Η βαρύτητα κι οι μουσακάδες

Όπως πολλοί άλλοι, έχω μείνει κόκκαλο με την εκπομπή «Μια νύφη για τον γιο μου«. Μητέρες και γιοι ψάχνουν αντάμα για συζύγους που θα είναι νοικοκυρές, περιποιητικές κι υπάκουες, θα ψένουν μουσακάδες και θα κάνουν εγγονάκια.

Για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι η απέχθειά μου οφείλεται στα εκφυλοαντανακλαστικά μου, σημειώνω ότι παραμονή Πρωτοχρονιάς ο πατέρας μου, ένας καθ’ όλα αξιοπρεπής οικογενειάρχης και σιγανοπαπαδιά που πλέον έχει ψηφίσει τους πάντες πλην ΚΚΕ και ΛΑΟΣ, μας έβγαλε 5λεπτο φιλιππικό εκφράζοντας την απογοήτευσή του, την κατάπληξή του καθώς και την απορία του για το πού βαδίζουμε σαν κοινωνία όταν βγαίνουν τέτοιες εκπομπές και μάλιστα όταν βρίσκονται και παίκτες για να συμμετάσχουν σε αυτές.

Κακώς πέφτει από τα σύννεφα όμως. Το σύνθημα της σχωρεμένης της Μαλβίνας Κάραλη καθώς πολεμούσε τον αρχισατανά (δηλαδή τον καλύτερο μεταπολεμικό πρωθυπουργό της Ελλάδας) Κώστα Σημίτη ήταν «απενοχοποιηθείτε» (συνοδευόμενο από κάποια καμπ προσφώνηση που δε θυμάμαι: «χρυσά μου»; «μωρά μου»; «λατρεμένα μου»; «πουλιά μου»; κάτι τέτοιο). Βεβαίως, η Κάραλη μάλλον ευαγγελιζόταν γενικευμένη απενοχοποίηση: για τους θρησκόληπτους αλλά και για τους άθεους, για τις τεκνατζούδες αλλά και για τις γεροντόφιλες, για τους χοντρούς αλλά και για τους ανορεξικούς, για τους καρεκλάδες αλλά και για τους σκυλοτσιφτετελάδες, για τους φαλακρούς αλλά και για τους αφάνες, για τις αναγνώστριες του Φάις αλλά και της Δημουλίδου, για τους σινεφίλ που προσκυνούν τον Τάκη Κανελλόπουλο αλλά και τους βιντεοφίλ που γουστάρουνε Στηβ Ντούζο. Και ούτω καθεξής.

Η ελληνική κοινωνία πάντως άκουσε τη φωνή της προφήτιδος και συμμορφώθηκε. Ή μάλλον, η προφήτις ψυχανεμίστηκε (μόνο έλλειψη διορατικότητας δε θα μπορούσε να της προσάψει κανείς) το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας που ήθελε να απενοχοποιηθεί.

Η ελληνική κοινωνία ήθελε να ακούει και να χορεύει σκυλομαλακίες, ήθελε μαιζονέτες και πολυτελείς μονοκατοικίες και διαμερίσματα στα Βριλήσσια και στην Αγία Παρασκευή, ήθελε να διαβάζει Άρλεκιν εγχώριας παραγωγής κι όχι για τις αϋπνίες του Βιζυηνού, ήθελε να βλέπει βιντεοταινίες κι όχι για τη σιωπή του Θεού. Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα που η λέξη «κουλτουριάρης» ήταν (όχι αδικαιολόγητα) βρισιά ενώ, ταυτόχρονα, οτιδήποτε αμφισβητούσε τα θέσμια και τα ιερά καταχωρούνταν αμέσως ως «κουλτουριάρικο»: από τους χίπηδες μέχρι το ΚΚΕεσ, από τους ειρηνιστές μέχρι όσους έκαναν πολιτικό γάμο, από τον Νίκο Δήμου της δεκαετίας του ’80 μέχρι τον Ηλία Πετρόπουλο, από τον Σιδηρόπουλο μέχρι τις φεμινίστριες, από τον Κουν μέχρι τον παπα-Πιρουνάκη.

Η ιδεολογία των Ελλήνων (ιδεολογία μιας μειοψηφίας ίσως, πλην όμως πανίσχυρη):

α. Είναι ιδεολογία οικογενειοκεντρική και οικογενειοκρατική: η οικογένεια παραμένει υπέρτατη αυθεντία και εξουσία και στον ιδιωτικό βίο και στον δημόσιο βίο και στην πολιτική.

