς, περισσότεροι και πιο ρευστοί ρόλοι, αν μη τι άλλο.

Η τυπική πυρηνική οικογένεια, δυο γονείς με μάξιμουμ τρία, συνήθως δύο, παιδιά, αποτελεί την μικρη κι ευέλικτη, και κάπως μηχανοποιημένη, εκδοχή αυτού του θεσμού. Βεβαίως, τυπικά, δεν πατριαρχείται πλέον: δεν είναι πια ο σύζυγος-πατέρας ο κύριος κι αφέντης και ο στύλος της οικογένειας. Αλλά η κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας, όπως ξέρουμε, δεν συνεπάγεται κατάλυση κάθε καταπιεστικού στοιχείου. Διότι η οικογένεια παραμένει οικογένεια και εξακολουθεί να συγκροτείται κατόπιν μιας «δικαιοπραξίας πανηγυρικού χαρακτήρα» (όπως έμαθα πρόσφατα), δηλαδή του γάμου. Διότι η οικογένεια επικαλείται την αγάπη για να επιβάλει εσωτερική πειθαρχία ή μάλλον, και χειρότερα, οικειοποιείται τη μητρική αγάπη, την πατρική στοργή και την αφοσίωση των τέκνων — ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν. Έτσι θεμελιώνει την αυθεντία της: στην επίκληση της αγάπης, και μάλιστα της αγάπης στην ευγενέστερη μορφή της, στην αγάπη που αφορμάται (αλλά με καμμία παναγία δεν περιορίζεται σε αυτή) από τη βιολογική ανάγκη να φροντίσεις τον άλλο: το παιδί ή τον γονιό.

Η πυρηνική οικογένεια δεν είναι πια απλώς φυλακή, σέχτα, εταιρεία, κόμμα και κλειστό κλαμπ. Αποτελεί κλειστοφοβική φυλακή, γίνεται συνωμοσία, τριανδρία, συμμορία. Το μεν ζευγάρι λογοδοτεί για τη δράση του, τις αποδόσεις και την επιτυχία του προς τα έξω χωρίς καμμία εσωτερική βοήθεια, χωρίς έμπιστους εντός: ο ένας με τον άλλο, άντε και με κάποιον από τους κάθε είδους θλιβερούς συμβούλους γάμων. Γι’ αυτό και πρέπει να παρουσιάζει αρραγές μέτωπο, χωρίς περιθώριο για αμφιβολία, για αυτοσχεδιασμό ή για λιγάκι μπάχαλο. Τα δε παιδιά είναι υφιστάμενοι κι υποτελείς υπό τη σχεδόν αποκλειστική εποπτεία των γονέων, ενώ η συναναστροφή τους με συνομηλίκους ελέγχεται από τους γονείς, που από τη φύση τους θα προσπαθήσουν να τα προστατεύσουν και να τα ποδηγετήσουν, είτε ως «φίλοι» είτε ως δεσπότες. Οι γονείς παράλληλα λειτουργούν σαν προπονητές των παιδιών: αν τα παιδιά αποτύχουν, υπήρξαν άχρηστοι, αφού μόνον αυτούς, άντε και ένα-δυο αδέρφια, είχανε τα παιδιά για καθοδήγηση.

Ναι· και ο γάμος χωρίς παιδιά; Και πάλι, ελλείψει μιας ευρύτερης οικογένειας που θα απορροφούσε το «άκληρο» ζευγάρι ως θειους και θειάδες, το άτεκνο ζευγάρι καταλήγει ένα στροβιλιζόμενο γιν-γιανγκ, παγιδεύεται σε ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων το οποίο περιορίζουνε μόνον η πατριαρχία και ο σεξισμός — που αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία συνήθως επιλύονται οι διαφορές και διευθετούνται οι κρίσεις, με τις γυναίκες να δείχνουν κατανόηση (μονομερώς), τους άντρες να συγκαταβαίνουν κτλ. Αυτά όταν διευθετούνται οι κρίσεις δηλαδή, και όταν δεν καταλήγουν οι δύο του ζευγαριού στην αλληλοφαγία ή (στην καλύτερη περίπτωση) στο διαζύγιο.

Και λοιπόν, τι πρέπει να γίνει; Επιστροφή στην εκτεταμένη οικογένεια, στο κλαν, στο σόι, στη φάρα; Όχι βέβαια, δεν θα λύσουμε λ.χ. τα εργατικά ζητήματα επιστρέφοντας στην γήινη και χειροπιαστή φεουδαρχία. Ίσως λοιπόν να πρέπει να μάθουμε να ζούμε μόνοι, όπως γίνεται όλο και περισσότερο στη Βρετανία; Ούτε: ο μοναχικός βίος είναι βαρύς και, από ένα σημείο και μετά, αβάσταχτος (και αυτό το λέει ένας κατεξοχήν μονήρης άνθρωπος).

