Η τσόντα σήμερα δεν έχει σύνορα

… κι αυτό είναι και καλό και κακό.

Η πορνογραφία σήμερα δεν είναι αυτό που θυμούνται όσοι ήταν νέοι πριν είκοσι χρόνια, ή παλιότερα. Δεν περιορίζεται πια στη μία εξάδα βιντεοκασέτες που έχεις φυλαγμένη ή στη συλλογή από τραπουλόχαρτα με γυμνές ή στα περιοδικά πίσω από τα βιβλία των αγγλικών ή στις γαλλικές καρποστάλ σου. Παραθέτω σχεδόν αυτούσιο σχόλιο του Φανούτο Κουσουράκι — και συνιστώ να διαβαστεί ολόκληρο.

Πριν 10-15 χρόνια βλέποντας βιδεάκια στο YouPorn ήσουν στην υπεραιχμή της πορνικότητας, και γελούσες με τον μεσήλικα που νοίκιαζε βιντεοκασέτες DVD για να την παίξει. Σήμερα το pornhub που θα ανοίξεις σε ανώνυμη περιήγηση για να την παίξεις πριν την πέσεις για ύπνο, είναι αντίστοιχη φάση με τον μεσήλικα με την καπαρντίνα στο βιντεοκλαμπάδικα.

Το πορνό ακολουθεί όπως κάθε βιομηχανία νέες διεξόδους και τεχνολογίες. Self-produced παραγωγές, monetization σε instagram και twitter accounts, η μετεξέλιξη των συνδρομητικών sites σε συνδρομητικό personal / private stream, subscriber snapchat, από τα cams και τα chat rooms μπορείς πλέον να μπεις σε πριβέ κανάλι πορνοστάρλετ στο Discord! Crowdfunding για πορνό, Patreon για τσονοφωτοσετ, γενικά οτιδήποτε μπορείς να βάλεις από τη μία μια πιστωτική και απο την άλλη να ανοίξει ένα μικρόφωνο και μία κάμερα, μέχρι και ένα application code για να ρυθμίζεις το ρυθμό που δονείται το κωλοφτιαγμένο Hitachi πάνω στην κλειτορίδα της.

Συνελόντι ειπείν: η πορνογραφία σήμερα είναι μαζική και εύκολα προσβάσιμη· δεν είναι αποκλειστικά προϊόν στούντιο και ηθοποιών. Ταυτόχρονα, η πορνογραφία το 2018 είναι εξατομικευμένη, όπως πρέπει να έγινε σαφές πιο πάνω, και εν πολλοίς ιδιωτική υπόθεση: τι άλλο είναι η ανταλλαγή βίντεο φωτογραφιών (δικών μας ή όχι) στα διάφορα ίνμποξ;

Τώρα πια λοιπόν τρομάζει και απωθεί για τρεις λόγους:

Ο πρώτος και ο πιο σοβαρός είναι επειδή μέρος της πορνογραφίας που παράγεται σε αφθονία καταγράφει και ενδεχομένως ενισχύει την κουλτούρα του βιασμού και τον μισογυνισμό με ιδιαίτερα στυγερούς τρόπους. Με άλλα λόγια, επειδή αφθονούν απροσχημάτιστα κακοποιητικές πορνογραφικές αναπαραστάσεις. Αυτό φυσικά ισχύει για κάθε πεδίο του ανθρώπινου βίου, εκτός πορνογραφίας απλώς τηρούνται (;;;) κάποια προσχήματα. Και πάλι είναι σημαντικό να έχει κανείς υπόψη του ότι οι τσόντες με κακοποιητικές καταστάσεις που δεν παρουσιάζονται ως παιχνίδι ή ως μέρος συναινετικού σεναρίου δεν είναι τόσο διαδεδομένες όσο νομίζει κάποια ή κάποιος άνω των 30 (καλή ώρα εγώ), που μπορεί να πέσει πάνω τους, άθελά του ή και όχι, σε ανώνυμη περιήγηση. Αφήνω φυσικά κατά μέρος παραλογισμούς τύπου «η σεξεργασία είναι βιασμός, άρα κάθε επαγγελματική τσόντα είναι βιασμός και κακοποίηση», η άποψή μου βρίσκεται εδώ.

