Ένας κρυμμένος κόσμος

Καμμία αντίσταση, καμμία αντίδραση, ούτε ίχνος εξέγερσης. «Ηττηθηκε ο λαός», λένε μερικοί. Εγώ δεν ξέρω πότε πολέμησε. Τρεις φορές κατέβηκε στο Σύνταγμα, του προκάλεσαν ασφυξία και εγκαυματάκια με χημικά όπλα, τον σάπισαν στο ξύλο, άνθρωποι έχασαν μάτια, κάποιος σκοτώθηκε (αλλά το ΚΚΕ δεν το κάνει θέμα: δεν καιροσκοπεί). Τρεις φορές, τέσσερις, φώναξε. Αλλά δεν αγωνίστηκε, δεν πολέμησε. Και τώρα περιμένει τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς απαραιτήτως να τον έχει ψηφίσει.

Αλλά δε θα μιλήσω γι’ αυτό. Θα μιλήσω για τη λιτανεία του Αγίου Παντελεήμονα χτες στο Κερατσίνι. Σε μια εκκλησία που είχα να πάω χρόνια. Κάθησα σε μια γωνιά και έβλεπα για ώρες τον κόσμο να περνάει.

Ένας ολόκληρος κόσμος, που δεν περνάει από εδώ, από τις σοσιαλμηντικές αντιπαραθέσεις και τους σοφιστικούς αγώνες των κειμένων και των μέσων. Ένας κόσμος που βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των δικών μας γενικεύσεων περί «λαού», «κόσμου», «Ελλήνων» κτλ. — αποτελώντας ταυτόχρονα το σώμα τους. Ένα κόσμος σωματικός, σωματοποιημένος, που μυρίζει λιβάνι, άρωμα, ιδρωτίλα, τσιγάρο, αφρόλουτρο, βαρβατίλα, αφτερσέιβ, κολώνια, σαπούνι, ρακή.

Ένας καντηλανάφτης σαφώς ζορισμένος που κάπνιζε, τσιγγάνοι με ντεκαπάζ και τσιγγάνες ξερακιανές με τζιν, πρόωρα μπαταρισμένα ζευγάρια, τοπικές καλλονές με τα καλά τους, παιδάκια όπως όλα τα παιδάκια του κόσμου: τρυφερά κι ανυπόφορα, πλανόδιες πωλήτριες στεγνωμένες από το τσιγάρο, ανοικονόμητες κοιλιές παραμελημένων γυναικών, αφηρημένοι άνεργοι, έφηβες έτοιμες να σαγηνεύσουν τη γειτονιά με ένα τζιν σορτσάκι, εργάτες χρόνια στον Παπαστράτο, οικογένειες που δεν έχουνε πολλά να περιμένουν από κάποιον εκτός του Αγίου Παντελεήμονα, μανάδες ταπεινές που σου λένε ότι όλες τους πίνουνε ψυχοφάρμακα, παλληκάρια που είπανε στο κομμωτήριο να τους κάνει κατά προσέγγιση το κλαρινογαμπρέ κούρεμα της μόδας, αγέρωχες καλλονές, γερόντισσες έγκλειστες στο γηροκομείο παραδίπλα που πληρώνουνε την ειρκτή με τις συντάξεις ή τα προσφυγικά που κληρονόμησαν, φρεσκοφουσκωμένοι έφηβοι γυμναστηρίου με τατουάζ, κοντοκουρεμένες κυρίες. Και άλλοι και άλλες που το αμβλύ μου βλέμμα δεν διακρίνει.

Ποιος γράφει γι’ αυτούς χωρίς να τους εγκλείει σε στερεότυπα τύπου Σταύρου Θεοδωράκη του Βλακός; Ποιος έγραψε το μυθιστόρημά τους χωρίς να τους βλέπει ως κλισέ ή ως παιδιά; Ποιος τούς σκέφτεται πέρα από τους πλατωνικούς κομμουνιστές, που είναι έτοιμοι να τους πατρονάρουν και να τους πούνε για τη ζωή τους, ή πέρα από τους φιλάνθρωπους παπάδες, που τους τραγουδούν «κάντε υπομονή» και άλλα γραφικά; Άνθρωποι παγιδευμένοι μέσα στη γραφικότητα ιθαγενούς ή μέσα στη σχεδόν ζωώδη γνησιότητα που τους αποδίδουν όσοι δεν τους ξέρουν παρά ως μύθους, τραγούδια, καρικατούρες, ελληνικές ταινίες, που τους ξέρουν ως τις μάζες των ανεπίδεκτων μικροαστών ή των λεβέντικων αντίφα γειτόνων του Παύλου Φύσσα. Άνθρωποι ισοδύναμο του Αλβανού, αλλά με ψήφο. Άνθρωποι χωρίς φωνή, μαθημένοι να τους βλέπουν αφυψηλού

