Σεξουαλική στέρηση

στον Νάτση, που το παρήγγειλε

Διαβάζω τον Κόσμο Ανάποδα του Γκαλεάνο, μάλλον κακογραμμένο βιβλίο χωρίς ιδιαίτερη συνεκτικότητα: θα είχε περισσότερο ζουμί διαρθρωμένο σαν μια σειρά ποστ, άρθρα ή κάτι τέτοιο. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, αφού διαβάζοντάς το αντιλαμβάνεται κανείς και ποιες είναι οι μνημονιοκρατικές μέθοδοι και ότι βεβαίως έχουν εφαρμοστεί σε μεγάλη έκταση στη Λατινική Αμερική.

Μια συνέπεια της εφαρμογής αυτών των μεθόδων είναι και η δαιμονοποίηση της φτώχειας, μια εντελώς νεοφιλελεύθερη πρακτική: οι φτωχοί είναι μούργα, τεμπέληδες, έρμα. Είναι φτωχοί γιατί είναι αλκοολικοί κι αμόρφωτοι (και όχι «είναι αλκοολικοί και αμόρφωτοι γιατί είναι φτωχοί»). Και πάει λέγοντας. Η μισανθρωπία στην υπηρεσία του πλουτισμού των λίγων, η μισανθρωπία και η συντριβή των φτωχών ως τρόπος να εσωτερικεύσουν οι φτωχοί ότι οι ίδιοι ευθύνονται για τη «μοίρα» τους και για το «ριζικό» τους: η φτώχεια δεν είναι πολιτικό πρόβλημα, δεν είναι καν συμφορά και θεομηνία, παρά ευθύνη των φτωχών και οψώνια των αμαρτιών τους.

Αυτό μου θύμισε μια μισανθρωπική πρακτική προσφιλή στη δική μας κοινωνία: τη δαιμονοποίηση της σεξουαλικής στέρησης. Βεβαίως, θα πει κανείς ότι ο παραληλισμός είναι επιεικώς άστοχος γιατί αν κάποιος είναι σεξουαλικά στερημένος όντως ευθύνεται τουλάχιστον εν μέρει και οι ίδιος για αυτό. Σύμφωνοι. Το πραγματικό ζήτημα είναι η στέρηση ως μομφή, όχι η ίδια η στέρηση.

Η σεξουαλική στέρηση ως μομφή, μέσα στο μεγάλο ερμηνευτικό πλαίσιο της πατριαρχίας, βρίσκεται στη βάση της στερεοτυπικής σκιαγράφησης της αποστεγνωμένης γεροντοκόρης και της νυμφομανούς χήρας. Και εκτός πατριαρχίας, η σεξουαλική στέρηση ερμηνεύει την ακμή και την αδιάκοπη θλίψη κι οργή του σπυριάρη έφηβου (έως και ετών 30 στην Ελλάδα) ή τις αϋπνίες γερόντων. Και πάλι θα παραπονεθεί κανείς ότι αυτού του είδους τα στερεότυπα ανήκουνε πλέον στη σφαίρα της λαογραφίας ή ότι δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από μάλλον αθώα καλαμπούρια. Διαφωνώ ριζικά αλλά ας δεχτούμε ότι όντως πρόκειται για καλαμπούρια κι ας προχωρήσουμε, δεδομένου ότι κάποιοι αναγνώστες ήδη έχουν αναγνωρίσει τουλάχιστον άλλες δύο σχετικές μομφές.

Η πρώτη είναι βεβαίως του μαλάκα: οι ιδιότητες του idiot ονοματίζονται στα ελληνικά από την καταφυγή στον (μάλλον καθ’ έξη) αυνανισμό. Σχετικά είναι και τα «άντε γαμήσου να ασπρίσεις / να ξελαμπικάρεις» ή προτροπές να πάει κανείς στις πουτάνες μήπως και συνέρθει / ξαλλεγράρει. Δεδομένου ότι η αποχή από την ερωτοπραξία δημιουργεί αβάσταχτες μη-σεξουαλικές εντάσεις και μαγκώματα που ο αυνανισμός δεν επιλύει, ανεξαρτήτως ποσότητας και ποιότητας της μαλακίας, δεν μοιάζει κι εντελώς άδικο να στιγματιστεί ο στερημένος άντρας ως ο πρωτοτυπικά idiot. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα φαίνεται να έχει καταλήξει και ο πληθυσμός της νοτιοανατολικής Αγγλίας, άλλωστε, με τα wanker και τα tosser του.

