
Σκεφτόμουν το απόγευμα ότι η μνημονιακή ρητορική, τα δέκα χρόνια χρηστομάθειας, όλες οι ατέλειωτες σελίδες κατήχησης και που παρήγαν και παράγουν οι γραφιάδες και οι δημοσιογράφοι και κάθε λογής λόγιες περσόνες, μοιάζουν με την κατασταλτική ρητορική που αποσκοπούσε στο να σωφρονίσει τους μαύρους των ΗΠΑ.
Οι μαύροι ήταν ήδη για αιώνες στιγματισμένοι ως νωθροί και τεμπέληδες, μαθημένοι να ζουν με τα έτοιμα και με καμμιά εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Αγνώμονες απέναντι στους ευεργέτες τους, φέρονταν λέει σαν παιδιά και νήπια που παρασύρονταν και εξαπατούνταν από επαναστατικές ρητορείες, μεγάλα λόγια και αντιδημοκρατικές συνωμοσίες.
Έπρεπε να ευχαριστούν νυχθημερόν τον Πατέρα τους τον Λίνκολν που τους χειραφέτησε. Ναι μεν στις πολιτείες του Νότου ήταν πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας αλλά έφταιγαν οι ίδιοι γι’ αυτό, και γιατί παρέμεναν προσκολλημένοι στο παρελθόν της δουλείας και γιατί έδειχναν να μη σέβονται ή έστω να μην κατανοούν τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητες του Νότου.
Αν έπρεπε να διαμαρτύρονται, όφειλαν να διαμαρτύρονται ειρηνικά απέναντι σε ένα υπέρτερο αντίπαλον δέος που τους σκότωνε ή τους έστελνε στο Βιετνάμ να σκοτωθούν· εάν δεν ακολουθούσαν την ειρηνική ατραπό κατηγορούνταν ότι άφηναν «ακραία στοιχεία» να καπελώνουν το κίνημά τους κι έτσι να χάνουν το δίκιο τους.
Κάθε κίνημα καλλιτεχνικό ή πνευματικό που προσπαθούσε να μιλήσει για την πραγματικότητα της καταπίεσης λοιδωρούνταν για αφέλεια, συνθηματολογία, ή και τα δύο. Έπρεπε να δείξουν αίσθημα αυθύνης κι ωριμότητας ως κοινότητα και να συνεργαστούν με τους καταπιεστές τους, αν ήθελαν κι αυτοί να προκόψουν και να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις ευκαιρίες που τους έδινε η μεγάλη αμερικανική δημοκρατία.
Οι παραλληλισμοί είναι προφανείς όσο και δυσάρεστοι.