Του έρωτα μέγα καλό

Ό,τι νιώθω και ό,τι είμαι μου το έχει διδάξει ο έρωτας.

Ο έρωτας μού έμαθε να είμαι ο εαυτός μου και μου έμαθε ότι έρχεται σ’ εμένα επειδή είμαι ο εαυτός μου και όχι κάποιος άλλος.

Ο έρωτας μού εξήγησε ότι αξίζω τη χαρά της ζωής, που είναι και ο έρωτας.

Με δίδαξε να μην υπεραναλύω και να παίρνω τη ζωή όπως μου έρχεται, κατά το εμπειρίκειο, όσο μπορώ.

Με εκπαίδευσε στο να μη φοβάμαι, εγώ ο κατά βάση δειλός. Με ξανάπλασε σχεδόν γενναίο.

Με απελευθέρωσε από ό,τι βάρος δεν ήτανε δικό μου και το έστησε απέναντί μου για να το αντικρύσω με ψυχραιμία κι επιείκεια.

Ακόμα και στον πόνο υπήρξε μεγαλόψυχος: δεν τον έφερε μάταια.

Ο έρωτας με πήγε πολύ πιο μακριά και από βιβλία και από ταινίες και από την ίδια τη φαντασία μου, έχτισε κόσμους αδιανόητους πριν, κόσμους που εξερευνώ και περιδιαβαίνω σαν αρχάριος με ψυχή μαγεμένη.

Ο έρωτας εγκέντρισε μέσα μου την ομορφιά και το γέλιο.

Ο έρωτας με ντρεσάρισε να μη φοβάμαι τον χρόνο, παρά να χαίρομαι τη στιγμή σαν παιδί και την ανάμνηση σαν γέροντας.

it was just to see all the things you knew (η 1001η ανάρτηση)

Θα μιλήσω ως άντρας που ερωτεύεται γυναίκες.  Άλλωστε δεν μπορώ να υποκριθώ ότι καταλαβαίνω πώς είναι να τρως από μικρή το κοντό και λεπτό καυλί της πατριαρχίας και να σου τσαμπουνάν ότι πρέπει να το ευχαριστιέσαι κιόλας, αφού αυτή είναι η αποστολή σου και η φύση σου ως γυναίκας. Ούτε μπορώ να παραστήσω ότι αντιλαμβάνομαι πώς είναι να σου έχουνε φορεμένη κολάρο την καθόλου ηδονική θηλειά της ετεροκανονικότητας και να σου λένε να είσαι κι ευχαριστημένος που δε σου τη σφίγγουν.

Ωστόσο ξέρω καλά ένα πράγμα: οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δυναμικές: πολύμορφες, πολύτροπες και ευμετάβλητες. Και ξέρω ότι κάθε σχέση τη διέπει κάτι διαφορετικό (καύλα, έρωτας, στοργή, συναντίληψη, αλληλοεξάρτηση, αγάπη — χίλια δυο) και ότι αυτό το κάτι μπορεί να αλλάξει και, μάλλον οπωσδήποτε, αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου. Ξέρω επίσης ότι οι μεγάλες ενοποιημένες σχέσεις, όπου ο άλλος είναι όλα και μας παρέχει τα πάντα αποκλειστικώς, είναι ή πολύ σπανίες ή βραχύβιες ή απλώς φενάκη.

Δυο παράγραφοι εισαγωγή, αναγκαία νομίζω, για να πω το αυτονόητο: δεν παραβιάζουμε τον χώρο του άλλου, δηλαδή του/της παρτενέρ, του γκόμενου ή της γκόμενας, του αγοριού ή του κοριτσιού, του εραστή ή της ερωμένης, του/της συντρόφου, του/της συζύγου (ή όπως αλλιώς αλληλοαποκαλούμαστε). Δεν αστυνομεύουμε τη ζωή του. Δεν σκαλίζουμε κινητά κι ημερολόγια (που μας τραγουδάει κι ο Μορισέυ στο Suedehead, απ’ όπου και ο τίτλος) και δεν ψαχουλεύουμε σημειώσεις, συρτάρια, αλληλογραφίες και δεν ξέρω τι. Κάποτε, όντας ακόμα πιο αφελής από τώρα, νόμιζα ότι αυτού του τύπου οι κινήσεις (διέγραψα την αρχική περιγραφή εδώ) αποτελούν εξαίρεση, αλλά έσφαλλα.

Από τον καιρό που έγραψα τον Ταμία των ανέμων με ρωτάνε αν είμαι τόσο κουλ επειδή μου λείπει το πάθος. Χαμογελάω. Επίσης με ρωτούν αν έχω πια τόση εμπιστοσύνη στο ταίρι μου (αν είμαι μαλάκας δηλαδή) και αν είμαι σίγουρος ότι δε θα κάνει τίποτε πίσω από την πλάτη μου. Και φυσικά μιλάμε για κέρατο, όχι ξέρω γω να ξεκινήσει κρυφά ιστιοπλοΐα για χόμπι. Και η απάντηση, η μόνη σοβαρή απάντηση νομίζω, είναι όχι. Δεν την εμπιστεύομαι. Βεβαίως δεν την εμπιστεύομαι. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, πρωτίστως αυτόν. Οι άνθρωποι είμαστε εύπλαστοι και όσοι δεν είμαστε μάλλον βρισκόμαστε σε προϊούσα αγκύλωση — και θα σπάσουμε. Κανείς δεν είναι βράχος για να ρίξεις άγκυρα.

Όποιος έχει συνειδητοποιήσει ή όποιος φοβάται ότι η εμπιστοσύνη δεν αποτελεί παράμετρο γνήσιας σχέσης, της όποιας σχέσης, «σοβαρής» ή μη, έχει δύο επιλογές: τη ζηλότυπη αστυνόμευση ή την ψύχραιμη παραίτηση. «Ναι, αλλά γιατί δεν επιλέγεις μια μέση λύση, γιατί δεν κάνεις έναν έλεγχο, έτσι απλό, όχι σε βάθος;» με ρωτάνε, «έτσι να ξέρεις πού βρίσκεσαι;» Οι λόγοι είναι τρεις:

Δεν ψάχνουμε τα πράγματα του άλλου και δεν τον αστυνομεύουμε όχι γιατί τον εμπιστευόμαστε (είπαμε) αλλά επειδή τον σεβόμαστε. Δεν ξέρω τι άλλο να προσθέσω εδώ, από πείσμα καθαρό θέλω να πιστέψω ότι είναι προφανές τι λέω: σέβομαι την άλλη, ιδίως άμα καμώνομαι ότι την αγαπάω. Αλλά κι αν δεν την αγαπάω, αν «απλώς» είμαι ερωτευμένος ή, έστω, γουστάρω και περνάμε καλά, μήπως νομιμοποιούμαι να μην τη σέβομαι; Τέλος πάντων.

