Χωρίς πρίγκηπες

Έβλεπα χτες μια ταινία για την Γκρέις Κέλλυ. Ήταν ηθοποιός και μετά πριγκίπισσα. Δεν την ήξερα την ιστορία της. Εγώ τη χαστουκίζω την κόρη μου όταν μου ζητάει παιχνίδια με πριγκίπισσες και στολίδια πριγκίπισσας. Δεν είναι πριγκίπισσα, είναι η κόρη της Τάνιας της νυχούς. Να το καταλάβει τώρα, να μην υποφέρει μετά. Δεν είμαστε πρίγκηπες. Μια φορά ο αδερφός μου, μεγάλη ψωνάρα αυτός γενικώς, αλλά στη δική του οικογένειά του ας κάνει ό,τι θέλει ο καθένας, της έφερε μια πινακίδα για την πόρτα του δωματίου της: Princess. Όχι «μια φορά», πέρσι που έκλεινε τα πέντε. Για την πόρτα του δωματίου της. Που δεν έχει μπαλκόνι. Που το μοναδικό παράθυρο κοιτάει στον ακάλυπτο, φάτσα στο διαμέρισμα της άρρωστης γιαγιάς που καμμιά φορά με φωνάζει με φωνή σαν άρρωστου γλάρου να βγω στο μπαλκόνι της κουζίνας να μου μιλήσει γιατί την τρελαίνει η μοναξιά της τηλεόρασης. Αλλά δεν ασχολούνται με αυτά οι ταινίες, είναι ηθογραφία. Έτσι λέει ο μαλάκας ο αδερφός μου: ηθογραφία. Που πήγε το ζώον και πήρε ταμπέλα Princess για την καπλαμαδένια πόρτα του δωματίου της μικρής, που δεν κλείνει, κι ας έχει λιμάρει το μέσα της κλειδαριάς ο Τάσος δυο φορές: δεν κλείνει. Πήρα κι εγώ και πέταξα στην ανακύκλωση το Princess, πριν το δει η δικιά μου και κολλήσει. Βρακί δεν έχουμε, που λέει ο λόγος, τα πριγκιπικά αξεσουάρ μάς μάραναν.

Έβλεπα λοιπόν την Γκρέις Κέλλυ, που την έπαιζε η Κίντμαν. Δράματα ο γάμος της. Πολύ θλιμμένη αυτή. Αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον άντρα της γιατί και καλά η Γαλλία θα έπαιρνε το Μονακό. Για σκέψου, μεγάλη ευθύνη. Ναι, ειρωνεύομαι. Πάντως, εντάξει, δύσκολος γάμος. Μωρέ εγώ τα ξέρω αυτά: να θες να χωρίσεις και να μην μπορείς, να σε γεμίζει μόνο θυμό ο άλλος, να πηγαίνεις να τσακωθείς και να εμφανίζεται ξαφνικά η μικρή. Και εντάξει, στο Μονακό, άμα ήθελε να βριστεί ο πρίγκηπας με την πριγκίπισσα, όλο και κάποιο δωμάτιο θα βρισκόταν: η βιβλιοθήκη, το καπνιστήριο, η αίθουσα μπιλιάρδου — κάτι. Στη Σπετσών στα 75 τετραγωνικά, πού να τσακωθείς, στο μπαλκόνι; Εκεί κι αν γίνεσαι θέατρο. Έβλεπα λοιπόν την ταινία, η μικρή μόλις είχε κοιμηθεί, ήθελε δύο παραμύθια κι εγώ πείναγα και σερνόμουν από την κούραση («εύκολα τη βγάζετε εσείς οι νυχούδες», λέει ο Δημήτρης, «κάθεστε»· καλά, εντάξει). Σκεφτόμουν, εμάς τις απλές γυναίκες που περνάμε δράματα, θα μας κάνουνε ταινία; Σιγά. Κάθεσαι να δεις μια ταινία έτσι πιο δραματική, χωρίς σκοτωμούς και ζόμπι, και οι πρωταγωνιστές είναι μουσικοί, επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, ο Παπακαλιάτης που πάει στη Νέα Υόρκη να του φύγει ο νταλκάς — τέτοια. Εγώ άμα θέλω να μου φύγει ο νταλκάς βγαίνω στο μπροστινό μπαλκόνι (γιατί στο πίσω, της κουζίνας, θα μου πιάσει κουβέντα η γριά) και κάνω μισό τσιγάρο. Ή κλαίω κόβοντας κρεμμύδια. Αλλά αυτά δεν ενδιαφέρουνε κανένα, αυτά είναι ηθογραφία, που λέει κι ο αδερφούλης μου, αυτά είναι λαϊκές συνοικίες και Μητροπάνος και «πώς πάει κι αυτός ο μήνας», που λέει κι η Πρωτοψάλτη. Δεν έχουμε δράματα εμείς, είμαστε νυχούδες και νοικοκυρές, την κόψαμε και την Νταλίνα, την κοπέλα τη χρυσή (που την έλεγε αλλοδαπούτα ο Χάρης) που ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα, γιατί δεν βγαίναμε. Κι εν πάση περιπτώσει, όταν χωρίσαμε με τον Χάρη, δεν πήρε η Γαλλία το Μονακό. Δεν μας πήρε καν η τράπεζα το σπίτι, γιατί πουλήσαμε τα χωράφια και το ξοφλήσαμε. Μια ανακαίνιση τού μένει τώρα, δώδεκα χρόνια που είμαστε μέσα. Δύο μπήκαμε, δύο μένουμε. Ο τρίτος, ο Χάρης, πήγε να ζήσει τ’ όνειρο. Κοινή συναινέσει και λεβέντικα. Καλά έκανε, σούρνονται και καρκίνοι. Να ζήσει.

Έβλεπα την Γκρέις Κέλλυ. Πήρε τη μάνα της υπεραστικό από Μονακό στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής για να κλαφτεί. Μαλάκαμου, εγώ θυμάμαι που παίρναμε τη θεία στην Αμερική όταν ήμουνα πιτσιρίκα και λέγαμε «υπεραστικό» και παθαίναμε. Κόστιζε και μισό μηνιάτικο εκείνο το εικοσάλεπτο. Ή μπορεί έτσι να το έλεγε ο πατέρας μου στη μαμά, για να μην πιάνει κουβέντα με την αδερφή της στο Μιλγουόκι. Μιλγουόκι. Στου διαόλου τον σβέρκο. Πήρε λοιπόν η Γκρέις τη μάνα της και η μάνα της της έλεγε σαν γνήσια ελληνίδα μαμά να κοιτάξει τον γάμο της και τα παιδιά της πάνω απ’ όλα και τη ρώταγε αν υπάρχει άλλος (ποιος άλλος στο Μονακό, τρεις κι ο κούκος είναι όλοι κι όλοι εκεί). Και η Γκρέις τής το κλείνει το τηλέφωνο και τσακ σκάει το μικρό της και ρωτάει «μαμά, γιατί κλαις;». Θα ήτανε μελό αυτή η σκηνή αν δεν ήτανε βγαλμένη από τη ζωή. Σοβαρά μιλάω. «Γιατί κλαις;» Τι να πεις; Γιατί χωρίζουμε με τον μπαμπά και νιώθω χάλια και σκέφτομαι και λίγο πώς θα βγαίνουμε τώρα κι ας μην έμπαιναν πάνω από 350 ευρώ τον μήνα στο σπίτι από τον μπαμπά σου; «Τα κρεμμύδια», λες. Ενώ η Κέλλυ είπε «συγκινήθηκα που μίλαγα με τη μαμά μου», υπεραστικό.

Είχα έναν γκόμενο. Δεν λέω πότε, πριν ή μετά τον χωρισμό: οι άντρες έχουν ορμές, οι γυναίκες είμαστε πουτάνες — έτσι μας πάνε τις γυναίκες, όπως η τράτα τα ψάρια, κι ας λεν οι φιλάνθρωποι ό,τι θέλουν. Μου έλεγε ο γκόμενος ότι όλες οι γυναίκες που γουστάρει γουστάρουν και γυναίκες. Ψηνότανε για τρίο μάλλον. Παντρεμένος. Οι παντρεμένοι όλο μαλακίες λένε, πλάθουν αβέρτα παραμύθια και σου τα πουλάνε. Παραμύθια. Παραμύθια μαλλί της γριάς: γλυκά αλλά εξαφανίζονται μόλις αγγίξουν τη γλώσσα σου, άσε που αν πας να τα αγγίξεις κολλάνε τα χέρια σου. Εντάξει, οι παντρεμένοι να ξεφύγουνε θέλουν, όχι απλώς να γαμήσουν. Δηλαδή, καλά, όλοι οι άντρες θέλουν να γαμήσουν, απλώς όχι εσένα ντε και καλά. Το λέει κι ο Δημήτρης ο κομμωτής. Που ναι, είναι γκέι το παιδί. Γιατί άμα είσαι γκέι και με απολυτήριο Λυκείου πού θα πας να δουλέψεις; Κι αν πας, θα σε κρατήσουν; Άσε τι λένε: οι αδερφές στα γκέτο, σαν εμάς. Εκτός κι αν είναι πρίγκηπες, σαν τον γιο της Γκρέις Κέλλυ.

Οι παντρεμένοι λοιπόν αναζητάνε το διαφορετικό τους: αν είναι επιχειρηματίες, ψάχνουνε ποιήτριες, αν είναι εργάτες, ψάχνουνε κουλτουριάρες, αν είναι πανεπιστημιακοί, ψάχνουνε κομμώτριες, το Μπουρνάζι ψάχνει Κεφαλάρι και ο Γλυφαδιώτης Ακαδημία Πλάτωνος. Εμένα την νυχού με ζύγωσε φιδέμπορας. Όχι, σοβαρά, φίδια πούλαγε ο άνθρωπος. Υπάρχει αγορά για φίδια στην Ευρώπη, έλεγε. Τα έκανε εισαγωγή. Νόμιμα. Πολύ πλούσιος όμως. Πούλαγε και χαμαιλέοντες και ιγκουάνες. Αυτές είχανε γίνει και μόδα τότε με το παλιό το σίριαλ με εκείνον τον γκόμενο, το πανκιό, τον Σερβετάλη. Αλλά πρίγκηπας στους τρόπους. Κύριος. Ούτε ξενοδοχεία, ούτε μαλακίες σαν κάτι φτωχομπινέδες πιτσιρικάδες (σαν κι αυτούς που έχω μπλέξει τώρα): σπίτι του. Μέχρι που με βαρέθηκε κι άρχισε να μου λέει για τη γυναίκα του. Πρίγκηπας αλλά μαλάκας, σαν τον Ραινιέ. Φιδέμπορα δεν θα τον έλεγα πάντως. Κι ας ήτανε κατ’ επάγγελμα.

Εν πάση περιπτώσει, οι παντρεμένοι δεν ψάχνουνε μόνο να είναι διαφορετικές οι γκόμενες, ψάχνουνε να τις έχουνε και υπό: θέλουνε να το παίζουνε μέντορες και να τις δασκαλεύουν για τη ζωή τους. Τη βλέπουνε καθοδηγητές. Όλο νουθεσίες. Ίσως γιατί τους κυβερνάει το στεφάνι τους ή (χειρότερα) το Πεθερικό. Ίσως έτσι να γίνονται και καλά τρυφεροί χωρίς να πατάνε πολύ το στεφάνι τους. Αυτό το έζησα με τον άλλο μου τον παντρεμένο γκόμενο, τον καθηγητή. Δίδασκε σε Λύκειο. Κάργα παντρεμένος αυτός, τον έβλεπα στη χάση και στη φέξη. Και την είχε δει δάσκαλος. Αυθεντία. Να μιλάω αργά, μου έλεγε. Να ντύνομαι κομψά (αυτός πάλι κυκλοφορούσε σαν παρωδία του Χάρη Ρώμα). Να μην αμολάω κοτσάνες. Να μη γίνομαι μελό. Να μην διακόπτω. Μετά κάτι άλλα: να καταλάβω τη θέση του και τη δική μου θέση στη ζωή του, ότι αυτός είναι φτασμένος κι εγώ μια ανώριμη που παριστάνω τη μαμά του. Σιγά μην παρίστανα τη μαμά του, πενήντα χρονών γάιδαρος. Αλλά εντάξει, τα είχε κι αυτός τα θεματάκια του, παρ’ όλα αυτά εγώ δεν είμαι καμμιά καριόλα να τα βγάλω στη φόρα. Α, ναι: «στα φόρα» είναι το σωστό, με διόρθωνε. Βέβαια. Και «κατ’ αρχήν», όχι «κατ’ αρχάς». Ή το λέω ανάποδα; Να κι εγώ, δηλαδή.

