Τι βλέπουμε λοιπόν κοιτώντας έξω από το στερέωμα του σοσιαλμηντιακού μικροσύμπαντος;
Βλέπουμε μια πολιτική ηγεσία που είναι χειρότερη από πολλές πολιτικές ηγεσίες του παρελθόντος, και οι πολιτικές ηγεσίες του παρελθόντος δεν ήταν ακριβώς άξιες κι ικανές, τουναντίον. Όταν δεν ήταν ανίκανες, όπως κάθε καραμανλάκας και παπατζής εγγονός και οι συν αυτώ, ήταν δόλιες, όπως κάθε παπατζής υιός που π.χ. επινοούσε γενοκτονίες ομάδων που αλλιώς δεν θα τον ψήφιζαν ούτε και αν απέναντί του βρισκόταν ο Μπαμπαστρούμφ.
Βλέπουμε μια κυβέρνηση που καμαρώνει επειδή κάνει τα ίδια και χειρότερα από όσα έκανε ο Σαμαράς κι εκείνος ο δοτός, ο αθάνατος, αλλά δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, παρά είναι τουπίκλην αριστερή κυβέρνηση υποβασταζόμενη από το καζολίν της άκρας δεξιάς που πρέπει να τη λέμε λαϊκή δεξιά — ευτυχώς γι’ αυτήν έχουμε και ναζιστική συμμορία για τρίτο κόμμα, οπότε δεν στριμώχνεται στην άκρη του φάσματος. Στο μεταξύ κάποιοι άνευ σημασίας, αν και πάρα πολλοί, συνεχίζουν να είναι φτωχοί, άνεργοι, απερίθαλπτοι, πρόωρα νεκροί.
Βλέπουμε έναν δουλοπρεπή και ανειλικρινή γόνο που πουλάει εικόνες των παιδιών του και εκσυγχρονισμό σε βαθιά συγχυσμένους και απελπιστικά ζοχαδιασμένους κρατικοδίαιτους οπαδούς του μικρότερου κράτους, ο οποίος θέλει να γίνει πρωθυπουργός για να κάνει τα ίδια και χειρότερα από όσα κάνει ο Τσίπρας ο γελαστός, αλλά δεν είναι αγραβάτωτος και μπανάλ, παρά εσπρεσσοπότης κι αμερικανοσπουδαγμένος, ένας σοβαρός δεξιός που θα κάνει τους πανέλληνες δημογέροντες να νιώσουν ασφαλείς και θα επιδράσει ως λεξοτανίλ στους παρμένους νεοφιλελεύθερους.
Βλέπουμε και ένα τσίρκο (πασόκες, ποτάμια, λεβέντες κι αλλεπάλληλες κεντροαριστερές πρωτοβουλίες άνευ περιεχομένου, στελεχών ή κοινού) που αξίζει να σχολιαστεί όσο η σκηνοθετική δεινότητα και το βάθος υποκριτικής σε παραστάσεις τσίρκου.
Βλέπουμε την αναδίπλωση της αριστερής σκέψης, που ασχολείται πλέον αποκλειστικά με τον σχολιασμό και την ανθυποκριτική, όταν δεν ξεπουλιέται δώθε κείθε και παραπέρα κατηγορώντας τους πάντες ότι ηθικίζουν, αριστερή σκέψη που ούτε να κλαίει τη Βάρκιζα ή να κουνάει το δάχτυλο δεν έχει πια το κουράγιο. Όλα πια γι’ αυτήν είναι κουλτούρα και την απασχολεί πλέον μόνον η όποια εσωτερική της συνέπεια: κάθε κίνημα τέλειωσε πια. Η αριστερή σκέψη αρκείται στη θεωρητική επανεπεξεργασία του μαρξισμού, στα χνάρια των χειρότερων τάσεων του ’70 και του ’80, σαν να μην έχει πάρει χαμπάρι ότι η θεολογία του παρόντος αιώνος είναι ο νεοφιλελευθερισμός· νοσταλγεί τον σοβιετικό σχηματισμό και αναρτά πορτραίτα του Στάλιν για να ξεδώσει, ενώ ο Πατερούλης της εποχής λέγεται Αγορά και οι φασίστες κυβερνάνε τις ΗΠΑ παίζοντάς το «εναλλακτική δεξιά». Ούτε η αριστερή σκέψη ασχολείται με κάποιους άνευ σημασίας, αν και πάρα πολλούς, που συνεχίζουν να είναι φτωχοί, άνεργοι, απερίθαλπτοι, πρόωρα νεκροί. Είναι πια θεολογία, μια θεολογία της επανάστασης: όπως η θεολογία περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία που άργησε για 19 αιώνες, έτσι κι η αριστερή θεολογία υμνεί την επανάσταση και την προσδοκά, σαν μια συντέλεια ανέφικτη, για τη ματαίωση της οποίας πρέπει να έχουμε ενοχές εμείς οι αμαρτωλοί μικροαστούληδες.
Βλέπουμε μια ιεραρχία που βγήκε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Όταν ο Δημητριάδος τότε Χριστόδουλος και ο Αλεξανδρουπόλεως τότε Άνθιμος βγήκανε το 1987 να υπερασπιστούν τις θέσεις της Ιεραρχίας απέναντι στην τελευταία προσπάθεια να τελειώνουμε στην Ελλάδα με το ψέμα της «συναλληλίας» Κράτους-Εκκλησίας, είχανε παραδεχτεί ότι δεν είχαν ιδέα πώς να απευθυνθούν σε κανονικούς ανθρώπους, πέραν του ποιμνίου τους δηλαδή. Έκτοτε έχουνε γίνει λαλίστατοι οι δεσποτάδες και με επιρροή έξω από τον θαυμαστό μικρόκοσμο των σοσιαλμήντια: αναθεματίζουν τη γιόγκα, συνιστούν αφρόλουτρα αντί για άλατα μπάνιου, ορίζουν πώς να πηδιόμαστε, τι θα γλείφουμε και τι θα τσιμπουκώνουμε και τι θα βάζουμε στον «σωλήνα αφόδευσης» (κάποιοι από αυτούς μιλώντας εκ πείρας), ενώ έχουν επαναφέρει μοναδικές στιγμές μετεμφυλιοπολεμικής χυδαιότητας και θεματικές στυγνής κι απάνθρωπης μισαλλοδοξίας στον δημόσιο λόγο καταδιώκοντας πρόσφυγες και κατατρεγμένους. Παράλληλα κάνουνε σχολική κατήχηση στα παιδιά μας, ενώ θησαυρίζουν από τις γιορτές μας και από τους πεθαμένους συγγενείς μας.
Βλέπουμε ναζί να κυκλοφορούν ελεύθεροι και μπάτσους παντού μέσα στις πόλεις. Ναζί, ρε πούστη. Ναζί και μπάτσοι. Κι αν εξαιρέσεις τις στολές, στρατιωτικής πια εμπνεύσεως κι εκτέλεσης, δεν ξέρεις συνήθως ποιοι είναι ποιοι.
Ευτυχώς έχουμε την τηλεόραση και τα σοσιαλμήντια, δηλαδή.
Η φωτογραφία είναιμιμίδιο από τη χρυσή εποχή TUMURIKI — πριν κανα χρόνο, δύο, δηλαδή: ένας χρόνος του φέισμπουκ είναι εφτά ανθρώπινα.
