Είναι κάπως αλλόκοτο που κάθε τόσο κράζουμε τον Σαββόπουλο, και δικαίως τον κράζουμε, αλλά ότι η Λίνα Νικολακοπούλου βρίσκεται στο απυρόβλητο. Η προαναγγελία αυτού εδώ του σημειώματος στο φέισμπουκ αντιμετωπίστηκε και με συγκατάβαση και με απορία για τη στριφνότητα ή και την αμάθειά μου.
Αλλά πάμε από την αρχή.
Ανοικείωση all over my body
Η Λίνα Νικολακοπούλου έχει γράψει τραγούδια που επάξια κέρδισαν τη θέση τους μέσα στον Κανόνα της ελληνικής στιχουργίας. Ποια είναι και πόσα είναι αυτά τα τραγούδια ούτε με νοιάζει ούτε με αφορά. Πολλά τραγούδια της, συνήθως τα λιγότερα γνωστά και όχι απαραιτήτως ερωτικής θεματολογίας, είναι λυρικά με τρόπο μετριασμένο και ψύχραιμο στα όρια του ρίγους.
Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι επίσης επίγονος του Νίκου Γκάτσου, στη διαρκή προσπάθειά της να στοκάρει το κενό μεταξύ λαϊκού στίχου, ποπ στίχου, ελαφρού στίχου και μελοποιημένης ποίησης. Η μέθοδός της στο στοκάρισμα θυμίζει παλιό καλό Cole Porter και λέγεται ανοικείωση: σπάσιμο των συμφράσεων («παραδέχτηκα ζωή και θάνατο», το σχεδόν πια δόκιμο «θα πάθεις έρωτα»), διάψευση κειμενικών προσδοκιών («ηφαίστειο… εφτά γενιές σβηστό»), απρόσμενες παρηχήσεις και ρίμες («βύσματα / πείσματα», «λοιπόν / ντεπόν»).
Η μέθοδός της βασίζεται τόσο στέρεα στην ανοικείωση, που πριν χρόνια ο Μπαμπινιώτης επαίνεσε την ποίησή της ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Σε αυτό ο δάσκαλος ακολούθησε τους Ρώσους φορμαλιστές που θεωρούσαν ότι η λογοτεχνική έκφραση ισούται με την ανοικείωση. Αν αυτό βεβαίως ίσχυε, αν λογοτεχνία ήταν η ανοικείωση, τότε η Κική Δημουλά, που ανοικειώνει κατά κόρο και κατ’ εξακολούθηση, θα ήταν η δύσθεώρητη κορυφή της ελληνικής ποίησης, γνώμη που δεν συμμερίζονται όλοι. Επειδή όμως ο τελευταίος που εκίνησε την πτέρναν κατά της Δημουλά βρέθηκε στες κάμαρες τες κρυφές (όχι της ηδονής δυστυχώς), ας το θέσω ως εξής: αν η ανοικείωση συνεπαγόταν λογοτεχνία, τότε αυτό θα ήταν ποίηση:
Μοιραία σού αποστέλλω μυθοποίηση
μα εσύ αναμηρυκάζεις απόξεση,
λαξεύω τις στιγμές τις βαρθολίνειες
με σύκα για να πήξω νέα ποίηση·
στον δρόμο κατευνάζονται δικαιοπραξίες πειθήνιες
που βρίσκουν τις ζωές μας με πρόστυχη τόξευση.
Η μανιέρα λοιπόν στη Νικολακοπούλου έχει τρεις λειτουργίες. Την πρώτη την υπαινίχθηκα: υποκαθιστά με γλωσσικά μέσα τα ποιητικώς λοξά κεντήματα της μελοποιημένης ποίησης: αντί για φέρτε μου ένα μαντολίνο και μετά θα γίνω κρίνο, για μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο, για τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου ή και αντί για η οθόνη βουλιάζει έχουμε να ‘ταν η χαρά οικόπεδο, έχουμε εγώ το φως μετάλαβα κι εκεί σε πάει η καρδιά συνήθως, έχουμε μια πίστα από φώσφορο. Με άλλα λόγια: η ανοικείωση σε επίπεδο λεξιλογικό και συντακτικό υποκαθιστά, εν μέρει επιτυχώς, τη λοξή ματιά της ποίησης.
Η δεύτερη λειτουργία της ανοικειωτικής μανιέρας είναι να «ανοίγει» το τραγούδι ώστε ο καθένας να ακούσει και να βρει μέσα του αυτό που τον τρώει ή έστω αυτό που του ταιριάζει. Βεβαίως όσοι θέλουν να ανοίγουν πολύ όσα γράφουν και να εξακτινώνουν το νόημα των κειμένων τους πρέπει να προσέχουν μην τους ξεφύγει από την πολλή εξακτίνωση και το νόημα από πανανθρώπινο καταντήσει ασαφές ή από χρησμός καταντήσει ωροσκόπιο. Επίσης, στην περίπτωση της Νικολακοπούλου, ενίοτε δεν βγάζεις άκρη από την πολλή ανοικείωση:
Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο
θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο
με δώδεκα διαδρόμους
δώδεκα τρόμους
με βύσματα κι εντάσεις φορητές
με πείσματα κι αεροπειρατές
κοιμήσου εδώ προσωρινά
κι αν ρίξει χιόνι στα ορεινά
θα πούμε το πιστεύω.
Το φεγγάρι απ’ τη μια
και του κόσμου η ζημιά
βάλαν βέρες
Και πάει λέγοντας.