Η δεύτερη μομφή δεν είναι ολωσδιόλου αθώα κι έχει να κάνει με το κράξιμο γυναικών, αυτό που λέμε slut shaming. Εδώ μπαίνουμε πάλι μέσα στην τέντα του ερμηνευτικού τσίρκου της πατριαρχίας. Σε πρώτη φάση, η κουλτούρα του βιασμού ανευρίσκει ελαφρυντικά της βίας κατά των γυναικών στο τι φοράνε και στο αν είναι «προκλητικό». Σε δεύτερη φάση, λιγότερο προφανή, ερμηνεύουμε το ντύσιμο και τη συμπεριφορά γυναικών και με βάση το πόσο στερημένες είναι, άρα με το κατά πόσον χρησιμοποιούν λ.χ. το ντύσιμό τους ως εργαλείο για να προκαλέσουν. Ως εδώ καλά: όλοι ενίοτε ντυνόμαστε κάπως προκειμένου να σαγηνεύσουμε, εκτός και αν είμαστε μοναστικών τάσεων. Όταν όμως μιλάμε για γυναίκες, η πρόθεση να προκαλέσουν (όταν, είπαμε, δεν αποτελεί πρόσχημα για να δικαιολογήσουμε βία εναντίον τους) ερμηνεύεται ως ένδειξη σεξουαλικής στέρησης.

Και εδώ επιτέλους φτάνουμε στον πυρήνα του ζητήματος: η σεξουαλικά στερημένη γυναίκα στιγματίζεται και δαιμονοποιείται και σήμερα, ιδίως αν αφήνει να διακρίνονται εξωτερικά γνωρίσματα της στέρησής της. Κράζεται και χλευάζεται. Λες και η στέρηση είναι παράπτωμα ή συνέπεια κάποιου ηθικού σπίλου. Λες και η προσπάθεια να θεραπευθεί η στέρηση μέσω του ντυσίματος ή μιας πιο αλλέγρας και θελκτικής συμπεριφοράς (αν ντε και καλά πρέπει να κάνουμε ψυχολογία του ποδαριού) είναι κατακριτέα. Βεβαίως οι στερημένες αλλά και οι αχόρταγες ερωτικά γυναίκες θεωρούνται, ρητά και υπόρρητα, προβληματικές: αν δεν πηδιούνται κάποιο πρόβλημα έχουν, αν πηδιούνται αλλά ακόμα αισθάνονται στερημένες, θεός φυλάξοι και αμάν παναγίτσα μου ή, επί το ψυχολογικότερον, έχουνε θέματα να επιλύσουνε.

Συνεπώς, όπως η ύπαρξη μιας χούφτας κλασικών τεμπέληδων μπορεί να γίνει αφορμή να στιγματιστεί ολόκληρη η τάξη των φτωχών μέσα στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, έτσι και το (ελέω και πατριαρχίας) μάγκωμα κάποιων γυναικών γίνεται αφορμή μέσα στο ερμηνευτικό τσίρκο της πατριαρχίας να στιγματιστεί κάθε γυναίκα που θέλει περισσότερο σεξ και που το δείχνει.

Γενεά σκολιά κτλ. κτλ.

Η γενιά μας μεγάλωσε με πολλές μικρές θλίψεις, όχι μέσα σε κατακλυσμιαία γεγονότα όπως πόλεμοι, κατοχές και μνημονιοκρατίες — γι’ αυτό και ο Δεκέμβρης του ’08 μας φάνηκε δυσερμήνευτος ή κι εντελώς ακατάληπτος.

Κάποιες από αυτές τις στενοχώριες και αγωνίες φαντάζουν (και είναι) ευτελείς και ελαφριές, σχεδον μικροπρεπείς: μεγαλώσαμε μέσα σε συνθήκες εν μέρει μικροαστικές, εν μέρει first world problems. Η διερωτησή μας καθώς μεγαλώνε και έπηζε μέσα μας η αντίληψη του κόσμου ήταν τι ζωή είναι αυτή που κυλάει ανάμεσα σε μικροκαβγάδες και ψευτοαπογοητεύσεις, μια ζωή μικρές ιστορίες στο κέντρο και στις συνοικίες. Βλέπαμε τη ζωή μας να κυλάει τα νερά της μέσα σε τοπία λοφώδη και πληκτικά, μακριά από αλπικά ανάγλυφα και χωρίς άγριους οριζόντιους διαμελισμούς, μακριά από χαράδρες και οροπέδια.

