Σε μια ταβέρνα της Βιέννης

Τα μάτια του είναι κόκκινα. Πραγματικά άσχημος, πραγματικά. Δεν ξέρω, ίσως φταίει το κρασί: όσο τον κοιτάζω τόσο μαγνητίζομαι από το πόσο άσχημος είναι. Είναι βεβαίως κι αυτός πίτα, μεθυσμένος. Δεν ακούει καλά καλά τι λέω, έχει και φασαρία εδώ μέσα, είναι και οι βυζάρες της κόρης του κάπελα που ασταμάτητα παρακολουθώ τόσην ώρα.

«Zum Wohl!» αλαλάζει και καταπίνει μια γουλιά σαν να ήταν λαύδανο, τα μάτια του πετάγονται έξω κι είναι κατακόκκινος εδώ και ώρα. «Οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες», σχεδόν φώναξε, «σπέρνουνε δυναστείες με τα αρχίδια τους. Γκαστρώνουν γυναίκες και παλλακίδες και ελπίζουν ότι τα παιδιά τους θα γίνουν κι εκείνα αυτοκράτορες και βασιλιάδες — αλλά οι ίδιοι θα έχουνε πεθάνει: τον δεύτερο Λεοπόλδο θα τον ξεχάσουν όταν έρθει ο τρίτος. Και τον Φραγκίσκο. Και όλους. Σπέρνουν δυναστείες και μετά τα παιδιά και τα εγγόνια τους καταργούν τους ίδιους παίρνοντας το όνομά τους. Σε κάθε δυναστεία υπάρχει μόνον ο βασιλιάς και ο διάδοχος — όλοι οι προηγούμενοι στη δυναστική γραμμή είναι απλώς ονόματα κι ανάμνηση.»

Κούνησα το κεφάλι σχεδόν απότομα, συμφωνώντας στανικώς: είχα αρχίσει πια να ζαλίζομαι από το κρασί και ήδη το περπάτημα μέχρι το σπίτι μου φαινόταν τόσο επώδυνο όσο πρόβα με τον μαέστρο. Εκείνος συνέχισε: «Ο Κύριός μας φύτεψε Εκκλησία και δεν άφησε διαδόχους παρά μόνον τους μαθητές Του κι εκείνοι τους χειροθετούν τους διαδόχους τους, αφού δεν έχουν αρχίδια.» Γέλασε τόσο δυνατά που, αν δεν γινότανε χαμός, θα πίστευα ότι πράγματι γύρισε και μας κοίταξε η μισή ταβέρνα. «Αλλά η Εκκλησία Του Τον λατρεύει και Τον μνημονεύει εις τους αιώνες. Του παίζουμε λειτουργίες και Του γράφουμε ύμνους.»

Το κεφάλι μου γύριζε. Θε μου, τι λέει ο μαστρο-Λουί; Τι λέει;

«Εγώ όμως θα φτιάξω δυναστεία με τη μουσική. Χωρίς διαδόχους και χωρίς παιδιά. Εγώ θα είμαι το ζωντανό όνομα, εγώ θα είμαι και ο γενάρχης. Θα είμαι παρών. Θα υπάρχω εγώ και όταν θα γράφεται μουσική, θα είμαι εκεί: όπως ο Κύριος σε κάθε συνάθροιση πιστών Του. Και όποιος θα παίζει μουσική, όποιος θα παιδεύεται να βγάλει ό,τι δεν ήθελε να παίξει η κοντέσσα Τζουκάρντι, η γλυκειά καριόλα, θα είναι παιδί μου και διάδοχός μου και πιστός μου. Αλλά το όνομά μου δεν θα σβήσει ποτέ. Ούτε η μουσική μου. Όσο υπάρχει πιανοφόρτε, ή ό,τι άλλο φτιάξουν. Εγώ θα είμαι παρών. Και κανείς δεν θα θέλει να παρεξηγήσει τον γενάρχη της μουσικής! Η δική μου δυναστεία ποτέ δεν θα σβήσει.»

«Μαέστρο, είναι αργά», απάντησα. «Πάμε.»

Βαγγέλης

Με λένε Βαγγέλη. Δουλεύω στην οδό Φίλωνος. Πού ακριβώς στην οδό Φίλωνος και τι δουλειά κάνω δεν σας αφορά, εκτός και αν είστε της Εφορίας. Εγώ για άλλο το λέω: είμαι Πειραιώτης γέννημα-θρέμμα. Άμα μια μέρα δε δω θάλασσα, αρρωσταίνω. Έστω, λιμανίσια θάλασσα. Αλλά να είναι θάλασσα.

Ναι, εντάξει, οκέι, δεν καταλαβαίνετε εσείς που είστε, ξέρω γω, από Αθήνα ή από κάτι αχανή μέρη όπου χάνεσαι και μόνο που τα σκέφτεσαι, κάτι Περιστέρια και τέτοια, σιγά μην καταλάβετε εσείς που μεγαλώσατε σε πόλεις όπου οι δρόμοι δεν βγάζουν πουθενά. Εγώ μικρός πήγαινα στην ξαδέρφη μου στην οδό Ευπλοίας. Ωραίο διαμέρισμα, μεγάλο, με κάτι εξωτικά ξυλόγλυπτα στους τοίχους. Τριάρι. Προικιό κι έτσι. Αλλά δεν ήταν εκεί το κλου. Το μεγαλείο ήταν ότι στο τέλος της οδού Ευπλοίας είχε πλοία: στο τέρμα του δρόμου έβλεπες θάλασσα με πλοία μέσα. Και από το μπαλκόνι επίσης. Ούτε πλατείες, ούτε χαλάσματα, παρά καράβια. Έφευγαν και έρχονταν άλλα. Κάθε μέρα κι άλλο, σε κάπως διαφορετική θέση. Ποτέ δεν ήταν ακριβώς το ίδιο τοπίο αυτό που έβλεπες στο τέλος της οδού Ευπλοίας.

Εγώ τώρα, ας πούμε, δεν είμαι το λαμπρό αστέρι του σογιού. Ίσως πρόσεχα περισσότερο τα πλοία στο λιμάνι (για να μην πω τις βάρκες στο Πασαλιμάνι και τις γκόμενες στα γκούντυς), παρά στο σχολείο. Τα έπαιρνα τα γράμματα, ήμουνα περίεργος και φιλομαθής έλεγαν, αλλά τεμπέλης. Θα μου πεις, σιγά, σε κάνει το σχολείο αστέρι; Όχι βέβαια: μαλάκα σε κάνει. Αλλά τώρα που πάτησα τα σαράντα σκέφτομαι ότι για να πας μπροστά, ε, πρέπει να είσαι και λίγο μαλάκας. Κι αν δεν είσαι, να γίνεις, ή να κάνεις τον μαλάκα. Στο σχολείο σού τα μαθαίνουν αυτά, άμα προσέχεις, άμα είσαι επιμελής.

Αν ρωτήσεις κόσμο που δουλεύουμε μαζί, θα σου πούνε ότι το σχολείο το έχουνε γραμμένο και θα σου τσαμπουνάνε τα γνωστά, ότι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο είναι το πεζοδρόμιο, τέτοια. Εντάξει, αυτά τα έλεγαν οι παλιοί. Ίσως να είχαν άλλο πεζοδρόμιο τότε, ίσως τότε να ήταν αλλιώς. Εγώ πάλι, που δουλεύω από τα δεκάξι, ξέρω ότι τίποτε δε σου μαθαίνει το πεζοδρόμιο, τίποτε που δεν το ξέρεις. Ούτε και ο στρατός, σιγά: στον στρατό γίνονται άντρες κάτι βουπουδάκια και κάτι Αθηναίοι μόνο, που πρέπει να πάνε φαντάροι για να πιουν τσίπουρο και να πάνε μπουρδελότσαρκα. Ή κάτι τσοπανόπαιδα από τα Κράβαρα και το Κιλκίς, σαν αυτά που είχα στη μονάδα. Τέλος πάντων, δε λέω ότι δε σε κάνει άνθρωπο η δουλειά, μόνον η δουλειά σε κάνει άνθρωπο. Άλλο λέω: ότι δεν είναι σχολείο το πεζοδρόμιο, αυτό λέω. Το ίντερνετ ίσως είναι σχολείο. Αλλά το πεζοδρόμιο; Σιγά. Απέναντι, στα τυριά, δουλεύει ο Μάνος. Ετών 52. Δουλεύει από τα είκοσι. Ε, ό,τι μυαλά είχε στα είκοσι, είμαι σίγουρος ότι αυτά φοράει και τώρα. Μπετόστοκος. Φως των Σπορ, Άλφα, Σκάι, Τάβλι. Τέλος. Αυτά. Μπετά. Και τα καθήκια οι Τούρκοι. Λες κι έχει δει Τούρκο στη ζωή του — πέρα από κάτι σήριαλ τούρκικα που ξέρω ότι γούσταρε κι έβλεπε κρυφά.

Εγώ έχω δει Τουρκάλα. Δηλαδή έχω πάει με Τουρκάλα. Τη μοναδική φορά που με πήρε μαζί της η ξαδέρφη ταξίδι, να βγει λίγο στο εξωτερικό και ο Βαγγέλης, να δει τον κόσμο. Έτσι είπε. Εισιτήριο και δωμάτιο πληρωμένα. Και μάντεψε πού πήγαμε. Άμστερνταμ! Φούντα και Κόκκινα Φανάρια, άλλο που δεν ήθελα. Όχι ότι είμαι χασικλής και πουτανιάρης, ίσα ίσα. Αλλά αυτά είναι τα αξιοθέατα εκεί. Και κάτι μουσεία. Αλλά τα μουσεία τα βαριέμαι, τι να πάω να δω, πίνακες; Αφού παντού εικόνες βλέπουμε γύρω μας, εικόνες παντού, γιατί να πάω σε μουσείο να δω κι άλλες; Τεσπά, όσο αυτή πήγαινε από δουλειά σε μουσείο και από δείπνα σε ποτά με συνεργάτες (εκδότρια είναι), εγώ κατόπτευα, εξερευνούσα, προσπαθούσα να καταλάβω πώς και τι. Ήταν εύκολο να ψωνίσω φούντα, νόμιμα τότε, ωραία, ένα φιλαράκι μού είχε πει ότι έχω δικαίωμα να στρίψω τσιγάρο πάνω σε καπώ μπατσικού — μπορούσες τότε, δηλαδή, ήτανε και πριν δέκα χρόνια, τώρα κι εκεί βούρδουλας και παντού, παγκόσμια. Τα Κόκκινα Φανάρια δυσκολεύτηκα να τα καταλάβω κάπως. Ήμουνα και λίγο ζαλισμένος, όσο να ‘ναι. Τέλος πάντων, βρήκα άκρη, βόλταρα, ξαναβόλταρα, βόλταρα και τρίτη φορά, χάθηκα, βρέθηκα, στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα με ένα κορίτσι κάπως κοντό, πολύ μελαχρινό (ωραίο μαλλί, φίλε, έλαμπε, μακρύ) και με βυζάκια σαν από πίνακα. Όταν είπα Γκρηκ, μου είπε Αρμένιαν. Ναι, καλά: λες και δεν ξέρουμε ότι είναι γεμάτη Τούρκους η Ολλανδία. Μπήκα μέσα.

