Χωρίς επανάληψη

 
καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι

Απόψε έκανα την ίδια διαδρομή που έκανα πριν εφτά χρόνια. Νύχτα και πάλι. Αυτή τη φορά άκουγα πολύ δυνατά το Thirteen Tales from Urban Bohemia. Τό 2007 έβλεπα να κλείνει μπροστά μου ο κόσμος όπως κλείνει μπροστά σε μάτια πεθαμένα το φερμουάρ σάκκου βινυλίου, από αυτούς που συσκευάζουν τους νεκρούς, και προσπαθούσα να το δεχτώ όσο πιο στωικά άντεχα. Απόψε, με το παραπέτασμα σκισμένο από άνωθεν έως κάτω εδώ και χρόνια, μπορούσα να δω μπροστά μου άστρα και ουρανούς πασπαλισμένους φως, επίσης μπορούσα να τραγουδήσω φάλτσα μαζί με τον Τέιλορ-Τέιλορ.

Σχεδίαζα με κάθε λεπτομέρεια, με προσοχή στην έκφραση και σε κάθε μικρό υπαινιγμό μια ανάρτηση εδώ, μια ανάρτηση

  • που λέει τι χρειαζόμουν και πώς το βρήκα και από ποιον, όπως στα παραμύθια, όπου χρειάζεσαι ένα πράγμα να πας να βρεις, κι αυτό είναι φυλαγμένο μέσα σε ένα κάστρο ή μέσα σε μια καρδιά ή μέσα σε μια όλο ενθουσιασμό παιδική αφήγηση,
  • που λέει ότι δεν έχασα ποτέ ούτε όταν αγάπησα ούτε όποιους αγάπησα,
  • που έχει για άξονα ένα πονηρό λογοπαίγνιο — μεταφρασμένο από την αλληλογραφία του θεού της Βόννης,  
  • που μιλάει για τη διαδρομή την ώρα που σχεδίαζα την ανάρτηση αυτή και που θα τέλειωνε μαζί με το Urban Bohemia λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου.

Μόνο που πίσω από τον προορισμό μου, όπως είπα, μπορούσα πια να δω μπροστά μου άστρα και ουρανούς πασπαλισμένους φως, φως λοξό κι ευγενικό που μπαίνει από παράθυρα και παραβιάζοντας κουρτίνες και φωτίζει πατώματα και έπιπλα και δυο αθόρυβες φιγούρες.

Φτάνοντας σπίτι, είδα το όνομά μου μέσα σε σελίδες βιβλίων. Και είπα «είναι καλό αυτό, αλλά καλύτερο είναι που δεν είμαι πια εξόριστος.»

Και έτσι, την ανάρτηση που συνέθεσα στη διαδρομή την κατάπια μαζί με ένα τζιν με σόδα. Και ήτανε γλυκειά στο στόμα μου κι ας μου ανέβασε μια πίκρα μικρή. Και έτσι, την ανάρτηση δεν την έγραψα ποτέ.

2014

Όταν επιτέλους μεγαλώσω και γίνω 50 ή 60 χρονών, θα γράψω ένα λαμπρό και όλο πτυχώσεις μυθιστόρημα που θα λέγεται 2014, ή 2011 ή 2010. Θα είναι όλο στίλβη, όχι σαν το ταπεινό το άλλο, το χωμένο. Θα έχει για τίτλο μια χρονολογία λοιπόν, από αυτές τις ζαβές με το μηδενικό μετά το δύο, χρονιές που θα βρίσκονται βαθιά μέσα στο παρελθόν όταν θα γραφτεί το λαμπρό αυτό μυθιστόρημα, αλλά όταν ήμασταν παιδιά βρισκόντουσαν πέρα και από το μέλλον. Γιατί όταν ήμασταν παιδιά, το μέλλον ήτανε το 2000, το 2001 — άντε το 2010, όταν θα έκανε ο Μονόλιθος τα δικά του τα τσαλίμια.

Γιατί τα λέω αυτά. Γιατί είδα προχτές το Only lovers left alive του Τζαρμούς. Δεν μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή η ταινία. Τη χάρηκα και την καταφχαριστήθηκα. Πρώτον, είναι Τζαρμούς. Δεύτερον, έχει βρυκόλακες, με τους οποίος ταυτίζομαι. Τρίτον, παίζει η Τίλντα Σουίντον. Τέταρτον, μαθαίνουμε τι απέγινε ο Κρίστοφερ Μάρλοου. Πέμπτον, είναι του Τζαρμούς. Έκτον, έχει μπόλικο hero worship για εμάς τους λάγνους νέρντουλες. Έβδομον, είναι του Τζαρμούς. Κι ας λέει η Ζ. ότι της θύμισε επεισόδιο των Friends με βρυκόλακες — τι να ξέρει κι αυτή για εμάς τα βαμπίρια.

Ο Τζαρμούς έπιασε επιτέλους το νόημα: οι βρυκόλακες είμαστε ταυτόχρονα πολύ γέροι, από τον εργώδη και ακατάπαυστο βίο του νου, άρα πολύ κουρασμένοι και εντελώς μπλαζέ αφού τα έχουμε ξαναδεί όλα, είμαστε και παγιδευμένοι μέσα σε μια νιότη που στέκεται και δεν προχωρά, που δε λέει να πάει πιο κείθε, να φέρει ωριμότητα. Αλλά, όπως λέει κι η ταινία, τι να την κάνεις την ωριμότητα; Για να αποκτήσεις περιουσιακά και σπίτι; Τα είδαμε κι αυτά.

Οπότε και το μυθιστόρημα που θα γράψω θα είναι σαν Bildungsroman. Και δε θα είναι. Θα μιλάει για την αφροσύνη της νιότης. Και για τη νιρβάνα της αρχής των Μέσων Χρόνων. Θα έχει λίγη δράση και πολλή δραστηριότητα, στιγμές σπαρακτικές κι ακατανόητες. Και μπόλικη πρόζα κάπως εξεζητημένη και ψωνίστικη, που αρμόζει σε βρυκόλακες.