Δεύτερον, φρονώ πως η αφοσίωση και η πίστη δεν είναι θέμα ερωτικής ελευθερίας. Όμως αντιλαμβάνομαι ότι εδώ υπάρχουνε πολλές και διαφορετικές αρχές, διαθέσεις και στάσεις. Και όλες είναι εξίσου βαθύτατα ανθρώπινες. Άσε που προτιμώ να βγάλω τον σκασμό προτού αρχίσω να προτείνω νόρμες και ρυθμίσεις για τις ζωές των άλλων. Προσπερνάω λοιπόν.

Τρίτον, υπάρχει μια αρχή. Ισχύει, ή μάλλον θα έπρεπε να ισχύει, σε κάθε ουσιαστική μας σχέση, είτε πρόκειται για καλή παρέα και φιλαράκι, είτε για φίλο, είτε για έρωτα, είτε για συζυγία: ό,τι δεν επιλέγει να μας πει άλλος, δε μας αφορά. Τελεία»

Ο κρύος καφές της ερωτογραφίας

Είχε μείνει καφές από χτες μέσα στην κανάτα. Τον άδειασα μέσα στην κούπα με το θηρίο της Αποκάλυψης, έργο Ντύρερ. Κοίταξα τη συννεφιά που μας λυπήθηκε και ξανασυνάχθηκε από πάνω μας, η μόνη σκέπη και εντελώς απατηλή, βεβαίως.

Σκέφτηκα πώς ερωτογραφούν κάποιοι και κάποιες που ξέρω: πάρα πολλοί ερωτογραφούν τελικά, λίγοι τα δείχνουν, σχεδόν κανείς δεν τα δημοσιεύει. Η γνώμη του κόσμου. Καλύτερα να φαίνεται στα γραπτά σου ότι είσαι σκατόψυχος ή βλαξ ή και τα δύο, παρά ότι έχεις πόθους και ότι έχεις ζήσει έρωτες. Προτιμούμε να διαβάζουμε τις στεγνές κακαράντζες που αφοδεύει βαδίζοντας κάθε γιδίσια ψυχή, παρά για τα υγρά και τα θερμά των ερώτων που είχαμε ή δεν είχαμε ή που θα έχουμε.

Πίνω τον καφέ, δεν έχει καθόλου άρωμα πια, 24 ώρες μετά, μόνο καλή γεύση. Αυτό είναι η ερωτογραφία: χάνεις το άρωμα και την ιερή και άγρια στιγμή εκείνη, την αφή και την κίνηση ας πούμε, αλλά κρατάς το απατηλό φως και τη θαμπή σκιά και τις ματιές, τη συγκίνηση και την αίσθηση που δεν σβήνουν (δε σβήνουνε, δε σβήνουν οι καριόλες), την καύλα που σε κάνει άνθρωπο. Οι εικόνες των σωμάτων, λεπτομέρειές τους — φόρμες, μοτίβα, γραμμές, σκιές, ματιέρες — ή απόψεις τους από απέναντι και από το πλάι. Και όσα μαρτυρούν τα περίκλειστα μα αχανή τοπία των σωμάτων.

Περπάταγα οχτώ μέρες πριν σε έναν έρημο δρόμο εμπορικό, αριστερά και δεξιά κλειστά μαγαζιά πολυεθνικών αλυσίδων φωτισμένα, και αναρωτιόμουν ποιες είναι οι μεγάλες χαρές της ζωής μου. Είμαι ρηχός άνθρωπος μάλλον, αφού πέρα από 5-6 ανομολόγητες, όλες οι άλλες ήταν Έρωτας· και έρωτας μέσα μου και έρωτες: συνευρέσεις, κλινοπάλες, γαμήσια. Ήπια ένα τζιν στο τελευταίο μπαρ που βρήκα ανοιχτό και πήγα για ύπνο χαμογελώντας.

Τέλειωσε ο καφές, πάω τώρα.

Όταν παύεις να γίνεσαι κι αρχίζεις να είσαι

Όταν ήταν έφηβος θαύμαζε την ωριμότητα. Και δικαιολογημένα: ήθελε να την κατακτήσει.

Παρατηρούσε με ζήλο, δέος και ζήλεια τους ώριμους ανθρώπους γύρω του: σταθερούς αλλά ήπιους, με την αυτοπεποίθηση της αυτογνωσίας αλλά σεμνούς, με φρόνηση αλλά σχεδόν ευδιάκριτα ζωοποιά πάθη. Οι ώριμοι άνθρωποι ήξεραν τι ήθελαν και πολλές φορές το αποκτούσαν. Οι ώριμοι άνθρωποι πάντοτε απορούσαν και πάντοτε αμφισβητούσαν, πρώτα και κύρια τους εαυτούς τους, που αρνιόντουσαν να τους πάρουνε και πολύ στα σοβαρά, αλλά χωρίς να ξεπέφτουν σε ταπεινολογίες και τέτοιες νευρώσεις.

Νόμιζε κι αυτός τότε, και μέχρι πρόσφατα, ότι η ωριμότητα επέρχεται αυτομάτως, μετά από κάποια χρόνια ή αφού κολλήσεις αρκετά ένσημα εμπειριών. Ίσως η ωριμότητα να αποτελούσε ανταμοιβή για τη θητεία σου στην ενσυναίσθηση και την τριακονταπενταετία σου στο δόσιμο. Τη θεωρούσε την ωριμότητα περίπου σαν ένα εφάπαξ, που σου καταβάλλεται όταν έχεις ζήσει αρκετά κι έχεις βιώσει ικανοποιητικό αριθμό εμπειριών.

