Τέσσερα ταλληράκια

Υπάρχουν και χειρότερα, μην αγχώνεστε.

Πρώτο ταλληράκι: Φασίστες

Οι φασίστες (ψηφοφόροι) δεν είναι «υπάνθρωποι», «ούγκανα», «ζώα», «φίδια», αλλά ούτε και παραστρατημένες ψυχούλες ή απολωλότα πρόβατα ή θύματα της προπαγάνδας.

Είναι άνθρωποι που αναγνωρίζουν τις ανεπάρκειες ή τις εσωτερικές αντιφάσεις του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και συνειδητά συντάσσονται με το καθολικό και γενικευμένο μίσος ως πολιτική.

Ενώ το να μιλάει κανείς για τον φασισμό ως εκδοχή ενός αναλυτικά σαθρού «λαϊκισμού» είναι επιεικώς γελοίο, οι φασίστες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι (και) μη προνομιούχοι και «μέσα από τα σπλάχνα του λαού».

Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν ξέρω, τόση αριστερή διανόηση παράγουμε. Ίσως έχει να κάνει με την ασυναρτησία και τη δειλία της Αριστεράς.

Δεύτερο ταλληράκι: Cosplay

Κάποιοι του ΚΚΕ νομίζουν ότι είναι το KPD της Ρόζας που τους βρίζει το συριζαϊκό SPD του Ebert· κάποιοι του ΣΥΡΙΖΑ νομίζουν ότι το ΚΚΕ είναι οι σταλίνες μέσα στη Βαρκελώνη που κάνουν εκκαθαρίσεις ενώ ο Φράνκο προελαύνει.

Δεν πειράζει: ολόκληρη η γαμοΕλλάδα ζει μέσα σε ιστορικά cosplay από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τώρα έχουμε και φασιστόμουτρα που φαντασιώνονται πως είναι τα συγκυλιζόμενα ντούκια της Βλακεδαίμονας, παλιά είχαμε πασόκους που νόμιζαν πως είναι αντάρτες κτλ.

Αλλά ρε φιλαράκια, τόση αριστερή διανόηση παράγουμε.

Τρίτο ταλληράκι: δεξιά κατρακύλα

Όπως ο θλιβερός ΣΥΡΙΖΑ του καημένου του Τσίπρα (αμήχανου από τον καιρό που κατέβαινε για δήμαρχος μεν, αλλά μετά για λίγο είπαμε «σκάστε, εδώ μπορεί και να σκάσει κίνημα») έτρεχε από το 2015 πίσω από φανταστικούς κεντροδεξιούς ψηφοφόρους μπασταρδεύοντας κάθε ριζοσπαστική πολιτική πρότασή του, τώρα κι ο Πιθηκαλώπεκας θα πρέπει να τρέχει πίσω από κοινοβουλευτικά εθνίκια, φασίστες, θεούσους κι οργανωσιακούς.

Για να δούμε πώς θα του βγει αυτό…

Τέταρτο ταλληράκι: εθνική ενότητα;

Έχω την ευχέρεια να γράφω αυτά τα πράγματα γιατί προσωπικά δεν ανήκω σε αυτό το 20-τόσο τοις εκατό (κατά τη Eurostat) που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας και που θα υποφέρει και θα πεθάνει πρόωρα με την παράταση της δεξιάς διακυβέρνησης.

Ο εξανδραποδισμός και ο εκφασισμός προχωρούν: όσοι χαριεντίζονται ακόμα με εθνικές ενότητες κι εθνικές ομοψυχίες, απλώς βάζουν τη διαχείριση πάνω από τις ζωές των αδυνάτων.

Και για να το πω όπως θα το καταλαβαίνουν πολλοί ψηφοφόροι (θεουσοδεξιοί αλλά κι αριστερορθόδοξοι): εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;

Το ρεζουμέ της βαρβαρότητας

Από τη στιγμή που ο κινηματογράφος είχε πια στη διάθεσή του ειδικά εφέ, όσο πρωτόγονα κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε παρά να ασχοληθεί με το θέαμα της καταστροφής: από σεισμούς, ναυάγια και μάχες, μέχρι ουρανοξύστες που καίγονται ή απλώς αυτοκίνητα που σμπαραλιάζονται πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο. Παράλληλα ενέσκηπταν κατά καιρούς γιγάντιοι γορίλες δεσμώτες, παραζαλισμένοι γκοτζίλες και μοχθηροί δεινόσαυροι.

Το θέαμα της καταστροφής, που συνήθως συνυφαινόταν σεναριακά με την αξία της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας ή και της αυτοθυσίας, έχει χαρακτήρα κάθαρσης με τον πιο απλό τρόπο: δι’ ελέου και φόβου.

Με την Ημέρα Ανεξαρτησίας μπορεί να πει κανείς ότι τυπικά εισάγεται ένα νέο κινηματογραφικό υποείδος: η ταινία συντέλειας. Δεν είναι πλέον αρκετό να πέσει ένα αεροπλάνο, να ναυαγήσει ένα πλοίο, να ερειπωθεί μια πόλη: πρέπει να καταστραφεί ο κόσμος όλος.

