sraosha: Η ΓΡΑΦΗ, ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, Η ΚΕΝΩΝΙΑ

Σε ένα άλλο μπλογκ far far away και πριν παραπάνω από ένα μήνα, έγραψα ένα ποστ που ακόμα απηχεί τα συναισθήματά μου για το μπλογκάρισμα. Εκεί παρέλειψα να πω ότι πολλά από όσα αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω, στη χάση και στη φέξη, ξεκινούν από συζητήσεις του καφέ με τη συμβία. Έτσι και τώρα:

Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα — και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ’ ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.

Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).

Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα ‘κύκλωμα’ και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.

Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς — νέοι και παλιοί — είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα ‘νοθεύσουν’ το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν «παρεξηγημένες μεγαλοφυίες» (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).

Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το ‘ταλέντο’, τη ‘φιλοσοφία’ και το ‘πνεύμα’ του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής ‘τεχνικά ζητήματα’.

Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και — κάποτε — δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.

Cyprus meze

στον Τάλω (εικονιζόμενο) ντεπασσέ αφηγητή και πολυπράγμονα μάστορα ζεύξεων

Ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι με το Κυπριακό (αυτό είναι το έβδομο ποστ μέσα σε τριάμισυ χρόνια) είναι ο τραγελαφικός χαρακτήρας του. Θυμίζει σε πολλά το σενάριο της ταινίας Carlton-Browne of the F.O. (και καθόλου τυχαία): οι σκηνές μάλιστα όπου συζητιέται στα Ηνωμένα Έθνη η περίπτωση της διχοτόμησης (γκουχ) της νήσου Γκαϊλάρντια είναι βγαλμένες μέσα από τη ζωή και με έχουν σημαδέψει (την ταινία την είδα όταν ήμουν 13 και ξαναβρήκα πληροφορίες γι’ αυτήν μόλις απόψε). Φυσικά, αντίθετα με τη μακεδονική οπερέτα, τουλάχιστον στη μετά το 1992 μορφή της, το Κυπριακό έχει γίνει αφορμή πραγματικού πόνου, απώλειας και δυστυχίας, καταστροφής, θανάτου, ψυχολογικών τραυμάτων.

Ο δεύτερος λόγος που ασχολούμαι ακόμα είναι ότι, κατά βάθος, είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο ξεκάθαρο κι ευκολοεπίλυτο από άλλα πολυπλοκότερα — τα οποία, αν δεν έχουνε διευθετηθεί τελείως, τουλάχιστον βρίσκονται σε μια πορεία επίλυσης και σε θεσμικές διαδικασίες κατά τις οποίες οι «εχθροί» εκόντες-άκοντες συνεργάζονται και συγκυβερνούν. Δειγματοληπτικά αναφέρω την Ανατολική Τιμόρ, τον Λίβανο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. «Μα θα κάνουμε την Κύπρο Λίβανο;» Όχι, άλλωστε δε γίνεται. Όπως έλεγε ο Τσόμσκυς στην προπέρσινη επίσκεψή του στην Κύπρο: «Εκεί είναι πραγματικά δύσκολα τα πράγματα: έχουν 12 πλευρές κι όλες τρώγονται μεταξύ τους — εδώ οι πλευρές είναι μόνο δύο.» Δείτε τα κι εδώ, κάτω από την επικεφαλίδα «Menelaos Hadjicostis interviews Noam Chomsky» (και να μην ακούω γελάκια στη γαλαρία με τα σχόλια του κου Χατζηκωστή, γάιδαροι, ε γάιδαροι!).

Ο τρίτος λόγος είναι επικαιρικός. Οι διαπραγματεύσεις, που αυτή τη φορά ξεκίνησαν από τα ουσιώδη, το πολίτευμα δηλαδή, μάλλον κόλλησαν. Κανονικά όμως. Οι Τουρκοκύπριοι ζητούν ισχυρά συνιστώντα κρατίδια (σε βαθμό παραλογισμού) και χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Οι Ελληνοκύπριοι θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.

Το πρώτο ζήτημα είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν ξέρουν γιατί θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση: σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα (ένα 50-50 κι ένα 70-30 με πιθανές ενίσχυμενες πλειοψηφίες), ισχυρή κεντρική κυβέρνηση σημαίνει ότι οι Τουρκοκύπριοι θα έχουνε λόγο σε ένα σωρό ζητήματα τα οποία (κατά βάση) θα αφορούν τους Ελληνοκύπριους…

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ότι, από τη στιγμή που βάλαμε το Σχέδιο Ανάν στο κιβούρι (ευτυχώς πρόλαβα να κατεβάσω και να σώσω όλα τα έγγραφα από το σάιτ που είχανε φτιάξει τα Ηνωμένα Έθνη προτού τα εξαφανίσουνε — άμα τα θέλετε, πείτε), το οποίο προέβλεπε ισχυρή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι Τουρκοκύπριοι μπορούνε τώρα να ζητάνε ό,τι θένε. Το δικαίωμα στην απόσχιση δε θα το έχουν (όπως ξεκαθάρισε η ΕΕ στους νταβραντισμένους Φλαμανδούς: «άμα θέλετε κράτος, θα πρέπει να κάνετε εκ νέου αίτηση για ένταξη στην Ένωση»), οπότε τώρα ό,τι κληρώσει γι’ αυτούς, πριν (επαν)ενταχθούν στο κοινό κράτος.

Η ειρωνεία είναι ότι επί του προηγούμενου Τουρμάρχη της Κύπρου, του βραχνού δακρυροούντος και Μεγάλου Πατριώτη, είχε τρελή πέραση «το δόγμα πως μόνο μία παρελκυστική πολιτική (βλέπε τακτική Ντενκτάς) θα τελεσφορούσε, και μάλιστα στη μετά την ένταξη εποχή. Ο [θε-μου-σχώρα-με] είχε δηλώσει πως πολλές ευκαιρίες για λύση θα εμφανίζονταν, και πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Όταν του το υπενθύμισαν (μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2004), αρνήθηκε πως είχε ποτέ δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν αντέχετε, δείτε και το δακρύβρεχτο διάγγελμά του εν προκειμένω και σχηματίστε εσείς γνώμη«.