Καμμιά φορά σκέφτομαι ότι έτσι ένιωθε κι ο Χάρης, ο δικός μου. Ότι διαβάζω τις σκέψεις του, ότι δεν έχει μισή γωνιά μυαλό δική του. Είναι λίγο βάρβαρος ο γάμος αν δεν είσαι πρίγκηπας, να έχεις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου, λίγο χώρο. Κι έχουνε γίνει κι οι γάμοι μας αμερικάνικοι: να τα λέμε όλα ο ένας στον άλλο, να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς. Κι αυτή είναι η ρίζα του κακού. Όταν με εκνεύριζε που κυκλοφορούσε άπλυτος (είμαι πολύ της καθαριότητας, νυχού είμαι, αν ήμουνα βρωμιάρα έστω και λίγο…) του το έλεγα στα ίσα. Ιδίως άμα πλάκωνε τους παστουρμάδες. Ειλικρίνεια λοιπόν. Αμεσότητα. Ε, προσβαλλόταν ο άνθρωπος. Στράβωνε. Το έβλεπα. Δεν έλεγε τίποτε αλλά πέταγε λίγο το μάτι του. Ενώ θα μπορούσα να του πω «μια πελάτισσα μαλάκω», «ο ΟΑΕΕ», «κάτι δικά μου». Αυτή η αμερικανιά μάς έφαγε: όλα να τα μοιράζεται το ζευγάρι. Να πάτε σε σύμβουλο γάμου. Να τα κουβεντιάζετε ανοιχτά. Έτσι ήμασταν. Έτσι ήτανε και ο Χάρης. «Βαρέθηκα, θέλω να χωρίσουμε», είπε μια μέρα. Το εννοούσε. Κι όχι δεν υπήρχε άλλη. Βαρέθηκε ο άνθρωπος. Και μου το είπε στα ίσια. Κι εγώ είχα βαρεθεί. Αλλά όταν μου το είπε, έτσι, έπινα μεταξύ των ραντεβού μου. Και οι πελάτισσες άρχισαν τα «Τάνια μου κομμένη σε βλέπω». Αμεσότητα.

Η γιαγιά μου όταν είχαμε παντρευτεί είχε άλλη γνώμη. Ήρθε μετά στο γλέντι και με πήρε παράμερα, με φίλησε. Με σταύρωσε. Έβγαλε στο επιτόπου και μου έδωσε ένα δαχτυλίδι της, αυτό εδώ που φοράω τώρα. Αυτό. Και μου λέει μετά: «Ο άντρας σου να σε γνωρίζει από τη μέση και κάτω μόνο». Εγώ είχα μεθύσει και τη ρώτησα «Μα να μη δείξω στον Χάρη τα βυζιά μου;». Με κοίταξε λίγο όπως κοιτάω εγώ κάτι πελάτισσες που μου πουλάνε μυαλό ενώ δεν τους φτάνει ούτε για ζήτω. Σοβαρά πάντως, τη συμβουλή της δεν την κράτησα, δεν την τίμησα: δυο φορές χωρισμένη η γιαγιά. Σιγά. Που θα δώσει και συμβουλές. Αλλά είμαι σίγουρη ότι και ο Ραινιέ ελάχιστα γνώριζε την Γκρέις Κέλλυ.

Από την άλλη, είπαμε, αυτές δεν είναι πραγματικές σχέσεις. Πραγματικές σχέσεις είναι ο Χάρης που έβγαζε λιγότερα από την γυναίκα του την Τάνια τη νυχού, που βαρέθηκε, που την άφησε μετά από δέκα χρόνια γάμου με ένα τετράχρονο. Που ήμασταν μέσα σε ένα σπίτι παλεύοντας με τους εαυτούς μας και ο ένας με τον άλλο και μαζί εναντίον της ειλικρίνειας και της αμεσότητας και του να τα λέμε όλα. Που δεν μας φτάνουνε για πολύ πολύ αλκοόλ ή χάπια και καθόλου για καμμιά κόκα. Κι αυτές τις ιστορίες κανείς δεν τις γράφει. Ούτε εγώ μπορώ γιατί, όπως έλεγε και ο καθηγητής Λυκείου, είμαι λειτουργικά αναλφάβητη. Το πολύ πολύ να βγει κανα τραγούδι για τη Μαίρη Παναγιωταρά ή για το σίδερο με ατμό, τέτοια.

Η μάνα σου η Δανέζα

‘Jens’ είναι ο Γιάννης στα δανέζικα. Όμως όταν ο Γιάννης (ή Jens) γεννήθηκε στο Ούνσε (που εμείς λέμε Οντένσε ή Όδενσε), η ελαφρώς παχύσαρκη ληξίαρχος δεν ενδιαφέρθηκε για αντιστοιχίες, άλλωστε δεν της επέτρεπε ο Νόμος να ασχοληθεί με αντιστοιχίες και την ετυμολογία των ονομάτων. Οι γονείς του νεογέννητου δεν ήτανε παντρεμένοι και ήτανε και οι δύο παρόντες. Ο πατέρας είπε «Γιάννης» (από τον μπαμπά του) και η μαμά είπε «Jens» (γιατί είχε νταγκλάρει από την επιλόχια κατάθλιψη και, μάλλον, και από το ελάχιστο μαυράκι που έκανε και σαν λεχώνα, που την έπιανε πολύ). Και έτσι έμεινε, είτε είχε υπάρξει συνεννόηση (όπως η μάνα του Γιάννη, η κυρία Helle, ισχυρίζεται), είτε όχι. Πάντως η ληξίαρχος έγραψε Janis Jens Makris στις 4 Μαΐου 1993. Η μητέρα του αργότερα θεώρησε ότι το παιδί θα μπορούσε να ενταχθεί καλύτερα σε παιδικούς σταθμούς και σχολεία αν το έλεγαν απλώς και μόνο Jens. Ο πατέρας δεν είχε αντίρρηση.

Γενικά, ο πατέρας του Γιάννη δεν είναι ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει. Εκτός από το ότι έδωσε στον πρωτότοκό του το όνομα του πατέρα του. Και εκτός από το ότι πήδηξε στην Ίο μια Δανέζα το 1992 πίσω από μια βάρκα στον Μυλοπότα. Την οποία και γκάστρωσε στο επιτόπου, ή την επόμενη βραδιά στη Χώρα, σε ένα από ενοικιαζόμενα κοντά στο κλαμπ Arjuna. Κατά τα άλλα δεν ήταν ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει. Ήταν ήδη τριαντάρης το ’92 και ξέμεινε στην Ίο γιατί είχε απαγορευτικό για Σαντορίνη. Επίσης ήτανε τρομακτικά καλλιεργημένος (έτσι τον λέει ο Γιάννης: «τρομακτικά καλλιεργημένο»). Ακολούθησε μάλιστα την κατά δύο χρόνια μικρότερη Helle στη Δανία και ανέλαβε τις ευθύνες του. Από κάτι φωτογραφίες (σε χαρτί, παρακαλώ!) φαίνεται ότι η κυρία Helle ήτανε μία συγκλονιστικά θεοτική μουνάρα («θεοτική μορφή» τη λέει ο Γιάννης) τότε, αλλά και η πνευματική επικοινωνία με τον πατέρα του φίλου μου δεν πρέπει να στάθηκε δύσκολη υπόθεση: το καυλάντισμα (‘καμάκι’ το έλεγαν τότε) ξεκίνησε στη βάση της Χώρας, εκεί όπου οι Ιταλοί χειρονομούσαν λιάρδα στο μεθύσι ζητώντας πίπες και πισωκολλητά από όλες τις περαστικές, με θέμα τον Κίρκεγκωρ. Στο Ούνσε βρήκε γρήγορα τι να κάνει με το άχρηστο και πρόσφατο διδακτορικό του στον στριμμένο Δανό με το παράξενο επώνυμο «Νεκροταφείο»: του έδωσαν μια θέση λέκτορα για να διδάσκει, αυτός που και Έλληνας ήταν και μόλις μιάμιση δημοσίευση είχε. Τουλάχιστον ήτανε ξανθός, σκέτο τυρί ξανθός, από τα ψηλά της Θεσσαλίας. Έμειναν λοιπόν εκεί, στην αγκαλιά του κράτους προνοίας μέχρι που ο Jens γιόρτασε τα ένατα σημαιοστολισμένα γενέθλιά του: όλες οι γιορτές, ως και τα Χριστούγεννα, είναι σημαιοστολισμένα στη Δανία, άλλωστε το Dannebrog δεν είναι και καλά έμβλημα εθνικισμών αλλά η παλιότερη σημαία στον κόσμο, λάβαρο αναστάσιμο. Μετά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα, αφού η μάνα του Γιάννη βρέθηκε κάπως να συμμετέχει στην διοργάνωση των Ολυμπιακών του 2004.

Ο Γιάννης ή Jens ήταν ένα αλλόκοτο πλάσμα. Δηλαδή ήταν ένα αλλόκοτο πλάσμα όταν τον γνώρισα στη Σχολή το ’12. Ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, αν και πανύψηλος, χωρίς την ελάχιστη σκιά προφοράς. Παρότι είχε κάποια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο που έφερναν σε καλοσυνάτη φώκια, συνεισφορά των σκανδιναβικών γονιδίων, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι από την Κυλλήνη (σαν εκείνη τη Δέσποινα που με βασάνιζε στο Λύκειο) ή από τα βουνά της Κρήτης — το μυαλό μου δεν πήγαινε στα Τρίκαλα, από τα οποία καταγόταν κατά το άλλο ήμισυ. Κάναμε παρέα, βγαίναμε, τα γνωστά. Εντάξει, έμαθα ότι η μάνα του ήτανε ξένη, αλλά σιγά.

Και κάποια στιγμή βγήκαμε για καφέ με την ξαδέρφη του την ξένη, τη Δανέζα, που είχε έρθει για διακοπές. Και ξαφνικά ο Γιάννης μεταμορφώθηκε σε Jens, ή μάλλον: βγήκε από μέσα του ο Jens όπως οι εξωγήινοι ξεντύνονται την ανθρώπινη στολή τους στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Μίλαγε δανέζικα με την ξαδέρφη, μίλαγε αυτή τη γλώσσα που δεν είχα ξανακούσει, τέλεια όμως, μια γλώσσα χωρίς σύμφωνα, που ακούγεται σαν συνεχόμενος πνιγμός με θαμπά μεταβλητά φωνήεντα, μια γλώσσα σαν να στραβοκαταπίνει μεθυσμένος. Και ο Jens ήταν ένας άλλος άνθρωπος, πρόδηλα ξένος, που απλώς έμοιαζε φτυστός ο Γιάννης. Ο άνθρωπος ήτανε δύο άνθρωποι.