Εγώ δε θα μιλήσω γι’ αυτούς. Δε δικαιούμαι.

Οι ωραίες γυναίκες

Jane RussellΟριακώς επιτρέπεται να είσαι ωραία γυναίκα.

Αν είσαι πρόσχαρη, είσαι βεβαίως ρηχή, μάλλον και ηλίθια. Ακόμα και αν δε δώσεις δείγματα αφέλειας ή κουταμάρας, θα σου φερθούν σαν να είσαι χαζούλα, γιατί είσαι μπριόζα και ξυπνάς τον Πυγμαλίωνα μέσα τους. Και δεν υπάρχει θηρίο πιο ανήμερο από τον Πυγμαλίωνα.

Αν είσαι λάγνα, ε, τα αυτονόητα: η Πόρνη της Βαβυλώνος και το Θηρίο το σατανικό που καβαλάει, ταυτόχρονα. Η βαμπίρα που θα πιει το αίμα των αντρών είσαι. Κτλ.

Αν βέβαια είσαι σιωπηλή και με κάπως βαρειά ιδιοσυγκρασία, σνομπάρεις το σύμπαν, το παίζεις βαμπ. Είσαι ένα ακατάδεχτο πλάσμα. Αν πάλι δεν είσαι των πόθων και των ερώτων, είσαι μια γκόμενα ωραία μα ψυχρή: πλαγγόνα.

Αν είσαι μάνα, πήγες και χαντακώθηκες. Αν όχι, δεν ήσουνα για τέτοιες υψηλές αποστολές.

Αν αναφλέγεσαι και οργίζεσαι, αν έχεις γνώμη και τη λες, θα σε ζωγραφίσουν σαν να είσαι η Μέδουσα. Θα δώσεις αφορμή για κουρασμένες αντιπαραβολές μεταξύ μορφής και ερεβώδους ή τρικυμιώδους χαρακτήρα. Θα πέσει και κάτι για ορμόνες στην κουβέντα.

Αν δεν ασχολείσαι με την εμφάνισή σου, έχεις μια δόση μπλαζεδιάς και μισανθρωπίας, που χαραμίζεις τόσην ομορφιά θάβοντάς την κάτω από σακιά και φούτερ — αλλιώς είσαι μια κοκέτα που δεν αρκείσαι στη φυσική ομορφιά σου.

Αν είσαι ωραία γυναίκα, όσοι δε σε φθονούν, σε ποθούν λες κι είσαι ήδη δική τους. Όσοι δε σε φοβούνται, ψάχνουνε τρόπο να φανούν συγκαταβατικοί μαζί σου. Όσοι σε εξιδανικεύουν, το κάνουνε για να σε βγάλουν εκτός πλαισίου, για να βρίσκεσαι αλλού: μακριά τους.

Το ότι είσαι ωραία είναι ο μοχλός που ανοίγει όλες τις πόρτες σου παραβιάζοντάς τες. Σε ερμηνεύει πλήρως.

Όπως και αν ήσουν άσχημη.

Ή, γενικότερα, το ότι είσαι γυναίκα: αυτό εξηγεί τα πάντα.

Ήχοι μακρινοί

to VJF, for asking

«Τι ήχους θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία, δηλαδή;»

Η ερώτηση με βρήκε εξαπήνης. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι, γεύσεις, μυρωδιές, τόπους, την αφή ενός κουβερλί. Αλλά όχι ήχους.