Όταν επιτέλους μπήκε στην ηλικία που παύεις να γίνεσαι κι αρχίζεις να είσαι, είχε ήδη γνωρίσει ανθρώπους ώριμους από τα 28 τους κιόλας, δηλαδή σε ηλικία που αυτός έπλαθε κουλουράκια. Τότε αναγνώρισε τη μεγάλη του πλάνη. Κι επίσης αντιλήφθηκε πως η ωριμότητα δεν είναι εφάπαξ, είναι λαχείο ή προϊόν αποταμίευσης. Ούτε καν, τι να μας πουν αυτές οι οικονομίστικες μεταφορές, σχήματα ακόμα μιας μυωπικής θεολογίας: κατάλαβε ότι η ωριμότητα είναι πέρα από τον πλούτο (ακόμα και τον πνευματικό) και πάνω κι από κατάκτηση. Είναι αυτό ακριβώς: να πάψεις να γίνεσαι και να είσαι πια, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Το μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος

Υπάρχει μια μεγάλη, πελώρια, παρεξήγηση γύρω από την πνευματικότητα. Η πνευματικότητα ποτέ δεν ήταν ασώματη υπόθεση και, έτσι κι αλλιώς, δε θα μπορούσε να προκύψει από την εξαΰλωση και από την αποπνευμάτωση. Όπως, ας πούμε, δεν υπάρχει οινόπνευμα αν δεν ζυμωθεί το δημητριακό, το σταφύλι ή τα στέμφυλα κι οι φλούδες. Η πνευματικότητα πάντοτε προκύπτει από τις αιθέριες αναθυμιάσεις του σωματικού και των κινημάτων της σάρκας που πεινάει και διψάει κι ιδρώνει και κουράζεται, αποστάζεται από την εξάχνωση των υγρών μας (που φοβόμαστε). Ο άνθρωπος ο πνευματικός πόθησε και καύλωσε και θηριώθηκε κι αστόχησε και ξαναπροσπάθησε όμως δεν εγκατέλειψε. Γιατί τελικά η πνευματικότητα δεν κατακτάται χωρίς ζωή: καμμιά μελέτη δε θα σου την επιδαψιλεύσει, ούτε καν η μελέτη θανάτου, που είναι το πιο σπουδαίο μάθημα.

Όπως η ευθύνη για τον εαυτό είναι κενή χωρίς την ευθύνη για τους άλλους, έτσι και η ζωή του πνεύματος είναι φενάκη όταν δεν τη θρέφει το αίμα. Γνωστά πράγματα. Τετριμμένα. Δείτε, ας πούμε, τους ανθρώπους του «από τον λαιμό και πάνω». Είναι πνευματικοί; Ποτέ.

Το ύψος κατακτάται μέσα από αυτό που ο Cole Porter αποκάλεσε (αδέξια και χωρίς πολλή φαντασία) horizontally speaking. Προτιμώ έναν άνθρωπο που υπάρχει ή υπήρξε γενναίος της ηδονής από κάποιον που σπούδασε και σκέφτηκε και μίλησε κι έγραψε — αλλά έμεινε εκεί. Από την κλινοπάλη αναβρύζει η πνευματικότητα (ναι, «αναβρύζει»). Και μέσα από την χειρωνακτική εργασία φύεται και φυτρώνει. Σόρυ αν σας ακούγομαι κάπως σοβιετικός, αλλά η χειρωνακτική εργασία μάς κρατάει και μας πλάθει ανθρώπους. Και μόνον ο άνθρωπος μπορεί να υψωθεί κατακόρυφα — ούτε ο άγγελος, ούτε το ζώο.

Ελοΐζα

Χτες έφαγα ολόκληρη τη μέρα μου τακτοποιώντας λογαριασμούς και χαρτιά. Είχα χαρτιά χύμα από το 2012, για δύο χρόνια τα πέταγα απλώς μες στο συρτάρι όπως έρχονταν. Γύρω στις δέκα το βράδυ, που τελείωσα, ήταν όλα μαζεμένα πια: ένα ντοσιέ ταυτότητες και πιστοποιητικά, ένα ντοσιέ απολυτήρια και πτυχία, ένα τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά, ένα τα ιατρικά, ένα οι λογαριασμοί.

Βρήκα μέσα στα χαρτιά της Αγγλίας (φορολογικά, λογαριασμός τηλεφώνου για να αποδεικνύω διεύθυνση κατοικίας, αποχαιρετιστήριες κάρτες) ένα άλμπουμ. Δε θυμόμουν καλά καλά την ύπαρξή του. Περιέχει φωτογραφίες τραβηγμενες 1992 με 1997. Τις κοίταζα με απορία: δεκαετίες μετά, σχεδόν τα ίδια πράγματα τραβάω, περίπου με τον ίδιο τρόπο: μια συγκριτική ματιά στο άλμπουμ μου ονλάιν με έπεισε. Μόλις πρόσφατα, μετά το 2008, άρχισε να εμπλουτίζεται η θεματολογία μου. Επίσης με προβλημάτισε που κιτρινίζουν σιγά σιγά οι χαρτονένιες σελίδες του άλμπουμ και που μου αρέσουν ακόμη εκείνες οι προς το παρόν άθικτες φωτογραφίες — κάποιες από τις ασπρόμαυρες τις είχα τυπώσει ο ίδιος στον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο του Tόλη, άλλες στην εστία που έμενα στο Λονδίνο.

Βρήκα επίσης κάτι φωτογραφίες από το Παρίσι το ’98, είχαμε πάει ένα πούλμαν φοιτητές με πακέτο ταξιδιωτικού πρακτορείου: οδικώς από την Αγγλία και διαμονή σε γαμιστρώνα στην Πιγκάλ. Είχα πάει στο Περ Λασαίζ όχι για τον Μόρρισον αλλά γιατί «έπρεπε»: όλη η Γαλλία, λέει, ήτανε θαμμένη εκεί. Βεβαίως χάθηκα αλλά όχι προτού δω έναν να τρώει σάντουιτς καθισμένος στον τάφο του Αβελάρδου, που τον έχουνε δίπλα στην Ελοΐζα. Αναστατώθηκα και συγκινήθηκα, «κοίτα ρε συ», της έλεγα της αλληνής, «δίπλα δίπλα τους έχουν οχτακόσια χρόνια μετά». Ήξερα και το άσμα των Damned και φανταζόμουν έκνομα και καταδικασμένα πάθη μεταξύ μοναχού και μοναχής κατά τον κακό Μεσαίωνα. Αφού χάθηκα κανονικά μέσα στο νεκροταφείο και κατέληξα να βρω μόνον τον οιονεί συλημένο τάφο του Τζιμ του Μόρρισον, φεύγοντας τελικά είδα ένα ζευγάρι να φιλιέται καθισμένο πάνω στον τάφο της Ελοΐζας. Ε, μεταρσιώθηκα. Ήθελα να τους φωτογραφίσω κιόλας αλλά ντράπηκα να βεβηλώσω τη στιγμή, αυτή τη μεταφορά για τον αιώνιο έρωτα.

