
Τα παλιά Τρία Κεφάλαια είναι εδώ. Βρίσκω χαριτωμένη την αφέλειά τους δεκαεφτάμισυ χρόνια μετά. Να φανταστείτε ότι ξεκινούν με αίσθημα έκπληξης και απαξίωσης που ο Ψωμιάδης είχε πάρει «50-κάτι(;) τοις εκατό» στις εκλογές. Ωραίες εποχές.
Κεφάλαιο Α’
Ο κόσμος μας είναι νιχιλιστικός. Στις πύλες του κόσμου μας, στο συμβολικό Argonath, στέκονται δύο κολοσσοί που μας νεύουν nec plus ultra: δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει καμία προσδοκία για έναν καλύτερο κόσμο. Το μόνο που έχετε να περιμένετε είναι ο Γκοτζίλα, ο μετεωρίτης, η κάθε γαμημένη συντέλεια που μας σερβίρουν και η οποία εννοείται ότι και καλά δεν μπορεί να αποφευχθεί ― αφού τα δίδυμα αγάλματα προστάζουν άλλα.

Το ένα το άγαλμα είναι του Ρόναλντ Ρέιγκαν (που να του κάψει ο Αλλάχ τα έργα και να του αφανίσει το όνομα) και το άλλο της Μάργκαρετ Θάτσερ (που να της τσακίσει τα έργα και να της απαλείψει το όνομα κι από τα τρία βασίλεια ο Κύριος Σίβα με την τρίαινά του). Αυτοί και τα έργα τους έκλεισαν την πόρτα στην ελπίδα· αυτοί δωρίσαν τη γη και το πλήρωμά της σε μισό μύριο άξεστα κι άπληστα κοπρόσκυλα· αυτοί και οι μιαροί ψευδοπροφήτες τους αλαλάζουν καλώντας μας να θαυμάζουμε και να προσκυνούμε τα κοπρόσκυλα αυτά γιατί είναι δισεκατομμυριούχοι, αυτοδημιούργητοι τάχα.
Η κληρονομιά τους και το αδιαπέραστο σύνορο που έστησαν μεταξύ του κόσμου μας και της ελπίδας νέκρωσαν σιγά σιγά την κοινωνία ως οργανισμό συνεκτικό που έχει τη δυνατότητα να αντιδρά ή να ανταποκρίνεται σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Άλλωστε δεν υπάρχει κοινωνία, σωστά; Υπάρχουμε εμείς, μοναδικοί στην ανούσια μοναδικότητά μας και βυθισμένοι στην ψευδαίσθηση, στα αμερικάνικα όνειρά μας, αμερικανικά ανεξαρτήτως προέλευσης. Υπάρχουμε εμείς, που έχουμε αποτραβηχτεί εντός μιας βαθιά σολιψιστικής συλλογικής ενδοσκόπησης που απλώς κινείται κυκλικά στη σαμσάρα της. Υπάρχουμε για να δουλεύουμε για τους δισεκατομμυριούχους και τους εκατομμυριούχους και τους εντολοδόχους τους· υπάρχουμε για να νοικιάζουμε και να μην αποκτούμε· υπάρχουμε για να πληρώνουμε ακόμα και το κατούρημα· υπάρχουμε για να πεθαίνουμε όταν πάψουμε να δουλεύουμε.
Κεφάλαιο Β’

Και τώρα ας δούμε γιατί η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας είναι κακό πράμα ακόμα κι αν δεν πιστεύετε στον Χριστούλη (μην ανησυχείτε, ελάχιστοι πιστεύουν, αφού ελάχιστοι πιστεύουν στην Ανάσταση), ακόμα κι αν δεν θεωρείτε ότι η Εκκλησία αποτελεί κάποιο απαραίτητο πολιτισμικό τοτέμ.
Όταν η Εκκλησία είναι εκκοσμικευμένη έχει επιχειρηματικά συμφέροντα. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα της Εκκλησίας εξαρτώνται από την τρέχουσα ιδεολογία. Αν η τρέχουσα ιδεολογία δεν ενσωματώνει τις διδαχές της Εκκλησίας, έστω και τις εντελώς περιφερειακές όπως λ.χ. «γάμος υφίσταται μεταξύ ανδρός και γυναικός», η απήχηση της εκκοσμικευμένης Εκκλησίας είναι περιορισμένη, άρα και η πελατεία της. Βεβαίως η Εκκλησία ξέρει να επενδύει σε γη και σε επιχειρήσεις όπως λ.χ. τράπεζες και ζυθοποιίες, οι οποίες δεν έχουν θεό και των οποίων η πατρίδα εύκολα αλλάζει.
