Hier stehe ich

Στέκοντας

To 2010, δηλαδή πριν δεκατέσσερα χρόνια, ανέβασα τη συντομότερη ανάρτηση που έχω γράψει ποτέ εδώ. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι τη συγκυρία που με ώθησε να είμαι επιγραμματικός. Ο λόγος που ήμουν τόσο επιγραμματικός ήταν επειδή η μεν συγκυρία ήταν καταλυτική ενώ η στάση μου απέναντί της, η στάση μου εδώ και όχι αλλού, ήταν εδραία πλην αμήχανη.

Η αμηχανία έχει μάλλον υποχωρήσει προ πολλού, ενώ βεβαιότητες άλλες από τις βιωματικές και όσες θεμελιώνονται σε βασικές αρχές (που έλεγε κι ο Σαββόπουλος) εξακολουθώ να μη διαθέτω. Η συγκυρία τον Ιούλιο του 2024 δεν είναι ενδεχομένως τόσο καταλυτική, παραμένει ωστόσο συγκυρία που μας αναγκάζει να δηλώνουμε πού στεκόμαστε και γιατί.

Ενώ λοιπόν η κλιματική καταστροφή είναι σε εξέλιξη, η αμερικανική ηγεμονία διαβρώνεται (κι αυτό δεν είναι από μόνο του αφορμή για πανηγυρισμούς), η γενοκτονία κανονικοποιείται ως αυτοάμυνα (Γάζα) και η εισβολή και κατοχή δικαιολογούνται με όρους ακόμα πιο προσχηματικά ιδεολογικούς κι από της αποικιοκρατίας (Ουκρανία), η Ελλαδάρα πεθαίνει όχι γιατί την αλώνει η Δύση (κύριε Χρήστο) αλλά επειδή επιτέλους την έχουν καταλάβει κατά κράτος και χωρίς αντίσταση οι καιροσκοπικές στις δραστηριότητές τους αλλά παλαιόθεν εδραιωμένες ελίτ της.

Η ακόμα πιο αντιδραστική Αντίδραση

Ενώ λοιπόν οι ελίτ αυτές έχουν μείνει χωρίς αντίπαλον δέος, φαίνεται κάπως να έχουν λυσσάξει. Δηλαδή όχι κάπως, εντελώς. Έχουν μάλιστα να λυσσάξουν έτσι από τη Μνημονιοκρατία, με φορείς της αγανάκτησης και της χρηστομάθειάς τους τα ίδια και τα ίδια ανδρείκελα.

Εικάζω πως ο λόγος που εσχάτως η Αντίδραση έχει γίνει πολύ περισσότερο αντιδραστική είναι επειδή εδώ και κάτι χρονάκια η αντίσταση έχει επιστρέψει πίσω στον πραγματικό κόσμο, μετά τις 25ετείς κουκουρούκου διακοπές της στα ξερονήσια του συμβολικού.

Βεβαίως μιλάμε για την αντίσταση εκτός ελληνικών συνόρων: για πρώτη φορά μετά το 1989 οι ελίτ φοβούνται (κάπως) και πάλι. Στην Ελλάδα αυτά θα μας έρθουν σε 1-2 δεκαετίες, ως συνήθως: προς το παρόν έχουμε τον δούκα Κασελάκη και κάτι αλληλοσπαρασσόμενους μαργράβους της Αριστεράς, όμως οι ντόπιες ελίτ δεν εφησυχάζουν: μπορεί να έχουν πολλά κουσούρια αλλά προνοητικές παραμένουν πάντοτε.

Με το βλέμμα προσηλωμένο στο παρελθόν

Η αντιδραστικότητα των ελίτ (ή της Αντίδρασης) στην Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Επειδή ο τόπος αυτός χτίστηκε ως Μουσείο και Παιδική Χαρά του Παρελθόντος, είναι μονίμως στραμμένος στο παρελθόν. Ο μόνος τρόπος να καταξιωθείς είναι να πεθάνεις ή να μιλάς με πεθαμένους ή να κάνεις πεθαμένα πράγματα. Η εχθρότητα για ό,τι δεν είναι παλιό είναι γενικευμένη.