Πέρσι διάβασα την αλληλογραφία τους. Η εισαγωγή ήτανε σοκαριστική: ο Αβελάρδος, ένας Ζίζεκ του σχολαστικισμού, διανοητής όλο λιλιά και χάντρες, αλλά και αποφασισμένος να γίνει φωστήρας και σχολάρχης λιμπίστηκε την Ελοΐζα. Τη γλέντησε, επίτηδες το λέω έτσι, της έκανε κι έναν γιο, τον Αστρολάβο, και την παντρεύτηκε, αλλά κρυφά για να μη χαλάσει την καριέρα του. Το σόι της Ελοΐζας άρχισε να διαδίδει τα του γάμου, ο Αβελάρδος την έκλεισε σε μοναστήρι, το σόι της τον ευνούχισε. Κάθε άλλο παρά καταδικασμένο και απελπισμένο λαβ στόρυ δυο αστροκαμμένων εραστών, τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας κιετς, δηλαδή. Απομυθοποίηση. Αλλά θέλω πολύ να το δω αυτό, που έτσι κι αλλιώς βασισμένο στα γράμματα της Ελοΐζας μοιάζει.

Διαβάζοντας την αλληλογραφία Αβελάρδου κι Ελοΐζας, τις επιστολές μετά τον ευνουχισμό του Αβελάρδου, σοκαρίστηκα. Όχι από το πόσο μαλάκας, αν και κυριολεκτικώς άμπαλος, ήταν ο θεολόγος: οι άνδρες ανέκαθεν υπήρξαμε μαλάκες ή, στην καλύτερη περίπτωση, ζωάδια περιδεή και χαϊδεμένα, πεπεισμένα ότι ο κόσμος μάς ανήκει: όσο πιο μαλάκια, τόσο πιο πεπεισμένα και χταποδοπερήφανα (έχετε δει swag που έχουν τα χταπόδια;).

Απεναντίας, με άγγιξε και με καταεντυπωσίασε η ρώμη του χαρακτήρα και το σθένος της προσωπικότητας της Ελοΐζας. Γυναίκα τρυφερή και απαλή, αλλά ακομπλεξάριστη και με παρρησία, χωρίς μεταμέλειες και παπαριές. Της γράφει ο Αβελάρδος για τον Κύριο που τους έχει κάνει αδέρφια εις τους αιώνας, του τα χώνει δεόντως. Όταν τον ρωτάει περίπου αν την αγάπησε ποτέ, ο χαντούμης λέει ότι τη θεωρεί φίλη, amica. Κι εκείνη του απαντάει I don’t wanna be friends έτσι: Carius mihi et dignius videretur tua dici meretrix quam illius (= Augusti) imperatrix: Προσφιλέστερο και πιο αξιοπρεπές θα μου φαινόταν να με λένε πόρνη δική σου, παρά αυτοκράτειρα με τον Αύγουστο. Κι ο (τέως) παπάρας συνεχίζει τον χαβά του.

Και τόλμησαν να τη θάψουνε δίπλα του. Γυναίκα ακομπλεξάριστη και ευφυέστατη, που γράφει απροσδόκητα ελευθέρια κι ελευθεριακά και οξύτατα κριτικά, ενώ ο άλλος της αραδιάζει τσιτάτα, παραθέματα και επικλήσεις σε αυθεντίες. Γυναίκα βαθιά πρακτική και ισορροπημένη αλλά και γενναία, που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει στον ευνούχο ότι δεν υπάρχει λόγος το μοναστήρι να τους εμποδίσει να είναι εραστές.

Αχ ρε Ελοΐζα!

Στο φως

Πριν πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν είκοσι, ο φίλος μου ο Καλιφορνέζος μού έδειξε με συστολή και αρκετό πόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία δική του. Ήξερε να τραβάει καλές φωτογραφίες, να τις εμφανίζει και να τις εκτυπώνει μόνος του. Ασπρόμαυρο φιλμ, Ilford. Η φωτογραφία έδειχνε την Περσίδα κοπέλα του, αυτή για την οποία είχε κουβαληθεί να σπουδάσει στην Αγγλία, όπου και τον γνώρισα και μεθάγαμε μαζί για να πνίγουμε τον πόνο μας συνεχόμενα. Γιατί η Περσίδα, αφού έμεινε μαζί του τον πρώτο μήνα μετά τον ερχομό του στην Αγγλία, τον άφησε. Είχε βρει κάποιον άλλο και η αποκλειστική διάζευξη ήτανε και τότε, όπως και τώρα, αυτονόητη. Ιδίως στις δικές μας τρυφερές ηλικίες κάτω των 35.

Η φωτογραφία δείχνει την Περσίδα όρθια σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο ξενοδοχείου, σε κάποιο σαββατοκύριακό τους κάπου στη Βρετανία, δε θυμάμαι πού αν και μου είχε πει ο φίλος μου. Είναι γυρισμένη προς ένα παράθυρο με βαρειές κουρτίνες, το κεφάλι της όμως είναι στραμμένο προς τον φακό και η έκφρασή της άξια νταβιντσικής αμφισημίας: και συγκαταβατική, για τον γκόμενο που τραβάει αβέρτα φωτογραφίες, αλλά και ξαφνιασμένη κάπως. Εκ των υστέρων, διότι εκ των υστέρων ολα βγάζουνε νόημα, διέκρινα και την ψύχραιμη παραίτηση και τον αντανακλαστικό οίκτο εκείνης που ξέρει ή που νομίζει ότι θα σε παρατήσει — αλλά αυτά μάλλον από το μυαλό μου τα έβγαλα. Η φωτογραφία είναι ιδανικά ασπρόμαυρη, με σωστό κοντράστ. Η Περσίδα φοράει ένα κοντό μπέιμπι ντολ και έχει μακριά μαύρα μαλλιά και αυτά τα σχετικά κοντά, χυτά αλλά δυνατά πόδια από αυτά που με γοητεύουν. Δε θυμάμαι πια το όνομά της, άλλωστε ήτανε κορίτσι του Καλιφορνέζου, όχι δικό μου. Εγώ μόνο στη φωτογραφία πρόλαβα να τη γνωρίσω.

