Από το θέατρο σκιών

Ο μέσος Έλληνας δεν υπάρχει. Το εδώ και τρία χρόνια κλωτσοσκούφι της επιχειρηματολογίας των οργανικών διανοούμενων είναι επινοημένο. Πρόκειται για έναν μέσο όρο, έναν τάχα τυπικό εκπρόσωπο, που συνοψίζει τις ιδιότητες και τα ελαττώματα του Καραγκιόζη, όπως στο σχεδόν αρχετυπικό κείμενο του Νίκου Δήμου. Και τέλος πάντων, όσοι βλέπουνε στον τύπο αυτό του μέσου Έλληνα τον Καραγκιόζη λησμονούν ότι ο Καραγκιόζης είναι δημιούργημα της ίδιας κοινωνίας που παράγει Χατζηαβάτες. Χατζηαβάτες που καρτερικά ανέχονται την επί τριετία καταστρατήγηση των θεσμών και την καταστολή των ελευθεριών, που υποκαθιστούν την αντίσταση με τη ρητορική της αγανάκτησης και με την απολιτίκ εκτονωτική μούντζα. Ή που δε λένε τίποτα και περιμένουν να περάσει η μπόρα.

Απέναντι στους Καραγκιόζηδες και στους Χατζηαβάτες, οι οργανικοί διανοούμενοι ορθώνουν περήφανα το όποιο ανάστημά τους και αρθρώνουν έναν άλλο λόγο εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια. Όπως επισημαίνουν η Ε. Γιαννοπούλου και ο Θ. Τραμπούλης στο Unfollow Ιανουαρίου, διεκδίκησαν και κατοχύρωσαν προνομιακή θέση στον δημόσιο λόγο και σήμερα μιλούν από την αναγνωρίσιμη θέση του συγγραφέα — αλλά και του δημοσιογράφου γνώμης. Οι οργανικοί διανοούμενοί μας είναι αυτοδημιούργητοι, δηλαδή εν πολλοίς αυτοδίδακτοι, οψιμαθείς ή και τα δύο, και ανδρώθηκαν στρατηγικά τοποθετημένοι στις σωστές παρέες. Παραμένουνε διανοητικά απείθαρχοι αλλά πομπώδεις και στριφνοί και φιγουρατζήδες στις σωστές αναλογίες. Σε αυτό το τελευταίο είναι πάντως πιο Ελληνάρες από τους Έλληνες, βρίσκονται πιο κοντά στον Καραγκιόζη παρά ο «άπλυτος αριστερός», ο «αιθεροβάμονας» ή ο «μπαρμπα-Μήτσος».

Αυτή η εκλεκτικιστικώς φιλοευρωπαϊκή γενιά, τα απόπαιδα του Διαφωτισμού και οι ανορθόγραφοι του Ορθολογισμού, μας λένε ότι για «εδώ που φτάσαμε» φταίει ο Καραγκιόζης (ο Χατζηαβάτης πάλι, όχι και τόσο πολύ). Για όλα. Φταίει η ιστορία του, φταίει κι η γεωγραφία του, φταίει η Ορθοδοξία ή η Δύση ή και οι δυο μαζί. Φταίει το δημοσιονομικά υπερτροφικό Κράτος (που παρατάιζε, λέει, τον Καραγκιόζη) και το πολιτικά ισχνό Κράτος (που δεν τον καρπαζώνει όσο πρέπει όταν ανομεί). Πάνω απ’ όλους φταίει η μπανάλ Αριστερά, που παραχαϊδεύει τον Καραγκιόζη και δεν τον αφήνει να βάλει καμπούρα να βγούμε από την κρίση. Τέλος, φταίει ο φτωχός που δεν έμεινε όπου κι η μοίρα του.