Φαγώθηκα να καταλάβω πώς και τι. Ο άνθρωπος έμοιαζε σαν να έχει δυο μητρικές γλώσσες. Μου είπε ότι μίλαγε δανέζικα με τη μάνα του και παντού στο Ούνσε, αλλά ότι ο πατέρας του του μάθαινε γραφή κι ανάγνωση και στα ελληνικά, άσε που του μίλαγε μόνον ελληνικά και του διάβαζε Τριβιζά, Κόμιξ και Ζωρζ Σαρρή — ώσπου έμαθε κι εκείνος να διαβάζει ελληνικά. Τα καλοκαίρια πήγαιναν από τα δύο του στην Ελλάδα. «Και τι μίλαγαν με τη μάνα σου;» «Μόνον αγγλικά, τα δανέζικα του πατέρα μου είναι ακόμα χάλια, και στο πανεπιστήμιο στα αγγλικά δίδασκε.» Μετά ήρθανε μόνιμα στην Ελλάδα. Αλλά πλέον πήγαινε πίσω στη Δανία τα καλοκαίρια για κανα δίμηνο («Δεν παλεύεται η ζέστη εδώ, ρε φίλε.»), ώσπου η εφηβεία τού αποκάλυψε και αυτουνού τα θέλγητρα των νησιών.

Ο Γιάννης / Jens, ο άνθρωπος που είναι δύο άνθρωποι, παραπονιότανε συχνά για την γκαντεμιά του, που και οι δύο άνθρωποι που είναι είναι επαρχιώτες. «Χάθηκε να την έπεφτε σε καναν αμερικάνο; / Χάθηκε να την έπεφτε σε καμμιά αγγλίδα;» Πάντως θεωρεί τους Δανούς σαφώς πιο επαρχιώτες από εμάς: όλοι τούς ξέρουν όλους και παριστάνουν ότι δεν ασχολούνται μαζί τους. Κονφορμιστές και μάλλον δειλοί. Το κεφάλι που προεξέχει το κόβουν, για όποιο λόγο κι αν προεξέχει. Για όλα φταιν οι Γερμανοί. Μετά με άρχιζε για τους Έλληνες: νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, δεν βλέπουνε πέρα από το σπίτι τους κι από το σόι τους. Παρτάκηδες. Για όλα φταιν οι Τούρκοι.

Πανεπιστήμιο αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα γιατί ο χειμώνας στη Σκανδιναβία δεν παλεύεται. Ούτε και το φαγητό. Και γιατί η Αθήνα είναι μεγάλη και ζωντανή πόλη και μπορείς να πιεις χωρίς να καταχρεωθείς — και ας βρωμάει, και ας σου «διακορεύει το νευρικό» ο θόρυβος. Πάντως μπορεί να το παίξει δίπορτο: ο πατέρας του ζει πια στο Ούνσε με μια πιτσιρίκα Ινδή δεύτερης γενιάς, που μιλάει καλύτερα δανέζικα από τον ίδιο, ενώ η κυρία Helle ζει στο Κουκάκι και δουλεύει στο Δανικό Ινστιτούτο στην Πλάκα και «γενικώς καλοπερνάει».

Τις προάλλες τον ρωτάω αν αισθάνεται ότι ανήκει και στις δύο χώρες. «Αν ήμουν ευρωπαϊστής, θα σου έλεγα ότι είμαι Ευρωπαίος, αλλά γαμιέται η Ευρώπη, η κοιτίδα της βαρβαρότητας και της αποικιοκρατίας, γαμιέται και η ΕΕ.» «Τώρα μιλάει η Δανία μέσα σου», του είπα και τον ξαναρώτησα αν λοιπόν αισθάνεται ξένος και στην Ελλάδα και στη Δανία. «Εξαρτάται: αν έχω πιει, πατρίδα κι εδώ, πατρίδα κι εκεί. Αν πεινάω, είμαι ξένος.» Πολλές φορές, άμα λέει τέτοια, νομίζω ότι με δουλεύει που δεν έχω ξεμυτίσει, που ο κόσμος μου είναι η Αττική, η Πάτρα και ο γύρος της Ιταλίας που έκανα με ιντερέιλ. Άλλες φορές λέει ότι η γλώσσα είναι η μόνη μας πατρίδα και ότι, τζα!, αυτός έχει δύο. Καμμιά φορά είναι τρελοκομείο ο Γιάννης.

Γενικά είναι περίεργος τύπος. Μυστήριος. Και εδώ και αλλού. Ο ίδιος μού είπε ότι φταίει το δανέζικο χιούμορ, που είναι υπόκωφο, στεγνό και βραδύκαυστο. Από την άλλη, δεν μοιάζει να έχει φίλους στη Δανία, όχι πάντως κολλητούς. Εδώ κάνει παρέα μ’ εμένα — αλλά δεν καταλαβαίνω πώς — και με ένα παλιό συμμαθητή του. Είχαμε πάει για ποτά, μπύρες πίνει, και τον ρώτησα. Μου είπε ότι δεν έχει φίλους, ότι προτιμάει να κάνει παρέα με γυναίκες. Εκεί λίγο με ξένισε. Τον ρώτησα γιατί. «Με τις γυναίκες μπορείς και να το κάνεις και να πεις και καμμιά κουβέντα της προκοπής. Με τους άντρες τίποτε από τα δύο. Δηλαδή όχι τόσο ωραία.» Με δουλεύει; δεν ξέρω. Ώρες ώρες νιώθω ότι δεν είμαστε συνομήλικοι αλλά ότι μιλάω με κάποιον σαραντάρη και βάλε. Μάλλον φταίει το χιούμορ: με την ξαδέρφη του γέλαγαν κάμποση ώρα επειδή ο Jens έκανε μια παντομίμα ότι τάχα προσπαθεί να φτύσει μια τρίχα χαμογελώντας ταυτόχρονα, μουνότριχα δηλαδή. Δεν ξέρω, θα φταίει το χιούμορ. Πάντως με γυναίκες τον έχω δει, τον περιμένουνε συνήθως όταν το διαλύουμε, εκεί κατά τις 10 και. Πάντα με κάτι γκόμενες να λιποθυμάς κυκλοφορεί, κάτι τύπισσες κι εγώ δεν ξέρω πώς να τις πω και πώς να τις περιγράψω.

Εκεί που τρώγαμε κάτι σουβλάκια και περπατάγαμε τις προάλλες άρχισε ξαφνικά να μου λέει, εκτός θέματος, για κάτι δανέζικες εφημερίδες, που είναι «σκέτες φυλλάδες». Σκατόφυλλα χειρότερα από την Εσπρέσσο. Μου έλεγε για τις Δανέζες, που ξεσαλώνουνε στη Μεσόγειο αλλά ξαναγίνονται παρθενοπιπίτσες όταν επιστρέφουνε στον Βορρά. Για τη βασίλισσά τους που καπνίζει, τον γκέι Γερμανό άντρα της, για το πόσο μαλάκες είναι οι Κοπεγχαγινοί. Τέτοια. «Τι μου τα λες αυτά;» «Δεν ξέρεις τι προνόμιο είναι να τρως πιτόγυρο περπατώντας» μου είπε, «να στάζουνε τα λίπια και τα τζατζίκια μέσα από τη λαδόκολλα στο πεζοδρόμιο». Όχι, δεν ξέρω. Μετά μου εξήγησε ότι εκείνη την ώρα σαν να του έλειπε το Ούνσε, σαν να ένιωθε μακριά από παντού: και από την Αθήνα, που την περπάταγε εκείνη την ώρα, και από το Ούνσε, την πόλη όπου μεγάλωσε. Τον ρώτησα τι του ‘ρθε και λέει τέτοια, αν είναι ερωτευμένος. Μου απάντησε πως δεν χρειάζεται να είσαι ερωτευμένος για να σου φέρνει μια γυναίκα χαλασμό.

«Γιατί όλο λες ‘γυναίκα’; Γκόμενες τις λέμε.»
«Άλλο το ένα, άλλο το άλλο, ρε μαλάκα. Έλεος.»

Ψάρεψε ένα κρεμμύδι μέσα από τη λίγδα τους εκμαγείου της λαδόκολλας και καταπίνοντας την μπουκιά του είπε:

«Kvinder, ρε συ, kvinder eller kaos.»

Μου το μετέφρασε και μου το έγραψε στο κινητό, γιατί αλλιώς γράφεται κι αλλιώς προφέρεται αυτή η γλώσσα.

Με τον Jens, τον Γιάννη, δεν μιλιόμαστε εδώ και δυο τρεις βδομάδες. Τον έκανα και μπλοκ στο φέισμπουκ. Ναι, οκέι, ξέρω, αυτά τα κάνουνε τσαντισμένες γκομενίτσες αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Είχα πάει με μπύρες στο σπίτι του να δούμε το Μπαρσελόνα-Τσέλσι, αλλά έβγαλε κάτι σναπς. Ε, γλυκόπιοτα είναι αυτά, ήπιαμε από ένα μπουκάλι ο καθένας μέχρι να λήξει το ματσάκι και μετά παραγγείλαμε πίτσες και το ρίξαμε στη μαυροδάφνη: ο Γιάννης επέμενε ότι αν πίναμε μπύρα θα μας χάλαγε κανονικότατα. Του είπα κι εγώ τα γκομενικά μου, για την Κική το βάσανο δηλαδή, αν και με δυσκολία: δεν μου αρέσει να κουβεντιάζω τέτοια πράματα. Του είπα λοιπόν τα γνωστά, ότι την αγαπάω κι ότι κι εκείνη λέει ότι με αγαπάει. Εκεί με έκοψε και με ρώτησε αν δεν είμαστε λίγο μικροί να μιλάμε για αγάπες ακόμα, εγώ τον είπα μαλάκα και τον έστειλα να πα να γαμηθεί και συνέχισα. Του είπα λοιπόν ότι την αγαπάω την Κική κι ότι με αγαπάει, ή τεσπά έτσι λέει. Με ρώτησε ποιο είναι το πρόβλημά μου. Του είπα ότι είμαι σίγουρος ότι με απατάει.

«Εννοείς ότι πηδιέται και με άλλους;», με ρώτησε γελώντας, και μάλιστα γελώντας κάπως επιτηδευμένα.
«Ναι ρε μαλάκα. Εξαφανίζεται. Δεν απαντάει και στο κινητό.»
«Μαζί σου πώς είναι όμως ρε συ;»
«Όνειρο. Με κάνει ευτυχισμένο. Μόνο μαζί μου είναι όταν είναι μαζί μου. Με κάνει να νιώθω τρελή χαρά και φαίνεται χαρούμενη και η ίδια.», είχαν αρχίσει να μιλάνε το σναπς κι η μαυροδάφνη και δεν μπορούσα να αρθρώσω τα λόγια μου: όσο έτρεχαν τα λόγια στο μυαλό μου, τόσο σκόνταφταν στο στόμα μου.
«Αν σε αγαπάει και το νιώθεις ρε μαλάκα, ρε μαλακισμένε, τι σε νοιάζει τι κάνει όταν δεν είναι μαζί σου; Αφού σε αγαπάει.» είπε ο Jens και με κοίταγε ειρωνικά, που οκέι, δεν πειράζει, αλλά και με συμπόνοια, όπως κοιτάμε παιδί που σκούζει γιατί του πήρανε το παγωτό. Αγρίεψα.
«Άντε και γαμήσου ρε μαλάκα.»
«Νταξ, γαμιέμαι. Θενξ.»
Τα πήρα άγρια. Ο μαλάκας ο ξένος. Το σκανδιναβό το ξενέρωτο. Που δε μασάει:
«Γαμιέται η μάνα σου, ρε μαλάκα.»
«Ναι, γαμιέται. Η δικιά σου, πάλι, όχι.»

*

Αναδημοσίευση από ΤΟ ΠΑΡάΘΥΡΟ, περιοδικό ποίησης και άλλων αμαρτημάτων.