Νομίζω ότι πλέον οι συνθήκες καταδεικνύουν αυτό που φοβούνται έκτοτε πολλοί: ότι οποιαδήποτε λύση από το Σχέδιο Ανάν και μετά, έστω κι έτσι όπως είχε καταντήσει από την άρνηση του Τουρμάρχη να το διαπραγματευτεί, θα είναι σαφώς δυσμενέστερή του. Βεβαίως, ο Χριστόφιας δε φαίνεται να τον συμμερίστηκε ποτέ αυτόν τον φόβο. Τώρα έχει εντολή και την ευκαιρία να μας βγάλει ψεύτες. Η Παναγιά κι η Ουμ-Χαράμ να δώσουν. Αμήν.

Χρονομηχανή: tua res agitur

Όσοι Καλαμαράδες άνω των 30 επισκέπτονται την Κύπρο, αποφαίνονται με εμβρίθεια και σοβαρότητα ότι ο τόπος είναι 20 με 40 χρόνια πίσω, ανάλογα και με το τι χρονιά νομίζουν ότι έχουμε. Η Κύπρος είναι όντως ένα νησί ασφυκτικά βικτωριανών ηθών (στην πιο χωριάτικη εκδοχή τους, κατά το «χωριάτικη σαλάτα») όπου όλοι ντύνονται το ίδιο και σκέφτονται παρόμοια: κατά την τάξη και το μιλιέτι τους. Για παράδειγμα, είναι πάρα μα πάρα πολύ σπάνιο να δεις ζευγάρια να φιλιούνται δημοσία, κάτι που έχω ξαναπροσέξει στη Λάρισα.

Όσοι Καλαμαράδες κάτω των 30 επισκέπτονται την Κύπρο, παραμυθιάζονται αλύπητα: ακριβά αμάξια! μεγάλα σπίτια! μηδέν έγκλημα! ωραία μαγαζιά! πολλά μαγαζιά! μάρκες! ωραία κυριλλέ κλαμπ! εξαιρετικά φαγάδικα! καλοί μισθοί! (κατά μέσο όρο πάνω από μιάμιση φορά των ελληνικών, ενώ, με εξαίρεση τη στέγη, το κόστος ζωής δεν είναι μιάμιση φορά ακριβότερο). Και είναι και πολύ «της οικογένειας» (ή μάλλον «όλοι μια οικογένεια»). Άσε που, όπως μου είπανε δύο ψυχές, «α, μα εδώ δεν έχει Αλβανούς, ωραία!» Έχει ωστόσο πολλούς Ασιάτες που χτίζουνε κομψές πολυκατοικίες, μαζεύουνε τα γεννήματα, φροντίζουνε τα ζα και μεγαλώνουν τα παιδιά — όμως δεν ψηλώνει ο νους τους να περνιούνται για τίποτε παραπάνω από ‘μαυρήδες’ και ‘μαυρούες’.

Νομίζω λοιπόν ότι η Κύπρος αποτελεί ένα ‘μέλλον’ της Ελλάδας όπως θα το ονειρεύονταν πολλοί Έλληνες κάτω των 30 : περίκλειστο, στατικό, οικογενειακό και με κάθε αφθονία. Σπίτια, αμάξια, παπούτσια, ρούχα, τσάντες, γυαλιά ηλίου, κομμωτήρια, γυμναστήρια, πλαστικές σακούλες γεμάτες ψώνια, κωλάδικα, τρία κουτσούβελα παρκαρισμένα στη γιαγιά ή στη σριλανκέζα. Ταξίδια για ψώνια. Λεφτά. Οικονομική σταθερότητα.

Νομίζω όμως ότι η Κύπρος αποτελεί ένα (πιθανό) μέλλον της Ελλάδας και με έναν άλλο τρόπο: μείναμε, που λέτε, και επισήμως από νερό. Μέχρι πέρσι δίναν άδειες για γήπεδα γκολφ. Παντού βλέπεις πισίνες, ακόμα και στα 10 μέτρα από τη θάλασσα. Βεβαίως έχουμε ανομβρία εδώ και τέσσερα χρόνια, αλλά η κυβέρνηση του Δακρυσμένου Εθνάρχου «περίμενε ότι θα βρέξει». Έτσι λένε, τουλάχιστον, δεν πρέπει να παίρνει κανείς τοις μετρητοίς ό,τι ακούει στη Μεγαλόνησο (ή από τα ΜΜΕ της Ελλάδας…). Πάντως δεν έκαναν τίποτα, κάτι εργοστάσια αφαλάτωσης τα άφησαν στα χαρτιά.

Τα σαΐνια της νέας κυβέρνησης, που παρέλαβαν χάος, σκέφτηκαν να φέρουνε νερό με τάνκερ από τον Λίβανο, μέχρι που κυκλοφόρησε ότι είναι πήχτρα στα τοξικά. Τώρα, λέει, θα φέρουν από την Ελλάδα. Μάλιστα σκέφτονται να φτιάξουν υποθαλάσσιο αγωγό (από την Ελλάδα). Η γεωργική παραγωγή ήδη έχει καταστραφεί εκτενώς, εκτός από την Πάφο (αυτοί έχουνε νερό,
κοιτάνε προς τη Δύση). Ο Βορράς έχει νερό, επίσης, όλες τις πηγούλες του Πενταδάχτυλου.