Στην υγειά σας λοιπόν: love never dies, for better or worse.

Ξεκωλιάρες

Μέσα στον ειδυλλιακό κόσμο της πατριαρχίας, όπου κάθε μορφή βίας, αυθεντίας και καταπίεσης εις βάρος των γυναικών έχει ψευδοβιολογική εξήγηση, η γυναικεία ερωτική ελευθερία είναι βεβαίως σκάνδαλο. Όταν δεν αποτελεί διαταραχή προσωπικότητας ή σύμπτωμα αδυναμίας να αφοσιωθείς, η γυναικεία ερωτική ελευθερία είναι «ευνουχιστική» για τους άντρες κτλ. κτλ. Λες και αφοσίωση και καύλα ταυτίζονται, λες και το τέλος του έρωτα συνεπάγεται σώνει και καλά απαξίωση του άλλου, λες, λες, λες… Χιλιοειπωμένα πράγματα που κανένας δεν ακούει πια, μέσα στη νέα χρηστοήθεια του καιρού, όπου οι γυναικες οι σωστές πρέπει να είναι δυνάμει μάνες, κατά βάθος πριβέ μας πουτάνες, αλλά πρωτίστως μάνες — και τίποτε άλλο.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η γυναικεία ερωτική ελευθερία συνοδεύεται σχεδόν απαραίτητως είτε από σκληρότητα (για την οποία ρε σεις μέχρι κι ο Μπουκόφσκι κλαψούρισε) είτε από αφέλεια, μόνο που η αφέλεια αυτή είναι βεβαίως πολλές φορές προσποιητή. Η σκληρότητα σε προστατεύει από τον κάθε πληγωμένο αντρικό εγωισμούλη, που το έχει πολύ εύκολο να σου πετάξει το «πουτάνα» στα μούτρα αν δεν έχει προλάβει να δαπανήσει το πάθος του πάνω σου και μέσα σου. Αντίστοιχα, η προσποιητή αφέλεια χορηγεί το ακατολόγιστο, δικαιολογεί την «πουτανιά» σου: άμα πήξει το μυαλό σου και στρώσεις, θα φρονιμέψεις και θα γνωστέψεις. Και θα γίνεις μάνα. Μετά ίσως γίνεις μιλφάρα, που θα ορμάς στην ψύχρα και θα τα κάνεις όλα, αλλά τότε θα δικαιολογείσαι από κάτι κιλάκια, χαλαρώσεις και ραγάδες, κάτι ψωμάκια, πανάδες και ρυτίδες.

Πουλί και ψάρια

Όταν ήμουνα μικρός παρακάλαγα να μου πάρουνε μια γάτα. Τα σκυλιά τα φοβόμουνα. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μου πάρουνε γάτα. Η μεν μητέρα μου έβγαζε την ίδια ομιλία που βγάζει μέχρι και σήμερα (2014): ότι τα ζώα πρέπει να ζουν ελεύθερα στις αυλές κι όχι φυλακισμένα στα διαμερίσματα, ότι η γάτα είναι για να πιάνει ποντίκια και για να σουρτουκεύει, ενώ οι σκύλοι για φύλακες κι όχι για να κατουράνε στους καναπέδες — τέτοια. Ο πατέρας μου είχε έναν γάτο μικρός στην αυλή του σπιτιού τους, τον Ροδόλφο, αλλά μάλλον του ψόφησε και του έμεινε τραύμα: έκτοτε ισχυρίζεται ότι είναι αλλεργικός στις γάτες κι ότι οι τρίχες τους επικάθονται μέσα στους πνεύμονές του.

Δουλεύαμε λοιπόν με υποκατάστατα. Πρώτα είχαμε ένα καναρίνι, τον Τόλη. Το είχε πιάσει η μάνα του πατέρα μου να κάθεται στη βερυκοκιά της όταν εγώ ήμουν 7, εκεί. Ο Τόλης ήταν κίτρινος και καφέ, αισθηματίας. Ο Τόλης κελαηδούσε, αλλά συνεχώς τα ίδια και τα ίδια δεξιοτεχνικά σουξέ. Η σχέση μας δούλευε ως εξής: η μάνα μου τον φρόντιζε, εγώ πέρναγα ώρες να στοχάζομαι πάνω στην αθλιότητα των κλουβιών και να φέρνω εφημερίδα για να απλώσουμε στον πάτο του κλουβιού, για τις κουτσουλιές. Τα καλοκαίρια τον Τόλη τον αφήναμε στη γιαγιά. Η γιαγιά τον έχωνε κάθε μέρα μέσα στη μικρή μπανιέρα που βάζουμε στα πτηνά για να δροσίζονται. Το θέμα είναι ότι κάθε μέρα τον έχωνε και τον έτριβε (Τον Τόλη. Στην μπανιέρα.). Τελικά το έρμο το καναρίνι ψόφησε ένα φθινόπωρο. Η μητέρα μου γνωμάτευσε ότι το πουλί (ο Τόλης) κρυολόγησε και ψόφησε λόγω των απανωτών λουτρών, μετά τον έκλαιγε για μήνες. Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να της πεθαίνουν άνθρωποι όμως, οπότε.