Όμως, ρε γαμώτο, σίγουρα έχετε σχηματίσει λάθος εικόνα για μένα. Δεν είμαι κανένας γεννημένος στην κατοχή και στα πέτρινα χρόνια, είπαμε, γεννηθείς τις 24 Ιουλίου 1974 είμαι. Ναι, πάντα με κοροϊδεύουν. Αλλά τέλος πάντων, δε ζούσαμε ούτε πίσω από τον ήλιο, ούτε σε καμμιά στάνη. Πήγα στην Τουρκάλα για την εμπειρία, γυάλιζε κι ολόκληρη, ήταν αλειμμένη κάποιο μπέιμπι όιλ, κάτι. Αλλά δεν είμαι από αυτούς. Και μόνιμη σχέση είχα, θα παντρευόμασταν αν δεν ήτανε ψωνάρα ο πατέρας της, και με θέλαν τα κορίτσια και τώρα μια χαρά. Μετράω. Όχι μόνο στο ερωτικό, παράπονα δεν έχω ακούσει, αλλά γενικά: δεν είμαι αλκοόλας, δεν καπνίζω, δεν ξέρω από τζόγο. Δεν είμαι από αυτούς που έφυγαν από τη μαμά τους στα 25 και στα 30… μόλις πάτησα στα πόδια μου, έφυγα, έπιασα μια γκαρσονιέρα στα Μανιάτικα, ήτανε σαν δώμα πιο πολύ, μετά το δυάρι μου στην Ανάσταση: το αρχηγείο. Αλλά προσκυνάω τη Γυναίκα. «Μουνάκια» με ανεβάζουν στη δουλειά, «θύμα» με κατεβάζουν. «Βρε καλώς τον εραστή» — τέτοια. Δίνω δικαιώματα; Όχι. Ποτέ όμως. Μιλάω ποτέ γι’ αυτά; Ούτε. Με έχουνε δει με μία γυναίκα έστω; Ποτέ. Τουλάχιστον όχι στη δουλειά. Μόνο στην πλατεία Αλεξάνδρας με είχανε τρακάρει δυο παιδιά από τη δουλειά. Με τη Λίτσα, τη γυναίκα της ζωής μου. Τέλος πάντων. Δράματα μεγάλα, ιστορία ο πόνος.

Η αλήθεια είναι ότι εγώ τη ζωή τη μετράω με, πώς να το πω, με τις ερωτικές πράξεις. Ήθελα να το πω ευγενικά, δε μου αρέσουν κουβέντες τύπου ‘με τα γαμήσια’. Τέλος πάντων, εγώ νομίζω πως έτσι μετριέται η ζωή του ανθρώπου, του άντρα και της γυναίκας. Πόσες φορές. Μάλιστα, όταν στα 17 με ξεπαρθένιασε η φίλη της μάνας μου (Λίτσα τη λέγανε κι εκείνη, πώς μύριζε έτσι! σα φυσικό σαπούνι ήταν ο ιδρώτας της, αυγουστιάτικα), είπα να γράφω σε ένα ημερολόγιο κάθε φορά που θα το έκανα. Και το τήρησα, αμέ. Για χρόνια. Μόνο που κάποια στιγμή, είτε συνεχώς έγραφα τα ίδια και τα ίδια, είτε δεν ήξερα πώς να γράψω τα πιο σημαντικά, τα πιο αλλιώτικα. Σταμάτησα εκεί στα εικοσπέντε, έσκισα και το τετράδιο, μην πέσει σε τίποτε μάτια περίεργα.

Αλλά σοβαρά το εννοώ ότι μετράω τη ζωή με ερωτικές πράξεις. Πιχί ο θείος ο Κώστας είναι μαθουσάλας — πρέπει να το έχει κάνει χιλιάδες φορές, κι ας είναι δεν είναι 65. Ο Πασχάλης, το φιλαράκι μου, αν και συνομήλικος και παντρεμένος, αυτός είναι παιδί — του το δίνει η γυναίκα του μια φορά το τρίμηνο; το δίμηνο; θα σας γελάσω. Και πριν παντρευτεί, να τον είχε λυπηθεί καμμία; Η θεία, η χήρα από τα 32, μάλλον βρέφος — αν και ποτέ δεν ξέρεις. Και η ξαδέρφη; Η ξαδέρφη της οδού Ευπλοίας; Που πήγαμε στο Άμστερνταμ; Εδώ το πράμα γίνεται ζόρικο. Πολύ ζόρικο.

Η ξαδέρφη είναι ανεξιχνίαστη. Μυστήριο. Χουντάνιτ. Είναι λίγο μεγαλύτερη από εμένα, ανήκει σε αυτή τη γενιά που γεννήθηκε το ’67 — γαμώ τα άτομα αυτοί που γεννήθηκαν το ’67, δεν ξέρω γιατί. Είναι πολύ συντηρητική. Είναι εκδότρια: βγάζει έντυπα, καταλόγους, τουριστικούς οδηγούς — μέχρι και μενού για μπεργκεράδικα. Κυκλοφορεί πάντα με φούστα και πουκάμισο, πάντα. Τα μαλλιά της πάντα πιασμένα και πάντα φοράει κάτι σκουλαρίκια σαν πέρλες ψεύτικες. Πάντα. Σε γιορτές, σε δουλειές, στο Άμστερνταμ που πήγαμε, ακόμα και στο σπίτι μέσα. Κάνει δουλειές κυρίως με παπάδες και κάτι σωματεία: βγάζει το τάδε βιβλίο του μοναστηριού εκεί, τον οδηγό του προσκυνήματος του Αγίου Απαυτού, την ιστορία της Προύσας, του Πόντου, της Κάτω Πλατανιάς. Κάποτε είχε πάρει και δουλειές από το κράτος, κάτι ενημερωτικά έντυπα πληρωμένα με ΕΣΠΑ και τέτοια. Κι όλοι την αγαπάνε στο σόι την ξαδέρφη: όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της (α ρε ξάδερφε…) και η νύφη της, ανέλαβε αυτή και το ορφανό και τη μάνα της (τη χήρα από τα 32 της, που λέγαμε). Όλοι στο τριάρι στην Ευπλοίας. Έβαψε μόνη το παιδικό δωμάτιο. Καλύτερα και από μάνα. Η θεια μου ακόμα περιφέρεται στα σόγια (ξέρετε, ελληνική οικογένεια, τι να λέμε) και παραπονιέται ότι κάθεται και τη γηροκομεί αντί να βρει καναν άντρα, έστω κάπως ώριμο, να παντρευτεί κι αυτή, μπας και προλάβει να κάνει κανα παιδί δικό της, να μη μείνει στο ράφι (είπαμε: ελληνική οικογένεια). Άλλωστε το ορφανό, ο ανιψιός της, είναι 19 πια και φοιτητής στην Κομοτηνή από πέρσι. Και βεβαίως έπαιξαν προξενιά, λένε. Αποτυχημένα. Κι ας παρακάλαγαν οι άντρες. Δεν ξέρω. Εγώ ζω μόνος και κάπως στον κόσμο μου.

Δεν ξέρω να πω αν είναι ωραία γυναίκα. Ωραία είναι δηλαδή. Αλλά συντηρητική. Αναρωτιέμαι για την ηλικία της, εννοώ όπως μετράω εγώ, «με ερωτικές πράξεις». Μιας; Δέκα; Μήπως είναι παρθένα; Πολύ μαζεμένη ρε παιδί μου, πάντα. Θα έλεγα πως είναι κανονική γεροντοκόρη, έχω γνωρίσει πολλές τέτοιες: αφοσιωμένη στη γερόντισσα μάνα, στο ορφανό του αδερφού, παπάδες, σόι, δουλειά, τραπεζώματα, η γυναίκα που είναι άντρας κι αφεντικό κι έτσι. Αλλά υπάρχει μια λεπτομέρεια, ρε συ. Από τότε που την ξέρω, φοράει κάθε μέρα κάλτσες. Κάθε μέρα. Ό,τι άλλο κι αν φοράει. Χειμώνα (οπότε, ναι, εντάξει, αφού δε φοράει παντελόνια) αλλά και καλοκαίρι, κάτι αραιά υφασμένα δίχτυα με μάτι μεγάλο, κάτι λουλουδέ ανάλαφρα. Πάντα. Πάντα. Κι αναρωτιέμαι: όσο ωραία πόδια κι αν έχει μια γυναίκα — κι έχει ένα πόδι άλλο πράγμα η ξαδέρφη, να το πω — γιατί να φοράει το καλοκαίρι κάλτσες; Αν δεν υπάρχει άντρας; Αν δεν παίζει σαγήνη κι έτσι; Αλλά δεν είναι τέτοια ρε γαμώτο, όλα πάνω της ντεκαυλέ και σεμνά είναι. Μόνον αυτές οι κάλτσες παραφωνία.

Κάποια στιγμή τη ρώτησα. Απ’ έξω απ’ έξω, έτσι αδιάφορα τάχα μου, στο σπίτι της μάνας μου ένα Πάσχα μετά τα κατσίκια και κάτι τσίπουρα. Αυτή βράχος. Αυστηρή. Με κοίταξε κάπως. Δηλαδή καθόλου κάπως, στα ίσια και κοφτά: «τι είναι αυτά που ρωτάς ρε ξάδερφε». Αλλά μετά; Το μετά μετράει. «Τι είναι αυτά που ρωτάς αφού είμαι παρθένα ετών 47» ή «Τι είναι αυτά που ρωτάς μια κυρία» ή «Τι είναι αυτά που ρωτάς και τι νομίζεις πως τρέχει στις φλέβες μου»; Δεν κατάλαβα. Θα ρώταγα τον θείο μας τον Κώστα, τον μαθουσάλα του σεξ, αδερφό των μανάδων μας (το καταλάβατε αυτό φαντάζομαι) να μου πει τη γνώμη του και πώς το κόβει αυτός το θέμα, αλλά είναι γκομενάκιας και βρωμόστομος και θα αρχίσει να λέει διάφορα για μουνάρες, μιλφάρες και τέτοια — και δε θέλω. Γιατί, είπαμε, εγώ τέτοιος δεν είμαι.

Ρε λες, να είναι ελεύθερη και υπεραιωνόβια η ξαδέρφη; Ή μήπως είναι κανα μωράκι; Γίνεται να μην μπορεί να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο;  Γίνεται να μην αφήνει πάνω του ίχνος η ζωή; Όσο κλειδωμένος και να είναι, όσο θεωρητική όψη κι αν έχει. Σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί και δεν ξέρω αν μέσα στο κεφάλι της έχει μυστικά ή μόνον αξόδευτο χαβέσι.