Ο δεύτερος λόγος που η τσόντα τρομάζει κι απωθεί είναι επειδή το επαγγελματικά παραγόμενο μέρος της, και μάλιστα ούτε το πιο ενδιαφέρον ούτε το πιο συναρπαστικό ούτε το πιο ανατρεπτικό, διαμορφώνει τη δημόσια αισθητική και το γούστο μας όσον αφορά την αναπαράσταση του εαυτού μας και του έρωτα. Επειδή πλέον δεν έχει σύνορα, πολλή τσόντα χαμηλής ποιότητας και πρωτοτυπίας (η τζάμπα βιομηχανική, κλεψίτυπη ή μη) διαποτίζει την ποπ κουλτούρα. Όπως έλεγα εδώ, το πρόβλημα μας είναι ότι

Η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που […] δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, […] αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Τέλος, η πορνογραφία μάς φρικάρει και θα μας φρικάρει επειδή ανάλογα με τις προτιμήσεις μας, τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες μας, μας διεγείρει στα ίσια, απροσχημάτιστα και απροκάλυπτα: άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός της. Και τότε ακριβώς αρχίζει και γίνεται ανατρεπτική. Στο μεν προσωπικό επίπεδο, γίνεται ο καθρέφτης επιθυμιών που είτε θέλουμε να εκπληρώσουμε, είτε αρκούμαστε να ικανοποιούμε μπανίζοντας ― κι είναι κοινός τόπος ότι δεν θέλουμε πάντοτε να αντικρύσουμε αυτό που μύχια επιθυμούμε. Σε επίπεδο κοινωνικής παρατήρησης, όταν δηλαδή μπανίζουμε το μπανιστήρι σε φάση μέτα, η πορνογραφία αναδεικνύει την ασύλληπτη και ατίθαση ποικιλομορφία της ερωτικής επιθυμίας και της σεξουαλικής χαράς ― πάντοτε ως θέαμα ή και ως τσίρκο, βεβαίως.

Από αυτή την άποψη, εφόσον πια η πορνογραφία παράγεται εν πολλοίς κατ’ ιδίαν και χειροποίητα και εφόσον είναι πολλές φορές στοχευμένη σε συγκεκριμένο, έως και μονοπρόσωπο, κοινό και μακριά από τα όποια βιομηχανικά πρότυπα, είναι καλό που δεν έχει σύνορα: πλέον αποτυπώνει «το αρεσούμενο του ανθρώπου» με τρόπους που ελέγχει ο αυτόνομος μικροπαραγωγός της.

Εναντίον της τσόντας

Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω «μου αρέσει», μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν «ντύσου σαν σταρ». Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ’ άλλα είναι niche.

Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο — ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη «φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση «όλα στο φως» της αμερικάνικης εποχής μας«, ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,

διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες — ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες — πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

Προπαγάνδα, τσόντα, ή και τα δύο;

Πριν σβήσω την τηλεόραση χτες είδα που διαφημιζόταν σε μία από τις ΕΡΤ μια τηλεοπτική μεταφορά των Αδερφών Καραμάζοφ, η οποία έδειχνε εξαιρετικά προσεγμένη και πολύ κοντά στις εικόνες που έφτιαχνα εγώ όταν διάβαζα το βιβλίο 26 χρόνια πριν.

Προσπάθησα τότε να θυμηθώ γιατί ακριβώς χαιρόμασταν τόσο πολύ και για τόσα χρόνια με τα ιδιωτικά κανάλια. Χώρια ότι είχαμε 4-5 εθνικής εμβέλειας όταν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μόνο το ITV. Ως θεατής, το τονίζω, κατάφερα να ανακαλέσω μόνον δύο λόγους: την προπαγάνδα και τη διασκέδαση.

Οι τρεις ΕΡΤ επί ΠΑΣΟΚ ήταν ακάματη μηχανή προπαγάνδας εφάμιλλες της ρουμάνικης τηλεόρασης επί Τσαουσέσκου και του Fox News σήμερα, επιλεκτικά και προσεκτικά δοσμένες στην αποσιώπηση και στη μονομερή πληροφόρηση. Δεν μαθευόταν τίποτα και δεν ανακοινωνόταν τίποτα που δεν συνέφερε την κυβέρνηση.

