ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος (Ηράκλειτος, απ. 15)
Απρόσωποι, ασώματοι, ψευδώνυμοι περιφερόμαστε στα σοσιαλμήντια.
Κάποιοι έχουμε παράλληλα ζωές και έξω από αυτά, όπου είμαστε ο καθένας σώμα με ονόμα, με πρόσωπο και χαρακτηριστικά (σχήμα ματιών, επιλεκτικές τριχοφυίες, ελιές, μυρωδιά, ρούχα και κλειδιά, μικρές γκριμάτσες). Όλοι όμως μέσα στα σοσιαλμήντια είμαστε σκιές με — λίγο ή πολύ — χρόνο στα χέρια τους, που διαθέτουν στο να ανταλλάσσουν αναμνήσεις και κουβέντες και εικόνες από αλλού, στη συζήτηση, στην αυτοπροβολή, στην αποπλάνηση.
Είναι εδώ ένας ωραίος και άνετος Άδης, με κρυφό φωτισμό, πορτατίφ ή λάμπες φθορίου και πυράκτωσης στο ταβάνι, το σύνολο όλων των καρεκλών, πολυθρονών, καναπέδων, κρεβατιών, χαλιών, πάγκων κουζίνας από τα οποία εκπορεύονται οι σκιές που συναντιόμαστε: απρόσωπες, ασώματες, ψευδώνυμες.
Κουβαλάμε εδώ μέσα, απρόσωποι, ασώματοι, ψευδώνυμο, ό,τι μπορούμε και ό,τι θέλουμε και ό,τι μας πονάει και ό,τι λαχταρούμε από τον Πάνω Κόσμο. Καμμιά φορά παίρνουμε μαζί μας γυρνώντας πίσω στον Πάνω Κόσμο από εδώ κάτι: έναν χρησμό, αναμνήσεις, δύο σοφές συμβουλές, μια γνωριμία — άυλα όλα από τον Άδη των σκιών. Υπάρχουνε πάντως, και λέγονται, θρύλοι για κάποιους Ορφείς, που απαλλοτρίωσαν κάποια σκιά και μαζί της ταξίδεψαν στον Πάνω Κόσμο, για λίγο ή για πολύ, μέσα στις νύχτες και στις μέρες του Πάνω Κόσμου.
Κάποιοι έχουμε σκηνώσει εδώ, αιωνίως εγκάτοικοι της χώρας των σκιών, αν και φυσικά διψάμε για το αίμα της ζωής: τον ιδρώτα, τους χυμούς, τα χαμόγελα, την υλικότητα των αντικειμένων, τα συντροφικά ποτά και τις ίδιες κουβέντες που γίνονται κι εδώ, αλλά με βλέμματα και μέσα στις νύχτες και στις μέρες του Πάνω Κόσμου. Κάποιοι είμαστε περαστικοί, ερχόμαστε εδώ μέσα κάτι ψάχνοντας, συζητάμε με άλλες σκιές είτε δικών μας είτε επιφανείς και ξαναφεύγουμε — όπως ο Οδυσσέας στη Νέκυια. Γι’ αυτούς ο Άδης δεν είναι τελικός προορισμός αλλά μέσο.
Εδώ μέσα είμαστε ελεύθεροι, η ψευδωνυμία μάς προστατεύει και μας κινεί. Αλλά εκτός από ψευδώνυμοι, παραμένουμε απρόσωποι κι ασώματοι, εικόνες υποσχέσεων και κάποτε υποσχέσεις εικονικές. Ονειρευόμαστε να επαναπατριστούμε οριστικά στον Πάνω Κόσμο, έχοντας πάρει μαζί μας από τον Άδη των σοσιαλμήντια κάτι — σαν παλιννοστούντες μετανάστες πλουτισμένοι.