Hannah

Η Hannah ήτανε τρελή και αδέσποτη. Εντελώς αλλά κατά βάθος. Η Hannah ήθελε να τη δαγκώνουν και να της τσιμπάν άγρια τις ρώγες, όμως το βλέμμα της ήτανε πειθαρχημένο και το χαμόγελό της άνθιζε σπάνια (και φώτιζε σαν φεγγάρι που παραμερίζει καταιγιδοφόρα νέφη). Η ίδια η Hannah ήξερε πολύ καλά ποια ήταν, ή έτσι έδειχνε και νόμιζε. Όπως κι εκείνος, ήταν σοβαρή και μετρημένη. Ήταν και βόρεια γερμανίδα — αλλά, προς θεού, όχι πρωσίδα, παρά από το HH: το Freie und Hansestadt Hamburg! Ήταν μια σοβαρή και μετρημένη κοπέλα, με βλέμματα που στόχευαν χαμηλά και πέρα: ποτέ παιχνιδιάρικα, ποτέ διερευνητικά, πάντα ονειροπόλα.

Όλα αυτά μέχρι να περάσει το κατώφλι. Δεν τον είχε προετοιμάσει τίποτε τον κακομοίρη κι άγαρμπο για τη Hannah δώθε από τον ουδό. Βγαίνοντας μέσα στη νύχτα από το μπαρ, τον άρπαξε και τον χόρεψε ολόλαγνα και παράφορα και εντελώς παράωρα μέσα στους δρόμους της πόλης μέχρι που στριμώχτηκαν ασθμαίνοντας μαζί σε κάποια γωνία. Κατέληξαν να γαντζώνονται ο ένας πάνω στον άλλο για μήνες, από δωμάτιο σε πάρκο και από γωνία σε στενό και από κρεβάτι σε καναπέ.

Ενδιάμεσα του έγραφε, του έγραφε με μανία και με σύστημα, σε σωστά αγγλικά, σε πολύ σωστά αγγλικά. Του έγραφε γράμματα σε μικρές κρεμ κόλλες με μελάνι μπλε ρουαγιάλ και του τα έστελνε κι εκείνος δεν ήξερε πώς να της απαντήσει, λαχτάραγε μόνο να την ξαναβρεί και να ξανακολλήσει πάνω της και να μπερδεύεται στα πόδια της και να τη ζυμώνει· να τη γεύεται και να τη δαγκώνει και να την οργώνει περίμενε πώς και πώς. Του έγραφε παινέματα, τον στόλιζε με εγκώμια, του μίλαγε όπως καμμία πριν από εκείνη. Η Hannah ήξερε να γραφει, σε άψογα αγγλικά, οξφορδιανά. Τον εκθείαζε με τρόπους που εκείνος με το στανιό πίστευε, σχεδόν τον έκανε να νιώθει κάποιος άλλος, someone good, που έλεγε κι ο Λου Ρηντ. Ανάμεσα στα γράμματά της, που ήταν προϊόν αδημονίας και μόνο, αφού έμεναν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο, έκαναν έρωτα. Λιγότερες φορές από όσες υπαινίσσεται η νοσταλγία. Εκείνος πάντως είχε παρατήσει τις συγκρίσεις και είχε εγκαταλείψει τη φρόνηση, παραδομένος στην terribilis ut acies castrorum ordinata, που έλεγε κι ο Έκο τότε.

Η Hannah τού έγραφε λοιπόν κάθε τόσο επαίνους για τον χαρακτήρα του, για το άχαρο κορμί του, για την ελληνική του τρέλα, για τις πρόωρες ρυτίδες του, για την καλή του την καρδιά. Ποτέ δεν τους έλεγε, τους έγραφε μόνο. Ενδιάμεσα του έγραφε άλλα: ότι όλα αυτά (η καυλωμένη δίψα, τα παινέματα, το δόσιμο και το δέσιμο, η ιλιγγιώδης εγγύτητα) είναι παρενέργειες του πόθου, κρατάν όσο κρατάει το πάθος, the Passion· ότι εκείνη ήξερε ότι βρισκόταν σε παροξυσμό και παραφροσύνη, και πως κι εκείνος θα έπρεπε να ξέρει καλά ότι όλα αυτά θα κρατήσουν όσο κρατήσουν και μόνον τόσο. Ότι όταν θα σβήσει το πάθος και ξαναβρεί τα λογικά της, εκείνος δε θα είναι πια ο άντρας της και ο megaletor της και ο τρελός της έρωτας. Να είναι έτοιμος, έλεγε η Hannah, για να μην πληγωθεί. Γιατί δεν ήθελε να τον πληγώσει, κι αλλιώς θα τον πλήγωνε κι εκείνος θα τη σιχαινόταν. Γιατί όλα αυτά θα τελειώσουν και θα τελειώσουν γρήγορα και δεν υπάρχει λόγος να πληγωθεί και να νομίσει πως υπήρξε για εκείνη τίποτε παραπάνω από ένας έρωτας, ένας έρωτας μέσα στην φιλόξενη πόλη, ένας έρωτας μέχρι να επιστρέψει από την Αμερική ο πρόωρα φαλακρός της αρραβωνιαστικός, ο γλυκός της.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό που ζούμε», του έλεγε η Hannah, «η αλήθεια θα είναι μετά, όταν όλα θα τελειώσουν και θα γίνω για σένα μια σκύλα κι εσύ για μένα ο Outis».

Η Hannah ήταν τρελή κι αδέσποτη για εκείνους τους μήνες. Εντελώς. Η Hannah, που ήθελε να τη δαγκώνει και να τον καβαλάει, που βογκούσε ενώ το γκριζογάλανο βλέμμα της σπίθιζε φρικτά και το χαμόγελό της ήταν μισάνοιχτο και μακάρια μετέωρο. Που δεν ήταν σοβαρή και μετρημένη. Όμως η Hannah δεν ήξερε κάτι σημαντικό: πως αλήθεια ήταν αυτό που ζούσαν, όχι ό,τι ήρθε μετά, όταν όλα τέλειωσαν κι ήρθε μετά και ο γλυκός της από την Αμερική. Η αλήθεια άνθισε και καταύγασε και μύρωσε τον μικρό περίκλειστο κόσμο τους για εκείνους τους μήνες. Δεν ήτανε λοιπόν μετά η αλήθεια, όχι μετά, τότε που έγινε για εκείνον η Hannah και εκείνος γι’ αυτήν, ποιος ξέρει: ένας κάποιος Έλληνας γκόμενος. Σε αυτό έκανε λάθος η Hannah.

Ελοΐζα

Χτες έφαγα ολόκληρη τη μέρα μου τακτοποιώντας λογαριασμούς και χαρτιά. Είχα χαρτιά χύμα από το 2012, για δύο χρόνια τα πέταγα απλώς μες στο συρτάρι όπως έρχονταν. Γύρω στις δέκα το βράδυ, που τελείωσα, ήταν όλα μαζεμένα πια: ένα ντοσιέ ταυτότητες και πιστοποιητικά, ένα ντοσιέ απολυτήρια και πτυχία, ένα τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά, ένα τα ιατρικά, ένα οι λογαριασμοί.

Βρήκα μέσα στα χαρτιά της Αγγλίας (φορολογικά, λογαριασμός τηλεφώνου για να αποδεικνύω διεύθυνση κατοικίας, αποχαιρετιστήριες κάρτες) ένα άλμπουμ. Δε θυμόμουν καλά καλά την ύπαρξή του. Περιέχει φωτογραφίες τραβηγμενες 1992 με 1997. Τις κοίταζα με απορία: δεκαετίες μετά, σχεδόν τα ίδια πράγματα τραβάω, περίπου με τον ίδιο τρόπο: μια συγκριτική ματιά στο άλμπουμ μου ονλάιν με έπεισε. Μόλις πρόσφατα, μετά το 2008, άρχισε να εμπλουτίζεται η θεματολογία μου. Επίσης με προβλημάτισε που κιτρινίζουν σιγά σιγά οι χαρτονένιες σελίδες του άλμπουμ και που μου αρέσουν ακόμη εκείνες οι προς το παρόν άθικτες φωτογραφίες — κάποιες από τις ασπρόμαυρες τις είχα τυπώσει ο ίδιος στον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο του Tόλη, άλλες στην εστία που έμενα στο Λονδίνο.

Βρήκα επίσης κάτι φωτογραφίες από το Παρίσι το ’98, είχαμε πάει ένα πούλμαν φοιτητές με πακέτο ταξιδιωτικού πρακτορείου: οδικώς από την Αγγλία και διαμονή σε γαμιστρώνα στην Πιγκάλ. Είχα πάει στο Περ Λασαίζ όχι για τον Μόρρισον αλλά γιατί «έπρεπε»: όλη η Γαλλία, λέει, ήτανε θαμμένη εκεί. Βεβαίως χάθηκα αλλά όχι προτού δω έναν να τρώει σάντουιτς καθισμένος στον τάφο του Αβελάρδου, που τον έχουνε δίπλα στην Ελοΐζα. Αναστατώθηκα και συγκινήθηκα, «κοίτα ρε συ», της έλεγα της αλληνής, «δίπλα δίπλα τους έχουν οχτακόσια χρόνια μετά». Ήξερα και το άσμα των Damned και φανταζόμουν έκνομα και καταδικασμένα πάθη μεταξύ μοναχού και μοναχής κατά τον κακό Μεσαίωνα. Αφού χάθηκα κανονικά μέσα στο νεκροταφείο και κατέληξα να βρω μόνον τον οιονεί συλημένο τάφο του Τζιμ του Μόρρισον, φεύγοντας τελικά είδα ένα ζευγάρι να φιλιέται καθισμένο πάνω στον τάφο της Ελοΐζας. Ε, μεταρσιώθηκα. Ήθελα να τους φωτογραφίσω κιόλας αλλά ντράπηκα να βεβηλώσω τη στιγμή, αυτή τη μεταφορά για τον αιώνιο έρωτα.

Πέρσι διάβασα την αλληλογραφία τους. Η εισαγωγή ήτανε σοκαριστική: ο Αβελάρδος, ένας Ζίζεκ του σχολαστικισμού, διανοητής όλο λιλιά και χάντρες, αλλά και αποφασισμένος να γίνει φωστήρας και σχολάρχης λιμπίστηκε την Ελοΐζα. Τη γλέντησε, επίτηδες το λέω έτσι, της έκανε κι έναν γιο, τον Αστρολάβο, και την παντρεύτηκε, αλλά κρυφά για να μη χαλάσει την καριέρα του. Το σόι της Ελοΐζας άρχισε να διαδίδει τα του γάμου, ο Αβελάρδος την έκλεισε σε μοναστήρι, το σόι της τον ευνούχισε. Κάθε άλλο παρά καταδικασμένο και απελπισμένο λαβ στόρυ δυο αστροκαμμένων εραστών, τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας κιετς, δηλαδή. Απομυθοποίηση. Αλλά θέλω πολύ να το δω αυτό, που έτσι κι αλλιώς βασισμένο στα γράμματα της Ελοΐζας μοιάζει.