Ακόμα πιο ποθεινό από την Περσίδα είναι το ίδιο το φως της φωτογραφίας. Αποτυπωμένο με κόκκο, διάχυτο και λοξό, αναβρύζει ήσυχα από τη φαρδειά ρωγμή ανάμεσα στις βαρειές κουρτίνες. Το φως εκείνο διέρρευσε μέσα σε ένα δωμάτιο που δεν ξέρω πού είναι, φώτισε πλάγια μια κοπέλα που δε γνώρισα ποτέ κι έναν φίλο που στη φωτογραφία υπάρχει μόνον ως μάτι, ως φακός, ως φωτογράφος. Όταν είδα τη φωτογραφία αυτή, το φως το λοξό και διάχυτο έγινε η μετωνυμία της ερωτικής μακαριότητας για μένα. Το ίδιο το φως το ψάχνω σε βουβά μοναχικά δωμάτια ξενοδοχείων που ξανά και ξανά με ρίχνει η δουλειά, σε σοφίτες όπου παρεπιδημώ κάτω από καμπαναριά και μουντούς ουρανούς, σε ευφρόσυνα όνειρα όταν δροσίζει κάπως το καλοκαίρι και καταλήγω να ονειρεύομαι χειμώνες και χαλιά πάνω σε ξύλινα πατώματα και κάτω από κουβέρτες. Ίσως όχι το ίδιο το φως, παρά το άυλο πια ίχνος που αφήνει σε κάποια ψηφιακή φωτογραφία — όπως από μακρινά αστέρια, κοτζάμ αστέρια όλο φωτιά και φως, φτάνουνε στις φωτογραφικές πλάκες μόνο μια χούφτα φωτόνια όπου αποτυπώνουνε θολές κηλίδες.

Κάποιους ανθρώπους, ανθρώπους που θαυμάζω, για να είμαι ειλικρινής, τους ανέβασε η παλίρροια της ζωής μέχρι τη γραφή. Εγώ πάλι είμαι από αυτούς που από τις εικόνες και από τον βατήρα της γραφής ορμάω κα βουτάω στη ζωή. Μια ζωή που το πρωί σε ξυπνάει η ελαφριά ψύχρα του δωματίου κι ένα φως λοξό και διάχυτο που αγκαλιάζει και θρέφει το τοπικό χρώμα.

Παλιά νέα: ένα ατύχημα, πολλά δελφίνια και δύο περιστέρια

Τις προάλλες πήγα στον κλειδαρά. Ο κλειδαράς μου είναι Αρμένης κι είναι φοβερός τύπος. Του είπα να μου κόψει ένα αντίγραφο του κλειδιού του αμαξιού, το οποίο όμως δε γύρναγε μέσα στη μηχανή. Για να μπορούμε να δοκιμάσουμε το αντίγραφο στο επιτόπου, μου είπε να παρκάρω στο πεζοδρόμιο μπροστά στο μαγαζί του, που είναι πάνω σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, την ώρα που σχολάνε τα σχολεία. Πάρκαρα μισός πάνω στο πεζοδρόμιο, πράγμα που σιχαίνομαι.

Παλέψαμε με το κλειδί κανά τέταρτο και τελικά ο κλειδαράς αποφάνθηκε ότι πρέπει να κόψει καινούργιο κλειδί σε άλλο πρότυπο, που δεν είχε. Στο μεταξύ εγώ είχα στήσει τη Ζ., πείναγα και έπρεπε να επιστρέψω κατόπιν στη δουλειά. Μπήκα στο αυτοκίνητο κι έβαλα μπρος. Περίμενα κανα 4λεπτο να βγω στον δρόμο από το πεζοδρόμιο που είχα καβαλήσει, αφού ήμουνα στο αντίθετο ρεύμα και έπρεπε να κόψω μια κίνηση φίσκα στα σχολικά λεωφορεία και τέτοια. Κατεβαίνω απαλά από το πεζοδρόμιο και ακούω τον γνώριμό μου ήχο: λαμαρίνες να ζουπιούνται.

Τραβάω χειρόφρενο κι αρχίσω να βρίζω τον πούστη που βρίζουμε όλοι τέτοιες στιγμές. Μου ήρθε ταμπλάς: εδώ οδηγώ αναγκαστικά γιατί δεν έχει συγκοινωνίες και την οδήγηση τη σιχαίνομαι γιατί δε με αφήνει να χαζέψω έξω, να διαβάζω κτλ. Άσε που έχω πουληθεί στους φαναρτζήδες: έχω λ.χ. καταφέρει να γδάρω το αμάξι και από τις δυο πλευρές στο γκαράζ του παλιού σπιτιού, ενώ το έχω γδάρει και στην είσοδο του γκαράζ του καινούργιου σπιτιού.

Έτοιμος να ακούσω μπινελίκια σε μια γλωσσική ποικιλία που δεν πολυκαταλαβαίνω, βγαίνω από το αυτοκίνητο: είχα βρει στη γωνία του προφυλακτήρα ενός επαγγελματικού. Κατεβαίνει και ο άλλος οδηγός. Με πλησιάζει. Με χαιρετάει διά χειραψίας. Εξηγούμε ο ένας στον άλλο ότι βιαζόμαστε. Ανταλλάσσουμε ονόματα και κινητά. Φωτογραφίζουμε τις ζημιές μας (η δική μου μεγαλύτερη, έκανα την πόρτα μου ριγέ). Μου λέει μετά ο άλλος οδηγός «Ελπίζω να είσαι συνεσταλμένος και να ξηγηθείς σωστά» (άκουσε ότι είμαι Καλαμαράς και είπε να πετάξει καμμιά καλλιέπεια, συμβαίνει). Απάντησα ότι είμαι σωστός — ή κάτι τέτοιο — και μάρτυς μου ο κλειδαράς, ο οποίος κοίταγε με τον προσήκοντα οίκτο.

Πήγα σπίτι, η Ζ. άκουσε τα νέα στωικά, με τάισε δύο τάκο, που είχα φτιάξει από την προηγούμενη μέρα, και ένα σουβλάκι με πίτα, που είχε παραγγείλει πριν λίγο. Τηλεφώνησα στην ασφάλεια και στον οδηγό, ο οποίος ευχήθηκε να έχει πάντα ατυχήματα με ανθρώπους σαν κι εμένα. Πήγα στη δουλειά.

Όταν επέστρεψα σπίτι ήπια τσάι γιατί είχα πάρει μαζι μου ένα θερμός καφέ συνεχώς στη δουλειά και έπινα λίγο λίγο, για να κρατιέμαι σε εγρήγορση. Εκεί με το τσάι, ανοίγουμε τηλεόραση και είχε ντοκυμαντέρ για τη σεξουαλική ζωή των ζώων. Φυσικά ήταν από τα φτηνά στο National Geographic, οπότε υπήρχε ηθικοπλαστικό μήνυμα για αμερικανάκια.