Ίσως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αποϊεροποιηθεί η οικογένεια: η μητρική αγάπη, η πατρική στοργή και η αφοσίωση των τέκνων στους γονείς είναι ιερές από μόνες τους, όταν υπάρχουν, και δεν χρειάζονται θεσμούς για να τις καλλιεργήσουν. Αν αποϊεροποιούνταν η οικογένεια, ίσως να μεγάλωναν οι ενήλικοι τα παιδιά τους χωρίς να πρέπει και να είναι τέλειοι (γιατί δεν είναι) και χωρίς ντε και καλά να τα αγαπάνε (γιατί δεν συμβαίνει πάντοτε). Ίσως έτσι και τα παιδιά να αποκαθήλωναν κάπως, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αυτούς στους οποίους χρωστούν την ύπαρξη ή και την επιβίωσή τους. Προς την κατεύθυνση της αποϊεροποίησης θα βοηθούσε και το σύμφωνο συμβίωσης για όλους. Όλους όμως. Και όποιος θέλει τα περαιτέρω, ας πάει στην εκκλησία, στο τζαμί, στη συναγωγή ή όπου αλλού.

Καθρέφτες

στον γενναίο και δυνατό άνθρωπο που με πήρε τηλέφωνο μετά το Πάσχα

Σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, γαμιστρώνα, για να συνεννοούμαστε, πρωτοπήγα μεγάλος, στα εικοστέσσερα. Πιο πριν δεν είχα λεφτά για τέτοια έξοδα, όσα έβγαζα από τα ιδιαίτερα μετά βίας έφταναν για εξόδους με μία χάινεκεν (μπλιαχ), ενώ βεβαίως και ντρεπόμουν αφάνταστα. Δεν είχα και αμάξι. Και ντρεπόμουν αφάνταστα.

Η πρώτη μου φορά σε ξενοδοχείο «για λίγο» είχε προεργασία μάλλον ανορθόδοξη: το κορίτσι μου ρώτησε τον αδερφό της πού να πάει με τον γκόμενο, είχε τρομάξει το μάτι μας με τους ματάκηδες. Ο αδερφός της μας συνέστησε ένα καλό. Βεβαίως δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα και πολύ άνετα στη σκέψη ότι ο αδερφός της κοπέλας, που ήταν και μικρότερός της, είχε κάνει  μια δουλειά που κανονικά ήτανε δική μου. Επίσης, δεν είχα καθόλου πείρα και το ψάρωμά μου πρέπει να φαινόταν από την αρχή της διαδικασίας, όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο της δικιάς μου, μέχρι τη στιγμή που πλήρωσα στη ρεσεψιόν, μέχρι τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Εκεί άρχισαν τα δύσκολα.

Η κοπέλα μου είχε ζητήσει επίμονα το δωμάτιο να μην έχει καθόλου καθρέφτες. Όχι λόγω χαμηλής αυτοεικόνας, αλλά λόγω ενός πρόσφατου περιστατικού, που στα δικά μου αυτιά είχε φτάσει ως εξής: ένας φίλος μας είχε πάει το κορίτσι του σε ένα ξενοδοχείο στον Στρέφη. Ο ρεσεψιονίστας εκεί τους εξήγησε ότι χρειαζότανε ταυτότητα για να τους δώσει δωμάτιο, αλλά ο φίλος ήτανε του χώρου και τελικά (μια και επειγόντουσαν) έδωσε ταυτότητα η κοπέλα. Μετά από δυο-τρεις βδομάδες έφτασε στο σπίτι του κοριτσιού ένας φάκελος με παραλήπτη τον κύριο που είχε το ίδιο επώνυμο με εκείνη. Ο φάκελος περιείχε δυο-τρεις φωτογραφίες που κανένας μπαμπάς κόρης δεν θέλει να δει, υποθέτω, και ένα εκβιαστικό σημείωμα. Ο πατέρας του κοριτσιού, που δεν μάσαγε, πήρε το ξενοδοχείο καπάκι και τους ζήτησε όνομα υπεύθυνου και διεύθυνση για να αναλάβει ο δικηγόρος του και το θέμα έληξε εκεί. Η όλη φάση ήτανε πάντως αρκετή να κάνει τη δική μου κοπέλα καχύποπτη απέναντι στους καθρέφτες των ξενοδοχείων, αφού από πίσω τους έστηναν τότε τις κάμερες.