Βεβαίως η ιδέα της συντέλειας κάθε άλλο παρά καινούργια ήταν, αλίμονο: από τον Πόλεμο των Κόσμων μέχρι τα ανοικονόμητα κόμικ, ο κόσμος έχει (σχεδόν) καταστραφεί πολλές φορές. Μετά την Ημέρα Ανεξαρτησίας όμως, οι μηχανές της κινηματογραφικής συντέλειας πήρανε φόρα· έκτοτε ο κόσμος δεν έπαψε να καταστρέφεται ξανά και ξανά μαζικά και λεπτομερώς: αστεροειδείς, ζόμπι (πολλά ζόμπι), κλιματική αλλαγή, τεκτονικές αναστατώσεις, εξωγήινοι (ανθρωπόμορφοι και μη) κ.ο.κ.

Το θέαμα της συντέλειας και η αυξανόμενη απήχησή του και ρητορικά και συμβολικά έχει συζητηθεί αρκετά. Δεν μιλάμε πια για κάθαρση ή έστω για πένθος παρά για το κοινότοπο πλέον τσιτάτο ότι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού».

Η πλαισίωση αυτή της μαζικής παραγωγής συντέλειας ενισχύεται από το ότι η σεναριακή παράμετρος της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας ως αξίας έχει εν πολλοίς μεταπέσει στην πολύ αμερικάνικη (ή και αγροτοποιμενική) αξία της οικογένειας. Και φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η σωτηρία του κόσμου παρά η επιβίωση των δικών μας, της οικογένειας, έστω και σε ημιάγρια κατάσταση. Οι «μεταποκαλυπτικές» ου- και δυσ- και αντιουτοπίες δίνουν και παίρνουν.

Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνεται όλο και πιο συχνά, το κοινό των ταινιών συντέλειας δεν πιστεύει πια ότι συλλογικώς θα πάνε καλύτερα τα πράγματα, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Η χαρά της προόδου τελείωσε με τον 20ο αιώνα περίπου.

Ίσα ίσα ο κόσμος οδεύει προς την άβυσσο και το πολύ πολύ να γλυτώσει η οικογένεια (η δική μας). Μετά το Melancholia του Τρίερ και το Don’t Look Up, δεν προβάλλεται ούτε καν αυτή η άχαρη και μάλλον βαρβαρική φιλοδοξία, την οποία πλέον υποκαθιστά η έσχατη μοιρολατρία: αρκεί να πεθάνουμε μαζί με τους δικούς μας.

Ο όρος βαρβαρική είναι καίριος: εάν πράγματι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά την πτώση του καπιταλισμού», εάν όντως προτιμούμε να αφανιστούμε από το να επαναστατήσουμε ή έστω να οργανωθούμε, ρε αδερφέ, αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τον έξω κόσμο παρά με τις πεποιθήσεις μας, με αυτό που λέμε ιδεολογία.

Ο Ράσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας ισχυρίζεται ότι το βαρβαρικό σκότος που επέπεσε στη δυτική Ευρώπη μεταξύ 600 και 900 οφείλεται στο ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι ασχολιόντουσαν πια με την εξύμνηση της παρθενίας και με την αθανασία της ψυχής αντί να ψέξουν τους διεφθαρμένους ηγεμόνες και να συγκινηθούν από τη φτώχεια του λαού.

Νομίζω ότι εδώ κάνει λάθος: η εξύμνηση της παρθενίας και η αθανασία της ψυχής (κ.ο.κ.) είναι ενδεχομένως ζητήματα που απασχολούν το είδος μας από τότε που άρχισε το ψιλό λακριντί στην Αιθιοπία, μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.

Το πρόβλημα των περίφημων Σκοτεινών Αιώνων ήταν μάλλον ότι οι διεφθαρμένοι ηγεμόνες που έχει κατά νου ο Ράσελ αποφάσισαν να επιβάλουν την ιδεολογία που πλαισίωνε την αμήχανη και ισχνή χριστιανική πίστη με κάθε μέσο, με βία και καταναγκασμό, μετατρέποντάς την, ναι, σε μονόδρομο. Κι αυτή η πρακτική της επιβολής μιας ιδεολογίας και κοινωνικής οργάνωσης άνωθεν και με καταναγκασμό δεν είναι παρά το ρεζουμέ της βαρβαρότητας.

Σήμερα, το αντίστοιχο των ημιάγριων αλλά χριστιανικοτάτων ηγεμόνων του 600-900 είναι οι ελίτ που έχουν γαντζωθεί από τον ύστερο καπιταλισμό όπως ασήμαντοι Φράγκοι, Αλανοί και Γότθοι ηγεμονίσκοι είχαν γαντζωθεί πάνω σε σταυρούς και λάβαρα. Το όραμά τους είναι εξίσου επίγειο: αντί για μια χριστιανική Οικουμένη, ευαγγελίζονται μια σικέ λοταρία συσσώρευσης πλούτου για τους πολλούς και το Καθαρτήριο της επιβίωσης για τους υπόλοιπους.

Κι αν ο υλικός κόσμος ή οι κοινωνίες δεν μπορούν να αντέξουν το όραμά τους, τόσο το χειρότερο για τους αμαρτωλούς κι αιρετικούς ή κι ολιγόπιστους: έρχεται η συντέλεια και από αυτήν δεν έχουν τίποτε να περιμένουν εκτός από ακοίμητο πυρ.