Φωτογραφία: «On the Beach» (1951) του William Mortensen

Μένω μέσα

Τίποτα δε με βοηθάει σε αυτή τη χώρα που γεννήθηκα και ζω και από την οποία ποτέ δε θα φύγω. Τίποτα δε με βοηθάει. Είναι ένας τόπος που έχει πείσει τον εαυτό του εδώ κι εξήντα χρόνια ότι είναι παράδεισος διακοπών και ότι δεν είναι τίποτε άλλο. Ζει κι αναπνέει μόνο στη στενή παραθαλάσσια λωρίδα του, εκεί υπάρχει κι εκεί καθρεφτίζεται. Στο μεταξύ, ηλιοφάνεια κι αιθρία. Ηλιοφάνεια κι αιθρία. Κι εγώ απεχθάνομαι τον ήλιο, αυτό το μοχθηρό θηρίο το κυκλοδίωκτο που καίει τους ουρανούς, το ανελέητο τέρας που ξεφτίζει τα χρώματα. Δεν αντέχω το φως. Αλλά ζω σε λάθος χώρα. Μα κάνω ό,τι μπορώ. Λίγα, δηλαδή.

Έχω κλειστά τα παντζούρια τη μέρα. Χαρακιές-χαρακιές το φως δραπετεύει και μολύνει το σκοτάδι μέσα στο διαμέρισμα, πολλές φορές διαχέεται και μου στερεί και τον ύπνο. Πήγα κι αγόρασα βαρειές κουρτίνες αλλά το φως το γαμημένο, το φως που προσκυνάτε, είναι ανίκητο — τις διαπερνάει. Τρυπώνει παντού σαν θάνατος. Θολώνει το σκοτάδι πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Για καμμιά βδομάδα, δέκα μέρες ίσως, σκεφτόμουν συνεχώς να κολλήσω χαρτόνια πίσω από τις γρίλιες των πατζουριών. Και έτσι να πετύχω πλήρη συσκότιση. Μετά σκέφτηκα ότι η διαφορά μεταξύ εγκλεισμού και φρενοβλάβειας, μεταξύ διαμερίσματος και κελλιού, είναι αυτή: αν έχεις κολλήσει χαρτόνια πάνω στα πατζούρια ή όχι. Αν κρέμονται μυγοπαγίδες από το ταβάνι ή όχι. Αν έχεις κάνει βιβλιοθήκη την μπανιέρα σου ή όχι.

Μερικές φορές φοβάμαι μήπως το σπίτι μυρίζει άσχημα, μήπως μυρίζει κλεισούρα και μπαγιατίλα. Μήπως μυρίζει ατελέσφορη βαρβατίλα. Οι άντρες εύκολα μυρίζουμε άσχημα. Πλένομαι λοιπόν ψυχαναγκαστικά, κι ας μην έχω το κουράγιο να βγω έξω. Ή μάλλον: κι ας μην έχω τη διάθεση να βγω έξω.

Μέσα μένω. Μέσα. Τα πρωινά, άμα έχει ωραία συννεφιά τον χειμώνα ή άμα έχει φύγει προς την άλλη μεριά ο ήλιος το καλοκαίρι, αφήνω ορθάνοιχτες όλες τις μπαλκονόπορτες: υπνοδωμάτιο, σαλόνι, γραφείο. Μένω μέσα αλλά κάθομαι στο πιο σκιερό σημείο του σαλονιού πότε τουρτουρίζοντας και πότε ιδρώνοντας, αναλόγως. Σχεδόν πάντα ημίγυμνος: δε χρειάζεται να ντύνεσαι άμα ζεις μόνος στο σπίτι. Κι ας με βλέπουν από το γραφείο απέναντι. Παρακολουθώ κι εγώ τα διαμερίσματα απέναντι από εμένα, σαν να είναι πολλές σκηνές του Δημήτρη Παπαϊωάννου ταυτόχρονα. Ακριβώς απεναντί μου, λίγο πιο χαμηλά από το μπαλκόνι μου είναι το μπαλκόνι μιας κοπέλας. Δεν έχει κουρτίνες το διαμέρισμά της (πώς το μπορεί το φως;) και βλέπω σχεδόν το μισό σαλόνι της. Παρκέ γδαρμένο κι ένας καναπές. Αναρωτιέμαι αν εκείνη έχει ποτέ σηκώσει το βλέμμα προς τη δική μου μπαλκονόπορτα και, αν ναι, αν με έχει δει. Χαίρομαι πάντως που είναι εκεί, φοιτήτρια πρέπει να είναι: την έχω δει στον καναπέ με ένα σωρό χαρτιά σαν σημειώσεις να βαυκαλίζεται, την έχω δει να κυλιέται πάνω του μαζί με έναν που είναι σαν πίθηκας. Ναι, ζηλεύω. Είναι πολύ όμορφη. Δεν ξέρω αν έχω δει τόσο όμορφη γυναίκα στη ζωή μου αλλά ίσως να είναι η ιδέα μου, που κλεισμένος μέσα σε αυτό το σπίτι περνάω τη ζωή μου. Πάντως με παρηγορεί να την κοιτάζω. Χαρά μού δίνει.

Απεναντίας, προσπαθώ να μην έχω καμμία απολύτως επαφή με τους γείτονες. Στον όροφο μένει μια μισότρελη γριά που κυκλοφορεί μόνο με ρόμπα, ένας που έχει το διαμέρισμα για γκαρσονιέρα, μια οικογένεια με έναν γιο στην εφηβεία που ακούει δυνατά μουσική όταν λείπουν οι γονείς του. Στους άλλους ορόφους, δεν ξέρω ποιος σε ποιον, μένουν άλλοι. Όχι πολλοί: έχει γεμίσει άδεια διαμερίσματα η γειτονιά. Στον ακάλυπτό μου π.χ. βλέπω τα διαμερίσματα άλλης πολυκατοικίας, στην κάθετο του δρόμου που μένω: δύο μπαλκόνια καταχεσμένα από περιστέρια, με παράλυτα κλιματιστικά, πίσω από τα κατασκονισμένα τζάμια τους διακρίνονται υπολείμματα υπνοδωματίων, χωρίς κουρτίνες κι αυτά, όπου μάλλον κάποιοι πέθαναν και τα άφησαν άδεια. Η ακακία στον δικό μας ακάλυπτό κάθε άνοιξη τα κρύβει αυτά τα δωμάτια με τα φύλλα της.

Δε με πειράζει που ζω μόνος. Κι ας νιώθω πως σπαταλιέμαι αργός. Με πειράζει που δεν έμαθα να ζω μόνος νωρίτερα. Με πειράζει το φως, κυρίως. Εδώ έχει πάντα ήλιο, κάνει πάντα την εποχή του φωτός, του Αιγαίου και της τυφλότητας που σου δίνει η αντηλιά: όλα στο φως, όλα προσφέρονται για αυτοψία κι εξέταση, όλα ανοιχτά για ερμηνεία. Όλα στο φως. Κάθε τι θα ερμηνευτεί και θα αναλυθεί και θα εξηγηθεί, με μπόλικο αναγωγισμό πάντα. Βιολογικοί παράγοντες, ψυχολογικοί παράγοντες. Και όταν λέω «όλα», ε ναι, μιλάω για τη ζωή μας. Η ζωή στο φως. Αφού τελικά, η ζωή είναι όλα.

Όμως η ζωή είναι κάτι εντελώς ακατανόητο κι ανερμήνευτο, μέχρι κι απερινόητο θα έλεγα. Αυτό που είναι η χαρά και η παρηγοριά μου μοιάζει παραλογισμός και βρωμιά για άλλους. Αυτό που ξέρω ότι είναι ισορροπημένο μέσα μου, αποτέλεσμα δοκιμής και πλάνης και βαθειάς καλοσύνης, φαντάζει στους άλλους αδιαφορία και απάθεια. Ό,τι μου δίνει χάρη και χαρά μπορεί και να μοιάζει με προϊόν παθολογίας σε άλλους. Kαι όχι μόνον στους άλλους, αλλά και σε εμάς τους ίδιους. Έτσι κατασπατάλησα τα νιάτα μου: έξω και αναμεσα στους άλλους, προσπαθώντας να ερμηνεύσω τη ζωή μου. Ήμουνα νέος, έτσι κάνουν οι νέοι: αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορείς παρά ελάχιστα πράγματα να καταλάβεις και ορμούν να καταλάβουνε τουλάχιστον τη ζωή τους — νομίζουνε πως είναι το πιο εύκολο. Πάσχιζα λοιπόν κι εγώ να κατανοήσω όσα ζούσα, ώσπου στο τέλος ήρθε η στιγμή και γίνανε ζωή, άχαρη ζωή, και αυτά: η υπερανάλυση και ο αγώνας να κατανοήσω όσα δεν κατανοούνται, τα γιατί και τα «ναι μεν αλλά» και τα «κατά βάθος» και τα «δεν είσαι εσύ αλλά η κοινωνία μέσα σου». Έτσι απαιτεί ο κόσμος: όλα να τα χτυπήσει η αντηλιά ώστε να ιριδίσουν, να μοιάσουν καθάρια και πρισματικά. Αλλά μόνον τα διαμάντια ιριδίζουν πραγματικά. Και τι είναι τα διαμάντια; άβιο κάρβουνο σκέτο.

Ξέρω τι σκέφτεστε. Κι αν είμαι κατά συρροή δολοφόνος; παιδεραστής; σχιζοφρενής; Δεν είμαι. Και τελικά η ηθική είναι πολύ απλή και μάλλον επιφανειακή υπόθεση, κοντός ψαλμός αλληλουια είναι: ενσυναίσθηση κι ένας χρυσός κανόνας. Όμως εμείς θέλουμε ντε και καλά να βάλουμε τον ήλιο να τα υπερφωτίσει όλα. Μόνο που ο ήλιος στεγνώνει κι αποξηραίνει κι αφυδατώνει. Η ζωή που μπαίνει κάτω από τον ήλιο δε φωτίζεται απλώς: σιγά σιγά μαραίνεται, στεγνώνει, μαραγκιάζει, αφυδατώνεται, πεθαίνει — ώσπου μένει στο τέλος λείψανο, ζαρωμένο και καμένο. Η ζωή υπάρχει και ζει στη σκιά, στη δροσιά, στο φως που διαχέει η νέφωση. Η ζωή διψάει για το νερό και για το χρώμα.

Μένω μέσα. Πίνω κρασί. Ανοίγω τα παράθυρα και τις νύχτες σηκώνω την τέντα. Βλέπω μακρινές σιλουέτες στα παράθυρα γύρω από την πλατεία, φιγούρες να διαγράφονται κόντρα σε υποφωτισμένα δωμάτια πάνω σε τραβηγμένες κουρτίνες. Άλλες λαγνεύονται, άλλες τσακώνονται, άλλες στέκονται αφηρημένα κοιτάζοντας έξω ή κοιτώντας μέσα — δεν είναι εύκολο να ξέρεις προς τα πού είναι γυρισμένος ένας ίσκιος. Βάζω απαλή μουσική. Μια μέρα θα πλυθώ, θα ντυθώ, βα βγω έξω και πάλι. Θα δω πάνω από το τέλος του δρόμου το φάσμα του γκρεμισμένου δημόσιου έργου που μας στεφανώνει αιώνες. Θα πάω σε ένα μπαρ. Θα παραγγείλω τζιν. Και ίσως μιλήσω ξανά, αυτή τη φορά σε κάποιον άγνωστο. Ή στο κορίτσι που δούλευε στο μπαρ. Αν δουλεύει ακόμα εκεί. Θα βγω έξω. Θα είναι νύχτα. Η νύχτα με σκεπάζει και με ντύνει, η νύχτα με ξέρει. Η νύχτα ξέρει. Ξέρει και ότι τη ζωή τη ζεις και ότι δεν την ερμηνεύεις.

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Το Παράθυρο.

Βαγγέλης

Με λένε Βαγγέλη. Δουλεύω στην οδό Φίλωνος. Πού ακριβώς στην οδό Φίλωνος και τι δουλειά κάνω δεν σας αφορά, εκτός και αν είστε της Εφορίας. Εγώ για άλλο το λέω: είμαι Πειραιώτης γέννημα-θρέμμα. Άμα μια μέρα δε δω θάλασσα, αρρωσταίνω. Έστω, λιμανίσια θάλασσα. Αλλά να είναι θάλασσα.