Μετά η αδερφή μου ήθελε χρυσόψαρα. Πήραμε δύο. Την Κλειώ και ένα άλλο πανομοιότυπο, δε θυμάμαι πώς το λέγαν: ήτανε το σάιντκικ, που λέμε. Κογκολέζικα χρυσόψαρα, στιλπνά, με πτερύγια όλο φρουφρού και φραμπαλά. Πορτοκαλί και με κάπως γουρλωτά μάτια. Σε λίγο το έριξα πάλι στον στοχασμό, αυτή τη φορά για την αθλιότητα των ενυδρείων, πήγαινα και Γυμνάσιο πια κι ο εγκλεισμός των άλλων πάντοτε προσφέρεται για στοχασμούς. Αλλάζαμε νερό στα χρυσόψαρα μέρα παρά μέρα: πρώτα τα ψαρεύαμε με την παλαμη (και εγώ) και τα βάζαμε σε ποτήρια. Πολλές φορές ξεγλύστραγαν και κατέληγαν μέσα στον νιπτήρα και τα αρπάζαμε να τα ξαναρίξουμε πίσω στο ποτήρι πριν προλάβουν να πάθουν ασφυξία (τα ψάρια δεν παθαίνουν έμφραγμα). Κατόπιν καθαρίζαμε τη γυάλα, βάζαμε φρέσκο νερό και προσθέταμε κι ένα μπλε υγρό που εξουδετέρωνε το χλώριο και μετά τα ψάρια.

Τα χρυσόψαρα, την Κλειώ και το άλλο, τα ταΐζαμε, κάτι νιφαδίτσες που μύριζαν σαν μπαγιάτικη ψωλή (δεν το ήξερα τότε: η δική μου ήτανε μικρή, φρέσκια και του κουτιού). Το θέμα βεβαίως είναι, επίσης δεν το ήξερα τότε, πως τα χρυσόψαρα δε σταματάνε να τρώνε όταν χορτάσουν: όσο τα ταΐζεις, τόσο τρώνε. Και πάντοτε με αμείωτο ενθουσιασμό. Σιγά σιγά το ένα από αυτά είχε παραμορφωθεί: μέσα από το τουμπανιασμένο διαφανές σώμα του βλέπαμε τα μαύρα έντερά του. Και το άλλο τα είχε πάρει τα γραμμάριά του. Αλλά ούτε εγώ ούτε η αδερφή μου πιάσαμε το υπονοούμενο της μαμάς Φύσης. Ένα πρωί βρήκαμε το τουμπανιασμένο ανάσκελα, αλλά όχι στην επιφάνεια: είχε τόσο έρμα το έρμο το ψάρι που δεν επέπλεε παρά περίπου στα 3/4 του ύψους του νερού. Ο πατέρας μου το κήδεψε στη λεκάνη της τουαλέτας: η αδερφή μου έσκασε στο κλάμα κι εγώ απορούσα πώς θα χωρέσει το ψάρι από την αποχέτευση (δυσκοιλιότητα ζήτημα είναι αν έχω πάθει 3-4 φορές στη ζωή μου).

Οι γονείς μας μας εξήγησαν ότι πρέπει να δίνουμε ακριβώς τη δόση τροφής στο επιζών ψάρι — αλλά στην αρχή έπρεπε να του κάναμε δίαιτα. Τελικά τη γλύτωσε, ξεφούσκωσε κάπως, αν και ποτέ εντελώς. Του πήραμε και παρέα, που η αδερφή μου ονόμασε επίσης Κλειώ. Η Κλειώ Β’ και το άλλο (δε θυμάμαι πώς το έλεγαν) βρήκαν τελικά τον θάνατο στα χέρια της γιαγιάς μου ένα καλοκαίρι επίσης. Δε θυμάμαι πώς. Μάλλον τα έσκασε στο φαΐ. Τουμπάνιασαν μάλλον.

Η ζωή είναι αλλού

Σήμερα τελείωσα το Η ζωή είναι αλλού του Κούντερα. Μεγάλο βιβλίο, σπουδαίο, σε αντίθεση με τους Γελοίους (‘Κωμικούς‘ πλεόν) έρωτες, που διάβασα τον Ιούνιο και μου φάνηκαν σαν να είναι κομψές αναρτήσεις από μπλογκ της περασμένης δεκαετίας. Το Η ζωή είναι αλλού έχει μεγάλες στιγμές και ρυθμό. Έχει και πλάκα, ενώ ο αντιπαθής, υπερφίαλα ιδεαλιστής μαμάκιας ήρωάς του είναι αριστούργημα και σχεδόν βγαλμένος από τη ζωή.

Η πλάκα είναι ότι το βιβλίο αυτό το πρωτοδιάβασα μαζί με τον υπόλοιπο Κούντερα αμέσως αφού ξεκοκκάλισα την Αβάσταχτη Ελαφρότητα, όταν ημουν είκοσι παρά. Από τότε, θυμόμουν απλώς ότι μου είχε φανεί πάρα πολύ καλό ένα του Κούντερα του οποίου τον τίτλο δε θυμόμουν, άλλωστε μοιάζουνε μεταξύ τους τα βιβλία του. Θυμόμουν μόνο ότι ξεκίναγε με τη σύλληψη του Ποιητή.

Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο τελειώνοντας το Η ζωή είναι αλλού σήμερα; ότι δεν είχα καταλάβει τίποτε από το βιβλίο την πρώτη φορά που το διάβασα. Δεν είχα πιάσει τίποτα. Και δεν έφταιγε που δεν είχα πάει στην Πράγα.

Όταν ήμουν 14 διάβασα το Έγκλημα και Τιμωρία. Στα αγγλικά. Εξ αφορμής, κάποιος μεγαλύτερος (δάσκαλος; δε θυμάμαι) μού έκανε την παρατήρηση ότι «τέτοια έργα» πρέπει να τα διαβάζει κανείς αφού ωριμάσει, ώστε να μπορέσει και να τα καταλάβει και να τα απολαύσει.

Μισούσα και μισώ ό,τι πλασάρεται ως εφηβική λογοτεχνία ή λογοτεχνία για νέους: σκετός πατερναλισμός απεσταγμένος, χρηστομάθειες της πλάκας, όταν δεν είναι πηγή άγχους και ανασφαλειών που δε χρειαζόμαστε. Γι’ αυτό και η κουβέντα εκείνη του μεγαλύτερου με θύμωσε τόσο πολύ τότε, που πήρα σβάρνα ό,τι κλασικό μπορούσα.