Διαβάζοντας την αλληλογραφία Αβελάρδου κι Ελοΐζας, τις επιστολές μετά τον ευνουχισμό του Αβελάρδου, σοκαρίστηκα. Όχι από το πόσο μαλάκας, αν και κυριολεκτικώς άμπαλος, ήταν ο θεολόγος: οι άνδρες ανέκαθεν υπήρξαμε μαλάκες ή, στην καλύτερη περίπτωση, ζωάδια περιδεή και χαϊδεμένα, πεπεισμένα ότι ο κόσμος μάς ανήκει: όσο πιο μαλάκια, τόσο πιο πεπεισμένα και χταποδοπερήφανα (έχετε δει swag που έχουν τα χταπόδια;).

Απεναντίας, με άγγιξε και με καταεντυπωσίασε η ρώμη του χαρακτήρα και το σθένος της προσωπικότητας της Ελοΐζας. Γυναίκα τρυφερή και απαλή, αλλά ακομπλεξάριστη και με παρρησία, χωρίς μεταμέλειες και παπαριές. Της γράφει ο Αβελάρδος για τον Κύριο που τους έχει κάνει αδέρφια εις τους αιώνας, του τα χώνει δεόντως. Όταν τον ρωτάει περίπου αν την αγάπησε ποτέ, ο χαντούμης λέει ότι τη θεωρεί φίλη, amica. Κι εκείνη του απαντάει I don’t wanna be friends έτσι: Carius mihi et dignius videretur tua dici meretrix quam illius (= Augusti) imperatrix: Προσφιλέστερο και πιο αξιοπρεπές θα μου φαινόταν να με λένε πόρνη δική σου, παρά αυτοκράτειρα με τον Αύγουστο. Κι ο (τέως) παπάρας συνεχίζει τον χαβά του.

Και τόλμησαν να τη θάψουνε δίπλα του. Γυναίκα ακομπλεξάριστη και ευφυέστατη, που γράφει απροσδόκητα ελευθέρια κι ελευθεριακά και οξύτατα κριτικά, ενώ ο άλλος της αραδιάζει τσιτάτα, παραθέματα και επικλήσεις σε αυθεντίες. Γυναίκα βαθιά πρακτική και ισορροπημένη αλλά και γενναία, που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει στον ευνούχο ότι δεν υπάρχει λόγος το μοναστήρι να τους εμποδίσει να είναι εραστές.

Αχ ρε Ελοΐζα!

Ζωντοχήρος (ερωτογράφημα)

Όταν ήταν μικρότερος δεν το ήξερε αυτό, δεν το υποψιαζότανε καν: αν βγαίνεις με μια γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Άργησε να το μάθει, λίγο γιατί ήταν πάντοτε κακός μαθητής, βιαστικός κι απρόσεχτος σε όλα του και αμελής, λίγο γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να θέλουν πάνω του οι γυναίκες. Κοίταγε με φθόνο τους γυμνασμένους συνομηλίκους του, όχι τους ωραίους, τους γυμνασμένους, μετά κοίταγε τον οριακά γυμνασμένο (ή οριακά αγύμναστο) εαυτό του και την ασουλούπωτη φάτσα του. Είναι δυνατόν να τον θέλουν οι γυναίκες; Πώς γίνεται; Μήπως όσες ανέμιξαν τις ανάσες και τους χυμούς τους μαζί του είναι κάπως συνεννοημένες μεταξύ τους να του κάνουν τα χατίρια; Μήπως ξέρω γω κατά βάθος ανήκουν όλες τους σε τύπο γυναίκας που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο γουστάρει τύπους σαν κι αυτόν;

Με το πέρασμα του χρόνου πήρε το θάρρος να τις ρωτάει πού και πού τι τους αρέσει πάνω του. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν απροσδόκητες, δηλαδή αναμενόμενα απροσδόκητες, τελικά. Μία ψέλλισε ένα σύντομο εγκώμιο της γλώσσας του, αλληγορικό και κάπως συγκεχυμένο, που μίλαγε για πεταλούδες, μεσημέρια και ρίγη· αργότερα, έχοντάς τον καθαρίσει με επιμέλεια και ζήλο στα όρια της νοσηλείας με τη δική της γλώσσα, του είπε για τον πούτσο του. Κάποια άλλη, αφού συνόψισε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πούτσου του, ιεράρχησε από κάτω του και άλλες περιοχές του σώματός του, λησμονημένες γωνιές της πατρίδας μας, που λέμε, γιατί το σώμα είναι η μία πατρίδα και η γεωγραφία του η πιο σπουδαία και πιο δύσκολη πατριδογνωσία: του είπε λοιπόν για το στέρνο του και για την πλάτη του (μα, την πλάτη;), του είπε και για τα πόδια του. Τα πόδια εντάξει, άλλωστε γυναίκες και άντρες τον κοίταζαν στον κώλο, εκεί κοντά, εκεί πιο πάνω: εκείνη η μεριά του σώματός του ήταν η τουριστική, η πλευρά του νησιού με το όποιο φυσικό κάλλος. Επιπλέον, μια άλλη είχε να λέει και να λέει πολλά για τον κώλο του: τον τσίμπαγε, τον χούφτωνε (όπως κι άλλες), αλλά και τον έγλειφε και, το κυριότερο, τον παίνευε και τον παίνευε πολύ. Τέλος πάντων, με τα χρόνια έμαθε ότι υπήρχαν πάνω στο κατ’ αυτόν μαλτέζικο τοπίο του κορμιού του περιοχές ελκυστικές για τις γυναίκες. Εντάξει: το αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου. Το βασικό πρόβλημά του παρέμενε όμως να καταλαβαίνει ποια τον ήθελε, ό,τι κι αν ήθελε πάνω του.

Γιατί ήτανε πρόβλημα; Γιατί είναι δύσκολος, ο δόλιος. Ανάμεσα στα είκοσι και στα εξήντα, παντρεμένος-χωρισμένος χωρίς παιδιά, μια ζωή μοναχικό σκυλί, λίγο άγριο και πότε πότε κουταβίσια γκρινιάρικο, πολύ τεμπέλης για γυμναστήριο και πολύ εστέτ για να οικοδομήσει μπάκα, είχε τις ορμές εικοσάρη και τα μυαλά εξηντάρη και ήταν έτσι ακριβώς τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και ποθεί δύσκολα, πολύ δύσκολα. Κι όταν ποθεί, τη βάζει την άλλη απέναντι και την εξετάζει, τάχα ψυχρά και αποστασιοποιημένα: γιατί τη θέλω; τη θέλω πραγματικά; ποια μου θυμίζει και λέω πως τη θέλω; μα θα μπλέξω με αυτή που ψάχνει σύζυγο, συγκάτοικο, μπαμπά; κι αν είναι καμιά τρελή; Συνήθως τρελές ήτανε βεβαίως. Και παντρεμένες, αρραβωνιασμένες, λογοδοσμένες, ή τα είχαν ήδη με το Μανώλη του Γ3. Και τελικά ερχόταν σε επίγνωση ότι, ναι ρε, ναι, την ποθεί την Τάδε, τη Δείνα, τη Χριστίνα, την Κατερίνα, τη Σούλα (από το Σουλτάνα), τη Βέρα, την μία ή την άλλη. Θα ερχόταν σε επίγνωση του πόθου αφού θα ξύπναγε ένα πρωί και πριν καλά καλά αναδυθεί από τον ύπνο θα την είχε παίξει άγρια στη σκέψη τους, στην ανάμνηση μιας σκιάς λαιμού ή εκείνης της ανώνυμης ζώνης από το στήθος στη μασχάλη, ενός αστραγάλου, μιας ρώγας μέσα από το φόρεμα, αφού θα ονειροπολούσε με λίγα περισσότερα από τα παραπάνω, αφού μια εντυπωμένη εικόνα της θα σάρωνε πορνογραφικές θολούρες, αφού θα καύλωνε στη νοερά διερώτηση «θα την έγλειφα;». Και έπρεπε να καταλάβει αν κι εκείνη τον ήθελε. Γιατί χυλόπιτα είχε να φάει από τα εικοσιτρία και καθόλου μα καθόλου δεν νοσταλγούσε την αλευρώδη υφή της («ας μείνουμε φίλοι») ή τη γεύση της («είσαι καλό παιδί»).

Και μέχρι τα τριάντα του, που πήρε διαζύγιο κόσμια και συναινετικά, δεν ήξερε πώς να διαγιγνώσκει αν τον θέλει μια γυναίκα. Δεν είχε κάποιο τεστ, κάποια κριτήρια. Έβγαινε με κάποιες, πάντα ευγενικός και κύριος. Μερικές, λίγες όπως είπαμε, τις ήθελε. Ποθεί λίγες αλλά ποθεί πολύ. Και, όπως και να το κάνουμε, ε, υπέφερε. Άραγε αυτή τώρα τον ήθελε ή τον εκτιμούσε απλώς; Έτσι ντύνεται ή έτσι ντύθηκε γι’ αυτόν; Είναι πάντοτε γλυκειά ή βάζει τώρα το κατιτίς το έξτρα; Του μιλάει για πρώην γκόμενους για να φτιάξει μια άλφα διάθεση κι ατμόσφαιρα ή γιατί τον αντικρύζει φιλικά; Γιατί, άμα είσαι ευγενικός και κύριος, έχεις και αυτό το χάντικαπ: μπορεί η άλλη απλώς να χαίρεται την παρέα σου. Να το πούμε κι αλλιώς: αν είσαι ψυχάκιας, αντικοινωνικός, δογματικός, αγενής, κακομαθημένο, κανας πιστοποιημένος μαμάκιας ή ένα κουβάρι ανασφάλειες και βεβαιότητες εκτεθειμένες σαν κεραίες τηλεοπτικές να εξέχουνε, ξέρεις ότι η Ματίνα, η Φλώρα, η Μαρία, η Ισμήνη βγαίνουνε μαζί σου για δεύτερη φορά γιατί σε θέλουν: δεν τις γοήτεψε ούτε η ευγένειά σου, ούτε το χιούμορ σου, ούτε η καλή παρέα σου, ούτε η μεγάλη η καρδιά σου. Περιμένουνε να κάνεις αυτό για το οποίο υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο οι μαλάκες άντρες, τα απελέκητα καγκούρια, τα τσογλανοειδή υποκείμενα που δε νιώθουν, το μόνο που αξίζει να περιμένει μια γυναίκα από έναν ψυχάκια: να σκύψεις πάνω από το τραπέζι και αδράχνοντας το γόνατό τους να προσκολληθείς πάνω τους με ένα αδηφάγο γλωσσόφιλο σαν λάμπραινα, η οποία θα αποκολληθεί μόλις τις απομυζήσει, ώρες μετά, σε κανα χοτέλ στον Ασπρόπυργο ή τις Τζιτζιφιές, συνήθως οριστικά. Αν είσαι από τους άλλους, τους ευγενικούς και κύριους, μπορεί απλώς να γουστάρει τη συντροφιά σου η Πόπη, η Ντορίτα, η Μισέλ, η Ανδρομάχη.

Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να βγάλει άκρη. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα τριάντα, που χώρισε, τον είχανε κακομάθει οι γυναίκες, τρελές συνήθως είπαμε (αν θυμάστε): απλούστατα, τον κυνηγούσαν αυτές. Μία του χούφτωσε τον πούτσο επικά και στην ψύχρα εκεί που περπάταγαν κανονικά, σημάδι αλάνθαστο ακόμα και γι’ αυτόν, μια άλλη του είπε «φίλα με, ρε μαλάκα, φίλα με», η πρώην γυναίκα του τον τράβηξε γερά από την γραβάτα πάνω της, προσδίδοντας στο πρώτο φιλί τους κάτι από την ηδονική ασφυξία του απαγχονισμού. Ήτανε λοιπόν και άμαθος ο άνθρωπος. Με το πέρασμα του χρόνου, και δεδομένου ότι οι άντρες βγαίνουν από την εφηβεία εκεί περίπου στα τριανταπέντε, μπήκε κι αυτός επιτέλους στο νόημα: αν βγεις με γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Εάν φυσικά δεν έχει απλώς βαρεθεί τη ζωή της μαζί σου, εάν δεν αναλογίζεται πόσο λάθος έκανε να βγείτε, εάν δεν ονειρεύεται τηλεόραση και να βγάλει τα ατελέσφορα τακούνια που την πέθαναν.

Περίπου πέντε χρόνια μετά, παρέμενε ο εαυτός του. Από μια ηλικία και μετά αυτό γίνεται: παραμένεις ο εαυτός σου, δεν υπάρχουν αλλαγές. Το μόνο το οποίο μπορείς να προσδοκάς είναι να μάθεις περισσότερα για τον εαυτό σου, να πας λίγο πιο βαθιά από την πατριδογνωσία, να πας λίγο πιο πέρα από μια προσωπική σου ιστορία διατυπωμένη με συμβάντα, σαν παραμυθάκι. Και ένας καλός τρόπος, λένε, για να μάθεις λίγη παραπάνω γεωλογία και για να σπουδάσεις την ιστορία σου είναι και μέσα από τον έρωτα. Ναι, αυτόν των άκρως αισθητών.

Για έξι μήνες έμεινε μόνος. Λίγο που δεν ποθεί πολλές, λίγο που δυσκολεύεται σε κάθε μία καινούργια γνωριμία. Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να δει θετικά τη μόνωση, να το χαρεί που έμεινε μόνος εντελώς. Μαγείρευε, καθόταν στο διαμερισματάκι του και απολάμβανε το κρασί του ή το ποτό του. Έβλεπε ταινίες, για μερικές κράταγε και σημειώσεις. Διάβαζε και βιβλία, πολλά βιβλία. Το ίντερνετ, τα κοινωνικά μέσα, του φαίνονταν είτε επαναληπτικά είτε ευτελή, μια βαβούρα στοιχειωδών βαβισμάτων ή ρητορικής επίδειξης, όταν δεν χτίκιαζε από ηλιοβασιλέματα, κιουτ ζωάκια και σοφά ρητά. Απεναντίας το ίντερνετ, η πορνογραφία, ήταν ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Ανακάλυψε κι αυτός την Αμερική, εντρύφησε κι αυτός στην τσόντα, εκεί μακριά από την εφηβεία και στο κατώφλι της μέσης ηλικίας. Σιγά σιγά έμαθε τι του αρέσει να μπανίζει, έγινε εκλεκτικός, ένας πρακτικός πορνογνώστης, ένας αυτοδίδακτος γκουρμέ της τσόντας: ανακάλυψε πόσο του αρέσουν οι ομοφυλοφιλικές τσόντες και ποιες ακριβώς, τι είδους πορνογραφικές λεσβίες τον φτιάχνουν, πόσο φως πρέπει να έχει ένα ερασιτεχνικό γαμήσι για να τον καυλώσει, ποια μεγάλα στούντιο προτιμάει ή απλώς ανέχεται· άρχισε να μαθαίνει ονόματα πορνοστάρ, να απολαμβάνει να παρακολουθεί σεξουαλικούς συνωστισμούς (αν και ήξερε ότι δεν είχε καμιά όρεξη να τους δοκιμάσει), να συγκαταβαίνει με τις χαζές πλοκές που τις σπρώχνουν υπερπρόθυμες κουκλάρες, να συμφιλιώνεται με τα πραγματικά φετίχ του (κάλτσες! χοντρούλες! δάχτυλα!) και να δείχνει μεγαλόψυχη κατανόηση για τα τερατουργήματα πλαστικών χειρουργών. Μαλακιζόταν, με η χωρίς πορνογραφία, δύο και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα, κάθε μέρα· αρχικά καμάρωνε που ακόμα είχε ορμές εικοσάρη, χαιρόταν τη νωθρή διαύγεια που ερχότανε μετά τη μαλακία. Αισθανόταν ελεύθερος και ανοιχτός με τον κυριολεκτικότατα μαλακισμένο τρόπο που αισθάνονται ελεύθεροι και ανοιχτοί οι μετέφηβοι όταν τους αφήσουνε μόνους οι γονείς τους το καλοκαίρι στο σπίτι: περισσότερο σαν αφηρημένη δυνατότητα παρά σαν βούληση για πράξη.

Μετά τρεις περίπου μήνες μπούχτισε τις τσόντες και μετά από λίγο σιχάθηκε και την πολλή μαλακία. Μαλακιζόταν πια μια φορά τη μέρα, με παράπονο και με νοσταλγία, ανεβάζοντας σε επανάληψη στο θέατρο του νου του μεγάλες ερωτικές στιγμές του παρελθόντος του. Η διάθεσή του γινόταν πια υπερβολικά ενδοσκοπική, θυμόταν την πρώην γυναίκα του, θυμόταν και όλες τις άλλες, όλες όμως, θυμόταν τον μεγάλο έρωτα τον αγιάτρευτο, θυμόταν γενικώς. Άρχισε σιγά σιγά να περιφέρεται μέσα στο διαμέρισμα, πότε με έναν καφέ, πότε με μια σόδα χλιαρή ή με ένα ποτό στο χέρι, και να σημειώνει νοερά πού έγινε τι με ποια, κι ας είχε φύγει το παλιό κρεβάτι πριν χρόνια, κι ας είχε ανακαινιστεί η κουζίνα με θύμα τον μαρμάρινο νεροχύτη τον απέθαντο, κι ας είχε πεταχτεί ο καναπές, κι ας είχαν προ καιρού καταστραφεί στο καθαριστήριο οι κουρτίνες που κάποτε έκλεισε θεατρικά μέρα μεσημέρι για να πλησιάσει την, επίσης αμήχανη, Βέρα και να της βγάλει το αριστερό βυζί έξω από το μπουστάκι λες και της έκανε χειραψία. Λίγες βδομάδες μετά, κάθε φορά που την έπαιζε ήτανε σαν να επιβεβαίωνε την υποψία ότι έρωτας δεν θα ξαναρχόταν. Εκεί στους πέντε μήνες ήτανε επιπλέον βέβαιος, η ψυχή εξηντάρη, ότι δε θα του ξανασηκωνότανε ποτέ. Αν και άμαθος εντελώς από μπουρδέλα, αφού πρόλαβαν και τον περιέλαβαν οι συμμαθήτριες από τα 16 του, άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να αποταθεί σε επαγγελματίες. Θα ήτανε διασκεδαστικός πελάτης, μια πινελιά αμήχανης πρωτοτυπίας, αν μη τι άλλο, μέσα στη βάρδια της κοπέλας: ζωντοχήρος που πρωτοανέβηκε τη σκάλα στα σαράντα του.

Εκεί στους πέντε, πεντέμιση μήνες προσπάθησε να βάλει μια καινούργια καθημερινή ρουτίνα: γύριζε από τη δουλειά, που πάντοτε του άρεσε και ας μην ήταν τίποτε «σπουδαίο» ή «δημιουργικό», και έτρωγε μόνον απ’ έξω πια ή πήγαινε με κανα φίλο για τσίπουρα ώστε να ακούει τα οικογενειακά προβλήματα των άλλων: τα οικονομικά, τις κτητικές γυναίκες, τα επαγγελματικά, τις αντρικές ζήλειες, τα ζαβά πεθερικά, τα άρρωστα κουτσούβελα – τη σπάνιδα και θλίψη του στοχοπροσηλωμένου πηδήματος των παντρεμένων που όλα αυτά κάλυπταν ελλιπώς. Μετά γύριζε σπίτι και έβλεπε ταινίες και έπινε μέχρι να κοιμηθεί. Ενδιάμεσα διάβαζε 3-4 σελίδες από την Άννα Καρένινα ή από τον ‘Γέρο και τη θάλασσα’ και αναρωτιόταν τι να κάνει η Βέρα, τι να κάνει ο μεγάλος έρωτας (που ούτε το όνομά της δεν ήθελε να πει), αν περνάει καλά η πρώην με τον νυν της. Άλλοτε έτρεμε από νοσοφοβία: κάπου τώρα μέσα του γινόταν η μοιραία μετάλλαξη, κάπου τώρα μέσα του κουμούλιαζε ένας θρόμβος. Η ψυχή εξηντάρη καταβυθιζόταν, βούλιαζε αργά και απομακρυνόταν μέσα σε νερά διαυγή προς έναν βυθό που δε θα φτάσεις με καμιά βουτιά. Έπρεπε να βρει έναν εθισμό, κατά προτίμηση όχι δαπανηρό ή θανατηφόρο.

Έπεσε λοιπόν στα κοινωνικά μέσα για να τον νανουρίζουν οι ξένες φλυαρίες, οι ατέρμονοι καβγάδες, οι γνώμες κι οι κοσμάρες, οι παρεξηγήσεις μικρού χωριού, τα κουτσομπολιά πριβέ και στο μεϊντάνι – για να τον νανουρίζουν οι ζωές των άλλων. Παρακολουθούσε λοιπόν διακριτικά λίγο πολύ τα νταραβέρια και τις λογομαχίες και τους πόνους των άλλων. Ο ίδιος ανέβαζε πότε κανα τραγούδι, πότε καμιά είδηση ή κάποια αξιοσημείωτη φωτογραφία που έβρισκε ενώ καθόταν αργός μπροστά στην οθόνη. Απέφευγε να γράφει, δεν ήξερε από τέτοια: ούτε να γράψει πολλά μπορούσε, ήταν αμελής κι απρόσεχτος, ούτε η δήθεν επιγραμματικότητα του πήγαινε. Τελικά ένα βράδυ, αργά, μετά από δυο-τρεις τεκίλες, έστειλε μήνυμα σε κάποια που του άρεσε πολύ η φωτογραφία της, το μισάνοιχτο σοβαρό χαμόγελο και το μισάνοιχτο ντεκολτέ, σίγουρα μυρωμένο. Μέσα σε μια βδομάδα κουβέντιαζαν ολονυχτίς με τις ώρες, το πρωί πήγαινε στη δουλειά και σερνόταν: οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με αυνάνα συστηματικό – αν και είχαν παρέλθει οι καιροί εκείνοι.