Κάπου εκεί ξεκίνησε και η δικιά μου καχυποψία απέναντι τους καθρέφτες, άσε που μόλις είχα διαβάσει όλον τον Μπόρχες και μου είχε μείνει από εκεί και το «οι καθρέφτες και η συνουσία είναι απεχθείς, γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων». Εντάξει, με τη συνουσία δεν είχα ζητήματα αρχής, ούτε με τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων είχα πρόβλημα (αρκεί να μη μου συμβεί παρελπίδα κι αναπάντεχα) και πάντοτε διασκέδαζα με τα άπειρα είδωλα που παρήγαν οι αντικρυστοί καθρέφτες στην είσοδο της πολυκατοικίας της θείας Βάσως. Ωστόσο κάτι υπήρχε στους καθρέφτες που με ζόριζε.

Οι καθρέφτες είναι σαν ψυχαναγκαστική εμμονή: το να κοιτάζεις μέσα τους προϋποθέτει και απαιτεί τη διαρκή κι αμέριστη προσοχή σου. Ακόμα και αν κατά τύχη ή φευγαλέα κοιτάξεις μέσα τους, συνήθως θα σου αποσπάσουν την προσοχή και θα την κρατήσουνε για πάρτη τους. Επίσης, προσέξτε το «μέσα στον καθρέφτη»: οι καθρέφτες είναι ψεύτες. Ενώ δεν είναι παρά στιλπνές επιφάνειες, όλη η επιτυχία τους και η σαγήνη τους συνίστανται στο ότι καμώνονται πως διαθέτουν βάθος. Είναι όμως χειρότεροι από οθόνες, πολύ χειρότεροι. Παράλληλα, αυτά που σου προσφέρει ο καθρέφτης, δηλαδή η αντεστραμμένη συμμετρία, το ψευδές βάθος, τον εαυτό σου απέναντι σαν να είναι κάποιος άλλος, σου τα προσφέρει και ο εφιάλτης καθώς και κάποιες μορφές νόσου ψυχικής. Ο καθρέφτης, ο εφιάλτης, η ψυχική νόσος δεν παραμορφώνουν το είδωλό σου, αλλά το στήνουν απέναντί σου και προσδίδουν σε αυτό το είδωλο βάθος και αληθοφάνεια. Δεν το παραμορφώνουν το είδωλό σου, όχι απαραίτητα, αλλά σε καλούνε στανικώς να το παρατηρείς να το παρακολουθείς καθώς σε παρακολουθεί. Σε βάζουν να προσηλωθείς σε κάτι που δεν είναι παρά το καθρέφτισμα της προσήλωσής σου στο ίδιο το καθρέφτισμα. Ο καθρέφτης γίνεται η κεφαλή της Μέδουσας: σε αναγκάζει να την αντικρύσεις και αυτό που βλέπεις σε πετρώνει και σε νεκρώνει. Μόνο που αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά το είδωλό σου που σε κοιτάζει να το κοιτάζεις.

Οι καθρέφτες σε ψυχαναγκάζουν με τρόπο που δεν σε ψυχαναγκάζει το είδωλό σου σε μια οθόνη όταν σε τραβάει κάμερα: σε αυτή την περίπτωση, αν κοιτάζεις τον φακό, δεν βλέπεις το είδωλό σου στην οθόνη, τουλάχιστον δεν το αντικρύζεις κατάματα· εάν πάλι κοιτάζεις την οθόνη, βλέπεις το βλέμμα σου να κοιτάζει αλλού, αφού δεν αντικρύζει τον φακό.

Με τους καθρέφτες (και με την νόσο που τους μοιάζει) δεν διαπραγματεύεσαι. Δεν κάθεσαι να εξετάσεις προσεκτικά το είδωλο που σου προσφέρουν για να μάθεις κάτι για τον εαυτό σου ή για να καρτερείς να αλλάξει κάπως ο φωτισμός, ώστε να σου αποκαλύψει κάτι καινούργιο με τις νέες σκιές. Είδωλο είναι, πρόκειται απλώς για φως. Άρα λοιπόν αποστρέφεις το βλέμμα, αναγνωρίζεις ότι βάθος δεν έχει ο καθρέφτης, σηκώνεσαι και βγαίνεις έξω. Βγαίνεις έξω, εκεί όπου οι γραμμές φυγής συναντιούνται κάπου στον πραγματικό χώρο, όχι μέσα στον πλασματικό πάτο κάποιου καθρέφτη, στην στιλπνή επιδερμίδα του. Βγαίνεις έξω.

Μισογυνισμός

Στη χριστιανική ασκητική, όπως καταγράφεται στη γραμματεία της και στην προφορική παράδοσή της, το γυναικείο σώμα γίνεται αντιληπτό ως υποψήφια σκόνη, στάχτη και σποδός, ως όργανο εκπειρασμού των ανδρών και ως ένα ξενοδοχείο έτοιμο να ανοίξει για να υποδεχθεί σκουλήκια την ώρα του θανάτου. Τα αντρικά σώματα πάσχουν, αμαρτάνουν, θα τρωθούν και θα ασθενήσουν, θα γίνουνε κι αυτά σκόνη καθαρή — όμως τελικά θα αναστηθούν.