Η γενιά μας μεγάλωσε και με πολλές μικρές βεβαιότητες: κακή τσιμεντούπολη, καλό χωριό· Ελλάδα σε 53 χρωματιστά τμήματα εν μέσω μπεζ χαρτογραφικών ερήμων και γαλάζιας θάλασσας· μακριά από τα πολιτικά και τη διχόνοια που φέρνουν· ο καλός δεν χάνεται· όποιος κοιτάει τη δουλειά του δεν ζημιώνεται· άκου, βλέπε, σώπα· όχι στις υπερβολές· υπάρχουνε πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται — κτλ.

Και φτάσαμε πια στην ηλικία στην οποία καλοθυμόμαστε τους γονείς μας.  Και τα έχουμε λιγάκι χαμένα. Γιατί οι γονείς μας στην ηλικία μας έκαναν αυτά που τους κάπνιζε (έτσι έλεγαν τότε: ό,τι μου καπνίσει) και δεν τους απασχολούσε αν θα στεναχωρεθεί η μαμά τους ή αν δεν εγκρίνει ο μπαμπάς τους, γιατί είχανε δουλειά και πόρτα που έκλεινε πίσω τους και (συνήθως) είχανε και παιδιά δικά τους και — άμα λάχει — έκοβαν την καλημέρα στους γονείς τους εάν τόλμαγαν να πούνε καμμιά κουβέντα παραπάνω.

Εμείς πάλι ζούμε με τους γονείς ή κοντά τους, περίπου στην ηλικία που εκείνοι έχτιζαν σπίτια κι εξοχικά ή πήγαιναν στην Ευρώπη με φίατ κι όπελ και λάντα μέσω Γιουγκοσλαβίας — κατά την τάξη και κουλτούρα τού καθενός.

Τους αφήνουμε να μας ποτίζουν ενοχές και να μας κηρύσσουν τον λόγο του θεού τους, των νευρώσεων και των διαψεύσεών τους, λες κι είμαστε έφηβοι· τους ακούμε προσεκτικά.

Δεν μας νοιάζει μόνον η γνώμη του κόσμου, σαν καλοί Έλληνες που είμαστε, αλλά και των συγγενών, με τους φίλους μας να παριστάνουν τους αυτόκλητους ερασιτέχνες ψυχαναλυτές.

Βρίζουμε, καλιαρντεύουμε ντεμέκ και λέμε μαλάκα κάθε τρεις και λίγο για να νιώθουμε μεγάλοι, λες κι είμαστε δέκα χρονών.

Στην ηλικία που οι γονείς μας δοκίμαζαν δειλά τι εστί παρτούζα και αγόραζαν βίντεο για να βλέπουνε σπίτι τους τσόντες («δεν έχουν τίποτα τα κανάλια») εμείς χαμογελάμε όλο πλησμονή μπροστά από τις μέινστριμ ιντερνετικές τσοντίτσες.

Φοράμε κομποσχοίνια κατάσαρκα πάνω από τατού (όχι πια «τατουάζ») αφιερωμένα στην Παναγία, στην πατρίδα και στην οικογένεια, που είναι πάνω απ’ όλα· μιλάμε για Ορθοδοξία κι Ελληνισμό περισσότερο κι απ’ όσο μιλάμε για «πολιτικούς», γάβρους και τον ΠΑΟΚ.

Αγοράσαμε σπίτια και κάναμε οικογένειες όχι επειδή έπρεπε, σαν τις προηγούμενες γενιές, αλλά γιατί έτσι θέλαμε να πιστεύουμε ότι θα ολοκληρωθούμε σαν άνθρωποι…

Είμαστε η γενιά των μικρών θλίψεων, των δειλών αποφάσεων, της ανάγκης για ουδετερότητα κι ησυχία, των ήπιων απολαύσεων. Είμαστε αγκιστρωμένοι με πείσμα και λύσσα πάνω στην κανονικότητα κι ας αποσυντίθεται εκείνη στο άγγιγμά μας σαν άθαφτο λείψανο.

I wan’na be like you

Η διασκευή του ντισνεϋκού τραγουδιού από τους Big Bad Voodoo Daddy ακούγεται στην ταινιάρα Swingers. Η ταινία μιλάει για την εναγώνια αναζήτηση του έρωτα εκ μέρους ενός άντρα που δεν είναι τόσο παίκτης όσο «θα έπρεπε”. Συνεπώς η ταινία είναι κωμωδία. Μάλιστα, πρόκειται για όντως αστεία κωμωδία.