Διάβασα τους Αδερφούς Καραμάζοφ, στα γαλλικά, αφού και στα ελληνικά από τα γαλλικά ήταν μεταφρασμένοι, ενώ λεφτά για την πολύτομη μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου του Γκοβόστη δεν είχα. Θυμάμαι ότι μου φάνηκε ωραίο κι εράσμιο κορίτσι η Γκρούσενκα (Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, ε;) αλλά τελείως γκαγκάου ο Αλιόσα / Αλεξέι Καραμάζοφ — κι ας τον προέβαλλε η Γκορίτσεβα ως ενσάρκωση της ρωσικής ψυχής, της ίδιας μαλακίας που μας έδωσε το κακοχωνεμένα ψευδοταρκοφσκικό Νησί. Βεβαίως, η συμπάθειά μου ήταν ο Ιβάν Καραμάζοφ και πώς τον βάζει διαλεκτικά κάτω ο διάολος — αλλά την ψύχωση ποιος μπορεί να τη νικήσει διαλεκτικά;

Μετά έπιασα την Παλαιά Διαθήκη στη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αυτή ήτανε πολύ διδακτική εμπειρία, αφού ο καλύτερος τρόπος να απομυθοποιήσεις τας Γραφάς είναι να τις διαβάσεις: το Λευιτικό και το Δευτερονόμιο είναι ατέλειωτα παραπτωματολόγια όλο βαρβαρική σκληρότητα και ευτελείς γελοιότητες, οι μικροί προφήτες είναι απόστολοι του Πάνου του Καμμένου και της Ελεύθερης Ώρας, ενώ οι αδερφοί Μακκαβαίοι (της Μακάμπι Τελ Αβίβ) είναι τα πρότυπα του μακαριστού Χριστόδουλου.

Τον Προυστ τον άφησα στις 50 σελίδες.

Μετά διάβασα ολόκληρη την Ερμηνεία των ονείρων του Φρόυντ. Στα αγγλικά, 1000-τόσες σελίδες τούβλο, το πορτοκαλί αντίτυπο που κληρονόμησα από την αγαπημένη μου ξαδέρφη, που σκοτώθηκε όταν ήμουν 13. Είναι από τα πιο καλογραμμένα και χρήσιμα και συναρπαστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Νομίζω όμως ότι είναι από τα ελάχιστα βιβλία που διάβασα πριν τα είκοσι και τα κατάλαβα καλά. Με διαμόρφωσε, όπως διαμόρφωσε τον πατέρα μου η Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, που τη διάβασε εκεί στα 20 (να το και το φροϋδικούλι μας).

Μετά ήρθανε κι άλλα, πολλά, κι ο Κούντερα εκεί στα 17, όπως είπαμε. Όμως, όπως φάνηκε και στη δεύτερη ανάγνωση του Η ζωή είναι αλλού, πρέπει να πιάσω ό,τι διάβασα πριν τα 20 και να το ξαναδιαβάσω: όντως δεν είχα καταλάβει τίποτε.

Γιατί άμα δεν έχεις τα συμφραζόμενα, τι να σου κάνουνε τα κείμενα. Καλή η θέα που σου παρέχουνε τα μεγάλα έργα αλλά πρέπει να σε έχει επιπλώσει η ενδοσκόπηση, το επίτευγμα, η κοινωνική συνειδητοποίηση, ο έρωτας, η διάψευση, το δόσιμο, η εργασία (χειρωνακτική κατά προτίμηση, έστω και για λίγο), η απώλεια ανθρώπων, ο δρόμος. Πρέπει είσαι επιπλωμένος, να έχεις κάπου να σταθείς και να ξαπλώσεις και να ακουμπάς κοιτάζοντας τη θέα των κλασικών έργων, να μπορείς να φτιάξεις έναν καφέ ή να βάλεις ένα κρασί. Δεν είχα καταλάβει λ.χ. εκεί στα 17 πόσο πελώριος μαλάκας είναι ο Γιάρομιλ, γιατί τέτοιος ιδεαλιστής μαλακάκος ήμουνα κι εγώ (όρα και φωτογραφημένο παράθεμα άνωθι). Δεν ήξερα για το άγχος της επίδρασης, για την θανατερή ευκολία του μονισμού, για την αδεξιότητα του βίου, για την πολλαπλότητα μέσα στους ανθρώπους (που εικονογραφεί η φαντασίωση του Ξάβιερ στο βιβλίο) και για τη δυσκολία της επανάστασης.

Βαθιά μέσα από τον βυθό του εφηβικού ιδεαλισμού ο κόσμος από πάνω φαντάζει είτε ένα απέραντο φωτεινό γαλάζιο με ανεξήγητους λαμπυρισμούς εδώ κι εκεί, είτε γαλήνιο πυκνό τοπίο: η ίδια η θάλασσα που είσαι μέσα της καταβυθισμένος. Ό,τι κι αν σου δείξουνε τα βιβλία, εκεί πριν τα είκοσι, εσύ είσαι ακόμα βατραχάνθρωπος κι αιωρείσαι: για να κοιτάξεις έξω πρέπει να κοιτάξεις πάνω, αλλά και πάλι ένα απέραντο φωτεινό γαλάζιο με ανεξήγητους λαμπυρισμούς εδώ κι εκεί βλέπεις.

Αν μίλαγα με τον εαυτό μου στα 17, θα του πέταγα κάτι λατινικά δικά μας και θα του έλεγα να πιάσει να διαβάσει τίποτε βιβλία λιγότερο βιωματικά και περισσότερο διανοητικά. Και θα τον επαινούσα για τα γούστα του στα ερωτικά κόμικ. Αλλά, όπως λέει και στο τέλος τους Έγκλημα και τιμωρία, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Κανείς δεν είναι κανενός

 σ’ εσένα που δεν με διαβάζεις

Υπάρχει πραγματικό πρόβλημα στην ιδέα της κτήσης ανθρώπων. Είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι το «η γυναίκα μου» δεν συνεπάγεται ιδιοκτησία, αλλά σχέση με τη γυναίκα ― όπως άλλωστε και «το παιδί μου» δεν προϋποθέτει κτήση αλλά μοναδική σχέση και ευθύνη απέναντί του. Αλλά δεν μας ανήκουν οι άνθρωποί μας.