Εντάξει, οκέι, υπάρχει το ραδιόφωνο που έπαιζε στην κουζίνα. Γράφω ακριβώς από κάτω γι’ αυτό:

Στο ράδιο, στην κουζίνα δηλαδή, έπαιζε μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα: «τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό», «πουθ’ έρχεσαι; απ’ τη Βαβυλώνα», «αύριο πάλι θα ‘ρθω να σε δω», «γιε μου, οι αρχόντοι ειν’ εμπόροι του πολέμου», «να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη», «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» — και τέτοια. Στο πικάπ ακούγαμε Διονυσίου και Θεοδωράκη (Κάντο Χενεράλ και, δυστυχώς, Στην Ανατολή) και Χαμόγελο της Τζοκόντας.

Θυμάμαι και την εισαγωγή της Συννεφιασμένης Κυριακής, σήμα κάποιας διαφημιστικής εκπομπής της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια, που ακούγαμε κάθε Κυριακή που πήγαινα να φάω στον παππού και στη γιαγιά. Καμμιά φορά μετά το φαγητό ερχόταν ο μπαρμπα-Γιώργος να παίξει τάβλι με τον παππού, που δεν κατάφερε να με κάνει ποτέ ταβλαδόρο. Αλλά το αποφασιστικό χτράπ από τα πούλια καθώς τα χτύπαγαν πάνω σε μάνες, παραμαμάδες και ανοιχτά πούλια, καθώς και το ξερό κελάρυσμα των ζαριών που κυλούν, είναι κανονικότατα καταχωρισμένα. Στο τέλος τους τις Κυριακές, βεβαίως, τις στάμπαρε το βράδυ το μισητό σήμα της Αθλητικής Κυριακής: το σάλπισμα της κατάθλας και της Δευτέρας, η υπενθύμιση ότι σε λιγότερο από 12 ώρες θα χτύπαγε το κουδούνι.

Με τα κουδούνια και τα τοιαύτα είχα πάντοτε πρόβλημα, ήδη από τον καιρό που με πήγαιναν στην παιδική χαρά, από αυτές που ήτανε στρωμένες με τσιμέντο για να μη σκονιζόμαστε και για να πληγιάζουνε τα γόνατα, όπως άρμοζε σε παιδικά γόνατα. Θυμάμαι τον πανικό που μου προκαλούσε η σφυρίχτρα του φύλακα όταν έκλειναν οι κούνιες: τράβαγα τη μάνα μου από το χέρι κι έτρεχα προς την καγκελόπορτα να φύγουμε, μην τυχόν και κλειστούμε μέσα τη νύχτα.

Τρίλιες έκανε κι ο Μπίλης, το καναρίνι μας. Είχε μάλιστα μια πολύ χαρακτηριστική τρίλια. Δηλαδή μπορεί να μην ήτανε χαρακτηριστική, δεν ξέρω: δεν έχω ξανασυνυπάρξει με καναρίνι από τον καιρό που τον ψόφησε τον Μπίλη η γιαγιά, μάλλον επειδή του έκανε καθημερινό μπάνιο, λέγαμε τότε. Ακόμα και τώρα, άμα ακούω καναρίνια νομίζω ότι είμαι στην οδό Κάλβου — για πάρα πολύ λίγο, βεβαίως.

Προτελευταίος ήχος: οι πόρτες των ταξί. Που έπρεπε να κλείνουμε γερά, αλλά χωρίς να τις βαράμε. Σιγά τις πόρτες. Αυτός ο ξερός ερμητικός ήχος: δρουπ. Δεν είχαμε ποτέ οικογενειακό αυτοκίνητο, δεν οδηγούν οι δικοί μου. Όπου και να πηγαίναμε, πηγαίναμε με συγκοινωνία. Αν όμως ο προορισμός ήτανε σημαντικός (π.χ. η θεία Βαρβάρα) ή μακρινός, κάθε άφιξή μας ξεκίναγε με το δρουπ της πόρτας του ταξί.