 Είδαμε λοιπόν τα δελφίνια, που κάνουνε σεξ χωρίς να έχουνε σκοπό την αναπαραγωγή. Γνωστό αυτό, είχαμε και βιβλία με τον Θαυμαστό Κόσμο των Ζώων μικροί. Μαθαίνουμε επίσης ότι τα θηλυκά δελφίνια είναι λεβεντιές και εντελώς πολυγαμικά, ενώ τα αρσενικά δελφίνια ζηλεύουνε καμμιά φορά — αυτό μάλλον το έλεγε ο αφηγητής επειδή τα αρσενικά τσακώνονται μεταξύ τους, δε νομίζω να τα ρώτησαν. Βλέπαμε ταυτόχρονα δελφίνια να το κάνουν, που βασικά είναι ότι ο δελφίνος μπαίνει στη δελφίνα, δεν κουνιούνται ποσώς αλλά κολυμπάνε μαζί. Είδαμε και δελφινόπουτσες, που δεν τις ήξερα από τον Θαυμαστό Κόσμο των Ζώων: μεγάλες αλλά κομματάκι μελάτες — θα έφταιγε το κρύο το νερό.

Πάνω λοιπόν που πας να πεις «κοίτα ρε παιδί μου! υπόδειγμα τα δελφίνια: πολυγαμικά, ψαγμένα, περπατησιάρικα», έρχεται ο παιδονόμος και σου λέει ότι

  1. ενήλικα αρσενικά ενίοτε ξεμοναχιάζουν ανήλικα, θηλυκά και αρσενικά, και τα πηδάνε
  2. πολλές φορές δύο μαζί (μέχρι και δώδεκα μαζί) αρσενικά στριμώχνουν θηλυκά και τα παίρνουν νουμεράδα.

Παγώνεις κι εσύ ο ηθικός ο άνθρωπος, που προβάλλεις τις αξίες των ανθρώπων πάνω στη ζωή των ζώων. Μετά όμως βλέπεις πού το πάει: ελευθεριότητα = σεξουαλική βία. Δηλαδή: μην ξεθαρρεύετε κιόλας, και γίνουμε δελφίνια, γιατί όπου τα θηλυκά είναι πολυγαμικά έχουμε βιασμούς και παιδεραστίες. Τις διαλυμένες οικογένειες δεν κατάφερε να τις εντάξει, μάλλον γιατί τα δελφίνια είναι χίππικα και της κοινοκτημοσύνης.

Από όλα όσα αφηγιόταν ο τύπος, με την απαραίτητη δόση κολλεγιακού χάχανου, είδαμε δύο αρσενικά με ένα θηλυκό (ή αρσενικό σε χάλαση) να τρίβονται στα ρηχά και κάτι αρσενικά (δώδεκα; εφτά νάνους στο SS Keryneia; δεν ξέρω) να γυροφέρνουν ένα θηλυκό.

Θα μου πείτε τώρα ότι έγώ είμαι προκατειλημμένος, αλλά δε μου διέφυγε πάντως ότι μετά μας έδειξαν πώς το κάνουνε τα περιστέρια, που είναι εντελώς μονογαμικά και χηρεύουνε σεμνά κι ενάρετα. Τότε έμαθα και τι είναι του πουλιού το γάλα. Διότι τα περιστέρια είναι καλοί γονείς. Όχι σαν τα δελφίνια.

Η απελευθέρωση

Κάποτε ήταν αυτό:

ήμουν ηττημένος και μόνος, […] είχα μια ακατανόητη λύπη να μου πλακώνει το στήθος, τότε […] υπήρχαν πόρτες τις οποίες ήμουν αποφασισμένος να μην ανοίξω.

Τη μελαγχολία τη σπούδασα χρόνια: να ξυπνάς το πρωί και να αισθάνεσαι μια γρανιτόπλακα να σου πλακώνει το στήθος, να κοιτάζεις μια οθόνη άπρακτος για 20 λεπτά, να νιώθεις τη ζωή σου σπαταλημένη. Κι αν καταφέρεις να αποφοιτήσεις από εκεί, δε θες με τίποτα να ξαναγυρίσεις πίσω στα θρανία της. Πάνε χρόνια που αποφοίτησα, όχι πολλά, αλλά φαίνονται τόσο γεμάτα όσο εκείνο το καλοκαίρι μετά την Γ’ Λυκείου. Και περισσότερο.

Και τι έμεινε όταν σηκώθηκε η πλάκα, όταν αποφοίτησα από τη μελαγχολία; Σφαίρες εμπύρειες, κόσμοι κι ουρανοί κλεισμένοι μέσα στο καρυδότσουφλο της ψυχής. Κλεισμένοι μέσα σε ένα κέλυφος σκληρό, συμπαγές, αδιαπέραστο, στιλπνό. Κάπως όπως στα έργα επιστημονικής φαντασίας έχεις κάτι ασπίδες που αποκρούουν ή απορροφούν τα εχθρικά πυρά.

Βέβαια το δικό μου ψυχρό κέλυφος δεν ήταν αόρατο, δεν ήταν αχλύ ενέργειας που λαμπυρίζει. Το δικό μου κέλυφος ήτανε φτιαγμένο από ένα σπάνιο κράμα: από τις ανασφάλειες, τις ματαιώσεις και τους φόβους των άλλων, των κοντινών, των δικών μου, από τα άγχη που τους δημιουργούσα: ερχόντουσαν όλα αυτά σε επαφή με τις σφαίρες τις εμπύρειες και, μέσω κάποιας αντίδρασης ψυχοαλχημικής, έφτιαχναν κρυστάλλους. Κι αυτοί σχημάτιζαν ένα συμπαγές σκληρό κέλυφος που κράταγε εμένα παγιδευμένο μέσα, ακινητοποιημένο σαν σε νάρθηκα, και όλη τη ζωή απ’ έξω.

Αλλά ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης: θρυμματίστηκε το κέλυφος και έπεσαν σα λέπια ψιλά τα κομμάτια του. Εκσφενδονίστηκαν όπως σκάνε και εκρήγνυνται σταγόνες πάνω στα μάρμαρα των πάγκων. Σχεδόν σαν από θαύμα. Ή έτσι λέμε, τέλος πάντων.

Για μια τυπολογία του πέφτουλα

Στην προσπάθειά μου να μορφώσω κι εγώ τη νεολαία και να αναβιώσω, έστω κι ατελώς, τη Μεγάλη Χαρακτηρογραφία της Οδού Φραγκοκκλησιάς, είπα να μοιραστώ την πείρα μου μαζί σας.

Έχουμε και λέμε λοιπόν για σήμερα: οι τέσσερις βασικές κατηγορίες άντρα πέφτουλα.