Ακούμε λοιπόν πολλές φορές παράπονα και θρήνους όπως «πού είναι η Ελλάδα του Γκάτσου, της Λαμπέτη, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Κακογιάννη, της Μελίνας, του Τσιτσάνη, του Τσαρούχη» κτλ. Λησμονούμε βεβαίως ότι τον καιρό που ζούσαν κι εργάζονταν όλοι αυτοί μόνο ινδάλματα και φιγούρες αναφοράς δεν αποτελούσαν ― αλλού βρίσκονταν οι έγνοιες, οι ανησυχίες και τα πρότυπα των ελίτ μας.

Δεδομένης της παρελθοντολαγνίας μας, είμαι βέβαιος ότι είσαι καμιά τριανταριά χρόνια θα βλέπουμε στη Μηχανή του χρόνου (ή ό,τι θα υπάρχει τότε) αφιερώματα στον τιτάνα Δημήτρη Παπαϊωάννου, στον κολοσσιαίο διεθνούς ακτινοβολίας Τερζόπουλο, στον πρωτοπόρο Γιώργο Λάνθιμο και σε άλλους δημιουργούς οι οποίοι στο παρόν όταν δεν περνούν απαρατήρητοι απλώς λοιδωρούνται και συγκρίνονται με βολικά πεθαμένους όπως ο Κουν, ο Παπατάκης, ο Ροντήρης, ο Φιλοποίμην Φίνος ― ή δεν ξέρω ποιος άλλος την περίπτωση του Παπαϊωάννου.

Θα μιλάνε λοιπόν στο μέλλον για την καταπληκτική συγκυρία της Ελλάδας που στο γύρισμα του αιώνα αλλά και στα σκυθρωπά κι όλο κόπωση πλην ηλιόλουστα χρόνια των Μνημονίων «μεγαλούργησε» κτλ. Βάλτε και τους αθλητές μας μέσα κι είμαστε ήδη ο μύθος του μέλλοντός μας ― απλώς δεν το ξέρουμε, όσοι από εμάς έχουμε μέλλον εν πάση περιπτώσει.

Η περίπτωση της Ορέστειας

Μιλώντας για τον Τερζόπουλο, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι το θέατρο που κάνει το κάνει επί δεκαετίες, ότι είναι ξεχωριστό θέατρο κι ότι σίγουρα δεν υπάγεται στη λογική «φανταιζίστικες σκηνογραφικές λύσεις που διανθίζονται με ηθοποιούς οι οποίοι παραμένουν απαίδευτοι και τελικά καταλήγουν είτε να απαγγέλλουν είτε να κανοναρχούν το θεατρικό κείμενο».

Στην πρόσφατη Ορέστειά του, που τόσο σόκαρε τους αμαθείς περί την αρχαιότητα αλλά και τους ανασφαλώς κεντρώους συνάμα, ο Τερζόπουλος για άλλη μια φορά έδωσε ένα τελετουργικό μεν αλλά εντελώς σωματικό (και λιγάκι μπρεχτιανό) θέατρο. Το κοντινότερο στην Ορέστεια που είδαμε φέτος ήταν οι ανεπανάληπτες Βάκχες της Κοντούρη το 2021.

Στην Ορέστεια του Τερζόπουλου πρωταγωνιστεί ο Χορός, που πάσχει και δρα σωματικώς ― καθώς οφείλει στο θέατρο, κατά τη γνώμη μου, αλλιώς θα μέναμε στις απαγγελίες και στα θεατρικά αναλόγια. Η τριλογία κατά των Τερζόπουλο είναι ενιαία, αβίαστη, μυσταγωγική αλλά υλικότατη.

Αν πρέπει να ανθολογήσουμε σκηνές, ίσως περιοριζόμασταν στην Κασσάνδρα της Ασουάντ, στη σκηνή «έλα μέσα στο παλάτι βασιλιά μου», στο ντουέτο Ορέστη κι Ηλέκτρας στις Χοηφόρους, στον δικολάβο Απόλλωνα και στην πιο σύνθετη Αθηνά που έχουμε δει.