Θέλω να πιστεύω ότι η ανάσυρση του τραγουδιού για να συμπεριληφθεί στην ταινία δεν είναι τυχαία. Η πρώτη του εκτέλεση χρονολογείται από τη δεκαετία του ’40, στη σκηνή ο βασιλιάς των πιθήκων απευθύνεται στον Μόγλη και του λέει ότι και θέλει και μπορεί να του μοιάσει και να γίνει σαν κι αυτόν. Με άλλα λόγια, στο I wan’na be like you εντοπίζουμε μια βασική διάθεση και τάση που μας πυροδοτεί ο έρωτας: να μοιάσουμε με αυτόν ή με αυτήν που έχουμε ερασθεί. Αν το να μοιάσουμε στον ίδιο τον εαυτό μας, το να πάψουμε να γινόμαστε και να αρχίσουμε να είμαστε, αποτελεί διαδικασία που συναπαρτίζει μερικές πορείες αυτοπραγμάτωσης, η μίμηση του άλλου είναι διαδικασία του να ερωτεύεσαι. Όχι πάντοτε, αλλά πολλές φορές.

Βεβαίως, αποτελεσματική μίμηση — κι όχι απλοϊκότητες τύπου Νόρμαν Μπέιτς — επιτελείς όταν προσπαθείς να ανακαλύψεις και κατά κάποιον τρόπο να αναπαραγάγεις αυτό που συνιστά τον άλλο. Συνεπώς η μίμηση δεν περιορίζεται στην αντιγραφή σουσουμιών, συμβεβηκότων κι εξωτερικών γνωρισμάτων· μίμηση είναι η μεθοδική βάσανος του να αποκαλύψεις και να δουλέψεις από μόνος σου τους μηχανισμούς του άλλου, του εραστή, της ερωμένης: δεν τζαμώνεις τον άλλο παρά προσπαθείς να βρεις τα στοιχεία του ρυθμού εκείνης ή εκείνου που σε μαγεύει για να (ξανα)χτίσεις κάτι από τον εαυτό σου.

Εννοείται βεβαίως πως όταν μιλάμε για ερωτική μίμηση δεν συζητάμε για ναρκισσιστές και μαλαγάνες (“χειριστικούς” τους λένε πια) πυγμαλίωνες που θέλουν εκείνοι να σε πλάσουν εσένα κατά τα κέφια και κατά τη βολή τους, κατά τα όποια ιδανικά τους ή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους.

Πάντως η μίμηση του άλλου δεν περιορίζεται στην περίπτωση που είσαι γορίλας και να θες να γίνεις mancub, Μόγλης. Μίμηση δεν συνεπάγεται ούτε “βελτίωση”, ούτε καν να ανέβεις αναβαθμό. Κι ας λένε πολλοί “ο έρωτάς σου με κάνει καλύτερο άνθρωπο”, μάλλον “ζωντανό” θέλουν να πούνε. Γενικότερα, δεν μας κάνει “καλύτερους» ο έρωτας, μας κάνει κάτι διαφορετικό και ίσως κάτι καινούργιο και πιο μεγάλο, καθώς μιμούμενοι χτίζουμε προσθήκες κι επεκτάσεις του εαυτού μας.

Το σώμα (και η πλάνη του πρωτογονισμού)

Το σώμα μάς αφορά όσο είναι ζωντανό. Δηλαδή, το σώμα μάς απασχολεί ενόσω είναι κάποιος.