Μιλώντας για τους φτωχούς, αφού οι φτωχοί δε μιλάνε συνήθως, ίσως μια μέρα βρεθεί κάποιος να γράψει την ιστορία του ελληνικού λαού, σαν αυτή που έγραψε ο Χάουαρντ Ζινν για το λαό των ΗΠΑ: από τη σκοπιά των φτωχών. Άραγε πώς θα φαίνονταν τα πράγματα από τη σκοπιά του φτωχού χωρικού που εξαρτάται από τα ρουσφέτια ή που μετανάστευσε για να μη λιμοκτονήσει, του φτωχού που παγιδεύτηκε σε πόλεμο, διχασμό και καταστροφή μεταξύ 1912 και 1922, αυτού που τον περιέλαβε η κατοχή και ο Εμφύλιος, που είτε μετανάστευσε είτε έζησε στην τραχειά Ελλάδα του ’50 και του ’60 σε συνθήκες σαν αυτές που ζουν οι ξένοι στην Ελλάδα σήμερα; Τι θα μαθαίναμε για τη βουβή ευμεγέθη μειοψηφία που έκανε δύο δουλειές για να επιβιώσει — κι όχι για να «χτίσει εξοχικό», μια μειοψηφία αόρατη μεταξύ 1974 με 2010, αφού χάλαγε τη μόστρα του ευρωπαίου Καραμανλή, του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, του απενοχοποιητικού Κλικ, του εκσυγχρονιστή Σημίτη, της Ισχυρής Ελλάδας; Ίσως αντί για αντικατοπτρισμούς μαζικής διαφθοράς, τεμπελιάς, ρεμούλας κτλ. να ακούγαμε τότε όσους δε μίλαγαν ποτέ, όσους δεν ακούγονταν ποτέ, παρά μόνο για να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Ο μέσος Έλληνας δεν υπάρχει, είναι απλώς το είδωλο μιας κάστας και μιας ελίτ που ήθελε να αναρριχηθεί κι αναρριχήθηκε. Εν πολλοίς με κρατικά λεφτά, έστω και εμμέσως. Και τώρα που αναρριχήθηκε, κουνάει το δάχτυλο στους από κάτω, γιατί της μοιάζουνε Χατζηάβατες και Καραγκιόζηδες. Στην πραγματικότητα, όταν κοιτάζει κάτω, η ελίτ αυτή απλώς αντικρύζει το καθρέφτισμα της, αυτό του Ναρκίσσου.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 2.II.2013

Η φωτογραφία (μόνον εδώ) είναι της murplejane.

… το λεγόμενο Καταβύθιση

Εδώ και χρόνια έχω την αδιάσειστη αίσθηση ότι ανήκω σε μια γενιά που, ελλιπώς και όχι πάντοτε διορατικά, καταγράφουμε την καταβύθιση της ελληνικής κοινωνίας σε κάτι κολλώδες, ζοφερό και δυσοίωνο. Η καταβύθιση αυτή μοιάζει σαν να ξεκίνησε στο Καστελλόριζο: εκ των υστέρων, φαίνεται ότι τότε ο σοσιαλιστής και οραματιστής πρωθυπουργός μας έδωσε το σύνθημα για την επέλαση των δυνάμεων της αποπτώχευσης, του εξανδραποδισμού και του αυταρχισμού. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι τότε ξεκίνησε η εποχή της αχαλίνωτης νόμιμης βίας και της άμετρης κατασταλτικής μανίας· ότι τότε χειραφετήθηκε η τάχα ορθολογική και υποκριτικά νομιμόφρων χρηστομάθεια, η εμπορία νομιμότητας, σωφροσύνης και δημοκρατικότητας — και μάλιστα εκ μέρους όσων θα έπρεπε τουλάχιστον να σιωπούν, αναλογιζόμενοι είτε τα προνόμια και τη θέση τους, είτε τις αντιφάσεις μεταξύ του δημόσιου λόγου τους και της δημόσιας πορείας τους.

Η καταβύθιση ενδεχομένως να ξεκίνησε το 2010. Η βάρκα όμως έμπαζε από πολύ πιο πριν. Δεν αναφέρομαι εδώ στο γνωστό αφήγημα περί ‘πάρτυ’, ‘ασυδοσίας’, ‘ζωής πέρα από τις δυνάμεις μας’, της ασιανής ευωχίας (κάποιων) της οποίας τώρα τον λογαριασμό πληρώνουμε (κάποιοι άλλοι, που δε συμμετείχαμε σε αυτήν). Αναφέρομαι στην βοθροπλημμυρίδα αυταρχισμού και, να το πω ευθαρσώς, ολοκληρωτικής βίας που μας πνίγουν πια. Βρισκόμαστε πράγματι μαγκωμένοι μεταξύ δύο άκρων μιας τανάλιας: από τη μια η κατασταλτική βία και η αχαλίνωτη νομιμοφανής αυθαιρεσία του κράτους, από την άλλη η παλιά κακή βία των μαχαιριών, του τραμπουκισμού και της βδελυρής ρητορικής του μίσους: οι ναζί.