Ναι, εντάξει, οκέι, δεν καταλαβαίνετε εσείς που είστε, ξέρω γω, από Αθήνα ή από κάτι αχανή μέρη όπου χάνεσαι και μόνο που τα σκέφτεσαι, κάτι Περιστέρια και τέτοια, σιγά μην καταλάβετε εσείς που μεγαλώσατε σε πόλεις όπου οι δρόμοι δεν βγάζουν πουθενά. Εγώ μικρός πήγαινα στην ξαδέρφη μου στην οδό Ευπλοίας. Ωραίο διαμέρισμα, μεγάλο, με κάτι εξωτικά ξυλόγλυπτα στους τοίχους. Τριάρι. Προικιό κι έτσι. Αλλά δεν ήταν εκεί το κλου. Το μεγαλείο ήταν ότι στο τέλος της οδού Ευπλοίας είχε πλοία: στο τέρμα του δρόμου έβλεπες θάλασσα με πλοία μέσα. Και από το μπαλκόνι επίσης. Ούτε πλατείες, ούτε χαλάσματα, παρά καράβια. Έφευγαν και έρχονταν άλλα. Κάθε μέρα κι άλλο, σε κάπως διαφορετική θέση. Ποτέ δεν ήταν ακριβώς το ίδιο τοπίο αυτό που έβλεπες στο τέλος της οδού Ευπλοίας.

Εγώ τώρα, ας πούμε, δεν είμαι το λαμπρό αστέρι του σογιού. Ίσως πρόσεχα περισσότερο τα πλοία στο λιμάνι (για να μην πω τις βάρκες στο Πασαλιμάνι και τις γκόμενες στα γκούντυς), παρά στο σχολείο. Τα έπαιρνα τα γράμματα, ήμουνα περίεργος και φιλομαθής έλεγαν, αλλά τεμπέλης. Θα μου πεις, σιγά, σε κάνει το σχολείο αστέρι; Όχι βέβαια: μαλάκα σε κάνει. Αλλά τώρα που πάτησα τα σαράντα σκέφτομαι ότι για να πας μπροστά, ε, πρέπει να είσαι και λίγο μαλάκας. Κι αν δεν είσαι, να γίνεις, ή να κάνεις τον μαλάκα. Στο σχολείο σού τα μαθαίνουν αυτά, άμα προσέχεις, άμα είσαι επιμελής.

Αν ρωτήσεις κόσμο που δουλεύουμε μαζί, θα σου πούνε ότι το σχολείο το έχουνε γραμμένο και θα σου τσαμπουνάνε τα γνωστά, ότι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο είναι το πεζοδρόμιο, τέτοια. Εντάξει, αυτά τα έλεγαν οι παλιοί. Ίσως να είχαν άλλο πεζοδρόμιο τότε, ίσως τότε να ήταν αλλιώς. Εγώ πάλι, που δουλεύω από τα δεκάξι, ξέρω ότι τίποτε δε σου μαθαίνει το πεζοδρόμιο, τίποτε που δεν το ξέρεις. Ούτε και ο στρατός, σιγά: στον στρατό γίνονται άντρες κάτι βουπουδάκια και κάτι Αθηναίοι μόνο, που πρέπει να πάνε φαντάροι για να πιουν τσίπουρο και να πάνε μπουρδελότσαρκα. Ή κάτι τσοπανόπαιδα από τα Κράβαρα και το Κιλκίς, σαν αυτά που είχα στη μονάδα. Τέλος πάντων, δε λέω ότι δε σε κάνει άνθρωπο η δουλειά, μόνον η δουλειά σε κάνει άνθρωπο. Άλλο λέω: ότι δεν είναι σχολείο το πεζοδρόμιο, αυτό λέω. Το ίντερνετ ίσως είναι σχολείο. Αλλά το πεζοδρόμιο; Σιγά. Απέναντι, στα τυριά, δουλεύει ο Μάνος. Ετών 52. Δουλεύει από τα είκοσι. Ε, ό,τι μυαλά είχε στα είκοσι, είμαι σίγουρος ότι αυτά φοράει και τώρα. Μπετόστοκος. Φως των Σπορ, Άλφα, Σκάι, Τάβλι. Τέλος. Αυτά. Μπετά. Και τα καθήκια οι Τούρκοι. Λες κι έχει δει Τούρκο στη ζωή του — πέρα από κάτι σήριαλ τούρκικα που ξέρω ότι γούσταρε κι έβλεπε κρυφά.

Εγώ έχω δει Τουρκάλα. Δηλαδή έχω πάει με Τουρκάλα. Τη μοναδική φορά που με πήρε μαζί της η ξαδέρφη ταξίδι, να βγει λίγο στο εξωτερικό και ο Βαγγέλης, να δει τον κόσμο. Έτσι είπε. Εισιτήριο και δωμάτιο πληρωμένα. Και μάντεψε πού πήγαμε. Άμστερνταμ! Φούντα και Κόκκινα Φανάρια, άλλο που δεν ήθελα. Όχι ότι είμαι χασικλής και πουτανιάρης, ίσα ίσα. Αλλά αυτά είναι τα αξιοθέατα εκεί. Και κάτι μουσεία. Αλλά τα μουσεία τα βαριέμαι, τι να πάω να δω, πίνακες; Αφού παντού εικόνες βλέπουμε γύρω μας, εικόνες παντού, γιατί να πάω σε μουσείο να δω κι άλλες; Τεσπά, όσο αυτή πήγαινε από δουλειά σε μουσείο και από δείπνα σε ποτά με συνεργάτες (εκδότρια είναι), εγώ κατόπτευα, εξερευνούσα, προσπαθούσα να καταλάβω πώς και τι. Ήταν εύκολο να ψωνίσω φούντα, νόμιμα τότε, ωραία, ένα φιλαράκι μού είχε πει ότι έχω δικαίωμα να στρίψω τσιγάρο πάνω σε καπώ μπατσικού — μπορούσες τότε, δηλαδή, ήτανε και πριν δέκα χρόνια, τώρα κι εκεί βούρδουλας και παντού, παγκόσμια. Τα Κόκκινα Φανάρια δυσκολεύτηκα να τα καταλάβω κάπως. Ήμουνα και λίγο ζαλισμένος, όσο να ‘ναι. Τέλος πάντων, βρήκα άκρη, βόλταρα, ξαναβόλταρα, βόλταρα και τρίτη φορά, χάθηκα, βρέθηκα, στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα με ένα κορίτσι κάπως κοντό, πολύ μελαχρινό (ωραίο μαλλί, φίλε, έλαμπε, μακρύ) και με βυζάκια σαν από πίνακα. Όταν είπα Γκρηκ, μου είπε Αρμένιαν. Ναι, καλά: λες και δεν ξέρουμε ότι είναι γεμάτη Τούρκους η Ολλανδία. Μπήκα μέσα.

Όμως, ρε γαμώτο, σίγουρα έχετε σχηματίσει λάθος εικόνα για μένα. Δεν είμαι κανένας γεννημένος στην κατοχή και στα πέτρινα χρόνια, είπαμε, γεννηθείς τις 24 Ιουλίου 1974 είμαι. Ναι, πάντα με κοροϊδεύουν. Αλλά τέλος πάντων, δε ζούσαμε ούτε πίσω από τον ήλιο, ούτε σε καμμιά στάνη. Πήγα στην Τουρκάλα για την εμπειρία, γυάλιζε κι ολόκληρη, ήταν αλειμμένη κάποιο μπέιμπι όιλ, κάτι. Αλλά δεν είμαι από αυτούς. Και μόνιμη σχέση είχα, θα παντρευόμασταν αν δεν ήτανε ψωνάρα ο πατέρας της, και με θέλαν τα κορίτσια και τώρα μια χαρά. Μετράω. Όχι μόνο στο ερωτικό, παράπονα δεν έχω ακούσει, αλλά γενικά: δεν είμαι αλκοόλας, δεν καπνίζω, δεν ξέρω από τζόγο. Δεν είμαι από αυτούς που έφυγαν από τη μαμά τους στα 25 και στα 30… μόλις πάτησα στα πόδια μου, έφυγα, έπιασα μια γκαρσονιέρα στα Μανιάτικα, ήτανε σαν δώμα πιο πολύ, μετά το δυάρι μου στην Ανάσταση: το αρχηγείο. Αλλά προσκυνάω τη Γυναίκα. «Μουνάκια» με ανεβάζουν στη δουλειά, «θύμα» με κατεβάζουν. «Βρε καλώς τον εραστή» — τέτοια. Δίνω δικαιώματα; Όχι. Ποτέ όμως. Μιλάω ποτέ γι’ αυτά; Ούτε. Με έχουνε δει με μία γυναίκα έστω; Ποτέ. Τουλάχιστον όχι στη δουλειά. Μόνο στην πλατεία Αλεξάνδρας με είχανε τρακάρει δυο παιδιά από τη δουλειά. Με τη Λίτσα, τη γυναίκα της ζωής μου. Τέλος πάντων. Δράματα μεγάλα, ιστορία ο πόνος.

Η αλήθεια είναι ότι εγώ τη ζωή τη μετράω με, πώς να το πω, με τις ερωτικές πράξεις. Ήθελα να το πω ευγενικά, δε μου αρέσουν κουβέντες τύπου ‘με τα γαμήσια’. Τέλος πάντων, εγώ νομίζω πως έτσι μετριέται η ζωή του ανθρώπου, του άντρα και της γυναίκας. Πόσες φορές. Μάλιστα, όταν στα 17 με ξεπαρθένιασε η φίλη της μάνας μου (Λίτσα τη λέγανε κι εκείνη, πώς μύριζε έτσι! σα φυσικό σαπούνι ήταν ο ιδρώτας της, αυγουστιάτικα), είπα να γράφω σε ένα ημερολόγιο κάθε φορά που θα το έκανα. Και το τήρησα, αμέ. Για χρόνια. Μόνο που κάποια στιγμή, είτε συνεχώς έγραφα τα ίδια και τα ίδια, είτε δεν ήξερα πώς να γράψω τα πιο σημαντικά, τα πιο αλλιώτικα. Σταμάτησα εκεί στα εικοσπέντε, έσκισα και το τετράδιο, μην πέσει σε τίποτε μάτια περίεργα.

Αλλά σοβαρά το εννοώ ότι μετράω τη ζωή με ερωτικές πράξεις. Πιχί ο θείος ο Κώστας είναι μαθουσάλας — πρέπει να το έχει κάνει χιλιάδες φορές, κι ας είναι δεν είναι 65. Ο Πασχάλης, το φιλαράκι μου, αν και συνομήλικος και παντρεμένος, αυτός είναι παιδί — του το δίνει η γυναίκα του μια φορά το τρίμηνο; το δίμηνο; θα σας γελάσω. Και πριν παντρευτεί, να τον είχε λυπηθεί καμμία; Η θεία, η χήρα από τα 32, μάλλον βρέφος — αν και ποτέ δεν ξέρεις. Και η ξαδέρφη; Η ξαδέρφη της οδού Ευπλοίας; Που πήγαμε στο Άμστερνταμ; Εδώ το πράμα γίνεται ζόρικο. Πολύ ζόρικο.