Παράδειγμα, το σώμα μάς θέλγει και μας καυλώνει και μας χαρίζει ηδονές κι οργασμούς όσο είναι κάποιος και με την προϋπόθεση ότι είναι κάποιος. Όχι “το σώμα κάποιου”, αλλά κάποιος. Δεν είναι απαραίτητο να μιλάμε για πρόσωπο, αν και η διολίσθηση από το “κάποιος” στο “πρόσωπο” είναι λογικώς αναμενομένη στον όλο εξιδανικεύσεις και μεγάλες αφαιρέσεις πολιτισμό μας. Δεν ποθούμε και δεν ερωτευόμαστε και δεν λαγνουργούμε με πρόσωπα, παρά με κάποιον ή κάποια. Από αυτήν την άποψη, ο έρωτας είναι ανθρώπινος αλλά όχι προσωπικός. Ναι μεν δεν έχει τίποτα το ζωώδες, είτε μιλάμε για γούστο της μιας αρπαχτής είτε για αυτό το πράγμα που βρίσκεται στις παρυφές της αγάπης, αλλά δεν είναι προσωπικός ο έρωτας· πολύ απλά, ο έρωτας δεν είναι φιλία. Ο έρωτας εξαρτάται περισσότερο από το πώς μιλάει η άλλη ή από τη νοσταλγία μας για τις γάμπες της ή από τις ιδιοτροπίες του φιλιού της, παρά από την κοσμοθεωρία της, τις επαγγελματικές επιλογές της ή τα μουσικά γούστα της. Ναι, ο έρωτας προσφέρει δυνατότητες για μέθεξη σε αδιανόητα βάθη και μεταρσιωτικές εντάσεις: και ο Χειμωνάς και ο Ροθ συμφωνούν ότι τελικά κανείς δεν είναι σοφότερος από το σώμα και κανείς δεν είναι ανώτερος του έρωτα. Αλλά ήδη από την εποχή του Ψελλού δεν συγχέουμε τις δυνατότητές του με το ίδιο το πράγμα, όπως δεν συγχέουμε τον συγγραφέα με τα κείμενά του.

Γενικότερα το σώμα μάς απασχολεί ενόσω είναι κάποιος: ενόσω πάσχει, κρυώνει, το πιάνει κόψιμο, πεινάει, παραλύει, διψάει, αρρωσταίνει, στέκεται προς ενατένιση, μεθάει, κουράζεται, φονεύεται, κατουριέται, ζεσταίνεται, γίνεται κτήμα ή αντικείμενο βασανισμού. Κάποια από τα πάθη αυτά μάς φαίνονται πολιτικότερα από άλλα, π.χ. άλλο ο εξανδραποδισμός και άλλο η δίψα και το κόψιμο. Βεβαίως εξανδραποδισμός και βασανισμός δεν υφίσταται παρά μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, καθώς επιβάλλεται από κάποια αυθεντία (την οικογένεια, το κράτος, το ιερατείο κτλ.), ενώ από τη δίψα ή την αρρώστεια δύσκολα ξεφεύγει κανείς. Ωστόσο, η πείνα ενός ανθρώπου (και πώς ή πόσο εύκολα θα την κορέσει) ή το χέσιμο ενός ανθρώπου (και αν θα πρέπει λ.χ. να πληρώσει για να χέσει) δεν μας αφορά αν δεν είναι κάτι που παθαίνει κάποιος. Και το να είσαι κάποιος είναι και πολιτικό ζήτημα.

Θα αντιτείνει κανείς ότι σε μια πρωτόγονη κατάσταση το πώς αντιμετωπίζεις την πείνα, την δίψα, το κρύο κτλ. εξαρτάται αποκλειστικά από δεξιότητες που έχεις εσύ ο ίδιος: ψάρεμα, κυνήγι, απλή οικοδομική. Εξαρτάται επίσης και από το κατά πόσο είναι φιλόξενο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι: αλλιώς στην τούνδρα, αλλιώς στο Ρουμπ-Αλ-Χαλί, αλλιώς σε κοιλάδες με καρποφόρα. Με δυο λόγια, θα αντιτείνει κανείς, και πρόκειται για σκεπτικό πολύ της μόδας, ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος και το σώμα του είναι μόνος απέναντι στη φύση και στα στοιχεία της. Όντως η εποχή θέλει να βλέπει τα πάθη του σώματος ως εντελώς πρακτικά ζητήματα η επίλυση των οποίων προϋποθέτει προσκοπικές δεξιότητες, άριστη φυσική κατάσταση και γνώσεις τροφοσυλλεκτών ως προς το τι είναι εδώδιμο και πόσιμο.

