Μαύρες μαντήλες


Όταν μεγαλώνει κανείς στην πόλη, και μάλιστα στην Αθήνα, και μάλιστα στην ανδρεοπαπανδρεϊκή Ελλάδα, αποκτάει μια κάργα εξιδανικευμένη εικόνα του χωριού. Τουλάχιστον (και) εκεί φαίνεται να στόχευε η παιδεία που μας έδιναν. Τέλος πάντων, μ’ αυτά έχω ξανασχοληθεί.

Όμως απόψε σκεφτόμουν τις δικές μου αναμνήσεις από το χωριό. Ποιο χωριό, δηλαδή, από τον συνοικισμό που κατάγεται η μητέρα μου. Θυμάμαι αλλόκοτα παιδιά, τα παιδιά του χωριού: κωλοπετσωμένα, καπάτσικα αλλά και συγκλονιστικά αφελή καμμιά φορά. Θυμάμαι πρασινάδα και ωραίες μυρωδιές βρεγμένου χώματος. Απόψε θυμήθηκα τις μαυροφόρες.

Τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες, τότε μου φαινόντουσαν πανάρχαιες, σαν να βγήκαν από εκείνη την εικόνα των Μοιρών στο βιβλίο της μυθολογίας. Τώρα πια ξέρω ότι ήτανε στα πενήντα τους, άντε στα εξήντα τους. Γιαγιάδες και θειες τις φωνάζαμε. Γυναίκες παλαιού τύπου, ξεβρασμένες στην Ελλάδα του πασοκικού θαύματος, με τις έγχρωμες τηλεοράσεις του, τις εοκικές επιδοτήσεις του, τα δύο και τρία αυτοκίνητα — και τα λοιπά.

Γυναίκες μικροπαντρεμένες, κηδεμονευόμενες από αμείλικτες πεθερές, μαθημένες στις αποβολές μέσα στα χωράφια, παραμελημένες από άντρες που πήγαιναν στις πουτάνες κατα συρροή όταν κατέβαιναν στην πόλη, για να τους κολλάνε κι όσα ψώνιζαν από κει. Γυναίκες που έπλεναν στο χέρι με πράσινο σαπούνι σεντόνια, πάνες, σώβρακα, πουκάμισα, πανιά. Που χήρεψαν πολύ νωρίς, αφού πρώτα πέρασαν χρόνια στον ρόλο αποκλειστικής νοσοκόμας, και δεν ξαναπαντρεύτηκαν γιατί είχανε κορίτσια μέσα στο σπίτι. Που σισύφεια σάρωναν και σφουγγάριζαν τσιμεντένια πατώματα. Που έχτισαν σπίτια στα παιδιά τους και τα είδαν να αποκεφαλίζονται μέσα στους άθλιους ελληνικούς δρόμους, να πεθαίνουν δίπλα τους από καρκίνους φαρμακωμένα από φυτοφάρμακα, να ζουν μακριά τους ακατανόητες ζωές πλάι σε δολερούς ή βίαιους άντρες και κάνοντας χρήση διαζυγίων, εκτρώσεων, ψυχοφαρμάκων.

Αυτές τις γυναίκες σκεφτόμουνα, που πέθαναν από κούραση στα ενενήντα τους (αν και μοιάζανε χιλίων) ή νωρίτερα από ‘μητρικά’, κάτι ιάσιμο αλλά ντροπή να το κουβεντιάζεις. Κι έκανα την αληθινά κοινότοπη αλλά και κοινότοπα αληθινή σκέψη ότι είμαστε πολύ τυχεροί.

Being Karagiozis (Τελευταίες λέξεις)



(αυτό το ποστ είναι συμπαραγωγή με τον αγαπημένο όλων, και δη των γυναικών, Rakasha)

Λόγω του πρόσφατου κυπριακού ανεμοστρόβιλου δεν έχω τηλεόραση, κάτι έπαθε η κεραία και δεν έχω πρόσβαση να πάω να την κοιτάξω. Μου λέει λοιπόν ο Ρακάσας:

Ο Καραμανλής πήγε σήμερα τα δίδυμα στο μουσείο και τους εξηγούσε για τα μάρμαρα που λείπουν από τότε που τα πήγε στο Λονδίνο ο λόρδος Έλγιν…

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να επικαλεστώ τα θεία. Αυτά σαν να μισοάκουσαν και μου έδωσαν έμπνευση. Είπα λοιπόν περίπου αυτά, ένα μπλογκικό επίγραμμα:

Τhe shape of absence.
Twins, look, here is a god-shaped void.

Και τώρα επιστρέφω στη σιωπή μου. Καλή ψήφο, συνέλληνες.