Ναι, ξέρω ότι ο έρωτας κατακεραυνώνεται ή υμνείται ως κτήση ή ως αδυναμία κτήσης· ότι γίνονται κουβέντες για γυναίκες που δίνονται αλλά δεν παραδίνονται ή, χειρότερα, που παραδίνονται και (γι’ αυτό) δεν δίνονται· ότι κουβεντιάζονται ατέλειωτα οι άντρες, που είναι ζωάκια του σεξ αδάμαστα και περιπατητικά, που δεν εξημερώνονται παρά αλυσοδένονται με τιβί κι ιμάμ μπαϊλντί, με χόμπι, καφενέ και μερεμέτια.

Οι άνθρωποι όμως δεν είναι πράγματα. Οι γυναίκες δεν είναι πόλεις που λιγουρεύεται ο κάθε πολιορκητής, ούτε οι άντρες ατίθασες ή κατοικίδιες μαϊμούδες (όχι όλοι). Τα παιδιά δεν είναι έπιπλα. Η κτήση ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι βαθύς παραλογισμός, είναι προϊόν της εξιδανίκευσης της ζηλοτυπίας και της ιδεολογικοποίησης του πάθους. Στην περίπτωση των παιδιών, η φαντασίωση κτήσης τους προέρχεται από την ανάγκη να τα προστατέψει ο γονιός ή και να ξεπατικωθεί πάνω τους ο δικός του φαινότυπος.

Αλλά η ιδιοκτησία ανθρώπων είναι παραλογισμός. Αν περιοριστούμε στον έρωτα, ναι, η ερωτική πράξη συνοδεύεται από την πλήρη ιδιοκτησία του άλλου και από την απόλυτη κυριαρχία πάνω στον άλλο ― στις καλές τις φάσεις, τουλάχιστον. Όμως, ό,τι και αν φαντασιώνεται ο ζηλότυπος εραστής, ο άλλος συνεχίζει να υπάρχει και μετά το όποιο πέρας της ερωτικής πράξης, ως ελεύθερος άνθρωπος όλος πολυπλοκότητα. Ναι, ποθώντας κι αναπολώντας και κάνοντας όνειρα, αλλά ελεύθερος. Ο έλεγχος των πιο κρυφών κυττάρων και η διερώτηση πού είναι ο νους του άλλου όταν κοιμάται (ή τρώει ή διαβάζει ή εργάζεται ή ονειροπολεί ή αφοδεύει…) είναι φαντασιώσεις. Και μόνο.

Ο άλλος (το παιδί, ο εραστής ή ερωμένη, ο φίλος ή η φίλη) είναι δικός μας επειδή έχουμε σχέση κάποιας μορφής και ενός άλφα σθένους μαζί του, όχι επειδή είμαστε ιδιοκτήτες του. Η δε αποκλειστικότητα είναι η αναγωγή αυτής της φαντασίωσης σε κάποιου είδους μονοθεϊστικό ντελίριο.

Προσωπικά φρονώ ότι και η ιδιοκτησία του άλλου και η αξίωση της αποκλειστικότητας είναι βαθιά ανήθικες στάσεις (δεν θέλω να χρησιμοποιήσω διασταλτικά την κατηγορία του πολιτικού εδώ). Ναι, όταν είμαστε μαζί με κάποιον καλό είναι να είμαστε μαζί με κάποιον: να είμαστε εκεί όταν είμαστε μαζί. Ναι, ωριμάζουμε δίνοντας από τον εαυτό μας, και μάλιστα δίνοντας μαθαίνουμε πώς να φτιάχνουμε πολλές και διαφορετικές σχέσεις, προσφέροντας στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Ναι, η ανθρώπινη εμπειρία έχει χώρο για αποκλειστικότητες, και για τον κάπως απέλπιδα και Μωσαϊκό λυρισμό τους, αλλά είναι ανήθικο να τις επιδιώκει ως τάχα ιδανικές.

Η ανηθικότητα της ιδιοκτησίας του φίλου, παιδιού, συντρόφου προκύπτει από την αντιμετώπιση του άλλου ως κάποιου κατά πολύ απλούστερου από εμάς, που μπορεί κι οφείλει να καλύπτεται (συναισθηματικά, σεξουαλικά ή ― σπανιότερα ― διανοητικά) από εμάς και μόνον από εμάς: εδώ λοιπόν υπάρχει ένας βαθύς και συνήθως ανομολόγητος πατερναλισμός. Επιπλέον, η αξίωση της αποκλειστικότητας αντιμετωπίζει τον άλλο, τον άλλο άνθρωπο, ως απλοειδές αντικείμενο: γιατί να μοιράζομαι την εσπρεσσιέρα μου, όταν μπορεί ο άλλος να πάει να πάρει μια δική του; Δεν θα μοιραστώ τη γυναίκα μου όπως δεν θα μοιραστώ την εσπρεσσιέρα μου. Γιατί όμως; Μήπως επειδή «την αγαπώ»;

Υπάρχει ηθική αξία στην άσκηση να πάμε από την ιδιοκτησία, και τα όποια δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, στη σχέση. Υπάρχει ηθική αξία να απορρίψει κανείς την αποκλειστικότητα και να εναγκαλιστεί την πολλαπλότητα των αναγκών και την ίδια την πολυπλοκότητα του άλλου. Υποπτεύομαι ότι μόνον έτσι μπορεί κανείς να έχει διαρκείς, ουσιαστικές και βαθειές σχέσεις (ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές) με όλη τη μαγεία και την ταραχή που συνεπάγονται, με τη δυσκολία και την έκπληξη, με όλον τον πόνο και τη δόξα, με όλη τη βουβή ποίηση που κάποτε παράγουν καίγοντας την καθημερινότητα για καύσιμο.