Βεβαίως πρόκειται για σοβαρή πλάνη: οι τροφοσυλλέκτες πρόγονοί μας δεν πέρασαν δεκάδες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης προϊστορίας τριγυρνώντας ολομόναχοι και χτισμένοι στα κρόσφιτ σαν τον Ταρζάν ή σαν τον Bear Grylls. Οι τροφοσυλλέκτες ζούσαν και ταξίδευαν ως κοινότητες ανθρώπων, μικρές οργανωμένες κοινωνίες με καταμερισμό αρμοδιοτήτων και καθηκόντων αλλά χωρίς εξουσία όπως την κατανοούμε σήμερα (δηλαδή συνδυασμό απραξίας και αυθεντίας). Οι τροφοσυλλέκτες ήξεραν ότι κανείς δεν πεινάει μόνος, ακριβώς γιατί είναι κάποιος, ότι κανείς δεν κρυώνει μόνος, ότι κανείς δεν πεθαίνει μόνος (αν και χωρίς σύγχρονη ιατρική θα του συνέβαινε το πολύ μέσα σε 3-4 δεκαετίες από τη γέννησή του). Και όταν έπαυε να είναι κάποιος με τον θάνατό του, θα του απέδιδαν τιμές και θα του χάριζαν κτερίσματα.

Από τον έρωτα μέχρι την πείνα, από τον εξανδραποδισμό μέχρι τα βασανιστήρια, από την κούραση μέχρι την αρρώστεια (ιδίως αυτήν!) όσα υφίσταται το σώμα τα υφίσταται ενόσω είναι κάποιος. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για παθη λιγότερο ή περισσότερο πολιτικά, πάθη που αφορούν την κοινότητα, αφού είμαστε κάποιοι μέσα στην κοινότητα, την κοινωνία (αν προτιμάτε).

Πάντως, παρά τις όποιες εντυπώσεις, το λιγότερο πολιτικό από τα πάθη πρέπει να είναι ο έρωτας, και μάλιστα σε έναν κόσμο με αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης.

Οικογενειακά δεσμά

Για το θέμα (ελληνική) οικογένεια έχω ξαναγράψει. Παραδέχομαι όμως πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το θέμα, ιδίως αν θέλει να πάει πέρα από γενικές διαπιστώσεις ή από επισημάνσεις λίγο πολύ γνωστές.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γονείς και βεβαίως βρισκόμαστε σε πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους· επίσης πάρα πολλοί έχουμε παιδιά και πλέκουμε εξίσου πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους. Κι ας μη μιλήσουμε καν για αδέρφια. Πάρα πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η οικογένεια είναι οι μόνοι πραγματικά δικοί μας άνθρωποι και οι πιο κοντινοί μας. Αντιλήψεις όπως «πρώτα η οικογένεια», «η οικογένεια πάνω απ’ όλα», «η οικογένεια ποτέ δεν θα σε προδώσει» κτλ. είτε μας είναι πολύ οικείες είτε τις πρεσβεύουμε κιόλας. Τέτοιες αντιλήψεις συνθέτουν μια χαλαρή ιδεολογία με στέρεη βιολογική βάση και με την όλο βεβαιότητες επίνευση της αμερικανικής νοοτροπίας και ιδεολογίας: μια πολύ συγκεκριμένη θέαση της οικογένειας που πλασάρεται σαν πανανθρώπινη αλήθεια.

Επιπλέον, στην Ελλάδα όπως και αλλού, η επίκληση στην οικογένεια είναι βασική μέθοδος με την οποία ψευδοψυχαναλυτικά ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων: πόσοι δεν έχουμε περιπέσει στο σφάλμα να επικαλεστούμε τον αυταρχισμό, την αστοργία, τη φορτικότητα, την απουσία, την επιτυχία ή την ασημαντότητα κ.ο.κ. του πατέρα ή της μητέρας ώστε να εξηγήσουμε ή να δικαιολογήσουμε συμπεριφορές… Μάλιστα, υπάρχουν μέχρι και επαγγελματίες ψυχαναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν κοινωνικές ομάδες ή κοινωνίες ολόκληρες με βάση τη σχέση των ατόμων που τις απαρτίζουν με τα γονικά τους.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω είναι παραδόξως ακόμα τυφλά σημεία, αλλά δεν είναι τα μοναδικά σε σχέση με το φαινόμενο οικογένεια. Ας δούμε ακόμα τρία τέτοια τυφλά σημεία.

Διάολοι
Όλοι έχουμε υποστεί πιτσιρίκια εκτός ελέγχου που σκούζουν, φωνάζουν, τσιρίζουν, μανουριάζουν, μουτζοκλαίνε, γκαρίζουν, μινυρίζουν. Αν η μάνα είναι εργαζόμενη, ε, η μομφή είναι προκάτ κι ετοιμοπαράδοτη: «δεν ασχολείται με τα παιδιά της», λες και τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια που οι ανθρώπινες κοινωνίες ήταν κοινωνίες τροφοσυλλεκτών (ή και αργότερα) οι μανάδες ξημεροβραδυάζονταν διαπαιδαγωγώντας τα βλαστάρια τους. Αν πάλι η μάνα δεν εργάζεται, σίγουρα κακομαθαίνει τα γκρινιάρικα και άτακτα παιδιά, αφού είναι συνεχώς από πάνω τους και τους κάνει τα χατίρια. Εσχάτως, η απάντηση στην παιδική ζωηράδα είναι ritalin: για όλα πρέπει να υπάρχει κι από ένα χάπι.