Οι υπόλοιποι υδροδοτούμαστε στάγδην για οχτώ ώρες μέρα παρά μέρα: αν και όλα τα σπίτια έχουνε δεξαμενές, η στάθμη δεν ανεβαίνει παντού αρκετά για να τις γεμίσει. Η φίλη μου η Μαρία πλένεται στο γυμναστήριο.

Σήμερα ανακοινώσαν ότι κι αυτές οι οχτώ ώρες δεν είναι ρεαλιστικές. Στεγνώσαμε.

Όσοι λοιπόν ονειρεύονται την κυπριακή ουτοπία, με δεδομένη την επιδεξιότητα και την αξιοπιστία των ηγεσιών μας στην Ελλάδα, να προσέξουνε μην τους προκύψει μόνον ως προς τη λειψυδρία.

Κύπρος: Μνήμη και αγάπη – Με τον φακό του Sraosha IV

Προηγούμενες δόσεις:
Ι, ΙΙ, επίμετρο της ΙΙ, ΙΙΙ.

Πάμε λοιπόν.

1.
Το πρώτο χωρίς σχόλιο:

2.
Από εκεί κοντά επίσης, προσέξτε την απόδοση του ελληνικού ονόματος ‘Φρειδερίκος Γκαρσία Λόρκα’ με λατινικούς χαρακτήρες (‘Freiderikou Gkarsia Lorka’). Όπως και στην Αθήνα.

3.
Πιο κάτω βλέπετε μια φωτογραφία του κατάλληλου μερους για να αποκτήσετε κι εσείς αυτό το λουκ ‘τζίζους’ που πάντα ονειρευόσασταν.
(Για να πούμε του στραβού το δίκιο, η ορθογράφηση του ‘Χρήστος’ με ήτα είναι ορθογραφικό ταμπού, για να μη φαίνεται το ίδιο με το ‘Χριστός’. Στην Κύπρο δεν το έχουν το ταμπού αυτό.)

4.
Εδώ βλέπετε την πινακίδα του κυριλλέ εστιατορίου στην ταράτσα του κτηρίου της Τράπεζας Κύπρου στην Παλιά Λευκωσία (η Τράπεζα έχει κι ένα μαυσωλείο που δεσπόζει ενός λόφου πιο έξω). Έχει τηρηθεί η ιστοριοπρεπής ορθογράφηση με ‘ph’ αλλά, στο μεθύσι τους απάνω, αναδιπλασίασαν το ‘ne’. Ουστ, νενέκοι, ε νενέκοι.

5.
Το επόμενο χρειάζεται λίγη προσοχή. Εδώ βλέπετε την πρόσοψη ψιλικατζίδικου σε κεντρικότατο δρόμο της Λευκωσίας. Λέει ‘περίπτερο’ γιατί έτσι λέγονται τα ψιλικά εδώ. Κάτω από τη λέξη ‘περιοδικά’ έχει το εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ποιου περιοδικού; Πλησίασα μια φορά να δω και πάνω το εξώφυλλο έγραφε κάτι προστυχιές, τις οποίες όμως δεν μπορώ να αναπαραγάγω, αφού μας διαβάζει και η μαθητιώσα νεολαία. Ωστόσο συγκράτησα το όνομα του περιοδικού: ‘mPink Woman’.

Με μια απλή αναζήτηση στα δίχτυα του Διαδικτύου, βρήκα το εξώφυλλο-παρωδία, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο γραφίστας που έφτιαξε την πρόσοψη του έρμου του ψιλικατζή:

Ούτε ο γραφίστας πρόσεξε την παρωδία, ούτε ο πελάτης του, μάλλον. Πάντως, δε φαίνεται να διαμαρτυρήθηκε κανείς στον ψιλικατζή, αφού, μήνες μετά, η πρόσοψη είναι ακόμα εκεί. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι στη Λευκωσία περπατούν μόνο:
α) αλλοδαποί
β) εγώ
γ) ο γνωστός Cypriot celebrity Δημήτρης Τ.

6.
Το τελευταίο θέμα είναι λίγο κουλτουριάρικο: αυτό το σπίτι στη Λευκωσία συνοψίζει για μένα ολόκληρη την κυπριακή εμπειρία: συγκρότημα κατοικιών ντιζαϊνάτο, σχεδόν αυτό που λέμε ‘αρχιτεκτονιά’. Όμως, ατσούμπαλο, αφού με τον μονοκόμματο πάνω όροφο (μάλλον του ιδιοκτήτη) μοιάζει με το Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα. Επίσης: δίπλα στο κάλλος και στη δημιουργική χάρη του συγκροτήματος βρίσκεται η όλο σκόνη αλάνα όπου οι περίοικοι παρκάρουν τα αμάξια τους (και η οποία σύντομα θα χτιστεί). Επίσης: τα παράθυρα δεν έχουνε πατζούρια ενώ ένα μόνο μπαλκόνι έχει τέντες, σε μια χώρα όπου ο ήλιος βαράει αλύπητα. Μου εξήγησαν ότι τα πατζούρια είναι ντεμοντέ (κι ας κρατάνε τη ζέστη έξω από το τζάμι, αντίθετα λ.χ. με τις κουρτίνες). Τέλος: το αλουμίνιο, το κούφωμα φετίχ της ελληνικής επαρχίας και της Κύπρου, δεσπόζει φυσικά, με το πρόσχημα ενός, ας πούμε, μεταμοντερνιστικού κλεισίματος ματιού (θε μου σχώρα με).

7 (μπόνους).
Αυτή μου την καλλιτεχνική φωτογραφία την ονομάζω:

«Εσωθήκεμε, κουμπάρε!»

Καλή βδομάδα.

Καυτός Πάγος

Η Μεγαλόνησος (για την οποία ετοιμάζω ακόμα ένα συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ) παρέχει χαρές και συγκινήσεις με το σταγονόμετρο. Άχαρος τόπος, στεγνός, σκονισμένος, δέσμιος γερόντων γλοιωδών ή ήδη μουμιοποιημένων.