Apologia

(Μετά από αυτό.)

Δε χαρίστηκα σε κανέναν. Κανείς δε μου χάρισε ποτέ τίποτα.

Ό,τι έφτιαξα, τίποτε σπουδαίο, το έφτιαξα μόνος μου, αλλά υπήρξα φίλος δύσκολων ανθρώπων, μαθητής άξιων δασκάλων και υπότροφος του ελληνικού κράτους. Δεν έχω λεφτά και κτήματα, είμαι τυχερός που δεν έχω αφέντη και πιθανότατα δεν έχω θεό.

Πατρίδα μου είναι η Αθήνα και το Λονδίνο και όπου υπηρξα ευτυχισμένος, έστω κι αν είναι η είσοδος μιας πολυκατοικίας, ένα μπαρ, ένα παγκάκι, δυο πιθαμές παραλία, μια ψάθινη καρέκλα.

Είμαι ρονίν, χωρίς τη γκλαμουριά του δεξιοτέχνη μοναχικού πολεμιστή, αφού είμαι άχαρος κι άξεστος παίκτης. Ζω όμως με το δικό μου άγραφο Χαγκακούρε, που ενίοτε με ζορίζει πολύ. Κι αν μέχρι τώρα ήμουνα σεμνός και ταπεινός, ε, ας όψεται η ταπεινή καταγωγή μου και το βαθιά ενοχικό του χαρακτήρος μου. Τουλάχιστον ξέρω ότι είμαι παιδί ενός τεχνίτη και μιας κόρης αγρότη και ξέρω ότι κάποια στιγμή θα πεθάνω.

Φούμαρα δεν πούλησα και δε σκοπεύω να πουλήσω. Έμαθα με τον καιρό να σωπαίνω (όσο μπορώ) όταν θυμώνω και να αφήνω (όσο αντέχω) τον χρόνο να με δικαιώσει. Συνήθως δικαιώνομαι. Όταν δε δικαιώνομαι, το παραδέχομαι.

Κατά τ’ άλλα είμαι μαλάκας.

Οι τεχνίτες της απόκρυψης, μέρος Γ’: μια βραδιά στον παράδεισο

Το Α’ μέρος και το Β’ μέρος.

Ήθελα να φύγω από το σπίτι των γονιών μου από όταν ήμουν 15 χρονών. Ήθελα να ζήσω μόνος, στο δικό μου σπίτι. Ακόμα και τώρα απολαμβάνω τη μοναξιά και την ησυχία, όχι απαραιτήτως για να δουλέψω απερίσπαστος. Τελικά έφυγα πολύ αργότερα από τα 15 μου, αλλά αρκετά νωρίς ώστε να γλυτώσω από την αγκύλωση που επιφέρει στον Έλληνα γιο η παραμονή του μέσα στην ελληνική οικογένειά του.

Αφού γύρισα σχεδόν σαν απόκληρος στην όχι και τόσο κακούργα ξενιτειά για πάνω από δεκαετία, κάποτε βρέθηκα με το δικό μου διαμέρισμα στην Αθήνα, ας πούμε κληρονομιά. Το υπνοδωμάτιο βγάζει στον ακάλυπτο. Τα πρώτα χρόνια στο καινούργιο σπίτι, η μπαλκονόπορτα και το υπερμεγέθες κρεβάτι στο δωμάτιο (μόνο στην Αθήνα κοιμάμαι καλά), μου φάνταζαν παράδεισος. Με συγκινούσαν οι τοίχοι σε απαλό λιλά, η κουρτίνα, το θεόστενο μπαλκόνι. Άνοιγα το πρωί τα μάτια μου και με ξύπναγε η συγκίνηση. Είμαι εδώ αλλά και εδώ είμαι.

Συγκεκριμένες εποχές, συγκεκριμένες ώρες το φως του ήλιου μέσα από τον φωταγωγό καταυγάζει την κατά τα άλλα σκοτεινή κουζίνα και το σκοτεινό μπάνιο. Πολλές φορές τη νύχτα, όταν κάνω ντουζ ή όταν ανοίγω το ψυγείο για νερό, πάγο ή χυμό, λέω και πάλι μέσα μου: είμαι εδώ και εδώ είμαι. Ναι, και η κουζίνα και το μπάνιο προσαρτήθηκαν στον παράδεισο:

Ένα-δυο χρόνια μετά, ήρθε η σειρά του σαλονιού. Που είναι μικρό. Που το έχω και για γραφείο. Που βγάζει σε ένα μπαλκόνι από το οποίο βλέπεις τη μισή Ακρόπολη και καθόλου τον Παρθενώνα — ο γείτονας τα βλέπει όλα. Όπου πίνω καφέ, κρασί, σόδες, ουίσκι ή τζιν. Όπου ακούω μουσική και κάθομαι να αναπολήσω. Με το γδαρμένο παρκέ που οι ευαίσθητοι του νοικοκυριού το λεν «τραυματισμένο». Του οποίου όλα τα φώτα έχουν ροοστάτες, μια και δε μου αρέσει το φως αν δεν είναι λοξό, απαλό ή διάχυτο. Με τα ανθεκτικά φυτά απ’ έξω. Τόση πολλή ζωή, τόσες χαρές μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα. Ναι, κι εδώ παράδεισος. Μέσα σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά. Με θύλακες παντού μέσα σε αυτήν την πόλη, κι ας είναι κάποιοι σχεδόν σημειακοί.

Ο παράδεισος είναι μικρός, πολύ μικρός, αλλά επεκτείνεται.

Μισανθρωπία κι ηθικισμός

Η γενιά μου μεγάλωσε απαξιώνοντας μια πολύ συγκεκριμένη εκδοχή του ηθικισμού: αυτή που ασχολιόταν με την περιχαράκωση και την κανονικοποίηση του έρωτα. Αυτή η εκδοχή του ηθικισμού προέρχεται από την πατριαρχία και τα ευρύτερα αγροτοποιμενικά ήθη.