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς δεν έχουνε καν επίγνωση πόσο τρομακτικά ενοχλητικό γίνεται το παιδάκι τους για τους γύρω ή, μέσα στην άφατη κόπωση και απογοήτευση τους, επιλέγουν τελικά να μην ασχολούνται άλλο με το πόσο αντικοινωνική είναι η διαγωγή του μικρού διαόλου: υποκρίνονται ότι η θηριώδης συμπεριφορά των μικρών τους εμπίπτει μέσα στα όρια του ναζιού, του ακκισμού, του χαριεντίσματος.

Επιπλέον, πολλοί γονείς μικρών τυράννων φαίνονται να μην αντιλαμβάνονται ολωσδιόλου πώς η δική τους συμπεριφορά ενθαρρύνει το παιδί να σκούξει, φωνάξει, τσιρίξει, μανουριάσει, μουτζοκλάψει, γκαρίξει, μινυρίσει. Συνήθως πρόκειται για τους ίδιους γονείς που μπινελικώνουν τα παιδιά τους, που πλακώνονται και βρίζονται μπροστά στα παιδιά, που δεν βάζουν όρια στο παιδί (και το παιδί σχεδόν νομοτελειακά θα προσπαθήσει να τα διευρύνει ούτως ή άλλως: να κοιμηθεί πιο αργά, να φάει κι άλλο παγωτό κτλ), που βάζουν ένα όριο ή υπόσχονται κάτι για να αθετήσουνε μετά τον κανόνα ή την υπόσχεση με ελάχιστη πίεση.

Αν και είμαι αναρμόδιος να γνωματεύσω, μου φαίνεται ότι το να είσαι γονιός είναι πρωτίστως πράξη στοργής και μετά συνέπειας. Όμως η στοργή χωρίς συνέπεια είναι μάλλον χειρότερη από τη συνέπεια χωρίς στοργή — αν ντε και καλά πρέπει η μία από τις δύο να απουσιάζει (που δεν πρέπει).

Προσωπικές αρχαιολογίες
Είπαμε για την επίκληση στην οικογένεια: συζητάς με ενήλικες που δικαιολογούν και ερμηνεύουν συμπεριφορές, και τις δικές τους και των άλλων, με βαση τη σχέση με τους γονείς τους, και μάλιστα όπως τη βλέπουν αναδρομικά, ως ενήλικες. Τις περισσότερες φορές σφετερίζονται την έννοια του τραύματος: αίφνης, το να σε κορόιδευε ο πατέρας σου γίνεται κάτι ποιοτικά ομοειδές με τη φρίκη του να σε κακοποιούσε, μόνον οι ποσότητες διαφέρουν. Άλλοι μιλούν για το μεγάλωμά τους μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια σαν να πρόκειται για ελαφριά μορφή εγκατάλειψης, λες και το ορφανοτροφείο και μια μονογονεϊκή οικογένεια είναι ποιοτικώς ομοειδείς και διαφέρουν μόνον ως προς την ποσότητα της εγκατάλειψης. Το ότι είσαι πρωτότοκος (άρα νιώθεις ότι παρακολουθείσαι, άρα αισθάνεσαι ένας μικρός ενήλικας) γίνεται καραμέλα που ανακουφίζει τις όποιες φλεγμονώδεις συνειδήσεις, λες και το να είσαι πρωτότοκος ισοδυναμεί με το να είσαι το πεντάρφανο που δούλεψε στα ορυχεία από τα 9 του για να αναστήσει τα αδερφάκια του.

