
Σχετικά με τις γελοιογραφίες του Πετρουλάκη και του Χαντζόπουλου εδώ και περίπου 15 χρόνια έχουν ειπωθεί αρκετά.
Η μεν γραμμή του Πετρουλάκη μάλλον θα ήθελε να ακολουθεί αυτή του μακαρίτη του Ιωάννου, ενώ οι μελανόμορφες συνθέσεις του Χαντζόπουλου επιτυγχάνουν την αποπροσωποποίηση των εχθρών αλλά και των ινδαλμάτων του, αφού οι χωρίς φυσιογνωμία μορφές του μετατρέπονται είτε σε καραγκιοζλίδικα μορμολύκεια (π.χ. Τσίπρας) είτε σε ανέκφραστα αρχέτυπα (π.χ Μητσοτάκης).
Και οι δύο αποτελούν ακόμα μια έκφραση της ελληνικής παλαιοκομμουνιστικής και παλαιοδεξιάς ρητορικής: αν κάποιος είναι κακός είναι κακός σε όλα. Η καταγωγή αυτής της ομογενοποίησης και γενίκευσης του κακού θυμίζει σοβιετικές καρικατούρες, αμερικανική υστερία του ’50 και, βεβαίως, κάτι κακάσχημους Εβραίους ως αρουραίους σε ασπρόμαυρα ζουρνάλ.
Κατά τους πολυτιμημένους σκιτσογράφους μας οι καταληψίες πρέπει να είναι και πουτινικοί, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι και ελαφρών ηθών, αν όχι το πολιτικό σκέλος της 17Ν και του Ρουβίκωνα, οι φοιτητές πρέπει να είναι και αυταρχικοί αν όχι πραξικοπηματίες. Ο Μητσοτάκης πατέρας δεν είναι παρά μια αρχοντική σκιά της οποίας ίσκιος είναι η Κρήτη (…) ― δείτε το πρώτο σχόλιο.
Όλα μπερδεύονται πικρά: ό,τι είναι κακό για τον μέσο Έλληνα συμφύρεται σε απρόσωπη μελανόμορφη φιγούρα στην περίπτωση του Χαντζόπουλου ή σε φευγαλέων γραμμών τρεμάμενο ανθρωπάκι στην περίπτωση του Πετρουλάκη.