Η βάρκα έμπαζε από πολύ παλιότερα. Το ελληνικό κράτος πάντοτε υπήρξε βίαιο και αυταρχικό ή, τουλάχιστον, ανεκτικό στην ωμή και κυνική βία κατά των εκάστοτε εχθρών του. Θυμηθείτε κάποια ονόματα: Κουμής, Κανελλοπούλου, Βασιλακοπούλου, Καλτέζας, Τεμπονέρας ― ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι. Θυμηθείτε όμως και τις αντιδράσεις του Τύπου και της «κοινής γνώμης» απέναντι σε αυτούς τους φόνους, αντιδράσεις που συνοψίζονταν σε γνωμικά για πίτουρα και κότες.

Οι φασίστες του σήμερα είναι ιδεολογικοί απόγονοι του δοσίλογου, του ταγματασφαλίτη, του χίτη, του χουντικού και δεν αναπτύχθηκαν με παρθενογένεση: ήταν πάντοτε μαζί μας, απλώς φιλοξενούνταν στα δύο μεγάλα κόμματα. Τα δύο μεγάλα κόμματα φιλοξενούσαν τους φασίστες παρέχοντάς τους μάλιστα και πολλές σχετικές ανέσεις: ιδεολογικοποιημένη ελληνορθοδοξία, διακριτικό ρατσισμό στην πράξη (αν όχι και στη ρητορική), άκρατο εθνικισμό του ‘ναι μεν αλλά’ και την πάλαι αποτελεσματικότατη τουρκοφοβία. Θυμηθείτε για παράδειγμα τις πολεμικές ιαχές Χριστόδουλου και Μαλβίνας για τα Ίμια, το μάντρωμα της Μειονότητας στη Θράκη, τις κραυγές για συνωμοσίες των Τούρκων (άραγε το ελληνικό κράτος δε βυσσοδομεί; υπομένει καρτερικά αίρον τας αμαρτίας του κόσμου; η απάντηση είναι γνωστή), τον αδιάλειπτο και γενικευμένο αντισημιτισμό μας, τη στήριξή μας άνευ όρων στους Σέρβους επί Γιουγκοσλαβίας, την ιλαροτραγική οπερέτα του Χ.Ο. στις ταυτότητες, την αλβανοφαγία της δεκαετίας του ’90, την ανιστόρητη και πλήρη άρνησης σάχλα του Μακεδονικού, το τυχαίο μοχθηρό βλέμμα του επιβάτη τρόλλεϋ που καρφώνει τον κατάκοπο αφρικανό σουβλατζή ή την ασιάτισσα οικιακή βοηθό. Μίσος ρατσιστικό, μισαλλόδοξο, ξενόφοβο, αυταρχικό ― μίσος που δεν αποχωριστήκαμε ποτέ.

Να πάψουμε λοιπόν να πέφτουμε από τα σύννεφα. Μπορεί τα ΜΜΕ των εφοπλιστών και των εργολάβων καθώς και οι αυλοκόλακές τους να έχουνε πάθει παράκρουση τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, και δικαιολογημένα, καταπώς φαίνεται. Μπορεί να αποκαλύπτεται πια περίτρανα ότι οι πολιτικοί μας δεν ήταν απλώς ανίκανοι, γραφικοί κι αβέλτεροι. Μπορεί να ξέρουμε πια ότι, όπου βλέπεις αβελτηρία και ανικανότητα, πρέπει να διαβάζεις διαφθορά και συναλλαγή: πώς αλλιώς θα είχε καταφέρει να αναδειχθεί σε αξιώματα ο αβέλτερος κι ο ανίκανος; Ωστόσο, καθόλου καινούργιο δεν είναι το αμόκ κατασταλτικής βίας, με την αγαστή συνεργασία χαφιέδων και κάθε λογής εγκάθετων ― όλα όσα για χρόνια κατήγγελλε ο αναρχικός κι αντιεξουσιαστικός χώρος μα αντιμετωπίζονταν ως μυθεύματα και φαντασιώσεις ταραξιών που έψαχναν εχθρό. Όχι, το κατασταλτικό αμόκ δεν είναι καθόλου καινούργιο, απλώς τον τελευταίο καιρό χιλιάδες περισσότεροι υπέστησαν την τυφλή, χυδαία και φονική βία του ελληνικού κράτους στα χέρια μιας αστυνομίας φτιαγμένης να δέρνει και όχι να κυνηγάει το έγκλημα (όταν δεν το καλλιεργεί). Τέλος, καθόλου καινούργιος δεν είναι ούτε ο φασισμός: ο φασισμός δε μας εγκατέλειψε ποτέ και πάντοτε έχαιρε προστασίας ή έστω ανοχής. Απλώς τώρα έχει όνομα, έχει αίμα και τιμή.

Για τη στήλη ‘Blogs in print’ της Ελευθεροτυπίας της 19.I.2013