Έχει όμως να προσφέρει κάτι απρόσμενα πλούσιο: θέατρο. Στο νησί ανεβαίνουν πολλά θεατρικά έργα κάθε σαιζόν, ντόπιες παραγωγές επί το πλείστον. Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της ζωής μου τις έχω δει από τις τρεις σκηνές του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου: Μήδεια της Κρίστα Βολφ, Επιτρέποντες του Μενάνδρου, Ορλάντο της Γουλφ (πειραγμένο από τη Λέα Μαλένη), Σχοινοβάτη του Ζενέ, On/Off των Μαλένη-Ροδοσθένους. Επίσης, το θέατρο Ένα (ιδιωτικό, επιδοτούμενο) ανέβασε πρόσφατα ένα πολύ δυνατό Equus και — φέτος — το Καμπαρέ με έναν θεαματικό Διομήδη Κουφτερό ως τον MC. Παράλληλα, αναδύονται νέα ταλέντα, όπως διαπιστώσαμε από τα δύο πειραματικά δραματικά χάπενινγκ της Κατερίνας Λούρα. Τέλος, έρχονται κατά καιρούς πολλές ‘μικρές’ παραστάσεις από την Ελλάδα. Από θέατρο πάμε καλά.

Φυσικά, μέσα σε μια σαιζόν μπορεί κάθε θίασος (κι είναι πολλοί) να ανεβάσει τρία με τέσσερα έργα: το κοινό είναι πεπερασμένο σε ένα υπόλειμμα κράτους με πληθυσμό 700.000. Ωστόσο τα θέατρα είναι πάντα γεμάτα, ανεξαρτήτως αν το έργο είναι ‘εύκολο’ ή ‘δύσκολο’. Π.χ. στάθηκε αδύνατο να βρω εισιτήρια για τους Έρωτες της κυρίας Μαγκουάιαρ

Κατά καιρούς ο ΘΟΚ καλεί σκηνοθέτες από την Ελλάδα για να ανεβάσουν παραστάσεις. Μερικές φορές, το αποτέλεσμα είναι παραστάσεις χωρίς ισορροπία, ενότητα ή και ειρμό. Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στον (αποικιοκρατικά) φετιχιστικό-μουσειακό ιδεασμό του μέσου Έλληνα διανοούμενου απέναντι στην Κύπρο.

Ωστόσο, αυτές τις μέρες παίζεται ο Καυτός Πάγος (Frozen) της Bryony Lavery στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ. Σκηνοθέτης, ακόμα ένας φιλοξενούμενος από την Ελλάδα, ο Τάκης Τζαμαργιάς. Το έργο παρακολουθεί τις ζωές ενός παιδεραστή φονιά, της μάνας ενός θύματός του και μιας ψυχιάτρου-νευρολόγου που μελετάει την περίπτωση του ψυχοπαθούς φονιά. Το κείμενο δραματικά δεν είναι κανένα αριστούργημα, ούτε ιδιαίτερα ζυγισμένο. Ευτυχώς, παρότι εντάσσεται στην παράδοση Sarah Kane και Caryl Churchill, δε διαθέτει επί σκηνής φρου-φρού που ταράζουν και χαράζονται στη μνήμη ακριβώς επειδή, λ.χ., δεν έχεις ξαναδεί βιασμό εφήβου επί σκηνής. Αντίθετα, η βία του έργου είναι υπόκωφη, ύπουλη, καθημερινή αλλά και εύκολη. Οι χαρακτήρες τρίβονται πάνω στο πέρασμα του χρόνου όπως τα παιδικά γόνατα πάνω στο χαλίκι. Ο τρόμος και το σοκ δε βρίσκονται ούτε σε αναπαραστάσεις ούτε σε περιγραφές βίας, παρά σε άλλα: στην όλο στοργή φωνή του παιδεραστή δολοφόνου που επιθεωρεί τη συλλογή του με παιδοφιλικές πορνοταινίες ή στην κατάψυχρη επαγγελματική επιμονή του όταν πιάνει την κουβέντα στο κορίτσι της μάνας (και θύμα του).

Ο πρώτος άθλος του Τζαμαργιά βρίσκεται στην καθοδήγηση των ηθοποιών: ο Τσουρής (δολοφόνος) και η Καμμένου-Σιαφκάλλη (μάνα) με ρούφηξαν μέσα στον ψυχισμό των αντίστοιχων χαρακτήρων, όπως περίπου στο Being John Malkovich μπαίνουμε στο καύκαλο του φαλακρού ηθοποιού, αλλά πιο αβυσσαλέα και τρομακτικά. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.

Ο δεύτερος άθλος: το χτίσιμο ενός βασανιστικού αλλά όχι καταιγιστικού ρυθμού (όπως ο ρυθμός της ίδιας της ζωής, δηλαδή), ενός ρυθμού που αναδεικνύει χαρακτήρες και ψυχισμούς και τρόμους αρχέγονους οι οποίοι αποζητούν να καθαρθούν και όχι τα ίδια συμβάντα — συμβάντα κάποτε μπανάλ ή σπαρακτικά και επιδεκτικά μελό αποδόσεων. Η τρυφερότητα αναβρύζει σε ελάχιστα σημεία στην περάσταση, αλλά σαν παρήγορη πηγούλα κι όχι σαν γλυκερή μαυροδάφνη που ζαλίζει.