Στις δέκα μέρες βγήκαν, η κοπέλα ήτανε λιγάκι μεγαλύτερή του, όμως εκείνος την έβλεπε και την ένιωθε έτσι: «κοπέλα». Όταν τελικά την είδε από κοντά έκανε ότι δεν την εξέτασε, όμως ήξερε ότι είχε όλη τη βραδιά μπροστά του. Είχαν ανταλλάξει τρεις τέσσερις φωτογραφίες, αλλά είναι δεδομένη η κολακεία των φωτογραφιών μας που διαλέγουμε να μοιραστούμε, ήδη από τον καιρό της δαγκεροτυπίας. Την κοίταγε λοιπόν λοξά και δεν ήξερε τι να σκεφτεί για το σώμα της: μάλλον την ήθελε μόνο και μόνο επειδή τόσους μήνες τον είχε μαράνει και τον είχε διαβρώσει η μοναξιά, ε; Την ήθελε πραγματικά; Ποιος ξέρει. Περίεργο σώμα είχε, από αυτά που δεν περιγράφονται, ψηλή και λεβέντισσα θα την έλεγε αν θα την έλεγε κάτι, αλλά τον γαργαλούσε η θέα του και η μυρωδιά του εξ αποστάσεως· μετά από κανα δυο ποτά και κοιτώντας την σχεδόν αφηρημένα και πάντως απλανώς ένιωσε τη μικρή συμφόρηση όταν αρχίζει η καύλα, ποια του θύμιζε δεν ήξερε αλλά η ματιά της έκαιγε όπως τον έχει ξανακάψει ματιά άλλη μία, άντε δύο, φορές. Τι έψαχνε εκείνη, άδηλο. Αν ήτανε τρελή, επίσης άδηλο. Ευτυχώς ήταν ανύπαντρη ή χωρισμένη: αδέσμευτη κι ανεμπόδιστη. Τα έπιναν μέχρι τις τέσσερις. Εκείνη παρέμενε κεφάτη αλλά ευδιάκριτα αμήχανη, «άρα με θέλει», ενώ ο ίδιος αισθανόταν άνετα, χαλαρά, όμορφα: σαν να ήταν η ψυχή του διακοπές. Σταυροφιλήθηκαν και χωρίστηκαν. Πήγε σπίτι, ξεντύθηκε, την έπαιξε γι’ αυτήν αλλά επίτηδες το έκοψε και δεν έχυσε. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας.

Τον ξύπνησε το θηρίο ο ήλιος του Σαββάτου. Το σώμα του γινότανε ξανά τουριστικός προορισμός και συνέβαινε κάτι πολύ παραπάνω: ξαναζούσε και γι’ αυτό ξαναγινόταν τουριστικός προορισμός. Όταν σταυροφιλήθηκαν το προηγούμενο βράδυ μύρισε τον απόηχο του ιδρώτα της, μεθύσι άγριο και δεινότερο από τα πέντε ουίσκια που είχε κατεβάσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι θα το κάνουν, ότι θα βουλιάξει στο κορμί της χωρίς προορισμό και πλάνο, ότι θα τη γαμήσει με τις ώρες μία και δύο φορές και ότι την τρίτη θα τη χύσει κάπως αλλιώς, ότι στο μεταξύ θα γλείψει και θα δαγκώσει και θα καταφιλήσει ό,τι έχει και δεν έχει. Ότι κάθιδρος θα της χάριζε απλά κι ανέμελα το κορμί του, ολόκληρη την πατρίδα του, όπως θα διαγούμιζε τυφλά και με μανία το δικό της. Ότι θα ανασαίνει από κάτω της και από πάνω της και από πίσω της και – μετά – από δίπλα της, σαν τρένο και σαν χύτρα, άκομψα κι άγαρμπα κι ανέμελα. Για πρώτη φορά ήξερε από πριν ότι την επόμενη φορά που θα τη συναντούσε, πολύ πριν της το κάνει, θα έσκυβε να τη φιλήσει εκείνος πρώτος. Και κάθε υποψία χηρείας θα χανόταν επιτέλους.

[Η αράχνη στον Υπόγειο]

Κατέβηκα στον σταθμό του Υπογείου και πήγα στην αποβάθρα της Μαύρης Γραμμής, κατεύθυνση βόρεια. Στάθηκα άκρη άκρη στην αποβάθρα, αν και είχε λίγο κόσμο. Κόλλησα στην άκρη και στράφηκα προς τον μαύρο και μπαρουτοκαπνισμένο τοίχο. Η λεπτή μυρωδιά πίσσας και καμένου λάστιχου, η μυρωδιά του Υπογείου. Με την άκρη του ματιού μου, χωρίς να στρέφω όμως το βλέμμα, έπιανα τα ποντίκια να τρέχουν ανάμεσα στις γραμμές χωρίς να παθαίνουν ηλεκτροπληξία. Μπροστά μου ακριβώς και στους δεκαπέντε πόντους ήτανε μια αράχνη που αιωρούνταν στη μέση μιας επίσης βρώμικης εσοχής, που γι’ αυτήν έπρεπε να είναι το φρέαρ της αβύσσου. Ίσως δηλητηριασμένη από τις σπίθες που φτύνει το ατσάλι καθώς φρενάρει πάνω στις ράγες και ζαλισμένη από τα αρώματα και τις μπόχες τόσου κόσμου εδώ μέσα στην υπόγα, ύφαινε κάτι αλλόκοτους τρισδιάστατους ιστούς σαν χωροδικτυώματα που έμοιαζαν με Υ. Οι δύο κεραίες του Υ διακλαδίζονταν σε άλλα Υ κι αυτές σε άλλα Υ και αυτωνών οι κεραίες στηρίζονταν στον απέναντι τοίχο της εσοχούλας. Κι έτσι γεφύρωνε το χάσμα που της είχε δοθεί να γνέσει. Με διαδοχικά Υ. Με αυτόν τον ιστό που έμοιαζε με δέντρο. Είχε ήδη φτιάξει δύο τέτοιους ιστούς και τρέχοντας πάνω στα διακλαδωτά μονοπάτια του ιστού της έτρεχε πίσω στον τοίχο από τον οποίο είχε ξεκινήσει για να ξαναρχίσει. Un poco maestoso, μόνον un poco όμως. Καθώς ύφαινε ένα ακόμη Υ, ήρθε το τραίνο κι έτσι κοίταξα καλά αυτό το τεχνούργημα που αμέσως θα ξέχναγα και μπήκα μέσα.

Ο διπλανός ο άνθρωπος

Μ’ αρέσει να πηγαίνω στο σπίτι του Σ.Π. Το λέω χαϊδευτικά cottage, αν και είναι ένα τυπικότατο διαμέρισμα σε μια τυπική πολυκατοικία: πρόκειται για inside joke τυλιγμένο μέσα σε inside joke. Το έχει μόλις 4-5 χρόνια, πιο πριν έμενε με τη μαμά του και, όσο να ‘ναι, το καμαρώνει. Πάω πού και πού τα βράδια και κάθομαι με τον Σ.Π. και πίνουμε στο μπαλκόνι του, κάνουμε πλάκα, κοιτάμε τον κόσμο από κάτω και το ελάχιστο αλσύλλιο απέναντι. Τα λέμε. Μας διακόπτουν ξεκούμπωτα μηχανάκια στον δρόμο, μηκυθμοί λεωφορείων, αναστεναγμοί από υπνοδωμάτια προσόψεως απέναντι. Το καλοκαίρι αυτά. Επίσης, πού και πού μας διακόπτει μια φωνή σαν από νυχτοπούλι, ένας σαν λυγμός που βγαίνει σε καθαρές νότες από λαρύγγι. Ανθρώπινος αλλά απόκοσμος. Δεν ξέραμε από πού προέρχεται αλλά μας πάγωνε το αίμα. Λίγο, αφού δεν ξέραμε και τι ήταν.

Όταν τον επισκέπτομαι τον χειμώνα, τη βγάζουμε στο κρύο σαλόνι του — θέρμανση δεν πολυανάβουν στην πολυκξατοικία του από τον καιρό που νοίκιασε το cottage, πολύ πριν την κρίση. Κλείνουμε και τα πατζούρια, τραβάμε και τις κουρτίνες, μήπως και παγιδέψουμε λίγη ζέστη. Καθόμαστε στο σαλόνι και πίνουμε τζακ και τζιν, καπνίζουμε, βλέπουμε τηλεόραση και πίνουμε και καναν μπάφο. Εκεί στο CSI θα ακουστεί από κάπου πάλι αυτός ο λυγμός, ο ικετευτικός λαρυγγισμός που θα μπορούσε να είναι πολύ άρρωστος, ένα άλαλο γέλιο. Κάνουμε πως δεν τον ακούμε. Τι να είναι. Ζώο δεν είναι. Είναι άνθρωπος.

Φέτος το καλοκαίρι, πάλι στο μπαλκόνι. Ιούνιος, ζέστη. Ο Σ.Π. άναψε κάτι αρωματικά κεριά, έφερε από μέσα ένα σακουλάκι, έστριψε τσιγάρο σκέτο και με κέρασε. Τον ρώτησα αν δε φοβάται να θυμιατίσει στο μπαλκόνι: οι από κάτω φαίνονταν να έχουνε βγάλει τραπεζάκια κήπου στο μπαλκόνι τους, οι περισσότερες μπαλκονόπορτες στην πρόσοψη ήταν μισάνοιχτες. Μου έδειξε προς τα εκεί που δεν πιάνει μελάνι και άναψε.