Οι ειδήσεις ήτανε κάπως έτσι: το ΠΑΣΟΚ έφερνε την αλλαγή, οι συνεταιρισμοί συνεταιρίζονταν, ενώ παντού γινόντουσαν «πολιτιστικές εκδηλώσεις». Αυτός ο τελευταίος ήταν όρος που επινοήθηκε για να περιγράψει κάτι που δεν ήταν ούτε «απολίτικο» πανηγύρι με τίποτε γύφτους και τέτοια αλλά ούτε κνίτικο ή ρηγέικο φεστιβάλ, παρά ήταν κάτι μοναδικά πασοκικό για να γλεντάει και να επιμορφώνεται η ασαφής αφαίρεση που λεγότανε «λαός».

Πέραν των ειδήσεων, είχαμε γεμίσει με εκπομπές της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας (υπό την  προεδρία της τότε πρωθυπουργικής συζύγου, αν θυμάμαι καλά), με ειδυλλιακά ντοκυμαντέρ από το λεγόμενο Παραπέτασμα, με εκπομπές για τον αφοπλισμό και τη δράση των συνεταιρισμών, με σήριαλ που παρουσίαζαν πασοκικές (τριτοδρομικές δηλαδή και με περιεκτικότητα σε ΚΚΕ κάτω από 1%) αφηγήσεις κοινωνικών αγώνων: Μαρία Πάρνη, Λαυρεωτικά, Ρόκκος Χοϊδάς, πολύ αταξικό Κιλελέρ, ιστορίες για το ΕΑΜ σαν να ήτανε πρόδρομος του ΠΑΚ.

Απεναντίας τα ιδιωτικά κανάλια αρχικά έφεραν στην επιφάνεια και μίλησαν στον κόσμο για γεγονότα και πραγματικότητες που κατά ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχαν: υπενθυμίζω λ.χ. ότι το βάρβαρο ντου των ΜΑΤ στο Χημείο το 1989 καλύφθηκε από το «κανάλι» του Καρατζαφέρη, που δεν ήτανε κανάλι αλλά βιντεοκασέτες με ρεπορτάζ οι οποίες πουλιούνταν στα περίπτερα και στα ψιλικατζίδικα. Βεβαίως, πολύ γρήγορα τα ιδιωτικά κανάλια το γύρισαν από τις ειδήσεις στην «ενημέρωση» του τίποτα, με κοσμικογραφήματα κι επιδερμικά ρεπορτάζ και με εκτενή κάλυψη της μεγάλης θρησκείας του λαϊφστάιλ. Το 2010 τα ιδιωτικά θα αναλάβουν εντέλει τον προπαγανδιστικό ρόλο της παλιάς ΕΡΤ, αλλά με διαφορετικούς πελάτες αυτή τη φορά: τις μνημονιακές δυνάμεις.

Επίσης, τα ιδιωτικά κανάλια έφεραν μαζί τους τη διασκέδαση και την κατάφαση της ποπ κουλτούρας στο σύνολό της: ντόπιας (που ζούσε στις παρυφές του θεάματος μέσα στις θλιβερές βιντεοκασέτες) αλλά και της αμερικανοπαγκοσμιοποιημένης. Την ίδια εποχή που οι τρεις ΕΡΤ πάσχιζαν να μορφώσουν ένα έθνος σινεφίλ αργά το βράδυ με Γιάντσο, Μπέλα Ταρ, Φασμπίντερ (θυμηθείτε το σχόλιο του Τζιμάκου), Κοντσαλόφσκι και πρώιμο Βέντερς ή Φόρμαν, τα ιδιωτικά κανάλια έδειχναν τις ίδιες ώρες αμερικάνικες σαχλαμπούχλες για να χαλαρώσει ο μέσος εργαζόμενος — με τον ΑΝΤ1 να έχει πάρει σβάρνα τα και με δεδομένα 2016 υπερtrash τερατουργήματα του Νίκου Μαστοράκη π.χ. Για τα σήριαλ του Mega και του ANT1, μνημεία προχειρότητας που ανέστησαν την ιδεολογική λειτουργία της χρηστομάθειας των Φίνου και σία, τι να λέμε: οι επαναλήψεις τα κρατάνε ζωντανά.