Απλώς Αντίδραση και σύνθετοι χαρακτήρες δεν συμβαδίζουν, όχι δεν είναι προνόμιο της Αντίδρασης η έκφανση αυτή της ιδιωτείας. Στην Επίδαυρο, δύο νέοι της Σιδώνος μετά την παράσταση κριτίκαραν ότι το φινάλε των Ευμενίδων το ήθελαν πιο «συμβολικό» και λιγότερο άμεσα πολιτικοποιημένο. Μιλάμε για τις Ευμενίδες όμως, ένα έργο του οποίου η Αθηνά απασχολεί το ένα τρίτο εξαγγέλλοντας τον θεσμό του δικαστηρίου αφενός και παινεύοντας την πόλη των Αθηνών ως κράτος θεμελιωμένο σε θεσμούς αφετέρου. Σόρυ σιδώνιε μπρο, δεν πρόσεχες όμως.

Κάποιοι που κάπου κάτι διάβασαν για τον Αισχύλο παραπονέθηκαν ότι ο Τερζόπουλος διέστρεψε το μήνυμα της Αθηνάς και το κατέστησε, Ô mon Dieu, κριτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό εν μέρει δικαιολογείται από τη φοβικότητα της Αντίδρασης, εν μέρει από το εξής:

Έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε τα πολιτικά κείμενα της κλασικής εποχής σαν να είναι ο Επιτάφιος του Περικλέους (ή, άντε, οι Πέρσες). Με άλλα λόγια θεωρούμε δεδομένο ότι οποιοδήποτε κείμενο της εποχής με εξαίρεση ίσως τον Αριστοφάνη μιλάει για την αθηναϊκή πολιτεία και τη δημοκρατία της ως μια ιδανική λύση, ως τη μέση λύση μεταξύ αναρχίας και τυραννίδας που εξαγγέλλει η Αθηνά στις Ικέτιδες.

Συνεπώς, θέλουμε (; ) να διαβάσουμε τις Ικέτιδες ως ακόμα ένα κείμενο που εξυμνεί τον συμβιβασμό ο οποίος έδωσε το συγκεκριμένο πολίτευμα, σύμφωνα φυσικά και με τις μεταγενέστερες πεποιθήσεις του Αριστοτέλη. Είναι πιθανόν όμως ότι αυτό που θέλουμε εμείς δεν προκύπτει από το κείμενο και σίγουρα ο Τερζόπουλος δεν το είδε έτσι. Αυτό λέγεται τέχνη.

Για τι μιλάει όταν μιλάει η τέχνη

Βεβαίως η Αντίδραση αντιπαθεί την τέχνη ― όχι δεν είναι προνόμιο της Αντίδρασης η έκφανση αυτή της ιδιωτείας. Κατά την Αντίδραση, δεν χρειάζεται να μιλάει για το σήμερα η τέχνη, δεν χρειάζεται να μιλάει για τίποτα η τέχνη: η τέχνη είναι διακόσμηση και διασκέδαση και διεκπεραίωση ανώδυνων εννοιών· άντε, μπορεί ενδεχομένως να μιλάει με τα ψηλά ή για τα υψηλά ή για τον έρωτα μετριασμένα, αλλά μέχρι εκεί. Αν λοιπόν πρέπει να μιλάει για το σήμερα η τέχνη υπάρχουν ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Ευθυμίου και η μακαριστή Κική Δημουλά.

Διότι το ζητούμενο σε έναν τόπο που κοιτάζει πίσω και μόνον πίσω και δεν θέλει ή δεν μπορεί να κοιτάξει το τώρα (το αύριο είναι χαμένη υπόθεση, μας λένε) είναι τα εξής: η ευπρέπεια, η εθνική κι ατομική ομφαλοσκοπία και οι όποιες ασαφείς και δυσοίωνες μοίρες αυτού του τόπου. Αυτά τα τρία αποκλειστικώς κι όχι η Σάττι κι οι Ευμενίδες κι οι έξαλλοι πάνκηδες.

Ευπρέπεια, παιδιά: ευπρέπεια. Άλλωστε όταν πρωτοπαραστάθηκαν οι Ευμενίδες λεν οι σχολιαστές ότι η όψις τους ήταν τόσο τρομακτική που απέβαλαν γυναίκες. Φιγουρατζής κι αυτός ο Αισχύλος, ποιος ξέρει τι εχθρός της τέλειας δημοκρατίας στην οποία ζούσε ήταν κι αυτός.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Hier stehe ich

Σχολιάστε