Ο τρίτος άθλος του σκηνοθέτη βρίσκεται στο ότι εξισορροπεί ένα κείμενο που ακροβατεί μεταξύ δύο στόχων: από τη μια της δοκιμιακής πραγμάτευσης της ψυχοπάθειας (μέσα από μια επιστημονική ανακοίνωση της ψυχιάτρου-νευρολόγου) με τρόπο που θυμίζει λίγο το Copenhagen του Frayn, και από την άλλη της δραματικής διαπραγμάτευσης με τον πόνο, τη φρίκη και την απώλεια. Με τη σκηνοθεσία του ο Τζαμαργιάς καλύπτει τα στριφώματα που συνέχουν το μπρεχτικό-δοκιμιακό και το αριστοτελικό-καθαρτικό κομμάτι του έργου, δίνοντας στο κοινό την αίσθηση ότι μπροστά στο μάτια του ρέει ένα συνεχές δράμα, χαμένα χρόνια βίων παράλληλων, με τη συγχώρεση (αλλά και τη λύση του Ισκαριώτη) να υπερνικούν την «αντικειμενική» ματιά του επιστήμονα για να παράσχουν στο τέλος αυτό που οι αμερικάνοι αρέσκονται να αποκαλούν ‘closure’.

Εφήμερη τέχνη το θέατρο, άμα βρεθείτε ή βρίσκεστε στην Κύπρο, μη χάσετε αυτόν τον θρίαμβο του θεάτρου επί του γραπτού κειμένου που υπογράφει ο Τζαμαργιάς.

Κρατίδγια

Α σιχτίρι πια με τα «κρατίδιo των Σκοπίων»:

«Ελλάς Ηρώων Χώρα»: 131.940 τετραγωνικά χιλιόμετρα

«Κρατίδιο των Σκοπίων«: 25.333 τετραγωνικά χιλιόμετρα

«Μαρτυρική Κύπρος»: 9.250 τετραγωνικά χιλιόμετρα μείον 3.355 τετραγωνικά χιλιόμετρα υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο μείον 123 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Βρετανικής Κυρίαρχης Βάσης Ακρωτηρίου μείον 130,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Βρετανικής Κυρίαρχης Βάσης Δεκέλειας.

Η Μάλτα είναι μικρότερη. Τη μεγάλωσαν στο χάρτη για να φαίνεται πάνω στα νέα κέρματα του ευρώ.

Tabula rasa

Αρχικά ήθελα να βάλω ζεύξεις-υποσημειώσεις (υπερκειμένου) σε αυτό το ποστάκι αλλά δεν ξέρω πώς. Οπότε, για να μη φανώ ντιπ για ντιπ αχάριστος απέναντι στην κασετίνα που μας δίνει ο blogger, θα βάλω τις υποσημειώσεις με μωβ μέσα στο κείμενο…

Η διαβίωση στην Κύπρο συνεπάγεται δεινή πνευματική και διανοητική [και σεξουαλική, άμα έρθεις μόνος / -η και δεν παντρευτείς ντόπια / -ο ή άμα δεν είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις καμμιά σκλάβα ή καμμιά μοβόρα καμπαρετζού να γρυλλίζει ‘buy me a drink, ρε’] στέρηση για τους ξένους. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια εδώ δεν είχα για συνδρομές σε περιοδικά, ταξίδια στο εξωτερικό για εκθέσεις, παραστάσεις και άλλα τέτοια, οι φίλοι μου και η μπλογκοκοινωνία στάθηκαν για μένα σωτήρια στο να αποφύγω τον ολοκληρωτικό μαρασμό, μιλώντας μου για το τι γίνεται στον κόσμο, μεταφέροντας την κριτική τους άποψη, προτείνοντάς μου όλα αυτά τα αμέτρητα που πρέπει να δω και να διαβάσω και δεν έχω υπόψη μου. Παράδειγμα:

Την τελευταία φορά που πήγα στην Αμερική βρήκα κοψοχρονιά [τα βιβλία είναι τζάμπα στην Αμερική: βρήκα κάποτε τον Ερωτόκριτο του Αλεξίου έξω από το Χάρβαρντ για $6] το βιβλίο The Blank Slate του Πίνκερ και το αγόρασα. Ο Πίνκερ [ευχαριστώ την xilaren για τη ζεύξη] ήταν αρχικά γλωσσολόγος-σόουμαν. Τα βιβλία του The Language Instinct [από το οποίο σχεδόν έμαθα γλωσσολογία] και Words and Rules είναι ωστόσο εξαιρετικά. Μετά προσχώρησε στην εξελικτική ψυχολογία [δηλαδή ότι η εξέλιξη, η φυσική επιλογή πιο συγκεκριμένα, μπορεί να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά] και εναγκαλίστηκε την υπόθεση του massive modularity [πώς το λέμε στο ελλήνικος; τελοσπάντων ότι δηλαδή ο νους αποτελείται εξ ολοκλήρου από γνωστικούς μηχανισμούς εξειδικευμένους σε πολύ συγκεκριμένες γνωστικές λειτουργίες]. Για το δεύτερο του την έπεσε ανελέητα και εύστοχα κόσμος όπως ο Stephen Jay Gould και, ακόμα χειρότερα για τον Πίνκερ, o Jerry Fodor [στο βιβλίο του ‘The mind doesn’t work that way’ αλλά και εδώ (κι εδώ). Ευχαριστώ τον Rakasha για τις ζεύξεις].