Ωστόσο την πραγματική επανάσταση στην τηλεοπτική διασκέδαση δεν έφεραν τα MEGA, ANT1 και STAR, με τις χαζοταινίες, τα χαζοσήριαλ ή με τα υβρίδια επιθεώρησης και ιταλικών σώου με γυναικεία μπούτια που πρόσφεραν. Την επανάσταση έφερε αφενός η ίδια η ΕΡΤ όταν ανέλαβε να αναμεταδίδει δωρεάν δορυφορικά κανάλια, φέρνοντας επί ελληνικής γης τη βασιλεία του MTV. Αφετέρου, διάφορα μικρά καναλάκια (ITA8 στην Αθήνα, TRT στη Θεσσαλία, κάποιο που δεν θυμάμαι στη Σαλονίκη) έδειχναν πολύ αργά τσόντες. Πολύ πριν το γρήγορο ίντερνετ και τις καλωδιακές, ήταν η πρώτη φορά που μπορούσες να δεις πορνό (χάλια ποιότητας, αλλά πορνό) χωρίς να πας να ρίξεις τα μούτρα σου στο βίντεο κλαμπ. Θυμάμαι ότι ο ΑΝΤ1 προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την μόδα, που ανακόπηκε βίαια όταν ο Μητσοτάκης επιτέλους έγινε πρωθυπουργός και το ΙΤΑ8 έδειξε τσόντα με τρανς, προβάλλοντας κάτι γαλλικές σοφτ αθλιότητες τύπου Les jupons de la Révolution τίγκα στο μπλα μπλα και στον ιστορικισμό.

Πριν το Ίντερνετ, ο κόσμος λαχταρούσε οτιδήποτε ποπ, από τον ΛεΠά μέχρι τη Σαμάνθα Φοξ και από τους Γουάμ μέχρι το ντουέτο Άντζελα-Χαριτοδιπλωμένος. Η ΕΡΤ επέμενε σταθερά σε Φαραντούρη και Γιάννη Μαρκόπουλο, σε Δόμνα Σαμίου και σε κάτι επιβιώματα της χουντοδεξιάς μηχανής διασκέδασης. Τα ιδιωτικά κανάλια τού έδωσαν του λαού ποπ, λάιφ στάιλ και λίγη τσόντα.

Βεβαίως θα ήταν σφάλμα να πάρει το ΠΑΣΟΚ όλα τα εύσημα για το πώς ήταν η ΕΡΤ τη δεκαετία του ’80. Το 1989 ένας από τους προωτοπόρους της μη κρατικής τηλεόρασης ήταν ο δήμαρχος Πειραιά Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο οποίος παραδέχτηκε σε συνέντευξή του τότε πως όταν ήταν υπουργός Τύπου (ή κάτι τέτοιο) του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα 1970-φεύγα είχε στήσει το κρατικό κανάλι (το άλλο ήταν η ΥΕΝΕΔ των Ενόπλων Δυνάμεων) ως έναν οργανισμό επιμορφωτικό και εκπαιδευτικό, άρα χωρίς ποπ και διασκέδαση, που δεν θα οξύνει τα πολιτικά πάθη: ναι, οι ανοησίες ότι υπάρχει μη-πολιτικός δημόσιος διάλογος χρονολογείται από τότε και από πολύ πριν από τότε.

Μπαομπάμπ

Οι ιστορίες που μου λένε οι άλλοι (και οι άλλοι εύκολα μού εκμυστηρεύονται τις ιστορίες και τα μυστικά τους) αποτελούν το σφιχτό ζυμάρι με το οποίο φτιάχνω τις φρατζόλες μου. Προσθέτω αναπόφευκτα το ξινούτσικο προζύμι δικών μου εμπειριών και δικών μου μυστικών, ή τη μαγιά της ενσυναίσθησης και της διαίσθησης. Αλλά το ζυμάρι μού το παρέχουν οι άλλοι, απλόχερα και δωρεάν.

Σε κάποιες από αυτές τις ιστορίες διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες — ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Φυσικά, το πρόβλημα πάει πολύ παραπέρα από το να θέλουμε να οργανώσουμε τις λαγνουργίες μας σαν να είναι τσόντες ή να σκηνοθετήσουμε όσους συμμετέχουνε σε αυτές σαν πορνοστάρ. Στο κάτω κάτω έχει κι αυτό την πλάκα του, όταν δεν γίνεται ζακόνι και καταναγκασμός.

Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η κοινωνία μάς τσιγκλάει ασταμάτητα και επίμονα να κάνουμε δύο πράγματα, τα οποία αλληλοτροφοδοτούνται: το πρώτο, να κάνουμε τη ζωή μας τσόντα, ρομαντική κομεντί, μυθιστόρημα, υλικό για ανέβασμα στο facebook και στο ίνστα· το δεύτερο, να βρούμε σώνει και καλά τρόπους να ταυτιστούμε, αρνητικά ή θετικά, με αυτό που παρακολουθούμε — ό,τι και να παρακολουθούμε.

Προφανή παραδείγματα της μανίας να ταυτιστούμε προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την πίεση που ασκούν σε όλους μας να σχετιστούμε με ό,τι βλέπουμε, συνήθως σχολιάζοντάς το. Παράλληλα, περιμένουμε από ταινίες και βιβλία να μας πούνε κάτι για τη ζωή μας και μάλιστα με τον τρόπο που θέλουμε εμείς να μας το πουν.

Αυτό το δεύτερο σύμπτωμα της έπειξης να σχετιστούμε, να ταυτιστούμε με κάτι αλλά με τους δικούς μας όρους, σκιαγραφεί πολύ ωραία σε ένα κείμενό της η Rebecca Mead στον New Yorker. Μιλώντας για τη λογοτεχνία και το σινεμά, διαχωρίζει την ταύτιση που αισθανόμαστε με κάποιον λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό ήρωα από τη σχετισιμότητα (‘relatability’), δηλαδή από την προσδοκία ή και απαίτηση το ίδιο το έργο «να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά». Συμπεραίνει η Mead ότι αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.

Από τη μια λοιπόν θέλουμε να κάνουμε τη ζωή μας, ή μέρος της ζωής μας, κάτι σαν κι αυτό που παρακολουθούμε, από την άλλη έχουμε την προσδοκία αυτό που παρακολουθούμε να λέει κάτι σχετικό με τη δικιά μας ζωή και μέσα από τη δική μας ματιά.

Και πάλι, αυτό εικονογραφείται ιδανικά στις αυτοσχέδιες τσόντες που ζευγάρια (ή ομάδες) ανεβάζουν στο ίντερνετ: θέλουνε να μεταφερουνε το είδος, το genre, της τσόντας στη δική τους ερωτοπραξία, την οποία κατόπιν απαθανατίζουν ως μία τσόντα με την οποία θα μπορούνε να σχετιστούν: το ζητούμενο είναι και η εισαγωγή του «ιδανικού» σεξ ως είδους απ’ έξω και η πραγμάτωσή του σε θέαμα με το οποίο οι πρωταγωνιστές του θα μπορούνε να ταυτιστούν.

Άλλο πεδίο στο οποίο εικονογραφείται αυτός ο φαύλος κύκλος είναι η κακή ποίηση: πολλή ποίηση απηχεί ακριβώς τη διάθεση να καταστεί ο βίος του γράφοντος ή της γράφουσας υλικό για ποίηση, η οποία με τη σειρά της θα γραφτεί με αυτοβιογραφισμό και σολιψιστικώς ώστε να μπορεί να σχετιστεί μαζί της ο ίδιος ο γράφων ή η γράφουσα (και μόνο).

Φυσικά πολλοί θέλουμε και τις ιστορίες μας να πούμε και τις σέλφι μας να βγάλουμε. Οπωσδήποτε έχουμε ζήσει στιγμές που αισθανόμασταν ότι ζούμε μέσα σε μια αφήγηση ή σε κάποιο ιδανικά (ο καθείς κατά τα γούστα του) στημένο πλάνο. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν γίνονται απόλυτες και εμμονικώς απαραίτητες αφενός η διάθεση να βγάζουμε σέλφι και να σχετιστούμε με αυτό που βλέπουμε ή διαβάζουμε και αφετέρου η αίσθηση ότι η ζωή μας όλη, ή στην ιδανική της εκδοχή, (πρέπει να) μιμείται την «τέχνη» (η οποία είναι μίμηση της ζωής;).