Σε λίγο άκουσα το διπλανό πατζούρι να σηκώνεται και να ανοίγει η μπαλκονόπορτα. Θορυβήθηκα όσο να ‘ναι, αλλά ο Σ.Π. μού είπε χαζογελώντας ότι δίπλα μένει ένας μοναχικός τύπος, που απλώς βγαίνει στο μπαλκόνι πού και πού. Δε μιλάει ποτέ σε κανέναν, δεν έχει όνομα στο κουδούνι: μάλιστα οι προηγούμενοι ένοικοι του cottage έλεγαν ότι το διπλανό διαμέρισμα το έχουνε για γκαρσονιέρα. Ο Σ.Π. μου είπε ότι ο διπλανός πρέπει να φοράει παντελόνια με εντελώς ξεχειλωμένες τσέπες, αφού αναδεύει μέσα τους ρυθμικά μεγάλες ποσότητες ψιλών — κι έτσι καταλαβαίνεις και πότε βγαίνει στο μπαλκόνι. Θορυβήθηκα λοιπόν ακόμα περισσότερο όταν άκουσα αυτό ακριβώς το ρυθμικό λίχνισμα ψιλών πάρα πολύ κοντά, ακριβώς πίσω από το γυάλινο ημιδιαφανές χώρισμα των μπαλκονιών, με τη σκιά του διπλανού ανθρώπου να προβάλλεται πάνω του. Είδα τη σκιά να στέκει και μετά, αστραπιαία, το πρόσωπο του να ρίχνει μια ματιά στο μπαλκόνι του Σ.Π., σκύβοντας πάνω από το κάγκελο. Πάγωσα και γούρλωσα τα μάτια. Ο Σ.Π., που είχε την πλάτη γυρισμένη, έσκασε στα γέλια. Η σκιά μίκρυνε πάνω στο ημιδιαφανές τζάμι και το λίχνισμα των ψιλών στην τσέπη της σταμάτησε.

Εκείνη τη στιγμή, ο γνώριμος λυγμός που κάνει το νυχτοπούλι, ο σχεδόν σαρκαστικός λαρυγγισμός, αυτό το σαρδόνια απόκοσμο κλάμα ακούστηκε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του διπλανού διαμερίσματος. Αυτή τη φορά μάς διέκοψε κανονικότατα: όχι μόνον η σκιά εξαφανίστηκε από το τζάμι, αλλά την ακούσαμε να απευθύνεται ψιθυριστά σε κάποιον. Κατόπιν η μπαλκονόπορτα του διπλανού έκλεισε, σχεδόν με βία, και αμέσως έπεσε και το πατζούρι. Ο Σ.Π. μάζεψε κακήν κακώς το τραπέζι, έσβησε τα κεριά και με τα μάτια πρησμένα με έμπασε μέσα, έκλεισε μπλακονόπορτα και πατζούρι και άρχισε περίπου να φωνάζει «τι ήταν αυτό ρε μαλάκα, τι έγινε τώρα; τι ήταν αυτό;», κάτι που κράτησε για κανα τέταρτο.

Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το διαμέρισμα του διπλανού είναι μια μικρή οικιακή φυλακή κάποιου με διανοητική υστέρηση. Ότι πίσω από τη λεπτή μεσοτοιχία του cottage βρίσκεται φυλακισμένο κάποιο ανάπηρο παιδί ετών τριαντακάτι, κατά τα ελληνικά έθη που κρατούν τον ανήμπορο άνθρωπο μέσα και μακριά από παράθυρα. Βεβαίως η φαντασία μας οργίασε σχεδόν προεφηβικά — όπως όταν είχαμε βρει στο πάρκο όταν ήμασταν έκτη μια ωμοπλάτη αρνιού και λέγαμε ότι γίνονται θυσίες στον Οξαποδώ.

Πάντως, στον Σ.Π. έχω να ξαναπάω από τότε, ενώ ο Σ.Π. κάθεται καλοκαιριάτικα στο σαλόνι, κάτω από το κλιματιστικό, παίζει απαλή μουσική και πίνει αυτή την μπυρολεμονάδα του συρμού.

Δωμάτια

πολύ μικρές καλοκαιρινές ερωτικές ιστορίες παραγγελιά (σχεδόν) του ΚΚ Μοίρη

Ακούμπησε γυμνός με τον ώμο πάνω στο αλουμινένιο κούφωμα κοιτώντας έξω. Αν κάπνιζε, θα κάπνιζε τώρα. Ο δρόμος και από την άλλη μεριά του δρόμου η θάλασσα. Η νύχτα δεν ήτανε μαύρη, η νύχτα είναι μπλε. Δεν κάπνιζε. Δε λαχταρούσε τη θάλασσα. Γύρισε πίσω και την είδε να τον κοιτάζει.
 
Στην πόλη τράνζιτ για 6-7 ώρες μόνο. Ημιδιαμονή για ντουζ και μεσημεριανό ύπνο, την ωραία πατρώα συνήθεια. Έτσι έλεγε. Μπήκε στο δωμάτιο, έκανε ντουζ, κάθησε στο γραφείο του δωματίου με το σώβρακο και διάβαζε την αναφορά ενός Εσθονού. Της άνοιξε μόλις άκουσε το χτύπημά της στην πόρτα. Μπήκε χωρίς κουβέντα. Τη σήκωσε ανυπόμονα στα χέρια του, κόλλησε τα ιδρωμένα χείλια της στο στόμα του και την πλάτη της στον τοίχο. Νοσταλγία μύριζε. Φορούσε νάυλον κάλτσες καλοκαιριάτικα.

Στο τραίνο τον πείραζε, τον πιλάτευε, τον έτριβε πάνω από το παντελόνι. Μπροστά στον κόσμο, τάχα μου αμέριμνα. Στο αεροδρόμιο τον τράβηξε μέσα στις τουαλέτες αναπήρων. Έμοιαζαν με κάποιου είδους γιαπωνέζικο δωμάτιο: πάμφωτες, πεντακάθαρες και στιλπνές. Το στόμα της γλυκό. Το χαμόγελό της μετά, όσο πιο πικρό γίνεται να είναι ένα χαμόγελο.

Στην ερώτηση αν θέλουν το δωμάτιο για λίγο απάντησε με την ερώτηση πόσο θα έκανε αν έμεναν όλη τη νύχτα. Η ρεσεψιονίστ διακριτικά μειδιώντας απάντησε έντεκα χιλιάρικα. Τα έδωσε. Να κοιμηθούν μαζί. Ανέβηκαν επάνω. Πίσω από μια πόρτα ακούγονταν κραυγές. Το δωμάτιό τους ήτανε γεμάτο καθρέφτες. Δεν ήθελε να δει τον εαυτό του σε τσόντα, δεν ήθελε το ατροφικό ξανθό χνούδι στο κεφάλι του, η κωμικά φαρδιά λεκάνη του και οι χαλαρά προπετείς κοιλιακοί να παρεμβάλλονται στο οπτικό του πεδίο. Σύντομα ξεχάστηκαν οι καθρέφτες. Ξύπνησε κάθιδρος το πρωί σε ένα κατάκλειστο δωμάτιο χωρίς κλιματισμό. Κατέβασε τα μάτια από το ταβάνι στα δεξιά του. Θα έλεγε κανείς πως είναι αχνά αυτόφωτη.

Στο μικρό τυφλό δωμάτιο δέσποζε ένας μεγάλος αργαλειός. Τα σώματά τους γλυστρούσαν μεταξύ τους κι από τον πολύν ιδρώτα. Κλιματισμός κι ανεμιστήρας πουθενά. Στο στόμα του πικρή η γεύση από το άρωμά της, οι φτέρνες της σέρνονταν πάνω στα φρεσκοστρωμένα ξένα σεντόνια: κάποια άγνωστή του φίλη της τους είχε κάνει μια πολύ μεγάλη χάρη. Τα χέρια του την είχαν αρπάξει γερά κι ερωτευμένα αλλά με άγρια πείνα. Κατάλαβε ότι αυτή την ώρα ποτέ δε θα την ξεχνούσε κι έπαψε να ασχολείται με τον αργαλειό και το μισοϋφασμένο υφαντό μέσα του, με το ποιος θα πλύνει τα σεντόνια, με το τι θα γίνει όταν γυρίσει η φίλη από τη δουλειά. Κι αφοσιώθηκε στο σώμα της τυφλά.

Σκόνη και ζέστη. Πολλή σκόνη. Το πατζούρι έτρεμε και χτυπούσε υπόκωφα κόντρα στον αέρα. Ένα σπίτι γεμάτο ζευγάρια, όλα στρωματσάδα πλην ενός, ένα ζευγάρι σε κάθε δωμάτιο του διαμερίσματος. Μετά από ολονύχτιο ταξίδι. «Ποιανού είναι το σπίτι;» Ήταν του αδερφού της συναδέρφου. Έπεσαν στην κουρελού πάνω στο στρώμα θαλάσσης που επέπλεε πάνω στο παρκέ και κοιμήθηκαν όπως ήταν. Μύριζαν ιδρώτα και ταξίδι και από πάνω σκόνη. Μπήκε μέσα αντηλιά αργά το απόγευμα. Καθώς ξύπναγε έλυσε τη ζώνη του μηχανικά, έσπρωξε λίγο το τζιν προς τα κάτω και με κάποιον ευτελή ελιγμό μπήκε μέσα της. Αφού τελείωσαν τον χαστούκισε με νάζι και συνειδητοποίησε πού ήταν, ότι το προφυλακτικό ήταν ακόμα στην τσέπη σφραγισμένο και ότι είχανε στήσει όλους τους υπόλοιπους, που τους περίμεναν. Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε γαμικά βογκητά από τουλάχιστον δύο μεριές, πίσω από τοίχους και πόρτες καπλαμαδένιες. Διπλώθηκαν όρθιοι από γέλια νευρικά.

Τώρα ανάσαινε κανονικά. Στα μάτια του ήρθε φως απ’ έξω: κυανό, τεχνητό, της καλοκαιρινής νύχτας στην πόλη. Δίψαγε και δεν τον ένοιαζε. Την κοίταξε όπως ήτανε ξαπλωμένη στο πλάι και τον κοίταγε κι εκείνη, την κοίταξε όπως ατενίζεις τοπία. Όντως η γραμμή από το κεφάλι στον ώμο στον αγκώνα στη μέση στον γοφό στο τέλειωμα των ποδιών έμοιαζε με σιλουέτα νησιού στο φεγγαρόφωτο. Το δικό του κοντινό, ζωντανό νησί, ένα νησί που μπορείς να αγκαλιάσεις και να του κάνεις έρωτα χωρίς ψευτιές και λυρισμούς, παρά σαν ζωντανός άνθρωπος.

[Κεντήματα και κουτιά]

«[…]
Ούτε η θέα τόσων κεντημάτων, τεντωμένων και ενταφιασμένων μέσα στα διαδοχικά και όρθια συρτάρια τους με βοήθησε πάντως. Συρτάρια όρθια, λεπτά, ανά γεωγραφική προέλευση, κάθε χώρα και κάθε περιφέρεια της Ευρωπης να εκπροσωπείται από καμμιά δεκαριά δείγματα. Προχώρησα και τράβηξα ένα συρτάρι. Είδα όλα αυτά τα λεπτολογημένα και ψιλοδουλεμένα κομμάτια σαν ιστούς ιστορισμένους από ανώνυμες πεθαμένες γυναίκες που κέντησαν με πείσμα τη ζωή τους καθώς γλίστραγε μέσα από τα χέρια τους όπως το νήμα που δεν βρίσκει τη βελονότρυπα· παγιδευμένες σε αγροτόσπιτα και σιωπηλά αστικά μέγαρα, έκαναν τη ζωή τους κλωστή και την πέρασαν μέσα σε λινά και βαμβακερά ή και σε μάλλινα υφάσματα: μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω, μία μπρος-δύο πίσω. Ιστοί που τις κουκούλωσαν και τις παγιδέψανε: προικιά, φορεσιές, πετσετάκια. Ύστερα έφυγαν και λιώσανε κι οι ίδιες, όπως τρώει η βελόνα την κλωστή, αλλά οι ζωές τους παρέμειναν αξήλωτα κι ανεξίτηλα σχέδια και χρώματα, στο μουσείο.