Εκκοσμικευμένη Εκκλησία ωστόσο συνεπάγεται και πολιτικά συμφέροντα, να λειτουργεί η Εκκλησία ως θεσμός πολιτικής εξουσίας. Δεν αρκείται η εκκοσμικευμένη Εκκλησία να διαμορφώνει συνειδήσεις σπέρνοντας υπαρξιακό τρόμο για όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ζήσουν τον σκυθρωπό, περιδεή και κατάστεγνό βίο που ευαγγελίζονται οι ιεροκήρυκες: πρέπει να μπορεί να επιβάλει τις όποιες θέσεις της, πολλές φορές μόνο και μόνο επειδή είναι οι θέσεις της, χωρίς απαραιτήτως να ακολουθεί κάποιο υλικό συμφέρον. Σε αυτό λοιπόν το ενδεχομένως σημαντικότερο πεδίο του κόσμου τούτου, το πολιτικό, η απήχηση είναι απαραίτητη ώστε να διαθέτει η Εκκλησία ακροατήριο, και μάλιστα ακροατήριο πειθήνιο ― αλλά όχι φανατισμένο.
Για την εκκοσμικευμένη Εκκλησία οι ζηλωτές είναι επικίνδυνοι όχι απαραιτήτως επειδή είναι άγιοι φωτισμένοι άνθρωποι, σαλοί του Θεού και τα λοιπά. Οι ζηλωτές είναι δυσάρεστοι ακόμα και όταν λ.χ. δεν στρέφονται κατά του ανώτερου κλήρου επειδή δίνουν το κακό παράδειγμα: αν υπό την καθοδήγησή τους το εκκλησίασμα μπορεί να τραμπουκίσει ή να πυρπολήσει ή να κατεδαφίσει τα βαθέα του σατανά και τα τεμένη των εθνικών ή και να σφάξει αιρετικά γυναικόπαιδα κι εξωμότες, τι το εμποδίζει αύριο μεθαύριο υπό παρόμοια καθοδήγηση να τραμπουκίσει ή να πυρπολήσει ή να κατεδαφίσει κέντρα εξουσίας, επιχειρήσεις, στρατώνες κτλ;
Η εκκοσμικευμένη Εκκλησία γνωρίζει ότι για να επιβάλλει τις δοξασίες της, έστω και τις εντελώς περιφερειακές, έχει ανάγκη ένα κατάλληλο ιδεολογικό οικοσύστημα πολιτικού συντηρητισμού. Όταν ο συντηρητισμός φθίνει ή διαβρώνεται από τον νεοφιλελευθερισμό και αναγκάζεται να προτάξει ασθενικά την αλληλεγγύη μπροστά από την καθαρότητα του δόγματος, η Εκκλησία καταφεύγει βεβαίως στους φασίστες, και κατά προτίμηση τους μη ζηλωτές φασίστες: αυτούς που γνωρίζουν ότι η κρατική καταστολή είναι πιο εύπεπτη από τα τάγματα εφόδου, που αντιλαμβάνονται ότι το απαρτχάιντ και η γκετοποίηση δεν πάσχουν από την κακή δημοσιότητα των πογκρόμ και των γενοκτονικών επιχειρήσεων, όσους νιώθουν ότι η επίκληση της Παράδοσης είναι προτιμότερη από το σουρεάλ συνωμοσιολογικό ιδεολογικό κουκλοθέατρο του εκατονταετούς πια φασισμού και του ναζισμού.
Κεφάλαιο Γ’

Η επίκληση της Παιδείας ως πανάκειας αποτελούσε για τον ύστερο 20ο αιώνα ό,τι αποτελεί για τον πρώιμο 21ο αιώνα η επίκληση ως πανάκειας του απολίτικου ακτιβισμού και της αστειότητας που ακόμα αποκαλείται «εταιρική ευθύνη».
Η Παιδεία θα έλυνε κάθε πρόβλημα και όσα τυχόν δεν έλυνε (γιατί θα πρέπει να είναι ανθρωπιστική και να καλλιεργεί την κριτική σκέψη κι αυτά τα πράγματα παίρνουν χρόνο) θα τα έλυνε βεβαίως η καταστολή, η οποία και λιγότερο στυγνή ήταν και σίγουρα όχι τόσο στρατικοποιημένη και ολοκληρωτική όπως σήμερα.