Πρώτος είναι ο Κάπρος. Απαραίτητη διευκρίνιση: ο Κάπρος δεν είναι απαραίτητο να μοιάζει με κάπρο. Ενδεχομένως να είναι και συμπαθητικός, όπως είναι ο Πούμπα (ξέρω ότι ο Πούμπα είναι τάπιρος, μην κολλάτε σ’ αυτά). Ενδεχομένως ο Κάπρος να μην έχει καν προκοίλι 360 μοιρών. Πλην όμως, είναι κάπρος: εφορμά με ποδοβολητό ντουγρού πάνω στην άτυχη γυναίκα. Ευθεία. Και πάλι, βάλτε λίγη φαντασία: δεν ορμάει ντε και καλά να πέσει πάνω της και να την καβαλήσει, όπως όταν παίζουμε μακριά γαϊδούρα. Αλλά λ.χ. θα φύγει από τη μια μεριά του μπαρ, στην Πανόρμου κάπου, και ζμπρώχνοντας και λέγοντας ‘σ’γνώμη’ θα φτάσει στην απέναντι μεριά, κάτω από το καντήλι-άποψη που καίει εντοιχισμένο. Εκεί θα σταθεί, μπροστά στην ξανθή αγαπημένη παναγιά, και θα αρχίσει να της μιλάει. Ή θα κολλήσει πάνω της, τόσο όσο να της ζέχνει το χέιγκ στην καπρική ανάσα του. Ή θα της πει «να κεράσω τίποτα κοπελιάαα;» Τέτοια πράγματα, το αντίστοιχο του κάπρου που ορμά να ξεκοιλιάσει με τους χαυλιόδοντές του. Έτσι κι εδώ ο Κάπρος, με τον χαυλιόδοντα σε έπαρση κι ελπιδοφόρο. Ο Κάπρος, όταν είναι με άλλους αρσενικούς Κάπρους και βόσκει φραπέ στην Νέα Σμύρνη ή ανεβοκατεβαίνει εποχούμενος τις ωραίες μεγάλες λεωφόρους της πόλης μας, είναι αυτός που θα φωνάξει «τι μανάρα είσαι εσύ, μουνάρα μου;» (ή και «τι μουνάρα είσαι εσύ, μανάρα μου;»), «πώπωπωπωπωπωπω μια κωλάρα», «θα-στ-σκισ-στα-δύο», «τ’ είσαι συ μωρό μου;», «τούμπανοοοοοοο» κτλ. Όχι στα πλαίσια μιας μάτσο αγελαίας δεν ξέρω τι συμπεριφοράς ή ενός χομοσόσιαλ βαρβατέ μπρο κατιτίς. Όχι. Θα τα φωνάξει αυτά στη διερχόμενη που προκαλεί με το κολάν, το μίνι, το φορεματάκι το καλοκαιρινό, το μπουστάκι, το ινδικό μάξι, το τζην, το σακί λιπάσματος, την κελεμπία επειδή στ’ αλήθεια πιστεύει ότι αυτό είναι πέσιμο, ότι το αντικείμενο του στιγμιαίου και εφήμερου πόθου του θα σταματήσει ό,τι κάνει και θα έρθει να καθήσει στα γόνατά του να του τριφτεί, σαν γατί σε χέρι σαρδελόφορο. Ή ότι θα ρίξει ένα γερό σπριντ να κυνηγήσει το καγκουρομομπίλ στο οποίο επιβαίνει ο επιβήτορας κάπρος μέχρι να τον πιάσει («στάσου, μύγδαλα!», αλλά αντεστραμμένο). Ναι, το πιστεύει. Ότι έτσι βγάζεις γκόμενα. Γι’ αυτό είναι Κάπρος, porcus syagris, ή πώς τον έλεγε ο Οβελίξ.

Ακολουθεί ο Κυνηγός. Ο Κυνηγός είναι κυνηγός. Δηλαδή, αντίθετα με τον Κάπρο, ξέρει ότι υπάρχει κι άλλη προσέγγιση πέραν της κατά μέτωπον εφόρμησης και του κατά πάνω. Υπάρχει λ.χ. η παγάνα (αν και ο Κυνηγός είναι μοναχικός). Υπάρχει το καραούλι. Υπάρχει και το «βγαίνω στο χωράφι κι όποιον πάρουνε τα σκάγια» (σκάγια, όχι φλόκια, όχι ακόμα). Υπάρχει η ενέδρα με καμουφλάζ. Υπάρχουνε τέλος τα δόκανα, αλλά ο σωστός ο Κυνηγός είναι γυμναστηρίου, παίρνει και βοηθήματα, κάτι ματζούνια σφιχτικά ή έστω αυτές τις πρωτεϊνούχες σοκολάτες που έχουνε γεύση συκωτάκια-κοτομπουκιά. Ο Κυνηγός είναι με τισέρτ και φανελάκια τόσο όσο (γιατί άμα θες τέλειο σώμα, κοπελιά, υπάρχουνε και οι γκέιδες — χαχά). Άρα περιφρονεί εκ φύσεως ανδρικής το δόκανο και είναι της ενεργού δράσης: κυκλοφορεί, περιπολεί, ψάχνει. Κατοπτεύει τον χώρο, ο Κυνηγός δουλεύει με βάση το τεραίν: μαγαζί στο οποίο θα μπορεί να εξασκήσει το άθλημα, παραλία χωρίς πολλές οικογένειες αλλά όχι και ζευγαροχαρά, μπαρ για ψυχές απελπισμένες. Εκεί γραδάρει για θήραμα, επιλέγει κάποια όχι πολύ πάνω από τα κυβικά του αλλά όχι και σπουργίτι, μετά σημαδεύει και κάνει την κίνηση. Ο Κυνηγός, είπαμε, είναι πάνω απ’ όλα άντρας. Δηλαδή ξέρει. Δηλαδή έχει πολλές εμπειρίες και πολλές ιστορίες, όλες από το κυνήγι. Διαθέτει βεβαίως και κράχτες — γυαλί μαύρο μέσα στη νύχτα της παραλιακής, ducati δανεικιά, ρολόι ωραιότατο 3 χιλιάρικα, απαραίτητο για την αγαπημένη του ιστιοπλοΐα. Και ως Κυνηγός ξέρει: «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο». Οπότε, καλού κακού, όπως ο κυνηγός ξέρει τον καλό τον εχέμυθο χασάπη με ορτύκια εκτροφής και φασιανό καλαμποκοθρεμμένο, έτσι ξέρει και αυτός 4-5 καλά μαγαζά στη Συγγρού που σερβίρουν φραπέ και παίζουνε κλαρίνο. Ο Κυνηγός πάντως έχει αυτό που έχει και ο Κάπρος: θάρρος. Ο Κυνηγός όμως έχει κι επιμονή — δεν τον τρομάζει η περιπλάνηση με το όπλο στο χέρι. Έχει πολλή επιμονή ο Κυνηγός. Πολλή. Υπομονή κι επιμονή.