Η έμφαση σε αυτήν την εκδοχή του ηθικισμού είναι δικαιολογημένη: είναι πολύ υπαρκτή, πανταχού παρούσα και καταστρέφει εκατομμύρια ζωές, κυρίως γυναικείες. Αυτή η εκδοχή του ηθικισμού επίσης αποστερεί αυτονόητα δικαιώματα από τα ομόφυλα ζευγάρια και συνοψίζεται στο εξής ετεροκανονικό σχήμα αρχών:

1. Ζευγάρι είναι άντρας και γυναίκα.
2. Ο άντρας είναι φύσει πολυγαμικός και η γυναίκα φύσει μονογαμική.
3. Ο έρωτας οδηγεί σε μακροχρόνια αποκλειστική θεσμισμένη σχέση.
4. Η μακροχρόνια αποκλειστική θεσμισμένη σχέση οδηγεί σε τεκνογονία.
5. Ό,τι δεν εμπίπτει στα παραπάνω στιγματίζεται ή περιθωριοποιείται.

Ωστόσο, η έμφαση σε αυτή την πλευρά του ηθικισμού, που απορρέει από την πατριαρχία, δημιούργησε ένα πρόβλημα: συσκοτίζει την ουσία του ηθικισμού ως φαινομένου. Και η ουσία του ηθικισμού δεν είναι άλλη παρά η μισανθρωπία. Στον νεοφιλελεύθερο κόσμο, που, επιμένω, αποτελεί το συμμετρικά απέναντι άκρο του σταλινισμού, αναδύεται λοιπόν μια ακόμα πιο τοξική και γενικευμένη εκδοχή του ηθικισμού: αυτή που καθολικώς απαξιώνει ολόκληρους βίους και πολιτισμούς.

Ο στόχος δεν είναι πια μόνον το σεξ, ο έρωτας, οι σχέσεις αλλά και ο υπόλοιπος ανθρώπινος βίος. Τίποτε δεν είναι απλώς ανθρώπινο, τίποτε δεν είναι δεδομένο. Όλα είναι ύποπτα: να μην κάνεις παιδιά και να κάνεις πολλά παιδιά, να είσαι θορυβώδης ή υπερβολικά τοπικός στα γούστα σου, να μη συμμορφώνεσαι με τη νομιμότητα (απ’ όπου κι αν προέρχεται), να θρησκεύεις, να μην είσαι κορμάρα αθλητική χωρίς ξύγκι, να ακολουθείς τα ήθη της κοινότητάς σου (από τη φραπεδοποσία μέχρι τη σχετική καχυποψία της αγγλικής εργατικής τάξης απέναντι στο κρασί). Ένας ακραίος μαξιμαλιστικός κεμαλισμός προσπαθεί πολιτισμικά να μετατρέψει τον κόσμο όλο σε εύπορους αστούς κοσμοπολίτες των καλών arrondissement και του Upper West Side — ενώ παράλληλα θα εργάζονται και θα αμείβονται σαν δούλοι που κόβουνε φασόν στο Μπαγκλαντές.

Η απλή ξινίλα, ο σουσουδισμός, όπως και η ηθικολογία της θεούσας, βεβαίως εμπίπτουν μέσα στην ελευθερία του λόγου. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτός ο λόγος γίνεται εξουσία. Η εγγενής ηλιθιότητά του δε μας απασχολεί και δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής. Άλλωστε, ο ηγεμονικός λόγος είναι αναπόφευκτα τετράγωνος, απλοειδής και βλακώδης, ώστε να κωδικοποιείται (νομοθετικώς ή αλλιώς) και να επιβάλλεται όπως η βέργα του γυμνασιάρχη: δε χρειάζεται διακριτά μέρη, επεξεργασία και χερούλια ένθετα.

Για παράδειγμα, η πρόσφατη απορία πώς γίνεται μια χώρα σε ύφεση και υπό τα μνημόνια να έχει τόσο υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας είναι εύγλωττα (και υποκριτικά;) αδαής στο ότι αγνοεί τις αμερικανικές στατιστικές που συσχετίζουν μακντοναλντοφαγία και φτώχεια. Είναι χαζή. Ωστόσο δε βρίσκεται και δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί το θέμα μας, αφού μια τέτοια διερώτηση είναι εύστοχη, εφόσον αποσκοπεί στη νουθέτηση και στον αναθεματισμό ενός ολόκληρου λαού.

Ο ηθικισμός είναι απροκάλυπτα πλέον πολιτικό όπλο. Πάει πέρα από την καταπίεση της επιθυμίας, προς την κατεύθυνση της συστηματικής και εντατικής κατασκευής ενοχής για κάθε μορφή ετερότητας ή δημιουργικής αυτοέκφρασης που θα προκαλούσε οποιαδήποτε ανατάραξη στο εργοτάξιο του κόσμου-φυλακή στο οποίο ζούμε: η μισανθρωπία στην υπηρεσία της εξουσίας.

Ταλληράκια ξανά

Ταλληράκια κριτικής

1.
Αν ξέρεις από φαγητό, δεν ασχολείσαι με τα γαριδάκια. Ούτε θα καθήσεις να προβληματιστείς ποια γαριδάκια είναι πιο θρεπτικά ή με λιγότερα λιπαρά: όλα τους γαριδάκια είναι, κοινώς: σκατολοΐδια. Εντάξει λοιπόν, τα σνομπάρεις τα γαριδάκια: σίγουρα. Αλλά δε θα βγάλεις καναπεδάκια με γαρίδες κοκτέιλ κάθε φορά που θα ανοίξουν μπύρες. Ενίοτε θα βγάλεις και γαριδάκια, μια χαρά είναι για τραγήματα (για μπυρομασούλημα). Εκτός και αν δεν πίνεις τίποτε χθαμαλότερο από μερλό («κρασί για γκόμενες και άσχετους»), οπότε κακώς διαβάζεις κάτι που τιτλοφορείται «ταλληράκια».