Η ξαδέρφη είναι ανεξιχνίαστη. Μυστήριο. Χουντάνιτ. Είναι λίγο μεγαλύτερη από εμένα, ανήκει σε αυτή τη γενιά που γεννήθηκε το ’67 — γαμώ τα άτομα αυτοί που γεννήθηκαν το ’67, δεν ξέρω γιατί. Είναι πολύ συντηρητική. Είναι εκδότρια: βγάζει έντυπα, καταλόγους, τουριστικούς οδηγούς — μέχρι και μενού για μπεργκεράδικα. Κυκλοφορεί πάντα με φούστα και πουκάμισο, πάντα. Τα μαλλιά της πάντα πιασμένα και πάντα φοράει κάτι σκουλαρίκια σαν πέρλες ψεύτικες. Πάντα. Σε γιορτές, σε δουλειές, στο Άμστερνταμ που πήγαμε, ακόμα και στο σπίτι μέσα. Κάνει δουλειές κυρίως με παπάδες και κάτι σωματεία: βγάζει το τάδε βιβλίο του μοναστηριού εκεί, τον οδηγό του προσκυνήματος του Αγίου Απαυτού, την ιστορία της Προύσας, του Πόντου, της Κάτω Πλατανιάς. Κάποτε είχε πάρει και δουλειές από το κράτος, κάτι ενημερωτικά έντυπα πληρωμένα με ΕΣΠΑ και τέτοια. Κι όλοι την αγαπάνε στο σόι την ξαδέρφη: όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της (α ρε ξάδερφε…) και η νύφη της, ανέλαβε αυτή και το ορφανό και τη μάνα της (τη χήρα από τα 32 της, που λέγαμε). Όλοι στο τριάρι στην Ευπλοίας. Έβαψε μόνη το παιδικό δωμάτιο. Καλύτερα και από μάνα. Η θεια μου ακόμα περιφέρεται στα σόγια (ξέρετε, ελληνική οικογένεια, τι να λέμε) και παραπονιέται ότι κάθεται και τη γηροκομεί αντί να βρει καναν άντρα, έστω κάπως ώριμο, να παντρευτεί κι αυτή, μπας και προλάβει να κάνει κανα παιδί δικό της, να μη μείνει στο ράφι (είπαμε: ελληνική οικογένεια). Άλλωστε το ορφανό, ο ανιψιός της, είναι 19 πια και φοιτητής στην Κομοτηνή από πέρσι. Και βεβαίως έπαιξαν προξενιά, λένε. Αποτυχημένα. Κι ας παρακάλαγαν οι άντρες. Δεν ξέρω. Εγώ ζω μόνος και κάπως στον κόσμο μου.

Δεν ξέρω να πω αν είναι ωραία γυναίκα. Ωραία είναι δηλαδή. Αλλά συντηρητική. Αναρωτιέμαι για την ηλικία της, εννοώ όπως μετράω εγώ, «με ερωτικές πράξεις». Μιας; Δέκα; Μήπως είναι παρθένα; Πολύ μαζεμένη ρε παιδί μου, πάντα. Θα έλεγα πως είναι κανονική γεροντοκόρη, έχω γνωρίσει πολλές τέτοιες: αφοσιωμένη στη γερόντισσα μάνα, στο ορφανό του αδερφού, παπάδες, σόι, δουλειά, τραπεζώματα, η γυναίκα που είναι άντρας κι αφεντικό κι έτσι. Αλλά υπάρχει μια λεπτομέρεια, ρε συ. Από τότε που την ξέρω, φοράει κάθε μέρα κάλτσες. Κάθε μέρα. Ό,τι άλλο κι αν φοράει. Χειμώνα (οπότε, ναι, εντάξει, αφού δε φοράει παντελόνια) αλλά και καλοκαίρι, κάτι αραιά υφασμένα δίχτυα με μάτι μεγάλο, κάτι λουλουδέ ανάλαφρα. Πάντα. Πάντα. Κι αναρωτιέμαι: όσο ωραία πόδια κι αν έχει μια γυναίκα — κι έχει ένα πόδι άλλο πράγμα η ξαδέρφη, να το πω — γιατί να φοράει το καλοκαίρι κάλτσες; Αν δεν υπάρχει άντρας; Αν δεν παίζει σαγήνη κι έτσι; Αλλά δεν είναι τέτοια ρε γαμώτο, όλα πάνω της ντεκαυλέ και σεμνά είναι. Μόνον αυτές οι κάλτσες παραφωνία.

Κάποια στιγμή τη ρώτησα. Απ’ έξω απ’ έξω, έτσι αδιάφορα τάχα μου, στο σπίτι της μάνας μου ένα Πάσχα μετά τα κατσίκια και κάτι τσίπουρα. Αυτή βράχος. Αυστηρή. Με κοίταξε κάπως. Δηλαδή καθόλου κάπως, στα ίσια και κοφτά: «τι είναι αυτά που ρωτάς ρε ξάδερφε». Αλλά μετά; Το μετά μετράει. «Τι είναι αυτά που ρωτάς αφού είμαι παρθένα ετών 47» ή «Τι είναι αυτά που ρωτάς μια κυρία» ή «Τι είναι αυτά που ρωτάς και τι νομίζεις πως τρέχει στις φλέβες μου»; Δεν κατάλαβα. Θα ρώταγα τον θείο μας τον Κώστα, τον μαθουσάλα του σεξ, αδερφό των μανάδων μας (το καταλάβατε αυτό φαντάζομαι) να μου πει τη γνώμη του και πώς το κόβει αυτός το θέμα, αλλά είναι γκομενάκιας και βρωμόστομος και θα αρχίσει να λέει διάφορα για μουνάρες, μιλφάρες και τέτοια — και δε θέλω. Γιατί, είπαμε, εγώ τέτοιος δεν είμαι.

Ρε λες, να είναι ελεύθερη και υπεραιωνόβια η ξαδέρφη; Ή μήπως είναι κανα μωράκι; Γίνεται να μην μπορεί να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο;  Γίνεται να μην αφήνει πάνω του ίχνος η ζωή; Όσο κλειδωμένος και να είναι, όσο θεωρητική όψη κι αν έχει. Σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί και δεν ξέρω αν μέσα στο κεφάλι της έχει μυστικά ή μόνον αξόδευτο χαβέσι.

Hannah

Η Hannah ήτανε τρελή και αδέσποτη. Εντελώς αλλά κατά βάθος. Η Hannah ήθελε να τη δαγκώνουν και να της τσιμπάν άγρια τις ρώγες, όμως το βλέμμα της ήτανε πειθαρχημένο και το χαμόγελό της άνθιζε σπάνια (και φώτιζε σαν φεγγάρι που παραμερίζει καταιγιδοφόρα νέφη). Η ίδια η Hannah ήξερε πολύ καλά ποια ήταν, ή έτσι έδειχνε και νόμιζε. Όπως κι εκείνος, ήταν σοβαρή και μετρημένη. Ήταν και βόρεια γερμανίδα — αλλά, προς θεού, όχι πρωσίδα, παρά από το HH: το Freie und Hansestadt Hamburg! Ήταν μια σοβαρή και μετρημένη κοπέλα, με βλέμματα που στόχευαν χαμηλά και πέρα: ποτέ παιχνιδιάρικα, ποτέ διερευνητικά, πάντα ονειροπόλα.

Όλα αυτά μέχρι να περάσει το κατώφλι. Δεν τον είχε προετοιμάσει τίποτε τον κακομοίρη κι άγαρμπο για τη Hannah δώθε από τον ουδό. Βγαίνοντας μέσα στη νύχτα από το μπαρ, τον άρπαξε και τον χόρεψε ολόλαγνα και παράφορα και εντελώς παράωρα μέσα στους δρόμους της πόλης μέχρι που στριμώχτηκαν ασθμαίνοντας μαζί σε κάποια γωνία. Κατέληξαν να γαντζώνονται ο ένας πάνω στον άλλο για μήνες, από δωμάτιο σε πάρκο και από γωνία σε στενό και από κρεβάτι σε καναπέ.

Ενδιάμεσα του έγραφε, του έγραφε με μανία και με σύστημα, σε σωστά αγγλικά, σε πολύ σωστά αγγλικά. Του έγραφε γράμματα σε μικρές κρεμ κόλλες με μελάνι μπλε ρουαγιάλ και του τα έστελνε κι εκείνος δεν ήξερε πώς να της απαντήσει, λαχτάραγε μόνο να την ξαναβρεί και να ξανακολλήσει πάνω της και να μπερδεύεται στα πόδια της και να τη ζυμώνει· να τη γεύεται και να τη δαγκώνει και να την οργώνει περίμενε πώς και πώς. Του έγραφε παινέματα, τον στόλιζε με εγκώμια, του μίλαγε όπως καμμία πριν από εκείνη. Η Hannah ήξερε να γραφει, σε άψογα αγγλικά, οξφορδιανά. Τον εκθείαζε με τρόπους που εκείνος με το στανιό πίστευε, σχεδόν τον έκανε να νιώθει κάποιος άλλος, someone good, που έλεγε κι ο Λου Ρηντ. Ανάμεσα στα γράμματά της, που ήταν προϊόν αδημονίας και μόνο, αφού έμεναν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο, έκαναν έρωτα. Λιγότερες φορές από όσες υπαινίσσεται η νοσταλγία. Εκείνος πάντως είχε παρατήσει τις συγκρίσεις και είχε εγκαταλείψει τη φρόνηση, παραδομένος στην terribilis ut acies castrorum ordinata, που έλεγε κι ο Έκο τότε.

Η Hannah τού έγραφε λοιπόν κάθε τόσο επαίνους για τον χαρακτήρα του, για το άχαρο κορμί του, για την ελληνική του τρέλα, για τις πρόωρες ρυτίδες του, για την καλή του την καρδιά. Ποτέ δεν τους έλεγε, τους έγραφε μόνο. Ενδιάμεσα του έγραφε άλλα: ότι όλα αυτά (η καυλωμένη δίψα, τα παινέματα, το δόσιμο και το δέσιμο, η ιλιγγιώδης εγγύτητα) είναι παρενέργειες του πόθου, κρατάν όσο κρατάει το πάθος, the Passion· ότι εκείνη ήξερε ότι βρισκόταν σε παροξυσμό και παραφροσύνη, και πως κι εκείνος θα έπρεπε να ξέρει καλά ότι όλα αυτά θα κρατήσουν όσο κρατήσουν και μόνον τόσο. Ότι όταν θα σβήσει το πάθος και ξαναβρεί τα λογικά της, εκείνος δε θα είναι πια ο άντρας της και ο megaletor της και ο τρελός της έρωτας. Να είναι έτοιμος, έλεγε η Hannah, για να μην πληγωθεί. Γιατί δεν ήθελε να τον πληγώσει, κι αλλιώς θα τον πλήγωνε κι εκείνος θα τη σιχαινόταν. Γιατί όλα αυτά θα τελειώσουν και θα τελειώσουν γρήγορα και δεν υπάρχει λόγος να πληγωθεί και να νομίσει πως υπήρξε για εκείνη τίποτε παραπάνω από ένας έρωτας, ένας έρωτας μέσα στην φιλόξενη πόλη, ένας έρωτας μέχρι να επιστρέψει από την Αμερική ο πρόωρα φαλακρός της αρραβωνιαστικός, ο γλυκός της.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό που ζούμε», του έλεγε η Hannah, «η αλήθεια θα είναι μετά, όταν όλα θα τελειώσουν και θα γίνω για σένα μια σκύλα κι εσύ για μένα ο Outis».

Η Hannah ήταν τρελή κι αδέσποτη για εκείνους τους μήνες. Εντελώς. Η Hannah, που ήθελε να τη δαγκώνει και να τον καβαλάει, που βογκούσε ενώ το γκριζογάλανο βλέμμα της σπίθιζε φρικτά και το χαμόγελό της ήταν μισάνοιχτο και μακάρια μετέωρο. Που δεν ήταν σοβαρή και μετρημένη. Όμως η Hannah δεν ήξερε κάτι σημαντικό: πως αλήθεια ήταν αυτό που ζούσαν, όχι ό,τι ήρθε μετά, όταν όλα τέλειωσαν κι ήρθε μετά και ο γλυκός της από την Αμερική. Η αλήθεια άνθισε και καταύγασε και μύρωσε τον μικρό περίκλειστο κόσμο τους για εκείνους τους μήνες. Δεν ήτανε λοιπόν μετά η αλήθεια, όχι μετά, τότε που έγινε για εκείνον η Hannah και εκείνος γι’ αυτήν, ποιος ξέρει: ένας κάποιος Έλληνας γκόμενος. Σε αυτό έκανε λάθος η Hannah.