Το Blank Slate είναι ένα μεγαλόπνοο βιβλίο. Ξεκινάει να ανατρέψει τρεις ιδέες που απαντούν στη βάση των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών, αν και, ευτυχώς, οι κοινωνικές επιστήμες δεν είναι θεμελιωμένες πάνω τους: αυτή του Ευγενούς Αγρίου [noble savage, η αντίληψη ότι ο πολιτισμός διαφθείρει τον άνθρωπο και ότι οι ‘πρωτόγονοι’ είναι καλοκάγαθοι, οικολόγοι, ειρηνικοί, σοφοί, κάνουνε χαρούμενο σεξ κι όχι πόλεμο και ζούνε τ’ όνειρο του αγκαλίτσα-μελισσάκι — βλέπε το βιβλίο Παπαλάνγκι], αυτή του Πνεύματος της Μηχανής [ότι υπάρχει μια άυλη ψυχή που εμψυχώνει το σώμα — ενδεχομένως ο όρος ‘ψυχή της μηχανής’ να ήταν ακριβέστερος] και αυτή της Tabula Rasa [του Locke: ότι ο άνθρωπος είναι ένα αδιαμόρφωτο πράμα στη γέννηση, μέσα στο οποίο το περιβάλλον και η κουλτούρα εντυπώνουν όλα όσα θα γίνει. Πολύ πριν τον Πίνκερ, την tabula rasa τη μουτζούρωσε ο Leibnitz κι ο μουρλόγερος ο Καντ — αυτά τα συζήτησα με την Εύη τη φίλη μου που διδάσκει φιλοσοφία] . Αφήνοντας στην άκρη το massive modularity, στο Blank Slate προωθεί την άποψη ότι μεγάλο μέρος της ανθρώπινης φύσης, και της ανθρώπινης ψυχολογίας συμπεριλαμβανομένης, είναι έμφυτο, γενετικά καθορισμένο. Ως τέτοιο, αυτό το μέρος του ανθρώπινης φύσης είναι αποτέλεσμα όχι απλώς της εξέλιξης (πράγμα αναπόφευκτο) αλλά της φυσικής επιλογής και μόνο. Λόγου χάρη, οργανωνόμαστε σε οικογένειες, βλέπουμε σε τρεις διαστάσεις και τσαμπουκαλευόμαστε επειδή αυτές οι συμπεριφορές μάς έδιναν εξελικτικά πλεονεκτήματα (δηλαδή απογόνους) τον καιρό που ήμασταν τροφοσυλλέκτες.

Το βιβλίο έχει μια ιδιομορφία: η επιχειρηματολογία του για την ύπαρξη, σταθερότητα και καθολικότητα αυτού που λέμε ανθρώπινη φύση είναι πειστικότατη. Ωστόσο, οι ερμηνείες του σχετικά με το γιατί η ανθρώπινη φύση είναι όπως είναι — κι όχι αλλιώς — αφορμώνται από την αντίληψη της φυσικής επιλογής ανάμεσα σε φαινότυπους [αφού όταν διαλέγεις σύντροφο για αναπαραγωγή, δεν τσεκάρεις τον γονότυπό του / της] ως του μόνου εξελικτικού παράγοντα. Εδώ ακριβώς αρχίζουν τα προβλήματα. Επιπλέον, τα κεφάλαια του βιβλίου για την τέχνη και την πολιτική είναι ρηχά και αφελή, ενώ το κεφάλαιο για τις διαφορές των φύλων ανακατωμένος ο ερχόμενος. Παρόλα αυτά, τα κεφάλαια για τα ερευνητικά ήθη των αμερικανών ανθρωπολόγων, τη σεξουαλική συμπεριφορά και τον βιασμό είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα.

Εν κατακλείδι: το βιβλίο σκίζει στο ότι προσφέρει ένα πανόραμα της ανθρώπινης φύσης και ότι αποτελεί συμβολή στην αναίρεση των τριών δογμάτων που, κατά τον Πίνκερ, συνιστούν άρνησή της. Γίνεται ενδιαφέρον όταν ανατέμνει τη φύση της κουλτούρας ενώ πολύ λιγότερο πειστική είναι η ερμηνευτική γραμμή που υιοθετεί, κατά την τακτική της εξελικτικής ψυχολογίας, της ανθρώπινης φύσης ως προϊόντος αποκλειστικά της φυσικής επιλογής. Το ίδιο το βιβλίο είναι πάντως εγκυκλοπαιδικό στην πολυμάθειά του, εξαίσια καλογραμμένο και με επιχειρήματα αρκούντως αποστρογγυλεμένα ώστε να τα κατανόησει κανείς και να αποφασίσει εάν τον πείθουν ή όχι.

[Όπως είδατε, το ποστ αυτό θα ήταν αδύνατο χωρίς τους φίλους και τους μπλογκόφιλους. Σας ευχαριστώ.]

Κυπριακό εικονογραφημένο

Ι.

Ένας από τους λόγους που το Κυπριακό φαντάζει ανεπίλυτο και πλήρως ακατανόητο στο ελληνικό κοινό (και δε λέω ‘ελλαδικό’ ακριβώς για να συμπεριλάβω και τους Ελληνοκυπρίους, ιδίως τους κάτω των 40) είναι γιατί από την επίσημη ελληνική προπαγάνδα προσφέρεται ως ένα ασυνάρτητο αφήγημα που συνοψίζεται ως εξής: 1960, ανεξαρτησία· 1974 εισβολή. Η τρομοκρατία / ανταρσία / εξέγερση / σύγκρουση του ’63-’64 αποσιωπάται εντελώς. Κάποιες πληροφορίες εδώ.