Τέλος, ένα τραγούδι. Παιζόταν πολύ όταν ήμουνα πολύ παιδί. Οταν ήμουν 16, κάπου εκεί, ένα πρωί μου ήρθε απότομα και χωρίς καμμιά προειδοποίηση τραγουδισμένος ο στίχος «ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα». Δεν ήξερα το τραγούδι, δεν ήξερα τίποτα. Δεν το είχα ξανακούσει για 11 με 12 χρόνια το τραγούδι. Θυμόμουν μόνον τον στίχο αυτό: «ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα». Πήγα σε ένα δισκάδικο στην Αλεξάνδρας, από αυτά που φαινόντουσαν κάπως πιο κυριλέ (γιατί τον Έλβις τον είχαμε μόνο για να μας γράφει κασέτες). Του τραγούδησα φάλτσα τον στίχο. Ο μουσάτος στο διασκάδικο μου είπε ότι πρέπει να είναι από τον «Στρατιώτη» του Χρήστου Λεττονού. Κοίταξα τους τίτλους στο εξώφυλλο — καμμία σχέση. Εκανε 4000 δρχ. γιατί ήτανε παλιός και καταργημένος δίσκος. Ντράπηκα να του ζητήσω του μουσάτου να μου βάλει να ακούσω λίγο από κάθε τραγούδι. Έφυγα άπρακτος. Τον είχα στον νου μου τον στίχο αλλά καμωνόμουν ότι δε με ένοιαζε πια που δεν έβρισκα το τραγούδι.

Μερικούς μήνες μετά ξεκίνησα να κάνω μια νεανική εκπομπή στον καινούργιο τότε ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τελικά με έδιωξαν ευγενικά μετά από 7-8 εκπομπές γιατί ήθελα να πληρώνομαι, γιατί έπαιζα πολλά «ξένα» και μάλλον επειδή είχα κάνει εκπομπή για το σεξ — πάντως είπα σε όλους ότι σταμάτησα γιατί ήθελα να αφοσιωθώ στις Πανελλαδικές. Στη δισκοθήκη του σταθμού υπήρχε ο δίσκος Τετραλογία, του Μούτση. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την απροσδόκητη ανακάλυψη του χαμένου τραγουδιού:

Αποκαθιστώντας τα παγόνια

Τα παγόνια κατηγορούνται για φιλαρέσκεια, σχεδόν είναι σύμβολα της φιλαρέσκειας. Λέμε για κάποιον που προβάλλει τις χάρες του, όποιες κι αν είναι αυτές, κάλλη ή αρετές ή τάλαντα, ότι είναι παγόνι. Μέχρι κι εγώ έχω καταφέρει να κακολογήσω τα παγόνια, κι ας τα θαυμάζω από παιδί.

Ωστόσο. Φιλάρεσκος κι αυτάρεσκος και ψώνιο είναι αυτός που πασχίζει να προσέξεις και να θαυμάσεις αυτά που έχει κι αυτό που είναι. Φίλαυτος κι εγωπαθής είναι εκείνος που δαπανά προσπάθεια κι εργάζεται και στήνει περίτεχνες περφόρμανς για να αρέσει, για να προβληθεί ή (αλίμονο!) για να αγαπηθεί. Άλλωστε όλοι είμαστε παγόνια σε κάτι: ανοίγουμε τα μάτια, το στόμα, τα χέρια, τα πόδια, την καρδιά (αναλόγως) και ο άλλος θαμπώνεται. Αυτό δε μας κάνει νάρκισσους και ψωνάρες, που δουλεύουν και μοχθούν για να σε θαμπώσουν.

Το παγόνι πάντως δεν είναι φιλάρεσκο, αυτάρεσκο, ψωνάρα. Το παγόνι είναι ο εαυτός του και μόνον ο εαυτός του. Το μόνο που τελικά χρειάζεται να κάνει το παγόνι για να σε μαγέψει, ή για να το λοιδωρήσεις, είναι να ανοίξει την ουρά του. Και την ουρά του μπορεί να την ανοίξει για χίλιους δυο λόγους — όσον αφορά και τα παγόνια είναι άκυρος ο παβλοφικός ψυχολογισμός. Και όταν είναι αναπεπταμένη η ουρά του, η βεντάλια από ζωντανό φιλιγκράν, η μεγαλύτερη συγκέντρωση κυανού, η τελειότερη ματιέρα πάνω σε ζωντανό πλάσμα, όταν ζεις τη χαρά του να αντικρύζεις το παγόνι, ε, δεν είναι στο κάτω κάτω μικρόψυχο να ψάξεις τα όποια κίνητρά του;