Το γυναικείο σώμα στους καθόλου ασκητικούς αλλά εντελώς πουριτανικούς καιρούς μας, που θεωρούνε το στριπτίζ μετωνυμία του σεξ και τα σεισοπυγικά βίντεο κλιπ συνεκδοχή της ερωτοπραξίας, αποτελεί πάντοτε σκεύος — συνήθως όμως όχι ηδονής. Αλλά και για ηδονή μιλώντας, δεν θες, λέει, να περάσεις από γυναικείο σώμα από το οποίο πέρασαν άλλοι πρόσφατα και, αν τελικά έτσι προκύψει, δικαιούσαι να το περιφρονείς. Άλλωστε, οι άντρες περνουν, μαμά. Ο κόλπος είναι αποστειρωμένο δοχείο για εξέταση· άπαξ και έχει ανοιχτεί, ε. Και είμαι βέβαιος ότι μερικοί αναγνώστες διαθέτουν και κάποιου είδους επιχείρημα, μάλλον εξελικτικής ή γενικότερα βιολογικής φύσεως, για να δικαιολογήσουν αυτή την αντίληψη.

Εγώ λέω πάλι ότι όλα αυτά, οι παραβατολογίες και οι ασκητισμοί και οι επιστημονισμοί και οι υγιεινισμοί, είναι προφάσεις μισογυνισμού. Η γυναίκα δεν πρέπει, δεν μπορεί, να αυτενεργεί και να επιθυμεί και να αποφασίζει. Ούτε καν να συναινεί ρητά δεν χρειάζεται — σιωπή γυναικί κόσμον φέρει. Τη γυναίκα τη διακόπτεις όταν μιλάει, της εξηγείς γιατί αισθάνεται έτσι (οι γυναίκες αισθάνονται μόνο, δεν φρονούν), την ερμηνεύεις. Έτσι πρέπει. Άλλωστε, η γυναίκα παρασέρνεται κι υστεριάζει, άντε να απολαμβάνει στην καλύτερη περίπτωση. Επίσης, όσο αυξάνεται η αυτενέργειά της, είτε τόσο πιο πολύ αντρίζει, είτε τόσο πιο πολύ πουτάνα είναι. Ή άρπυια, σκύλα κι ευνουχίστρια. Μην πάτε μακριά: οι άντρες ολοκληρώνονται μέσα από το ξεδίπλωμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους, οι γυναίκες από τη χθόνια διακόρευση και από τη μητρότητα, αλλά κι αυτή ως χθόνιο γεγονός και ως διαδικασία — ενώ είναι το μόνο μυστικό κι αλλόκοτο θαύμα που υπάρχει έξω από τη ντίσνεϋλαντ των θρησκειών.

Κοινοτοπία: μισούμε με πάθος και εμμονικά ό,τι ποθούμε ανεξέλεγκτα, ό,τι ξέρουμε πως θα μας απορροφήσει, θα μας εξουθενώσει και ίσως θα μας αφανίσει εάν του αφεθούμε. Παρ’ όλα αυτά, μισούμε όχι τόσο γιατί φοβόμαστε αλλά γιατί φθονούμε. Το έχω δει στους αντιδιανοούμενους, που φθονούν το διανοητικό κεφάλαιο, το μόνο που δεν μπορείς να κλέψεις. Το έχω δει στους πουριτανούς και στους εθελούσια στερημένους που φθονούν την ελευθεριότητα και την ανέμελη χαρά της. Το έχω δει στους ομοφοβικούς, που δεν φοβούνται παρά μισούνε και φθονούν. Το βλέπω στους μισογύνηδες που φθονούν τις γυναίκες επειδή δεν θέλουν να τους αφεθούν. Ή κι επειδή δεν τους θέλουν οι γυναίκες.

Αλλά κι αυτή η κοινοτοπία όζει ψυχολογισμό και ίσως μερική εξιλέωση. Το ζήτημα δεν είναι γιατί κάποιος είναι μισογύνης, όπως το πρόβλημα δεν είναι γιατί κάποιος έχει ρατσιστικά αντανακλαστικά. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν μεταφράζεις τον μισογυνισμό σε πεποιθήσεις, σε αξιολογικές κρίσεις και σε ιδεολογία. Πολύ περισσότερο, όταν τον αφήνεις να καθοδηγεί τη συμπεριφορά σου και να διαμορφώνεται τελικα σε πολιτική.

Η φωτογραφία είναι του Bernard Boujot.