Εντωμεταξύ, στο πλαίσιο της Παιδείας ως πανάκειας
Η κριτική σκέψη γίνεται κατανοητή ως συλλογιστική ευχέρεια και ρητορική δεινότητα. Κατά συνέπεια διδάσκεται ακόμα και σήμερα ως μέθοδος συλλογισμού με την παρουσίαση στους μαθητές σχημάτων επιχειρηματολογίας: οι ομοιότητες με τη ρητορική όπως διδασκόταν στη Σορβόννη του 13ου αιώνα δεν είναι τόσο επιδερμικές τελικά. Οι μαθητές λοιπόν ενθαρρύνονται να ψάχνουνε να βρουν τα υπέρ και τα κατά σκεπτόμενοι ψευδοδιαλεκτικώς, να ανευρίσκουν επιχειρήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν ακόμα και αν χρειαστεί να γίνουν καζουιστές — και ούτω καθεξής. Συνελόντι ειπείν, μια επιτυχημένη έκθεση ιδεών στην ιδανική της μορφή τείνει προς κείμενο του Σταύρου Θεοδωράκη.
Ωστόσο, επειδή η Έκθεση διδάσκει κριτική σκέψη (ανεξαρτήτως αποτελέσματος), πλάθει υποκείμενα που φρονούν ότι τα πάντα είναι ζήτημα επιφανειακής disputatio και διαλογικής δεινότητας. Όποιος είναι οπλισμένος με τον τσελεμεντέ της εκθεσάδικης επιχειρηματολογίας περιφρονεί τη γνώση και αδυνατεί να συλλάβει την κατάρτιση και την εξειδίκευση, που κάποιοι έχουν και κάποιοι όχι. Σε αυτό το τελευταίο συνεπικουρεί και η ευκολία ανεύρεσης (άσχετων) πληροφοριών στο ίντερνετ.
Η έκθεση, η κριτική σκέψη, το bullshit
Με άλλα λόγια, η λεγόμενη κριτική σκέψη μέσω της οποίας η Παιδεία θα έλυνε όλα μας τα προβλήματα ερήμην οποιασδήποτε πολιτικής ή κοινωνικής δραστηριοποίησης, δεν αποτελεί παρά υπερφίαλο ρητορικό παιχνίδι που καμώνεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει κάθε επιστήμη που δεν εμπίπτει στον τεχνοκρατικά περιγεγραμμένο όμιλο των STEM: Science, Technology, Engineering, Mathematics.
Πάμε παρακάτω όμως. Αν (υποθετικό παράδειγμα) κάμποσες δεκάδες ανήλικοι μουντάρουν και τρομοκρατούν δύο (2) ΛΟΑΤ άτομα σε δημόσιο χώρο, άραγε θα λυθεί το πρόβλημα με Παιδεία και καταστολή;
Για το σκέλος της καταστολής δεν μπορεί κανείς να φέρει αντιρρήσεις: η καταστολή λειτουργεί πάντα εφόσον διαθέτει τους απαραίτητους πόρους. Βεβαίως η καταστολή οδηγεί πάντοτε στη φυλακή, στο καμπ, στο νεκροταφείο (με αυτή τη σειρά) αλλά δεν βαριέσαι, η κανονικότητα να μη διαταράσσεται.
Για το σκέλος της Παιδείας λοιπόν. Ας πούμε ότι εισάγεται μάθημα στα Λύκεια (ή και στα Γυμνάσια, γιατί όχι; όλα θέμα Παιδείας) για τον λ.χ. Σεβασμό στη διαφορετικότητα ― αφού κοπεί π.χ. η Γεωλογία, η Κοσμολογία, η Κοινωνιολογία, η επιστημονική Ιστορία, η Μουσική, τα Καλλιτεχνικά κι άλλες τέτοιες αηδίες αφού Έλληνες είμαστε, Θρησκευτικά κι Αρχαία δεν αγγίζουμε. Εντάξει, τα περισσότερα από τα παραπάνω κομμένα είναι ήδη, αλλά ας προχωρήσουμε.
Πιάνουμε λοιπόν τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς ελπίδα (όρα Κεφάλαιο Α’ εδώ) και χωρίς καμιά σοβαρή υπόσχεση για μέλλον, παιδιά που δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν γιατί δεν υπάρχει τίποτα να κερδίσουν και τους μιλάμε στα σχολεία για σεβασμό και συνύπαρξη και πολλές ταυτότητες και συνύπαρξη και τη λειτουργία της ιδεολογ… α, υπερβολικά κριτική προσέγγιση, σχεδόν πολιτική. Οκέι, ας κάνουν περισσότερα Θρησκευτικά: ο Θεός αγάπη εστί.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τα Νέα Τρία Κεφάλαια”