Η τρίτη λειτουργία της ανοικειωτικής μανιέρας και του παιχνιδιού με τη γλώσσα είναι να ξεσκίζει (με την κακή έννοια) ωραία κατά τα άλλα τραγούδια, για να γίνει το ρεφραίν πιο διανοητικά τσαχπίνικο. Παράδειγμα, το Υπερωκεάνειο, το οποίο ξεκινάει με ένα από τα πιο ιδιοφυή κουπλέ που έχουνε γραφτεί ποτέ στα ελληνικά:
Τόσο καπνό που πίνω μέσα μου
άμα τον είχα ταξιδέψει,
θα ‘χα γυρίσει όλη τη γη
από τη νύχτα ως την αυγή
παρά που λες πως μ’ αγαπάς
να ‘χα πιστέψει.
Γιατί τώρα είναι σπάνιο
να ξοφλήσω το δάνειο
που ‘χα πάρει απ’ το χθες
για να ελπίζω
Ο σολοικισμός, προκειμένου να της βγει ο ακκισμός, είναι τρομακτικός. Τι διάολο σημαίνει «είναι σπάνιο να ξοφλήσω το δάνειο»; Πώς κατάφερε να συντάξει αυτόν τον αχταρμά με το μη-εξακολουθητικό ξοφλήσω να κάνει παρέα στο σπάνιο; Γιατί; Γιατί; Και μετά τι γυρεύουν στο τραγούδι οι Παναγιές του Νοτιά, εκτός από βλαστήμιες αγανακτισμένου ακροατή; Γιατί;
Άλλο ένα παράδειγμα μόνο, αφήνοντας στην άκρη περιπτώσεις όπως το είτε ευτελές είτε μυστηριώδες ρεφραίν «Το πάθος που διώκεται / δεν πάει να επιδιώκετε / εσείς θα βγειτε λάθος»: στο κατά τ’ άλλα οκέι ερωτικό τραγούδι «Καρδιά μου εγώ» υπάρχει πάλι ένα ρεφραίν ογκόλιθος:

Δυστυχώς υπάρχει συλλογική ευθύνη στο θέμα της Νικολακοπούλου. Ακόμα και για όσους δεν την άντεχαν ποτέ. Και αυτό γιατί χρησιμοποιήθηκε (με το αζημίωτο) για να καταλάβει όσο πιο πολύ ζωτικό χώρο μπορούσε και να δημιουργήσει μια απευαισθητοποίηση στη κοινή γνώμη με το να προκαλέσει έναν κορεσμό από άχρηστα και ανούσια τραγουδάκια. Γκουαρίνος
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πες τα χρυσόστομε! χρόνια τώρα πιστεύω ότι στραμπουλάει τη γλώσσα, ακκιζόμενη. Η radical sic! Μια αλλη φορά να γράψεις και για τη Δημουλά, σε παρακαλώ. Να μη νιώθω μοναξιά που έχω τέτοιες «αποκλίνουσες» απόψεις για «ιερά τέρατα» της στιχουργίας και της ποίησης.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Γελανε τα τσιμεντα που καποιος κρινει την ποιηση της Νικολακοπουλου… Αλλα ενταξει εδω ειχε «εχθρούς» ο Σεφερης η Νικολακοπουλου δεν θα εχει
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Διαβάσατε το κείμενο; Είναι υπεράνω κριτικής η Νικολακοπούλου (ή ο Σεφέρης); Μόνον οι «εχθροί» κάνουνε κριτική;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αγαπητέ μου, το κείμενό σας πασχίζει -πλην ματαίως- να αποκαθηλώσει την Νικολακοπούλου με ήσσονος σημασίας, δυσνόητα, επιχειρήματα. Κουράστηκα, έβαλα ν’ ακούσω το «μαμά γερνάω» και οικειώθηκα μέχρι δακρύων …
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
προσθέτω μόνο μια απορία που είχα χρόνια: για ποιο λόγο να έχει κανείς βενζινάδικο στα σύννεφα, αν πρόκειται να δουλεύει οκτάωρο και στον ουρανό;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
συμφωνω ….και επαυξάνω
…..[5] υπάρχει ακόμα μια τεχνική η λεγόμενη blur (θάμπωμα)
Ομοιοκατάληκτα ποιήματα , με ρυθμό και μέτρο ,συνήθως φτιαγμένα για τραγούδια ,όπου η ανάγκη του μέτρου και του ρυθμού ,υπερισχύει του νοήματος, οπότε υπάρχουν λέξεις κατανοητές και γνωστές αλλά σε ακατανόητο συνδιασμό που δημιουργούν μια επίτηδες θολή «εικόνα» , επίτηδες μισο-ακαταννόητη π.χ.
«περνούν τα χρόνια κι οι καιροί και στα σκοτάδια
χύνεται μαύρος ποταμός η λησμονιά
δώδεκα πράσινα μας έλιωσαν φεγγάρια
όταν κρατούσε τον ανθό η …..λεμονιά»
ή
όταν μας μάρανε την λύπη η …χειμωνιά
ή
όταν θα μούρθει στο κεφάλι η …τηγανιά
….
(Ο Γκάτσος π.χ. ουδέποτε καταδέχτηκε αυτή την τεχνική σε αντίθεση με τον Μάνο Ελευθερίου και πολλούς άλλους)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έχετε δίκιο, ευχαριστώ για το σχόλιο.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
θέλω να προσθέσω πως αμα έχει κανείς βενζινάδικο στα σύννεφα, δεν ταξιδεύει ποτέ, γιατί δουλεύει οκτάωρο στον ουρανό.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ωραίο κείμενο. το ζήλεψα. συμφωνώ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!