Στον βαθμό που η πλευρά μας ασχολείται με τη ρίζα του κακού (από τα ματωμένα Χριστούγεννα του ’63 μέχρι την ανάκρουση πρύμνας των Τούρκων τον Αύγουστο του ’64, αφού έριξαν τις ναπάλμ τους και τους έτριξαν τα δόντια οι ΗΠΑ), την υποσημειώνει ως ‘ταραχές’, αποσιωπώντας τις βιαιότητες, τις σφαγές, τις βαρβαρότητες, τους πρόσφυγες και τη διχοτόμηση Λευκωσίας και Αμμοχώστου. Παρότι και οι δύο πλευρές επέδειξαν ζηλευτή προθυμία να σφαγιάσουν, να μακελέψουν και να σκάψουν ομαδικούς τάφους, αναμφισβήτητα οι Τουρκοκύπριοι ήτανε τα θύματα εκείνης της περιόδου.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά κουτοπόνηρο λεβαντίνο δημοτικό σύμβουλο όταν πρωτοεπισκέφτηκα το 2002 το εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο χωριό Άγιος Σωζόμενος. Πριν με πείτε οριενταλιστή, να σπεύσω να εξηγήσω ότι η λεβαντίνικη κουτοπονηριά του Κυπραίου είναι πανομοιότυπη με του Έλληνα, του Βαλκάνιου, του Κατωιταλού — κάθε πρώην και νυν δούλου, δηλαδή. Συνεχίζω. Ο κουτοπόνηρος κύριος, αφού βεβαιώθηκε ότι είμαι ‘εξ Ελλάδος’ (άρα κάργα άσχετος για όσα κεφαλαιώδους σπουδαιότητας και πανελληνίου ενδιαφέροντος αφορούν τη Νήσο), ισχυρίστηκε ότι ναι μεν υπήρχαν Τουρκοκύπριοι στον Άγιο Σωζόμενο αλλά ότι έφυγαν αυθόρμητα πριν τον πόλεμο (έτσι λένε την εισβολή του ’74 εδώ). Όταν ρώτησα πού είναι το τζαμί, μου είπε ότι δεν είχαν. Δεν μπήκα στον κόπο να τον ρωτήσω γιατί το χωριό είναι ολόκληρο ερείπια.

Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι από το εξαιρετικό λεύκωμα Century από τη Phaidon, ίσως το μόνο βιβλίο Ιστορίας που χρειάζονται τα παιδιά μας (έτσι πώς καταντήσαμε).

ΙΙ.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλλος εξήγησε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι είναι κατά μιας ομοσπονδιακής λύσης για την Κύπρο σύμφωνα με την οποία τα συνιστώντα κρατίδια θα είναι εθνοτικώς αμιγή. Συμφωνώ. Αλλώστε γι’ αυτό και το σχέδιο Αννάν προέβλεπε την επιστροφή του 1/3 των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στις εστίες τους στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο (σε ό,τι θα τους έμενε δηλαδή, μετά την επιστροφή εδαφών όπως η Αμμόχωστος, η Μόρφου κ.τ.λ. στο ελληνοκυπριακό κρατίδιο).

Αλλά δε βαριέσαι. Αφού πια κλειδώσαμε (όπως έλεγε κι ο εθνικός Σημίτης) τη διχοτόμηση. Και μάλιστα μια διχοτόμηση όπου οι Τουρκοκύπριοι (θα) έχουν δικαιώματα και στον Νότο. Εν ολίγοις, το Κυπριακό τελείωσε, άμετε στα σπίτια σας. Εκτός από τους πρόσφυγες, έτσι;

Παρακάτω σας δίνω τον χάρτη της Κύπρου το 2046, μέσω ΙΚΕΑ:

Όπως και παλιότερα, κόβω τα σχόλια. Αντιδράστε από μέσα σας, που λέει κι ένας ντόπιος μπλογκάς.

Κύπρος: Μνήμη και αγάπη – Με τον φακό του Sraosha IIΙ

πακ πάι ππόπκιουλαρ τιμάντ

α.

Το παραπάνω κατάστημα γυναικείας μόδας ήθελε να ονομαστεί κάτι σαν τα ‘bizzaro’ με τα οποία είναι γεμάτη η Ελλάς. Εδώ όμως όλοι χειρίζονται φαρσί την αγγλική. Ή σχεδόν φαρσί, τέλος πάντων.

β.

Ενισχυμένο και με αβάσταχτα χασμουρητά.

γ.

Αλλά αυτό είναι ήδη γνωστό.

δ.

«αρ γιου ττόκκιν ττου μι, ρε;»

ε.

Αυτό από τη μαμά Ελλάδα, όμως. Το οποίο στο κάτω-κάτω είναι το όνομα της μεσίτριας. Αντίθετα με κάτι «Municipality of Thestieon» που βγάζουνε μάτι, και το οποίο δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω γιατί με κυνηγούσαν τρία SUV, ένα φίατ πάντα, ένα φίατ πούντο, μια πρεβεζάνικη μερσεντές με γερμανικές πινακίδες και τρεις νταλίκες που αλληλοπροσπερνιόντουσαν ναζιάρικα.

Φαντασίες

DSC05426

Με ξύπνησαν πολύ πρωί οι σειρήνες. Αυτές οι καινούργιες που εγκατέστησαν εδώ προ διετίας ακούγονται πολύ πιο υποβλητικές και λιγότερο στριγγιές από τις προηγούμενες. Ξανακοιμήθηκα γρήγορα, προτού προλάβει ο παππούς από απέναντι να ξυπνήσει κατά τις έξι και να αρχίσει να τραγουδάει την Τηλλυρκώτισσα, όπως κάνει περί τις δυο φορές τη βδομάδα ανελλιπώς εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια. Είδα στον ύπνο μου τη Θάτσερ να μου λέει για τον Πινοτσέτ (είχα την κουβέντα του χτες βράδυ, βλέπετε). Αισθανόμουν αποστροφή και ενδιαφέρον ταυτόχρονα: πολύ καλά κρατιέται η άρπυια, σκεφτόμουνα μες στον ύπνο μου.

[Η Τηλλυρκώτισσα είναι το γνωστό κυπριώτικο τραγουδάκι στα κορακίστικα. Τηλλυρκώτισσα είναι αυτή που κατάγεται από την Τηλλυρία. Η Τηλλυρία, πάλαι κυρίως τουρκοπεριοχή, είναι εκεί στα καπούλια της Κύπρου, στα αριστερά όπως βλέπει κανείς τον χάρτη. Εκεί έριξαν ναπάλμ οι Τούρκοι το ’64, προετοιμάζοντας εισβολή για να λυτρώσουν τους Κύπριους αδερφούς (τους), όμως τους μαζέψανε συνοπτικά οι φονιάδες-των-λαών-Αμερικάνοι.]