Ιδανικά, ο Αρμάνης θα ζούσε σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο, άντε, να πούμε σέπια. Έτσι θα τονιζόταν το γυαλί του, το μαλλί του το τίμιο και περιποιημένο, η επιμελώς ατημέλητη νάιντιζ αξυρισιά του ή το απαστράπτον ξύρισμα κόντρα και — πάνω απ’ όλα — η κουστουμιά. Η κομψότητα η ίδια. Το στυλ το σωστό το αντρικό. Κουστούμι ρε σεις. Διότι ο άντρας είναι κουστούμι (που τη λέει ‘κοστούμι’, γιατί ο Αρμάνης δεν είναι κανας κλαρινογαμπρός) και παπούτσια. Και το άσπρο το πουκάμισο από κάτω, που το σιδέρωνε η μάνα του μέχρι τελευταία στιγμή. Ο Αρμάνης συνήθως ξέρει ότι la veste met bas (και πού να το αφήσει άλλωστε, τρεις μισθούς τού κόστισε), γνωρίζει και ότι a gentleman will walk but never run, αναπόφευκτα με το σκαρπίνι-φέρετρο που φοράει. Κινείται αργά ο υπέρκομψος, αποφεύγει να μιλάει (το πολύ να πει κανα «καλησπέρα» χαμηλά στο κλειδί του φα) και δεν ακολουθεί ποτέ τον στόχο του, απλώς πλέει μέσα σε ένα σύννεφο κουλιάς και Dior, παραμένοντας μέσα στο οπτικό πεδίο της ύπαρξης που έχει βάλει στο μάτι. Αν υπάρξουν καθυστερήσεις κι άρχισει να γουργουρίζει ο στόμαχος, κοιτάει με νόημα προς την ύπαρξη, αφού βγάλει το γυαλί με το αριστερό χέρι, για να φανεί το ρολόι το σωστό, με λουρί πέτσινο και καντράν απροσδιόριστα κυριλέ. Κοιτάει με νόημα αλλά δεν κοιτάει ποτέ εκεί που την πέφτει, παρά πάντοτε δύο κλικ πιο αριστερά, να περνιέται για στραβισμός απολλώνιος ή για βλέμμα απλανές μοντέλου του Campari. Γιατί βεβαίως ο Αρμάνης πίνει negroni και δεν ιδρώνει. Ποτέ. Κι αν υπάρχει μπαλκόνι, κι εκεί negroni. Ή κάτι αντίστοιχα κουλ και ψαγμένο. Αν και χαρακτηρίσαμε πέφτουλα τον Αρμάνη, ο ίδιος δε θα το παραδεχτεί ποτέ: είναι απλώς ο κουλ και προσεκτικά συγκεκαλυμμένα αρτιστίκ εαυτός του. Είναι αυτός που είναι. Αν του κάτσει η ύπαρξη, φταίει η ακατάσχετη γοητεία του, το είναι του. Αν όχι, κύριος ήρθε και κύριος φεύγει.

Τέλος, ο Γκουρούς. Ο Γκουρούς είναι φαλακρός ή ασπρομάλλης, πολλές φορές και τα δύο. Ο Γκουρούς μιλάει αργά, με φωνή όλο άρθρωση σωστή — ή ψευδίζει καίρια. Ο Γκουρούς έχει μεγάλο κεφάλαιο, συνήθως μόνο πνευματικό, ντύνεται όπως να ‘ναι, γιατί έχει κεφάλαιο πνευματικό και ελεεινό γούστο, ενώ περιβάλλεται από αυλή μαθητριών του: τη Μάρθα, τη Μαρία και το Κακό Συναπάντημα — αυτή η τελευταία είναι κάποια με τσιριχτή φωνή και με αποστολή να αντιφωνεί τα μεγάλα και βαθιά και ευφυή χαριτολογήματα του Γκουρού, ώστε οι άλλες να τον κοιτάζουν απερίσπαστες με μάτια γουρλωμένα, παραπονεμένα. Ο Γκουρούς ξέρει τη ζωή, ξέρει και τα βιβλία. Ξέρει και τις γυναίκες, α, ναι! Ο Γκουρούς ξέρει. Ο Γκουρούς είναι ο Παλιός που μας έλεγαν στον Στρατό, ο αρχετυπικός. Όταν δεν χαριτολογεί, μιλάει για θέματα βαριά και σοβαρά, αλλά για λίγο και με τέμπο και με τέλειο κοντρόλ στη φωνή, τόσο όσο χρειάζεται για να φανεί το μέγεθος του μυαλού του. Ο Γκουρούς δεν κοιτάζει λιγούρικα, βοηθάει κι η πρεσβυωπία, ενώ αγαπάει το αλκοόλ και φροντίζει να το μοιράζεται απλόχερα ιδίως με αυτές τις 3-4 που έχει σταμπάρει. Γιατί, από όλους τους πέφτουλες, ο Γκουρούς είναι ο σοφότερος: δε βάζει ποτέ όλα τα αυγά του σε ένα καλάθι. Επίσης, προτιμάει τις παντρεμένες, αφού εκτός απροόπτου δεν έχουν απαιτήσεις ή τη δυνατότητα να γίνουν περισπάσεις. Άλλωστε ο Γκουρούς έχει πνευματικό κεφάλαιο: εξέδωσε μια ποιητική συλλογή στα 23 (είχε αφήσει έντονες εντυπώσεις), κάνει το διδακτορικό του από τον καιρό που ήταν υπουργός ο Κοντογιαννόπουλος, ενδεχομένως δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, έχει παίξει στο θέατρο δίπλα στον Κιμούλη, γράφει σε σοβαρή αθηναϊκή εφημερίδα, μετέφρασε τα άπαντα του Λοκ αλλά δεν τα εξέδωσε γιατί δεν τον ικανοποιεί τελικά η μετάφρασή του. Στα νιάτα του ο Γκουρούς έλιωσε στο χερογλύκανο και στο φέιμους με πάγο, και τώρα αναπληρώνει όσο μπορεί: το μπόι που του λείπει το ‘χει σε μυαλό. Ή έτσι ακούγεται τουλάχιστον.