Ενθαρρυνόμαστε να ανασκάπτουμε την παιδική μας ηλικία (ή των άλλων) όχι ως μέρος μιας  ψυχαναλυτικής διαδικασίας υπό την καθοδήγηση ειδικού, παρά με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η αρχαιολογία για να ταΐσει τον εθνικισμό: επιλεκτική ερμηνεία ανασκαφών σε στοχευμένες τοποθεσίες της μνήμης που θα «εξηγήσει» συμπεριφορές και άρα θα τις δικαιολογήσει. Καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας απαραθραύστως ως παιδιά. Θεωρώ ότι αυτή η χρήση της παιδικής ηλικίας από ενήλικες, επαναλαμβάνω όχι ως μέρος μιας θεραπευτικής διαδικασίας, είναι πολύ μεγάλη απάτη ή αυταπάτη, ένα ψέμα που λέμε για να καθησυχάσουμε και να δικαιολογήσουμε. Επίσης νομίζω, να το ξαναπώ, ότι «από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ’ εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.»

Κι εν πάση περιπτώσει, όπως διάβασα πρόσφατα εδώ, «για να υπάρξεις χωρίς τον πατέρα, υποστήριζε ο Λακάν, πρέπει να μάθεις να τον αξιοποιείς. Η άρνηση του πατέρα σε αλυσοδένει για πάντα στον πατέρα. Το μίσος δεν απελευθερώνει, δεσμεύει αιωνίως, δημιουργεί μονάχα τέρατα, εμποδίζει την ανάπτυξη της ζωής. Η ρητορική που υποδεικνύει να γινόμαστε γονείς του εαυτού μας –ψευδαίσθηση την οποία υποστηρίζει η εποχή μας– παραβλέπει το γεγονός ότι καμιά ανθρώπινη ζωή δεν δημιουργείται από μόνη της. Απορρίπτοντας την πατρότητα απορρίπτει και το συμβολικό χρέος που κάνει εφικτή τη γενεαλόγηση διά μέσου των γενεών. Η ελευθερία αποσυνδέεται από την ευθύνη και γίνεται ιδιοτροπία, θρίαμβος της διαστροφής».

Αλκατράζ της αγάπης
Τα παραπάνω σχετίζονται με το ολοκληρωτικό ιδανικό της δεμένης οικογένειας, κατά Χάουαρντ Ζινν της «κατεξοχήν φυλακής ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της». Δεχόμαστε ως ενήλικες να εγκλειστούμε σε αυτή την ειρκτή συνήθως ισοβίως, γιατί ο κόσμος εκτός της είναι ζούγκλα, όπως μας υπενθυμίζει και ο Κυνόδοντας.

Η δεμένη οικογένεια, που είναι φυλακή όταν δεν είναι χίμαιρα, παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Στη σύγχρονη και πιο αμερικανική εκδοχή της, υποτίθεται ότι παρέχει εξασφαλισμένη απεριόριστη αγάπη διαρκείας.

Η εγγυημένη υποστήριξη συνήθως είναι κάτι που πράγματι η δεμένη οικογένεια παρέχει, σε κάποιες κοινωνίες θεσμικώς σχεδόν: τροφή, στέγη, υποστήριξη, σπουδές και κατάρτιση, προίκα και χαρτζιλίκι μέχρι τα 16, τα 25, τα 30 ή τα 50· φροντίδα στην αρρώστεια, την ανέχεια ή τα γεράματα. Το αντάλλαγμα είναι η συμμόρφωση, όπως σε κάθε εξουσιαστική δομή — πολύ περισσότερο σε μια φυλακή: σπουδές αν είναι οι σωστές, χαρτζιλίκι αν δίνεις λογαριασμό, προίκα αν πάρεις τον σωστό άντρα, γηροκόμηση αν δεν κάνεις τρέλες, δεν πολυμιλάς και δεν κάνεις πράγματα που «πια δεν μπορείς να κάνεις» (κι έτσι φυραίνεις και πεθαίνεις μια ώρα αρχύτερα).

Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι μια παροχή της «δεμένης οικογένειας» που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ’ ό,τι σε άλλους. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά, σόι έκτασης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Έχεις καβάντζα αγάπης. Δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο με ξένους — άλλωστε ο κόσμος εκτός της οικογενείας είναι ζούγκλα.

Βεβαίως, η καβάντζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα, π.χ. «οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;«.

Η δεμένη οικογένεια επιμένει ότι έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.

Και κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αιώνια παιδιά ή να αποζητούμε να «ολοκληρωθούμε» και να αυτοπραγματωθούμε μέσα από τον ρόλο μας ως γονείς· όχι μέσα από τη δουλειά, ή τον έρωτα, ή τη φιλία, ή τη μελέτη, ή το ταξίδι, ή τα μεράκια μας… Κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την αγάπη δεδομένη και αυτοματισμό.