Ξύπνησα και πήγα στη δουλειά με το αυτοκίνητο. Η δασκάλα οδήγησής μου (εδώ έμαθα να οδηγώ ― όσο χρονών ήμουνα ποτέ δεν είχα χρειαστεί ΙΧ) μου έλεγε πώς ξύπνησε το πρωί πριν 33 χρόνια στην Κερύνεια να φτιάξει καφέ και είδε τη θάλασσα μαύρη. Ερχόταν, επιτέλους, ο Στόλος. Μπήκανε στ’ αυτοκίνητο κι έφυγαν. Ξαναείδε την πόλη της το 2003· πάει τακτικά απέναντι και βρίσκει και φτηνά τσιγάρα, δεν κόβεται το ρημάδι όταν είσαι μέσα σε ένα εκπαιδευτικό κορόλα δώδεκα ώρες την ημέρα στους δρόμους.

Τη θυμήθηκα βλέποντας το Γράμματα από την Ιβοτζίμα, εκεί που βγαίνει ο φαντάρος να αδειάσει το καθήκι και βλέπει τον αμερικάνικο στόλο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Ωραίο έργο, καλύτερο από τις Σημαίες των πατέρων μας. Εικαστικά, ύστερος Ήστγουντ: μονοχρωμία και καραβατζιανό κιαροσκούρο. Η σκόπευση, η εστίαση, σχεδόν αδιανόητη: από τη μεριά του ηττημένου εχθρού. Μου έκανε αίσθηση η σκηνή της εν ψυχρώ εκτέλεσης γιαπωνέζων αιχμαλώτων από αμερικάνους που βαριόντουσαν να τους φυλάνε. Για σκέψου.

Φαντασιωνόμουν όσην ώρα το έβλεπα κι εγώ: ένα δίπτυχο για τη μικρασιατική καταστροφή, ελληνικής παραγωγής. Τηλεοπτικό, βεβαίως, αφού το ελληνικό σινεμά είναι σαν τα ελληνικά κρασιά: κυρίως άθλιο, με εξαίρεση ελάχιστους μικρούς παραγωγούς. Όμως να γίνει μια ωραία παραγωγή, α λα Παιδιά της Νιόβης, κουστούμια, κρινολίνα, φέσια, πιάνο, γαλλικά και η Αλμυρά Έρημος.

Μέρος πρώτο: Τα μπαϊράκια των προγόνων μας. Πώς μια χούφτα πολεμιστές του Κεμάλ απωθούνε τον ξενοκίνητο ελληνικό στρατό που αμέτι-μουχαμέτι θέλει να διαμελίσει την Τουρκία για λογαριασμό Βρετανών, Γάλλων και Ιταλών και να φτάσει στην Άγκυρα. Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες· ο Στεργιάδης προσπαθεί εκκεντρικά να επιβάλει νόμο και τάξη, ο ελληνισμός βγάζει το άχτι του (σφαγές, βιασμοί, αγριότητες ). Οι Γιουνανλήδες φτάνουνε μέχρι το Αφιόν και το Εσκί Σεχίρ. Τρόμος φρίκη κτλ. Έλληνες στρατιώτες σκοτώνουν, καίνε και βιάζουνε για πλάκα. Ή για να εκδικηθούνε για τον Παλαιολόγο.

Μέρος δεύτερο: Γράμματα από τη Μικρασία. Τα γνωστά. Κούρδοι (ξέρω ότι δεν κάνει να τους κακολογούμε, αλλά τω καιρώ εκείνω ήταν στην υπηρεσία της τσέπης τους: ο μακαρίτης ο παππούς μού είπε περήφανα ότι του έδωσαν όπλο στα εφτά του για να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στους Κούρτους), Τσέτες και οι στρατιώτες της Τουρκικής Δημοκρατίας σπάνε το μέτωπο και οι εισβολείς παίρνουν πόδι και πάνε από κει που ‘ρθανε. Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες. Η Σμύρνη καίγεται, ο κόσμος «συνωστίζεται στην προκυμαία». Σφαγές, βιασμοί, αγριότητες. Το ελληνικό κράτος κοιτάζει να εκκενώσει (επιτυχώς) τα στρατά του αλλά οι σταφιδέμποροι, οι πουτάνες οι Σμυρνιές, οι μπακάληδες, οι χοντρές κυράδες με τα κολιέ και όλοι οι εν γένει τουρκόσποροι ας βρούνε μπάρκο κι ας τραβήξουνε κουπί. Βεβαίως φταίνε κυρίως οι ξένοι που δεν φόρτωσαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σε μισή εκατοντάδα βαπόρια και εκκένωσαν τους υπηκόους τους μόνο. Τέλος πάντων, σφαγές, βιασμοί, αγριότητες .

Φυσικά, θα μπορούσαν να μας προλάβουν οι Τούρκοι και να κάνουν αυτοί το αντίστοιχο δίπτυχο. Άλλωστε είναι οι νικητές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας τους. Αλλά είναι και βάρβαρα ζώα επίσης. Οπότε η ιστορική ευθύνη να ακολουθήσουμε τον Κλιντ Ήστγουντ πέφτει σε εμάς, εμάς που έχουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα του πολιτισμού. Και της φιλοξενίας ― ιδίως των προσφύγων.

[Όταν έφτασαν οι παππούδες μου στα Φάρσαλα το 1923, όπου τους έστειλε το κράτος γιατί τους θεώρησε γεωργούς και είχε και γη καβάτζα εκεί, έτρεξαν να πιούνε νερό στην πηγή της πλατείας. «Ούι μάνα μ’, κοίτα, πίνουν νερό οι αούντηδες» έλεγαν οι ντόπιοι. Επίσης ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες των τουρκόσπορων πλένονταν κάθε μέρα για να βγάλουν τ’ Άγιο-Μύρον από πάνω τους κι ότι γδυνόντουσαν πριν πέσουν στο κρεβάτι γιατί ήταν παστρικιές.]