β. Είναι αόριστα και συγκεχυμένα φαλλοκρατική-μιλιταριστική: τους Ιταλούς τους κάνουν άντρες οι πουτάνες (ή τίποτα κορίτσια από όχι πολύ καλές οικογένειες), τους Έλληνες ο στρατός. Είναι και συγκρουσιολάγνα: ρητορικώς όλα είναι όπλα, αγώνας, αίμα, πάλη, μάχη, πόλεμος. Όπως έλεγε κι ένας φίλος: «Με τη βοήθεια του θεού, θα τους γαμήσουμ’ όλους», που μας φέρνει στο

γ. Είναι θρησκευτική με τη γιανναρική έννοια — αν και ο ίδιος, χαμένος στις εξιδανικεύσεις του, βεβαίως διαφωνεί. Στον ιδιωτικό βίο ο Έλληνας χρησιμοποιεί το θείο σαν πλούσιο μακροθειό ή σαν επιδεκτικό λαδώματος υπάλληλο. Πέρα από τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, επικαλείται κομποσχοίνια, φυλακτά, εικονίτσες, ματόχαντρα. Αν είναι φτωχός, μάγια και μάγισσες. Αν είναι πλούσιος, το ταϊβανέζικο χέρι της Φατίμα που αγόρασε στο σουκ στην Τυνησία, ή κανα καβαλιστικό χαϊμαλί. Στον δημόσιο βίο, η θρησκευτικότητα διαπιστεύει την ελληνικότητα, πράγμα σημαντικό αφού

δ. Για την ελληνική ιδεολογία, ο Άλλος είτε ενσωματώνεται, αφού συμμορφωθεί εξωτερικά (ο βαφτισμένος Εβραίος, ο διακριτικός ομοφυλόφιλος, η θρήσκα πόρνη, ο μαύρος που μιλάει άπταιστα ελληνικά, ο γραικομάνος Σλαβομακεδόνας, ο υπερέλληνας Βλάχος / Αρβανίτης, ο Σουηδός που παίζει σάζι και τάβλι, η Αμερικάνα μάνα που είναι υστερικότερη από την εγχώρια), είτε απορρίπτεται. Η συνύπαρξη μαζί με τον Άλλο είναι πάρα πολύ ζόρικη υπόθεση. Από αυτή την άποψη τα σχεδόν ανύπαρκτα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον αντισημιτισμό είναι μέρος μιας πανοραμικότερης εικόνας μονομανίας, μιας διαρκούς προσπάθειας να επιβληθεί η μονοδιάστατη ταυτότητά της.

Τέλος, η υποκρισία είναι κεντρικό στοιχείο της ελληνικής ιδεολογίας. Ίσως το ισχυρότερο: «κάνε ό,τι θες αλλά μη μας το λες», «μακριά από πάνω μας κι όπου θέλει ας πάει» και — φυσικά — όπως είπε ο εθνικός Καραμανλής: «υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δε λέγονται και πράγματα που λέγονται και δε γίνονται», ρήση που επίσης συνοψίζει πανέμορφα τη νεώτερη πολιτική μας ιστορία.

Τις τελευταίες δεκαετίες πάψαμε να υποκρινόμαστε ότι δεν είμαστε υποκριτές. Απενοχοποιήσαμε την υποκρισία, όπως και την ημιμάθεια, τη μεμψιμοιρία-ζοχάδα και τον ατομικό και συλλογικό μας τσαμπουκά-λεονταρισμό. Οι ψυχαναλυτές και οι γεροντάδες θα μείνουν το δίχως άλλο άνεργοι σύντομα, αφού ρέπουμε προς τα εκεί που μας τραβάει η βαρύτητα της ελληνικότητας, «φυσικά» και «αβίαστα».

Δύο στα δύο

Κατάφερα να δω και τις δύο πολυσυζητημένες ελληνικές ταινίες, τη Στρέλλα και τον Κυνόδοντα. Αν δεν τις έχετε δει, σταματήστε να διαβάζετε και πηγαίνετε να τις δείτε.

Γενικά δε μου αρέσει ο ελληνικός κινηματογράφος από σεναριακής και θεματολογικής άποψης. Νομίζω ότι έχω ξαναγράψει για το θέμα, αλλά αντί να ψάχνω τον σύνδεσμο, μπορείτε να τον βρείτε εσείς στο νέο μπλογκ που περιλαμβάνει (σχεδόν) όλα όσα έχω γράψει κι ό,τι θα γράφω στο εξής. Ωστόσο, πρόσφατα έχουν εμφανιστεί ελληνικές ταινίες (να θυμηθώ πολύ πρόχειρα την Ιστορία 52) που είναι πολύ διαφορετικές: χωρίς ποιητισμούς, χωρίς τάχα μου γκονταρικούς διαλόγους, χωρίς σχηματικά «συμβολικά» σενάρια που τα τραβάει η διακειμενικότητα στον πάτο, χωρίς αφέλειες κτλ.