Φρονώ ότι πρέπει να ξαναβρούμε τη δύσκολη χαρά να ταυτιζόμαστε με καταστάσεις, ήρωες και ιδέες με τις οποίες δεν μπορούμε με τίποτε να σχετιστούμε, με καταστάσεις, ήρωες και ιδέες που δεν είναι ούτε μέσα από τη ζωή μας ούτε εντός της δικής μας ματιάς και νοοτροπίας. Αυτό θαύμασα και χάρηκα στο 2666, αυτό προσπάθησα να κάνω στα Κυρίως το σεξ, αυτό απολαμβάνω (κάποτε με παιδεμό) διαβάζοντας την ποίηση του George Le Nonce.

Ανταρσία, απελπισία, σκοτάδι και μαγεία.

Ασφαλώς και ελάχιστοι από εμάς, και μάλιστα οι λεγόμενοι ‘σοβαροί’ άνθρωποι, θα μιλήσουμε για την πορνογραφία. Ποιος άλλωστε θα παραδεχτεί ότι ξέρει κάτι «απ’ αυτά». Θα μιλήσουμε ενδεχομένως για την ερωτογραφία, δηλαδή την τέχνη του λόγου της οποίας η θεματική είναι ο έρωτας «των άκρως αισθητών» (πόσο εύστοχα κι ωραία το έθεσε ο πούστης!). Θα μιλήσουμε για την ερωτογραφία είτε γιατί την παράγουμε, είτε γιατί την απολαμβάνουμε και ως δήλωση ότι μετέχουμε ενός πνευματικού πολιτισμού που αντιμάχεται και καταστρατηγεί την πνιγηρή «τρεχάμενη ηθική», μια ηθική που δεν είναι παρά μια παρατρεχάμενη του πιο στεγανού ολοκληρωτισμού και κάθε λογής αυταρχικότητας.

Η πορνογραφία όμως δεν έχει φίλους, έχει μόνο ‘χρήστες’, λες και είναι πρέζα.

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι, βεβαίως, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη μπιχεβιοριστικές κορώνες για το τι ανθρώπους διαμορφώνει (…) ή αλλόκοτα κρωξίματα περί εκμετάλλευσης και εξευτελισμού της γυναίκας: δεν ξέρω τι νόημα έχουνε σε μια εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι κάθε φύλου, γένους, προσανατολισμού, κατεύθυνσης και όλων των προτιμήσεων εκουσίως αυτοπορνογραφούνται είτε για προσωπική χρήση, είτε για διάδοση, είτε και για εμπορία. Όπως το μάτι του ρεπόρτερ δεν ανήκει πια μόνο στα κανάλια και στις εφημερίδες αλλά και σε όποιον έχει κινητό, έτσι και το μάτι του πορνογράφου ανήκει σε όποιον έχει τα προσιτά μέσα και την καλή διάθεση.

Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ’ άλλα είναι niche.

Βεβαίως, έτσι πορεύεται ο κόσμος, με συναινέσεις και με μίνιμουμ προγραμματικές συμφωνίες — για τα υπόλοιπα υπάρχουν, όπως είπαμε, τα niche. Κι εν πάση περιπτώσει, όπως είπα, η εποχή του Ταρατατά, του τσοντοσινεμά, του Πριβέ και της βιντεοκασέτας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: ό,τι θέλεις μπορείς να το βρεις. Εγώ λ.χ. τις προάλλες γκουγκλάροντας ‘Constance’ βρήκα την ομώνυμη θρυλική ταινία της Zentropa (άσε που ήτανε «πορνό για γυναίκες» και μας είχε φάει η περιέργεια). Η ανακάλυψή της είναι αφορμή αυτού του ποστ, αφού η ταινία είχε γίνει θρύλος όταν βγήκε το ’98, δεν την έβρισκες πουθενά και τότε οι συνδέσεις μας ήτανε πολύ αργές και τα βίντεο διαρκούσαν γύρω στα 10 με 20 δευτερόλεπτα…

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως ότι η εποχή μας θα πετύχει αυτό που δεν κατάφερε η δεκαετία του ’70 ή — με τον τρόπο της — η δεκαετία του ’20; Ότι δηλαδή θα κάνει την πορνογραφία αποδεκτή;