Αν πάντως αρνείσαι πεισματικά, εν είδει νηστευτή, να φας γαριδάκια ή πατατάκια, καλά κάνεις: τ’ αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου. Αν όμως αναλώνεσαι στο να σαρκάζεις όσους φτιάχνουν γαριδάκια, ή και να τους χλευάζεις και να τους βρίζεις, το πρόβλημά σου δεν έχει να κάνει με τη γευσιγνωσία και τη γαστρονομία: ενδεχομένως πικάρεσαι επειδή τα καναπεδάκια σου με γαρίδες κοκτέιλ δεν πουλάνε όσο τα γαριδάκια, και ορθώς δεν πουλάν όσο τα γαριδάκια. (Εμένα πάντως, ούτε τα καναπεδάκια με γαρίδες κοκτέιλ μού αρέσουν.)

2.
Οποιαδήποτε κουβέντα περί λογοτεχνίας που διεξάγεται με όρους βιογραφισμού είναι κατακριτέα. Επίσης, είναι ανελλιπώς προσβλητική, ακόμη κι αν σκοπεύει να εκθειάσει. Λ.χ. «Ο Χ αντλεί από τις εμπειρίες του για να τις μετουσιώσει σε ποίηση…». Δηλαδή αν δεν είχε εμπειρίες, θα έγραφε λίστες για τον Σκλαβενίτη.

3.
Κοινότοπο: η κριτική ιδεών και αρχών είνα πολύ πιο δύσκολη από την κριτική χαρακτήρων και (βεβαίως) προθέσεων. Αλλά μόνον η κριτική των μεν σε κάνει κριτικό.

4.
Η έντυπη επανάπαυση στον καζουισμό («είδα προχτές έναν ρινόκερο και συνειδητοποίησα…») και η επίδειξη ευχέρειας στη σύγκριση με όσα δε γνωρίζω σε ικανό βάθος («τα μουλάρια και οι νταλίκες έχουν κοινό στοιχείο την πρόσφυση σε τέσσερα σημεία…») πρέπει να αποτελούν συμπτώματα εκβαρβάρωσης της πνευματικής ζωής, εκβαρβάρωσης α λα «παρακμή και πτώση» εννοώ.

5.
Pick your battles: 95% of everything is crap, anyway. Δε γίνεται να ασχολούμαστε με το τι γράφει κάθε κατά Cipolla ηλίθιος, χρήσιμος ή μη: πολλες φορές αντί να αναιρούμε, απλώς έτσι αυξάνουμε την απήχηση αυτού που γράφει.

Ταλληράκια πολιτικής

1.
Όποιος επιχειρηματολογεί στο όνομα της κοινής λογικής, του προφανούς, του εκ των πραγμάτων αναγκαίου, του αυτονόητου είναι πιο καργιόλης (ναι, με γάμα) από εκείνον που «θεωρητικολογεί», αφού ο μεν κρύβει τη θεωρία του ενώ ο δε την επιδεικνύει σε περίοπτη θέση. Επιχείρημα χωρίς θεωρία, έστω και στοιχειώδη, δεν υπάρχει.

2.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το καθρέφτισμα του σταλινισμού. Με παρόμοιες, αν όχι πανομοιότυπες, συνέπειες επί του πεδίου.

3.
Οι φίλοι της ανοιχτής κοινωνίας καταλήγουν τελικά να γίνουν οι δεινότεροι εχθροί της, αφού οριοθετούν την «κοινωνία» αυστηρά εκεί όπου η δική τους περίκλειστη ελίτ συνορεύει με την (υπόλοιπη) κοινωνία.

4.
Δε φταιν οι μικροαστοί και οι νοικοκυραίοι: αυτοί είναι αυτοί που είναι. Όλοι οι υπόλοιποι φταίνε / φταίμε.

Ταλληράκια σοσιαλμηντιακά

1.
Φίλες, αν έχετε ψεύτικο προφίλ που κοσμεί ένα μπουκέτο από δελεαστικές φωτογραφίες ρουφηγμένες από σάιτ γνωριμιών, συνοδών, συνοικεσίων κτλ., το ξέρουν όλοι. Γιατί δεν εμπλουτίζεται. Το μπουκέτο.

2.
Φίλοι, αν δεν έχετε πραγματικά και μπάνικο και περήφανο και καλλίγραμμο πουλί, μη στέλνετε φωτογραφία του μέσα στα πρώτα 5-10 ίνμποξ. Όσο και να το καμαρώνετε. Όπως έλεγε κι ο Τοτός, για να το κάνω διφραγκάκια, κάποιες πατάτες τρώγονται αλλά δεν βλέπονται. Κρίμα λοιπόν να χαλάσετε με μια εικόνα αυτό που ενδεχομένως το Ding an sich (ή το ding-a-ling) θα μπορούσε να πετύχει.

3.
Τα σοσιαλμήντια είναι προέκταση της κοινωνίας, δεν είναι ένας άλλος κόσμος. Όλες οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μας γίνονται υπό περιορισμούς, διαφορετικούς κάθε φορά. Η πολλή ενασχόληση με το πώς και το τι των σοσιαλμήντια είναι ανάλογη με το να ασχολούμαστε παλιότερα με το πώς και το τι των μικρών αγγελιών ή των προξενιών δι’ αλληλογραφίας ή του θεσμού των pen pal.

4.
Τα σοσιαλμήντια ενθαρρύνουν την αβάσταχτη ελαφρότητα. Επίσης ενθαρρύνουν την εκμυστήρευση. Τέλος, καλλιεργούν την οικειότητα, που όμως συνυπάρχει με τη δυνατότητα πλήρους και οριστικής διαγραφής κάποιου από τον κύκλο σου. Κατά τα άλλα ισχύει το 3. από πάνω.