Ζωντοχήρος (ερωτογράφημα)

Όταν ήταν μικρότερος δεν το ήξερε αυτό, δεν το υποψιαζότανε καν: αν βγαίνεις με μια γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Άργησε να το μάθει, λίγο γιατί ήταν πάντοτε κακός μαθητής, βιαστικός κι απρόσεχτος σε όλα του και αμελής, λίγο γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να θέλουν πάνω του οι γυναίκες. Κοίταγε με φθόνο τους γυμνασμένους συνομηλίκους του, όχι τους ωραίους, τους γυμνασμένους, μετά κοίταγε τον οριακά γυμνασμένο (ή οριακά αγύμναστο) εαυτό του και την ασουλούπωτη φάτσα του. Είναι δυνατόν να τον θέλουν οι γυναίκες; Πώς γίνεται; Μήπως όσες ανέμιξαν τις ανάσες και τους χυμούς τους μαζί του είναι κάπως συνεννοημένες μεταξύ τους να του κάνουν τα χατίρια; Μήπως ξέρω γω κατά βάθος ανήκουν όλες τους σε τύπο γυναίκας που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο γουστάρει τύπους σαν κι αυτόν;

Με το πέρασμα του χρόνου πήρε το θάρρος να τις ρωτάει πού και πού τι τους αρέσει πάνω του. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν απροσδόκητες, δηλαδή αναμενόμενα απροσδόκητες, τελικά. Μία ψέλλισε ένα σύντομο εγκώμιο της γλώσσας του, αλληγορικό και κάπως συγκεχυμένο, που μίλαγε για πεταλούδες, μεσημέρια και ρίγη· αργότερα, έχοντάς τον καθαρίσει με επιμέλεια και ζήλο στα όρια της νοσηλείας με τη δική της γλώσσα, του είπε για τον πούτσο του. Κάποια άλλη, αφού συνόψισε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πούτσου του, ιεράρχησε από κάτω του και άλλες περιοχές του σώματός του, λησμονημένες γωνιές της πατρίδας μας, που λέμε, γιατί το σώμα είναι η μία πατρίδα και η γεωγραφία του η πιο σπουδαία και πιο δύσκολη πατριδογνωσία: του είπε λοιπόν για το στέρνο του και για την πλάτη του (μα, την πλάτη;), του είπε και για τα πόδια του. Τα πόδια εντάξει, άλλωστε γυναίκες και άντρες τον κοίταζαν στον κώλο, εκεί κοντά, εκεί πιο πάνω: εκείνη η μεριά του σώματός του ήταν η τουριστική, η πλευρά του νησιού με το όποιο φυσικό κάλλος. Επιπλέον, μια άλλη είχε να λέει και να λέει πολλά για τον κώλο του: τον τσίμπαγε, τον χούφτωνε (όπως κι άλλες), αλλά και τον έγλειφε και, το κυριότερο, τον παίνευε και τον παίνευε πολύ. Τέλος πάντων, με τα χρόνια έμαθε ότι υπήρχαν πάνω στο κατ’ αυτόν μαλτέζικο τοπίο του κορμιού του περιοχές ελκυστικές για τις γυναίκες. Εντάξει: το αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου. Το βασικό πρόβλημά του παρέμενε όμως να καταλαβαίνει ποια τον ήθελε, ό,τι κι αν ήθελε πάνω του.

Γιατί ήτανε πρόβλημα; Γιατί είναι δύσκολος, ο δόλιος. Ανάμεσα στα είκοσι και στα εξήντα, παντρεμένος-χωρισμένος χωρίς παιδιά, μια ζωή μοναχικό σκυλί, λίγο άγριο και πότε πότε κουταβίσια γκρινιάρικο, πολύ τεμπέλης για γυμναστήριο και πολύ εστέτ για να οικοδομήσει μπάκα, είχε τις ορμές εικοσάρη και τα μυαλά εξηντάρη και ήταν έτσι ακριβώς τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και ποθεί δύσκολα, πολύ δύσκολα. Κι όταν ποθεί, τη βάζει την άλλη απέναντι και την εξετάζει, τάχα ψυχρά και αποστασιοποιημένα: γιατί τη θέλω; τη θέλω πραγματικά; ποια μου θυμίζει και λέω πως τη θέλω; μα θα μπλέξω με αυτή που ψάχνει σύζυγο, συγκάτοικο, μπαμπά; κι αν είναι καμιά τρελή; Συνήθως τρελές ήτανε βεβαίως. Και παντρεμένες, αρραβωνιασμένες, λογοδοσμένες, ή τα είχαν ήδη με το Μανώλη του Γ3. Και τελικά ερχόταν σε επίγνωση ότι, ναι ρε, ναι, την ποθεί την Τάδε, τη Δείνα, τη Χριστίνα, την Κατερίνα, τη Σούλα (από το Σουλτάνα), τη Βέρα, την μία ή την άλλη. Θα ερχόταν σε επίγνωση του πόθου αφού θα ξύπναγε ένα πρωί και πριν καλά καλά αναδυθεί από τον ύπνο θα την είχε παίξει άγρια στη σκέψη τους, στην ανάμνηση μιας σκιάς λαιμού ή εκείνης της ανώνυμης ζώνης από το στήθος στη μασχάλη, ενός αστραγάλου, μιας ρώγας μέσα από το φόρεμα, αφού θα ονειροπολούσε με λίγα περισσότερα από τα παραπάνω, αφού μια εντυπωμένη εικόνα της θα σάρωνε πορνογραφικές θολούρες, αφού θα καύλωνε στη νοερά διερώτηση «θα την έγλειφα;». Και έπρεπε να καταλάβει αν κι εκείνη τον ήθελε. Γιατί χυλόπιτα είχε να φάει από τα εικοσιτρία και καθόλου μα καθόλου δεν νοσταλγούσε την αλευρώδη υφή της («ας μείνουμε φίλοι») ή τη γεύση της («είσαι καλό παιδί»).

Και μέχρι τα τριάντα του, που πήρε διαζύγιο κόσμια και συναινετικά, δεν ήξερε πώς να διαγιγνώσκει αν τον θέλει μια γυναίκα. Δεν είχε κάποιο τεστ, κάποια κριτήρια. Έβγαινε με κάποιες, πάντα ευγενικός και κύριος. Μερικές, λίγες όπως είπαμε, τις ήθελε. Ποθεί λίγες αλλά ποθεί πολύ. Και, όπως και να το κάνουμε, ε, υπέφερε. Άραγε αυτή τώρα τον ήθελε ή τον εκτιμούσε απλώς; Έτσι ντύνεται ή έτσι ντύθηκε γι’ αυτόν; Είναι πάντοτε γλυκειά ή βάζει τώρα το κατιτίς το έξτρα; Του μιλάει για πρώην γκόμενους για να φτιάξει μια άλφα διάθεση κι ατμόσφαιρα ή γιατί τον αντικρύζει φιλικά; Γιατί, άμα είσαι ευγενικός και κύριος, έχεις και αυτό το χάντικαπ: μπορεί η άλλη απλώς να χαίρεται την παρέα σου. Να το πούμε κι αλλιώς: αν είσαι ψυχάκιας, αντικοινωνικός, δογματικός, αγενής, κακομαθημένο, κανας πιστοποιημένος μαμάκιας ή ένα κουβάρι ανασφάλειες και βεβαιότητες εκτεθειμένες σαν κεραίες τηλεοπτικές να εξέχουνε, ξέρεις ότι η Ματίνα, η Φλώρα, η Μαρία, η Ισμήνη βγαίνουνε μαζί σου για δεύτερη φορά γιατί σε θέλουν: δεν τις γοήτεψε ούτε η ευγένειά σου, ούτε το χιούμορ σου, ούτε η καλή παρέα σου, ούτε η μεγάλη η καρδιά σου. Περιμένουνε να κάνεις αυτό για το οποίο υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο οι μαλάκες άντρες, τα απελέκητα καγκούρια, τα τσογλανοειδή υποκείμενα που δε νιώθουν, το μόνο που αξίζει να περιμένει μια γυναίκα από έναν ψυχάκια: να σκύψεις πάνω από το τραπέζι και αδράχνοντας το γόνατό τους να προσκολληθείς πάνω τους με ένα αδηφάγο γλωσσόφιλο σαν λάμπραινα, η οποία θα αποκολληθεί μόλις τις απομυζήσει, ώρες μετά, σε κανα χοτέλ στον Ασπρόπυργο ή τις Τζιτζιφιές, συνήθως οριστικά. Αν είσαι από τους άλλους, τους ευγενικούς και κύριους, μπορεί απλώς να γουστάρει τη συντροφιά σου η Πόπη, η Ντορίτα, η Μισέλ, η Ανδρομάχη.

Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να βγάλει άκρη. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα τριάντα, που χώρισε, τον είχανε κακομάθει οι γυναίκες, τρελές συνήθως είπαμε (αν θυμάστε): απλούστατα, τον κυνηγούσαν αυτές. Μία του χούφτωσε τον πούτσο επικά και στην ψύχρα εκεί που περπάταγαν κανονικά, σημάδι αλάνθαστο ακόμα και γι’ αυτόν, μια άλλη του είπε «φίλα με, ρε μαλάκα, φίλα με», η πρώην γυναίκα του τον τράβηξε γερά από την γραβάτα πάνω της, προσδίδοντας στο πρώτο φιλί τους κάτι από την ηδονική ασφυξία του απαγχονισμού. Ήτανε λοιπόν και άμαθος ο άνθρωπος. Με το πέρασμα του χρόνου, και δεδομένου ότι οι άντρες βγαίνουν από την εφηβεία εκεί περίπου στα τριανταπέντε, μπήκε κι αυτός επιτέλους στο νόημα: αν βγεις με γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Εάν φυσικά δεν έχει απλώς βαρεθεί τη ζωή της μαζί σου, εάν δεν αναλογίζεται πόσο λάθος έκανε να βγείτε, εάν δεν ονειρεύεται τηλεόραση και να βγάλει τα ατελέσφορα τακούνια που την πέθαναν.

Περίπου πέντε χρόνια μετά, παρέμενε ο εαυτός του. Από μια ηλικία και μετά αυτό γίνεται: παραμένεις ο εαυτός σου, δεν υπάρχουν αλλαγές. Το μόνο το οποίο μπορείς να προσδοκάς είναι να μάθεις περισσότερα για τον εαυτό σου, να πας λίγο πιο βαθιά από την πατριδογνωσία, να πας λίγο πιο πέρα από μια προσωπική σου ιστορία διατυπωμένη με συμβάντα, σαν παραμυθάκι. Και ένας καλός τρόπος, λένε, για να μάθεις λίγη παραπάνω γεωλογία και για να σπουδάσεις την ιστορία σου είναι και μέσα από τον έρωτα. Ναι, αυτόν των άκρως αισθητών.