Δε νομίζω. Ακόμα και αν (όπως μαθαίνω) η νεολαία καταναλώνει υπερπολλαπλάσια πορνογραφία από εμάς, η παρακολούθηση τσόντας και των παραλλαγών της θα παραμείνει μια ιδιωτική δραστηριότητα όπως η άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή μαλακία. Άλλωστε, οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μη μας πιάσουν να παρακολουθούμε τσόντες, εκτός κάποιου ερωτικού παιχνιδιού, επειδή την πορνογραφία την παντρεύεις πολύ δύσκολα και, ακόμα κι αν τα καταφέρεις, ο γάμος είναι σκέτη αποτυχία. Θυμηθείτε επικές πατάτες και παπάντζες της δεκαετίας του ’70 και του ’80 (π.χ. το The opening of Misty Beethoven, το Dog Walker κι ένα σωρό κουλτουροτσόντες, τις οποίες οι Γάλλοι συνεχίζουνε να βγάζουνε σχεδόν απτόητοι, με αποκορύφωμα το κακόμοιρο το Romance με διευθυντή φωτογραφίας τον μεγάλο Γιώργο Αρβανίτη). Θυμηθείτε επίσης το απεχθές είδος της ιταλικής σεξοκωμωδίας, το οποίο κατέληγε συχνά στο γνωμικό «λάδι, λάδι και τηγανίτα τίποτα». Να μην πω για τα «Μυστήρια του οργα(νι)σμού», κ.ο.κ. Ο γάμος της πορνογραφίας με οτιδήποτε άλλο, όχι μόνο με την τέχνη, δεν μπορεί να δουλέψει γιατί το να βλέπεις τσόντες λέει ξεκάθαρα κάτι σαφές για τις προθέσεις σου, και μάλιστα παρά τη θέλησή σου. Αυτό δεν αρέσει, και καλά κάνει, στους ελεύθερους ανθρώπους: το παραγνωρισμένο και καταστρατηγούμενο δικαίωμα στη σιωπή (θα έπρεπε να) είναι αναφαίρετο.

Ταυτόχρονα, η ύπαρξη και η παραγωγή και η μέθεξη (χάχα) με την πορνογραφία — και μάλιστα τη μη στουντιάτη-σιλικονάτη, τη μη επαγγελματική — είναι ανατρεπτική πράξη. Το είπε ο Ηλίας Πετρόπουλος χρόνια πριν. Το συνόψισε κι ο πάλαι Δαβαράκης σε ένα από τα πιο ωραία τραγούδια του Χατζιδάκι:

Μέσ’ τον κόσμο χάνομαι
και απ’ τα πάθη μου πιάνομαι.
Δίνω σώμα, δίνω φως,
μα πεθαίνω σοφός.

Πορνογραφία σημαίνει ανταρσία,
απελπισία, σκοτάδι και μαγεία.
Πορνογραφία σημαίνει στην ουσία
φωτογραφία σημάδι των καιρών.

Στην ερωτογραφία η ερεθιστικότητα όσων εξιστορούνται ή αναπαρίστανται συμπλέκεται με την αισθητική απόλαυση του τρόπου που εξιστορούνται ή αναπαρίστανται, δημιουργώντας ένα σύνθετο και αμφίρροπο αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα που ‘οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει‘. Η πορνογραφία, απεναντίας, είναι απροκάλυπτος διονυσιασμός για το αδηφάγο μάτι, μαγεία για τους κατοπτρικούς νευρώνες, παρηγοριά για το πνεύμα που νοσταλγεί και εκπλήρωση για την ψυχή που πεινάει να δει Liebestraum μπροστά της ολοζώντανο, αφορμή για την πυκνή καύλα ή την απλή λίμπιντο που ψάχνουν υπόθεμα, εικονογράφηση για το ασυνείδητο που εξεγείρεται και πιέζει τεκτονικά προς τα πάνω. Ταυτόχρονα θα παραμένει απροκάλυπτη και μονοσήμαντη και πικρή, απελπισία και σκοτάδι, αφού εν πολλοίς είναι μοναχική, η εξιστόρηση και η απεικόνιση μιας διαυγέστατης απουσίας.

Ανταρσία; Ναι, ανταρσία. Όχι μόνο για το ασυνείδητο αλλά και γιατί υλοποιεί και εικονογραφεί την πολύμορφη και πολύτροπη ηδονή, σαρκώνει ορατά την πρωτεϊκή πραγματικότητα της ανθρώπινης επιθυμίας. Την πολλές φορές ανομολόγητη Καύλα αντρών και γυναικών.