Ο Κυνόδοντας δεν είναι καθόλου ευχάριστη ταινία. Είναι βεβαίως άψογα γυρισμένη και πάρα πολύ δυνατή. Μάλιστα είναι τόσο δυνατή, που σε βαράει στο κεφάλι διακριτικά αλλά πάρα πολύ σφοδρά.

Λειτουργεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.

Πρώτα-πρώτα είναι μια ακραία αλλά λεπτομερής και πολύ αποτελεσματική σάτιρα της (ελληνικής) οικογένειας, τουλάχιστον όπως τη γνώρισε η γενιά μας. Πόσοι από εμάς δε φαντάστηκαν ή δε φοβήθηκαν ότι οι γονείς μας θα ήθελαν κατά βάθος να μας απομονώσουν εντελώς από τον έξω κόσμο και τις κακές επιρροές: τη σατανική τηλεόραση, τις καφετέριες κι όλα τα άλλα που βλέπαμε σε αριστουργήματα όπως τα Τσακάλια ότι ρίχνουνε τη νεολαία στον βούρκο.

Δεύτερον, η ταινία αποτελεί ένα ενδιαφέρον πείραμα σκέψης σχετικά με τα όρια του κοινωνικού μπιχεβιορισμού: μπορείς να διαμορφώσεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου κατά βούληση ελέγχοντας τα ερεθίσματα που δέχεται; Γίνεται να παρακάμψεις ή να ανασκευάσεις την ανθρώπινη φύση ώστε τελικά να πείσεις για την επικινδυνότητα της γάτας ή να αποσβέσεις το ταμπού της αιμομιξίας; Είναι εφικτό να πείσεις ανθρώπινα όντα ότι «πληκτρολόγιο» σημαίνει μουνί; (αν κι εντάξει, σχετικά με αυτό το τελευταίο, σε μπλογκάδες απευθύνομαι)

Τρίτον, ο Κυνόδοντας είναι η ουσιαστικότερη, αν και αλληγορική, κριτική της κλειστής κοινωνίας: απομόνωση, αυτάρκεια, προπαγάνδα, ψέμα, παραπληροφόρηση, περιχαράκωση και δαιμονοποίηση του «έξω κόσμου», τρομολαγνία, έμφαση και πρωτείο στην κοινότητα-οικογένεια, πλήξη, βία, εκπόρνευση και — σε πολλά επίπεδα — αιμομιξία. Η κατάσταση στο απομονωμένο σπίτι θυμίζει ιστορίες από ορεινές κοινότητες της Ευρώπης αλλά κι από ολόκληρες κοινωνίες (Βουλγαρία, Ανατολική Γερμανία, Βόρεια Κορέα κτλ.).

Με το να επιτίθεται μετωπικά και σαδιστικώς ανελέητα στην οικογένεια, στην (μπιχεβιοριστική) Παιδεία και στα αντανακλαστικά της (ενίοτε θεόκλειστης) κοινωνίας μας, ο Κυνόδοντας ήδη πρωτοπορεί. Το γράμμα το πάει ακόμα παραπέρα η ταινία με την τεχνική και αισθητική της ματιά και το ολοκληρωμένο όραμά της.

Η ενδιαφέρουσα συγκυρία βρίσκεται στο ότι η άγρια σκυλίσια κριτική του Κυνόδοντα συνυπάρχει με τη μη-τραγική κατάληξη της Στρέλλας. Η Στρέλλα πρωτοπορεί με την απουσία ενοχής και τιμωρίας για ανομολόγητα πράματα και (σε ένα επίπεδο κάπως πιο προφανές) στο ότι είναι η πρώτη (ή η δεύτερη) ελληνική ταινία στην οποία οι τραβεστί δεν είναι θλιβερά κουρέλια, τραγικά ερείπια, τελειωμένα τζάνκι που σφάζονται ή που τα πυροβολεί κάποιος μουστακαλής λαϊκός πασοκόμορφος τύπος. Τα υπόλοιπα για τη Στρέλλα θα τα διαβάσετε εδώ.

Αν η Στρέλλα εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, ο Κυνόδοντας μας πάει πέρα από αυτήν για να φωτίσει κάποια από τα στρεβλά συλλογικά οράματά μας. Και οι δυο ταινίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, κάνουν πολύ ενδιαφέρον και πολύ δύσκολο σινεμά — μέσα σε έναν πραγματικό κόσμο τυράννων αιμομικτών πατεράδων, σαν εκείνους τους αυστριακούς.