
Θυμάμαι το εξής από όταν ήμουν φοιτητής και διδασκόμουν θεωρία λογοτεχνίας:
Η καθηγήτρια μας εξηγούσε ότι κατά τον Λούκατς το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα είναι η περιγραφή. Η περιγραφή είναι ας πούμε το ζουμί του μυθιστορήματος κατά τον Λούκατς, αυτό που ζητάει ο κόσμος, και υποτίθεται πως ήταν εις γνώση των πεζογράφων της εποχής και γι’ αυτό ακριβώς απλώνουν την περιγραφή μέσα στο κείμενό τους όσο πιο εκτενώς μπορούν.
Εδώ θα πρόσθετα ότι γι’ αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα τείνει να μας κουράζει. Επίσης δεν ξέρω αν ο Λούκατς συζητάει το γεγονός ότι τα μυθιστορήματα της εποχής συνήθως δημοσιεύονταν αρχικά σε συνέχειες σε εφημερίδες, άρα έπρεπε κάπως ο συγγραφέας να γεμίσει τον χώρο που του δινόταν στη σελίδα.
Με δυο λόγια, κατά τον Λούκατς ο κόσμος περιμένει περιγραφή από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ζητάει περιγραφή, και οι μυθιστοριογράφοι υποκύπτουν σε αυτή την απαίτηση των αναγνωστών τους. Οι συγγραφείς λοιπόν συμμορφώνονται με τη ζήτηση και προσφέρουν περισσότερη περιγραφή: τοπία, φυσιογνωμίες, γεωγραφικές επισκοπήσεις, εσωτερικά σπιτιών και μεγάρων, κι άλλες φυσιογνωμίες κτλ.
Σε εκείνο το σημείο η καθηγήτριά μας σχολίαζε ότι αν το μυθιστόρημα είναι κατ’ εξοχήν κάτι είναι σίγουρα αφήγηση, οπότε θα περίμενε κανείς οι μυθιστοριογράφοι να δίνουν στο κοινό τους περισσότερη πλοκή πάρα περισσότερη περιγραφή (αυτά κατά το στοιχειώδες δίπολο μεταξύ περιγραφής κι αφήγησης). Τι να σας πω, δεν ξέρω.
Εκείνο που κράτησα από τον όλο σχολιασμό είναι ότι ένας δημιουργός ή κι ένα κίνημα προσφέρει στο κοινό του αυτό που το κοινό του θέλει από αυτόν. Ενίοτε αυτό που προσφέρει και που το κοινό του ζητάει όλο και περισσότερο καταλήγει τελικά να γίνει μανιέρα.
Το άνωθι ισχύει και για ολόκληρους οργανισμούς που απευθύνονται σε κοινό. Η Εκκλησία, για παράδειγμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας κατά τους 20 αιώνες ύπαρξης της κινήθηκε με παρόμοιους όρους. Αντίθετα με εμάς, που πλήττουμε αφόρητα στις ατελείωτες υπνωτικές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, αυτό που φαίνεται να επιθυμούσαν οι πιστοί για αιώνες από τη λειτουργική ζωή τους ήταν όσο το δυνατόν εκτενέστερες ακολουθίες.
Κι έτσι στην ορθόδοξη θεία λειτουργία δεήσεις επαναλαμβάνονται τρεις ή τέσσερις φορές (Ειρηνικά, Εκτενής κτλ.) χωρίς κάποια πραγματική θεολογική θεμελίωση, αν και εκ των υστέρων επινοήθηκαν θεολογικές προφάσεις για την επανάληψη αυτή. Ο βασικός ωστόσο σκοπός των δεήσεων αυτών είναι προφανώς να επεκτείνει τη διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Γενικότερα, αν εξετάσει κανείς τις ορθόδοξες ακολουθίες (με τους Αιθίοπες να είναι οι πρωταθλητές παρεμπιπτόντως), περιέχουν κάθε λογής παραγεμίσματα και επαναλήψεις, ακριβώς γιατί για αιώνες αυτό ζητούσαν οι πιστοί από την εκκλησία τους: μακροσκελείς ακολουθίες. Στην εποχή μας, που όντως έχουμε και πιο ευχάριστα πράγματα να κάνουμε και πιο δημιουργικές ασχολίες (φρίξτε πιστοί!) με τις οποίες καταπιανόμαστε, κάτι τέτοιο φαίνεται παράλογο. Και ναι, το παρελθόν είναι ξένη χώρα ενώ είναι πάρα πολύ δύσκολο ανθρωπολογικά να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ ας πούμε 9ου και 15ο αιώνα ― μιλάμε για πολλά χρόνια.
Κάτι παρόμοιο γνωρίζουμε ότι συνέβη με τις νηστείες. Αρχικά η μόνη νηστεία ήταν η Σαρακοστή πριν το Πάσχα. Ωστόσο η εκκλησία μας θεώρησε σκόπιμο να θεσπίσει περισσότερες νηστείες, προφανώς γιατί το ζητούσαν οι πιστοί της. Έτσι λοιπόν προστέθηκε η νηστεία των Χριστουγέννων, αργότερα η νηστεία των Αποστόλων και τέλος η νηστεία της Παναγίας ― η οποία προφανώς είναι πολύ πιο προσφάτως νεωτερισμός. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στο ότι στην εβδομαδιαία νηστεία της Παρασκευής (θάνατος του Χριστού) προστέθηκε αυτή της Τετάρτης (προδοσία, λέει, του Χριστού), ενώ κάποιοι κύκλοι εσχάτως επισώρευσαν και τη νηστεία της Δευτέρας (λόγω αγγέλων, τάχα).
Και στις δυο περιπτώσεις, αυτά ήθελαν οι πιστοί, ή τέλος πάντων οι πιστοί που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν έναν θεσμό τόσο δυσκίνητο και αργοκίνητο στη συσσωρευμένη σοφία του περί την ηγεσία: διάρκεια στις ακολουθίες και περισσότερες μέρες νηστείας.
Σαν καταληκτικό και μάλλον κοινότοπο σχόλιο απλώς θα προσθέσω ότι ένας οργανισμός ή ένας δημιουργός δίνει στο κοινό του αυτό που ζητάει και τείνει να δίνει όλο και περισσότερο στο κοινό του από αυτό που το κοινό ζητάει.
Από την άλλη όμως το κοινό μαθαίνει να ζητάει περισσότερο από αυτό που τελικά επιλέγει να του δώσει ο εν λόγω οργανισμός ή ο δημιουργός. Άλλωστε κανένα κοινό δεν ζητάει μόνον ένα πράγμα.