Πήρα μια βαθειά ανάσα κι αποφάσισα να συμμαζευτώ και να κοιτάξω τι θα ξεσηκώσω για το δικό μου εργόχειρο, κυρίως γιατί ντράπηκα τον κόσμο που με κοιτούσε με την άκρη του ματιού να στέκομαι ενεή κι ακουμπισμένη πάνω στο τραβηγμένο συρτάρι Poland-Pomerania III, με κίνδυνο να το κατεβάσω κάτω γκρεμίζοντας όλη τη συλλογή. Άφησα στο πάτωμα τα μολύβια μου και το μπλοκ και έπιασα όλα τα συρτάρια, ένα ένα από την αρχή. Έψαχνα κάτι για να το χρησιμοποιήσω ως επαναλαμβανόμενο διακοσμητικό μοτίβο. Έπρεπε να βρω κάτι απλό, με μια σχετική συμμετρία και όχι πολύ γραμμικό. Όταν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, σημείωνα στην παλάμη με το στυλό τον αριθμό του (πού να γράφω France-Brittany VII, France-Savoy II και Brabant-Belgium V τώρα· έγραψα 57, 73 και 91). Ούτε και ήξερα πόσα ήταν όλα τα συρτάρια, τα ράφια συνεχίζονταν και απο πίσω και απέναντι και στη διπλανή αίθουσα. Για τη διάθεσή μου, που δεν ήτανε και η πιο φουντωτή, και για τον χρόνο μου, τον οποίο οριοθετούσε το μεσημεριανό κολατσιό, έμοιαζε σαν να ήμουνα σε μια άπειρη βιβλιοθήκη. Συνέχισα όμως.

Μέσα στην παλάμη μου είχα χαράξει τελικά γύρω στα εικοσιδύο νουμερα, από όλη τη βόρεια Ευρώπη, κι είχα ακόμη τη νότια, την ανατολική και τη Σκανδιναβία. Αν και σχεδίασα καμμιά τριανταριά μοτίβα, είχα λιγάκι απογοητευτεί. Κάποια κεντήματα είχαν υπερβολικά προσωπικό χαρακτήρα ή εξαιρετικά πολύπλοκα μοτίβα, ή καθόλου μοτίβα. Μέσα στα κεντήματα περιλαμβάνονταν και ατέλειωτες δαντέλες, πώς να μεταφέρεις το ανάγλυφο της δαντέλας σε μια μακέτα και στο υποθετικό κτήριο που αναπαριστά χωρίς να μπλέξεις με γύψους; Κάτι κεντήματα με ανθρωπάκια και ζωάκια ήταν από την αρχή εκτός. Σχεδίασα στο μπλοκ περίπου εφτά ή εννιά και τότε σταδιακά άρχισα να αισθάνομαι ανήθικη που σκεφτόμουν έτσι, είπα και μπράβο στον εαυτό μου. Από τη μια ψέγω τον φολκλορισμό, την ενασχόληση με ανώνυμες και απρόσωπες ‘παραδόσεις’ και ‘κληρονομιές’, κατακρίνω τη ληστρική διάθεση απέναντι σε σύμβολα, σχέδια και εικονογραφίες που αποσπούμε από το περιβάλλον, τον συμβολισμό και την ιερότητά τους και τα κάνουμε χαϊμαλιά και μπλουζάκια, και από την άλλη ψάχνω για τυπικούς εκπροσώπους και χαρακτηριστικά δείγματα, που να είναι και αρκούντως διακοσμητικά από πάνω. Συγχάρηκα τον εαυτό μου για την υποκρισία του, και τον βεβαίωσα πως η πτυχιακή μου θα επιζήσει και χωρίς διακοσμητικά μοτίβα και λαϊκότροπες ζωφόρους. Μάζεψα τα σύνεργα της δουλειάς και βρήκα το δρόμο μου μέσα από τις αίθουσες του μουσείου. Εδώ πιο δίπλα έχουνε μια συλλογή αντιγράφων των πιο διάσημων έργων τέχνης στα τέλη του 19ου. Ενδιαφέρον μαυσωλείο· συγκέντρωση παράταιρης και εκτός συμφραζομένων τέχνης· γυψοθύελλα. Βρήκα την έξοδο. Η πόλη.

Η πόλη, ένα κουτί. Αέναη κίνηση, φυσικό φως, τεχνητό φως. Περιφερειακοί δρόμοι. Πέτρες τούβλα μπετό. Πύργοι και υπόγεια. Ασανσέρ και τρένα. Πολλαπλές διαδρομές, ιστοί μέσα της: κόκκινο για τις πιο πολυσύχναστες πορείες και διαδρομές, κίτρινο για τις λιγότερο πατημένες και τις πιο περπατημένες. Αγγλισμοί, σκέφτομαι με αγγλισμούς. Τώωωωρα, καλά είσαι. Και να μίλαγα κι αγγλικά. Ένα κουτί. Ένας ιστός με κτήρια για παραγέμισμα; Ή κτήρια με δρόμους για διάκενα ανάμεσά τους; Πού οι στενές κατακόρυφες κοιλάδες της Νέας Υόρκης, θα σηκώνεις ψηλά το βλέμμα και θα νιώθεις πως η πορεία είναι κατακόρυφη, προς τα πάνω. Ένα κουτί του οποίου οι έδρες, έξι; παραπάνω; Κοιτάνε προς τα μέσα και διαρκώς πολλαπλασιάζονται: δωμάτια, εσωτερικοί τοίχοι, διαμερίσματα και γραφεία, παράθυρα, όψεις κτηρίων, τετράγωνα, συνοικίες: πρίσματα, τετράπλευρα, αθροίσματα σημείων και στιγμών. Άραγε θα πάω ποτέ στη Νέα Υόρκη;

Κατέβηκα στο κουτί μέσα σε ένα κουτί και στη στοά περίμενα ένα κουτί. Ξανά εκείνη η μελωδία κάτω από την πόρτα του άγνωστου ενοίκου – του χαφιέ. Το κουτί με πήγε σε άλλο κουτί, άλλαξα κουτί και έφτασα στο κουτί όπου μεταλλικά κουτιά ελάχιστου πλάτους γράφανε ‘Angel’ στην εξωτερική όψη τους. Θυμήθηκα εκείνη την αράχνη του Υπογείου. Θα την έφαγε κανα ποντίκι. […]»

[Στο τέλος ενός ραντεβού]

» […]
Περπατήσαμε κι άλλο, καθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και κοιτούσα την απέναντι όχθη, το Somerset House με την Courtauld· εκεί πρέπει να τον πάω, να δει τους ιμπρεσιονιστές. Σιγά σιγά έσβηνε και η φλογίτσα του οινοπνεύματος μέσα μου, ήρθε στα μάτια μου για λίγο η γκαζιέρα της γιαγιάς, με τη γαλάζια φωτιά της και η μυρωδιά από πατάτες στο σπορέλαιο, να μη γίνονται βαρειές. Πριν έρθω εδώ θα νόμιζα πως είναι αταίριαστη μια τέτοια εικόνα εδώ μέσα στο κέντρο της μεγάλης πρωτεύουσας, αλλά ξέρω πια για το γκάζι που ζεσταίνει τους θερμοσίφωνες με τον ακοίμητο μικροσκοπικό πυρσό του και τα φτηνά σκεύη στα φτωχόσπιτα του Χάκνεϋ και του Μπρίξτον, που εμείς τα μελετούσαμε ως άρτε πόβερα. Φωτιά, ωραία φωτιά. Φωτιά που κυματίζεις γαλάζια στον κόκκινο ουρανό. Ονειρεύομαι από την κούραση όρθια; Σφίγγω το χέρι του Μάρτιν, με τραβάει στην αγκαλιά του και προχωρούμε όπως πρέπει.

Η Τραφάλγκαρ είναι άδεια, εκτός από τα αγάλματα και τις φωτισμένες προσόψεις. «… του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών…» όπως έλεγε η γεροντίστικη φωνή στο ράδιο. Ο πατέρας κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο και η θεια να μού διηγείται τη φρίκη της Εικονομαχίας, τη θλιμμένη πριγκίπησσα Σοράγια, πριγκίπησσα Τζάκι και δεν ξέρω ποια, τα φρικτά εγκλήματα των Τούρκων το ’22 το ’46-’49 και το ’74, τον αηδιαστικό θάνατο της άμυαλης Κοκκινοσκουφίτσας («ουουουου, πώς θα μύριζε το βρωμόστομα του λύκουουου!») – πώς να μην είναι κλαψιάρικα τα ελληνικά τραγούδια μετά. Καθόμασταν στη σόμπα και με τάιζε – εγώ, αν και μεγάλη πια, το ανεχόμουν, μου έφτιαχνε τα μαλλιά και μου έλεγε κι άλλες ιστορίες: για την παλιά Κομοτηνή και τον Μπουκλουτζά που πλήμμυριζε, για το πώς έχτισε η κυρία-Τσάτσου το καμπαναριό της Υπαπαντής, για τα ‘αθώα’ ραντεβουδάκια της, όλη η παρέα μαζί, στις ψαροταβέρνες στο Φανάρι με ποδήλατα κι αφετηρία το Ρολόι. Όταν μεγάλωσα και της έλεγα ότι αυτά ήτανε στην πραγματικότητα ραντεβού για ένα στα γρήγορα στα Χίλια Δέντρα, γινόταν έξω φρενών – τουλάχιστον δεν μπορούσε να απειλεί πως δεν θα με ταΐζει πια, ούτε πως θα με ρίξει στη σόμπα από τη μαντεμένια της τρύπα, από πάνω, όπου πάντοτε καθόταν ητσαγιέρα. Ο πατέρας έβγαινε από το δωμάτιο για να πάει ‘να ξεσκάσει’, μύριζε ανεπαίσθητα καμένο κασμήρι από την ηλεκρική θερμάστρα και εργένικη μπαγιατίλα, μόλις τόσο δα, κάτω από την ‘κολώνϊα’.

Γλαρώνω και σχεδόν κοιμάμαι στο ντεσεβώ. Δεν βλέπω όνειρα – ευτυχώς. Φιλιόμαστε σαν σε όνειρο, η πόρτα του ασανσέρ κλείνει, πότε άνοιξε; πότε μπήκα; Και μόλις που με ξυπνάει η επαφή με το κρεβάτι. Όχι για πολύ όμως.»