Γοργόνες

Σήμερα σκεφτόμουνα γοργόνες. Κάποιοι τις λένε σειρήνες. Έχουνε τη χάρη δελφινιού αλλά είναι γυναίκες. Όταν αναστενάζουν ακούγονται τραγούδια του βυθού. Είναι ανυπότακτες και είναι όμορφες σαν άστρο. Κάποιοι λένε ότι είναι και μοχθηρές, τις βρίζουνε: μυρίζουν ψαρίλα, λέει, αλλά μάλλον αυτούς δεν τους ζύγωσαν ποτέ γοργόνες. Σε πλησιάζουν αθόρυβα, γλυστρούν ανεπαίσθητα γύρω σου — δεν είναι πλάσματα του αφρού — και, αφού σε εξετάσουν εκεί που κολυμπάς στα βαθιά, ξεπροβάλλουν και σε χαιρετάνε μ’ ένα απλό «γεια». Όμως δεν ακινητούν ποτέ: αν θα ήθελες να τις φωτογραφίσεις, κουνημένες θα βγούν, τουλάχιστον όμως η θολή κίνησή τους θα τονίζει λάμψεις φευγαλέες του φεγγαριού πάνω στο στιλπνό τους δέρμα.

Οι γοργόνες έχουνε θάρρος και λευκά δόντια. Είναι γυναίκες γενναίες και λίγο αγέρωχες. Δεν τραγουδούν καθόλου. Ίσα ίσα σε αναγκάζουν να ονειρεύεσαι την ησυχία του βυθού, τον μετεωρισμό της καταβύθισης, τις ξαφνικές επιθυμίες του νερού. Σε γητεύουν. Σε σπρώχνουν απαλά, το στεριανό σου σώμα δηλαδή, που μόνο να επιπλέει αντέχει, να βουτήξεις προς μια ιδιότυπη λαχτάρα, προς μια πολύ βαθειά νοσταλγία για κάπου όπου ακόμα δεν έχεις πάει. Ο προορισμός μπορεί να είναι κάποιο νησί τους, κοραλένια δάση, ή το κορμί τους απλώς.

Οι γοργόνες μιλάνε λίγο και κυρίως προτιμούν το γέλιο: γελούν το γέλασμα των αναρίθμητων κυμάτων. Τα μάτια τους είναι στο χρώμα του βυθού. Κι όσο κοιτάζεις τα φύκια μαλλιά τους που κυματίζουν βαριά και νωθρά στο ελάχιστο ρεύμα, κι όσο κοιτάζεις τα υδρόφιλά τους στήθη και τις ζωγραφιστές ρώγες που τα στεφανώνουν, κι όσο αναρωτιέσαι πού τις έβλεπαν οι παλιοί τις ψαρίσιες ουρές, εκεί όπου εσύ βλέπεις ξυπόλητα πόδια κάποιας παραλίας, τόσο σε ζώνει ο φόβος και η ταραχή: «πού θα με πάει αυτή;», «πώς σμίγεις με ένα τέτοιο πλάσμα;», «με τι τρόπους θα με κατασπαράξει;», «άραγε θυμώνει εύκολα, σαν εκείνη που βούλιαζε τα πλοία;». Γιατί όταν θα σε βρει η γοργόνα, το μόνο εφόδιο που σου βρίσκεται είναι κάτι ιστορίες των παλιών. Και η διάθεση να χαθείς και να ποντιστείς.

Όταν δεις τη γοργόνα να κάνει βουτιές χτυπώντας στην επιφάνεια της θάλασσας, παριστάνοντας το δελφίνι, μπορεί να νομίσεις ότι η χαρά της είναι απεριόριστη, όπως είναι ο πόθος της, όπως είναι η γητειά της. Μπορεί να νομίσεις ότι είναι πλάσμα εύθυμο. Όμως μόνο για χάρη σου παίζει στην επιφάνεια, μόνο για σένα είναι το κύλισμα στην επιφάνεια. Η γοργόνα ανήκει στον βυθό, στη σιωπή και στο λιγοστό του φως. Θα έρθει η γοργόνα πίσω στον αφρό ξανά και ξανά για σένα, θα σε τραβήξει (για λίγο; για πάντα;) να ναυαγήσεις, να δεις το βένθος. Αλλά ξέρει πότε θα σε αφήσει. Αν σε αφήσει.