Για έξι μήνες έμεινε μόνος. Λίγο που δεν ποθεί πολλές, λίγο που δυσκολεύεται σε κάθε μία καινούργια γνωριμία. Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να δει θετικά τη μόνωση, να το χαρεί που έμεινε μόνος εντελώς. Μαγείρευε, καθόταν στο διαμερισματάκι του και απολάμβανε το κρασί του ή το ποτό του. Έβλεπε ταινίες, για μερικές κράταγε και σημειώσεις. Διάβαζε και βιβλία, πολλά βιβλία. Το ίντερνετ, τα κοινωνικά μέσα, του φαίνονταν είτε επαναληπτικά είτε ευτελή, μια βαβούρα στοιχειωδών βαβισμάτων ή ρητορικής επίδειξης, όταν δεν χτίκιαζε από ηλιοβασιλέματα, κιουτ ζωάκια και σοφά ρητά. Απεναντίας το ίντερνετ, η πορνογραφία, ήταν ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Ανακάλυψε κι αυτός την Αμερική, εντρύφησε κι αυτός στην τσόντα, εκεί μακριά από την εφηβεία και στο κατώφλι της μέσης ηλικίας. Σιγά σιγά έμαθε τι του αρέσει να μπανίζει, έγινε εκλεκτικός, ένας πρακτικός πορνογνώστης, ένας αυτοδίδακτος γκουρμέ της τσόντας: ανακάλυψε πόσο του αρέσουν οι ομοφυλοφιλικές τσόντες και ποιες ακριβώς, τι είδους πορνογραφικές λεσβίες τον φτιάχνουν, πόσο φως πρέπει να έχει ένα ερασιτεχνικό γαμήσι για να τον καυλώσει, ποια μεγάλα στούντιο προτιμάει ή απλώς ανέχεται· άρχισε να μαθαίνει ονόματα πορνοστάρ, να απολαμβάνει να παρακολουθεί σεξουαλικούς συνωστισμούς (αν και ήξερε ότι δεν είχε καμιά όρεξη να τους δοκιμάσει), να συγκαταβαίνει με τις χαζές πλοκές που τις σπρώχνουν υπερπρόθυμες κουκλάρες, να συμφιλιώνεται με τα πραγματικά φετίχ του (κάλτσες! χοντρούλες! δάχτυλα!) και να δείχνει μεγαλόψυχη κατανόηση για τα τερατουργήματα πλαστικών χειρουργών. Μαλακιζόταν, με η χωρίς πορνογραφία, δύο και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα, κάθε μέρα· αρχικά καμάρωνε που ακόμα είχε ορμές εικοσάρη, χαιρόταν τη νωθρή διαύγεια που ερχότανε μετά τη μαλακία. Αισθανόταν ελεύθερος και ανοιχτός με τον κυριολεκτικότατα μαλακισμένο τρόπο που αισθάνονται ελεύθεροι και ανοιχτοί οι μετέφηβοι όταν τους αφήσουνε μόνους οι γονείς τους το καλοκαίρι στο σπίτι: περισσότερο σαν αφηρημένη δυνατότητα παρά σαν βούληση για πράξη.

Μετά τρεις περίπου μήνες μπούχτισε τις τσόντες και μετά από λίγο σιχάθηκε και την πολλή μαλακία. Μαλακιζόταν πια μια φορά τη μέρα, με παράπονο και με νοσταλγία, ανεβάζοντας σε επανάληψη στο θέατρο του νου του μεγάλες ερωτικές στιγμές του παρελθόντος του. Η διάθεσή του γινόταν πια υπερβολικά ενδοσκοπική, θυμόταν την πρώην γυναίκα του, θυμόταν και όλες τις άλλες, όλες όμως, θυμόταν τον μεγάλο έρωτα τον αγιάτρευτο, θυμόταν γενικώς. Άρχισε σιγά σιγά να περιφέρεται μέσα στο διαμέρισμα, πότε με έναν καφέ, πότε με μια σόδα χλιαρή ή με ένα ποτό στο χέρι, και να σημειώνει νοερά πού έγινε τι με ποια, κι ας είχε φύγει το παλιό κρεβάτι πριν χρόνια, κι ας είχε ανακαινιστεί η κουζίνα με θύμα τον μαρμάρινο νεροχύτη τον απέθαντο, κι ας είχε πεταχτεί ο καναπές, κι ας είχαν προ καιρού καταστραφεί στο καθαριστήριο οι κουρτίνες που κάποτε έκλεισε θεατρικά μέρα μεσημέρι για να πλησιάσει την, επίσης αμήχανη, Βέρα και να της βγάλει το αριστερό βυζί έξω από το μπουστάκι λες και της έκανε χειραψία. Λίγες βδομάδες μετά, κάθε φορά που την έπαιζε ήτανε σαν να επιβεβαίωνε την υποψία ότι έρωτας δεν θα ξαναρχόταν. Εκεί στους πέντε μήνες ήτανε επιπλέον βέβαιος, η ψυχή εξηντάρη, ότι δε θα του ξανασηκωνότανε ποτέ. Αν και άμαθος εντελώς από μπουρδέλα, αφού πρόλαβαν και τον περιέλαβαν οι συμμαθήτριες από τα 16 του, άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να αποταθεί σε επαγγελματίες. Θα ήτανε διασκεδαστικός πελάτης, μια πινελιά αμήχανης πρωτοτυπίας, αν μη τι άλλο, μέσα στη βάρδια της κοπέλας: ζωντοχήρος που πρωτοανέβηκε τη σκάλα στα σαράντα του.

Εκεί στους πέντε, πεντέμιση μήνες προσπάθησε να βάλει μια καινούργια καθημερινή ρουτίνα: γύριζε από τη δουλειά, που πάντοτε του άρεσε και ας μην ήταν τίποτε «σπουδαίο» ή «δημιουργικό», και έτρωγε μόνον απ’ έξω πια ή πήγαινε με κανα φίλο για τσίπουρα ώστε να ακούει τα οικογενειακά προβλήματα των άλλων: τα οικονομικά, τις κτητικές γυναίκες, τα επαγγελματικά, τις αντρικές ζήλειες, τα ζαβά πεθερικά, τα άρρωστα κουτσούβελα – τη σπάνιδα και θλίψη του στοχοπροσηλωμένου πηδήματος των παντρεμένων που όλα αυτά κάλυπταν ελλιπώς. Μετά γύριζε σπίτι και έβλεπε ταινίες και έπινε μέχρι να κοιμηθεί. Ενδιάμεσα διάβαζε 3-4 σελίδες από την Άννα Καρένινα ή από τον ‘Γέρο και τη θάλασσα’ και αναρωτιόταν τι να κάνει η Βέρα, τι να κάνει ο μεγάλος έρωτας (που ούτε το όνομά της δεν ήθελε να πει), αν περνάει καλά η πρώην με τον νυν της. Άλλοτε έτρεμε από νοσοφοβία: κάπου τώρα μέσα του γινόταν η μοιραία μετάλλαξη, κάπου τώρα μέσα του κουμούλιαζε ένας θρόμβος. Η ψυχή εξηντάρη καταβυθιζόταν, βούλιαζε αργά και απομακρυνόταν μέσα σε νερά διαυγή προς έναν βυθό που δε θα φτάσεις με καμιά βουτιά. Έπρεπε να βρει έναν εθισμό, κατά προτίμηση όχι δαπανηρό ή θανατηφόρο.

Έπεσε λοιπόν στα κοινωνικά μέσα για να τον νανουρίζουν οι ξένες φλυαρίες, οι ατέρμονοι καβγάδες, οι γνώμες κι οι κοσμάρες, οι παρεξηγήσεις μικρού χωριού, τα κουτσομπολιά πριβέ και στο μεϊντάνι – για να τον νανουρίζουν οι ζωές των άλλων. Παρακολουθούσε λοιπόν διακριτικά λίγο πολύ τα νταραβέρια και τις λογομαχίες και τους πόνους των άλλων. Ο ίδιος ανέβαζε πότε κανα τραγούδι, πότε καμιά είδηση ή κάποια αξιοσημείωτη φωτογραφία που έβρισκε ενώ καθόταν αργός μπροστά στην οθόνη. Απέφευγε να γράφει, δεν ήξερε από τέτοια: ούτε να γράψει πολλά μπορούσε, ήταν αμελής κι απρόσεχτος, ούτε η δήθεν επιγραμματικότητα του πήγαινε. Τελικά ένα βράδυ, αργά, μετά από δυο-τρεις τεκίλες, έστειλε μήνυμα σε κάποια που του άρεσε πολύ η φωτογραφία της, το μισάνοιχτο σοβαρό χαμόγελο και το μισάνοιχτο ντεκολτέ, σίγουρα μυρωμένο. Μέσα σε μια βδομάδα κουβέντιαζαν ολονυχτίς με τις ώρες, το πρωί πήγαινε στη δουλειά και σερνόταν: οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με αυνάνα συστηματικό – αν και είχαν παρέλθει οι καιροί εκείνοι.

Στις δέκα μέρες βγήκαν, η κοπέλα ήτανε λιγάκι μεγαλύτερή του, όμως εκείνος την έβλεπε και την ένιωθε έτσι: «κοπέλα». Όταν τελικά την είδε από κοντά έκανε ότι δεν την εξέτασε, όμως ήξερε ότι είχε όλη τη βραδιά μπροστά του. Είχαν ανταλλάξει τρεις τέσσερις φωτογραφίες, αλλά είναι δεδομένη η κολακεία των φωτογραφιών μας που διαλέγουμε να μοιραστούμε, ήδη από τον καιρό της δαγκεροτυπίας. Την κοίταγε λοιπόν λοξά και δεν ήξερε τι να σκεφτεί για το σώμα της: μάλλον την ήθελε μόνο και μόνο επειδή τόσους μήνες τον είχε μαράνει και τον είχε διαβρώσει η μοναξιά, ε; Την ήθελε πραγματικά; Ποιος ξέρει. Περίεργο σώμα είχε, από αυτά που δεν περιγράφονται, ψηλή και λεβέντισσα θα την έλεγε αν θα την έλεγε κάτι, αλλά τον γαργαλούσε η θέα του και η μυρωδιά του εξ αποστάσεως· μετά από κανα δυο ποτά και κοιτώντας την σχεδόν αφηρημένα και πάντως απλανώς ένιωσε τη μικρή συμφόρηση όταν αρχίζει η καύλα, ποια του θύμιζε δεν ήξερε αλλά η ματιά της έκαιγε όπως τον έχει ξανακάψει ματιά άλλη μία, άντε δύο, φορές. Τι έψαχνε εκείνη, άδηλο. Αν ήτανε τρελή, επίσης άδηλο. Ευτυχώς ήταν ανύπαντρη ή χωρισμένη: αδέσμευτη κι ανεμπόδιστη. Τα έπιναν μέχρι τις τέσσερις. Εκείνη παρέμενε κεφάτη αλλά ευδιάκριτα αμήχανη, «άρα με θέλει», ενώ ο ίδιος αισθανόταν άνετα, χαλαρά, όμορφα: σαν να ήταν η ψυχή του διακοπές. Σταυροφιλήθηκαν και χωρίστηκαν. Πήγε σπίτι, ξεντύθηκε, την έπαιξε γι’ αυτήν αλλά επίτηδες το έκοψε και δεν έχυσε. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας.

Τον ξύπνησε το θηρίο ο ήλιος του Σαββάτου. Το σώμα του γινότανε ξανά τουριστικός προορισμός και συνέβαινε κάτι πολύ παραπάνω: ξαναζούσε και γι’ αυτό ξαναγινόταν τουριστικός προορισμός. Όταν σταυροφιλήθηκαν το προηγούμενο βράδυ μύρισε τον απόηχο του ιδρώτα της, μεθύσι άγριο και δεινότερο από τα πέντε ουίσκια που είχε κατεβάσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι θα το κάνουν, ότι θα βουλιάξει στο κορμί της χωρίς προορισμό και πλάνο, ότι θα τη γαμήσει με τις ώρες μία και δύο φορές και ότι την τρίτη θα τη χύσει κάπως αλλιώς, ότι στο μεταξύ θα γλείψει και θα δαγκώσει και θα καταφιλήσει ό,τι έχει και δεν έχει. Ότι κάθιδρος θα της χάριζε απλά κι ανέμελα το κορμί του, ολόκληρη την πατρίδα του, όπως θα διαγούμιζε τυφλά και με μανία το δικό της. Ότι θα ανασαίνει από κάτω της και από πάνω της και από πίσω της και – μετά – από δίπλα της, σαν τρένο και σαν χύτρα, άκομψα κι άγαρμπα κι ανέμελα. Για πρώτη φορά ήξερε από πριν ότι την επόμενη φορά που θα τη συναντούσε, πολύ πριν της το κάνει, θα έσκυβε να τη φιλήσει εκείνος πρώτος. Και κάθε υποψία χηρείας θα χανόταν επιτέλους.