Αισθηματίες, εισοδηματίες κι εμείς

Η φωτογραφία είναι της Pola Negri (1929).

Μπουχτισμένος από τη γενικευμένη κατρακύλα στον απροσμάχητο τρόμο και στον έξαλλο πουριτανισμό καθόμουν χτες κι ονειροπολούσα:

Should I fuck off to Ireland, find a place somewhere in the west? Spend my time staring at the sizable body of water that separates the World from North American frivolity and navel-gazing and South American melancholy and loneliness? Should I just renounce what has so far given me life force and mirth? Should I finally give up on urban geographies of joy and desire and creation and endless (sometimes aimless) walking?

Δηλαδή σκεφτείτε το: η Αθήνα είναι πια ακατάλληλη για καθημερινή ζωή, ελέω πολυ πραγματικών και πολύ πρακτικών αποφάσεων και παραλείψεων μιας πολύ πραγματικής και εντελώς εκλεγμένης εξουσίας, εθνικής και τοπικής και τοπικότερης. Οποιαδήποτε μικρότερη πόλη είναι ανυπόφορα μικρή, τακτοποιημένη και περιορισμένη για μένα· δεν περιμένω να συμφωνήσετε, ούτε να συμμεριστείτε, ούτε καν να καταλάβετε ― αλλά ο μάι γκοντ, δηλαδή.

Όσο για τις 5-6 πόλεις εκτός ελληνόφωνου χώρου στις οποίες ευχαρίστως θα μετακόμιζα; Ε, όπως και οι φαντασιώσεις περί ανεμοδαρμένης Ιρλανδίας, κάτι τέτοιες ταξιδιάρες κινήσεις απαιτούν να είσαι και εισοδηματίας εκτός από αισθηματίας. Γι’ αυτό άλλωστε και παραμένουν φαντασιώσεις: εν τοιαύτη περιπτώσει όχι π.χ. λόγω των συμβάσεων και των ταμπού κτλ. κάποιας κακούργας κοινωνίας αλλά γιατί, ως γνωστόν, όσοι ζουν το όνειρο μπορούν και να το χρηματοδοτήσουν.

Βεβαίως στον κόσμο που ζούμε, τα μικρά πικρά αδιέξοδά μας ελάχιστους συνανθρώπους μας αφορούν. Το έθεσαν πολύ ωραία οι Duran Duran:

Papers in the roadside tell of suffering and greed
Fear today, forgot tomorrow
Here beside the news of holy war and holy need
Ours is just a little sorrowed talk

Εντάξει, ποτέ δεν ήταν εύκολο να ξέρει κανείς τι να κάνει και σίγουρα στην εποχή μας είναι ακόμα πιο δύσκολο. Θα πρέπει όμως να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει καθένας από εμάς και καθεμία από εμάς: να αποτραβηχτεί μέσα στις οποίες φαντασιώσεις του·

  • είτε αυτές προσδοκούν κάποια μαγική επανάσταση στο μέλλον,
  • είτε προσκυνούν χαριρικά την τεχνολογία που θα τα διορθώσει όλα ως διά μαγείας,
  • είτε σαν κάτι παλιόγριες που περιμένουν τον Χάρο να τις γλυτώσει, αποζητούν το τέλος του κόσμου (ξέρετε, από την ΤΝ, από μετεωρίτη, από την κλιματική αλλαγή, από πυρηνικά…),
  • είτε αφορούν την «επιστροφή» σε κάποια αγροτοποιμενική ουτοπία, όπου όλα ήταν αγνά, ετεροκαθορισμένα και κάθαρά και όπου οι διαφορές φυσικά λύνονταν με πολύ αίμα και περισσότερη τιμωρία (ή κι αυτοδικία).

Νομίζω ότι διακρίνω ήδη το συγκαταβατικό μειδίαμα στα πρόσωπα κάποιων από όσους διαβάζουν ακόμα ένα ποστάκι μου, ενός ανθρώπου με πολλές μεν αλλά σταθερές εμμονές: αναγνωρίζω και το «καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα» και το «Να τος πάλι ο Σραόσα που πάλι μας καλεί να οργανωθούμε από τα κάτω και δεν ξέρω τι άλλο».

Σε αυτό το σημείο θα υπενθυμίσω κάτι πολύ σωστό που έγραψε πριν περίπου έναν χρόνο ο Όλιβερ Ντόχερτι: «ο μηδενισμός και η ηττοπάθεια είναι πολλές φορές ένα καταφύγιο διαθέσιμο μόνο στους προνομιούχους» (ναι, κάνω αυτοκριτική εδώ).

Συνεπώς όσοι είμαστε αισθηματίες αλλά όχι ιδιαιτέρως εισοδηματίες όντως κάπως πρέπει να συνταχθούμε ή να συμπαραταχθούμε ή να συνεννοηθούμε έστω. Και φυσικά αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους έκκληση στην παρούσα ελληνική συγκυρία για μία ενωμένη αριστερά και σάχλες τέτοιου τύπου, πάρα ακόμα μία έκκληση να οργανωθούμε κάπως για να κάνει ο καθένας και η καθεμία από μας ό,τι μπορεί.

Αυτό μπορεί να είναι από το να κάνει τέχνη ή να βγαίνει στους δρόμους ή, ακόμα ακόμα, να συνεχίσει να κάνει φασαρία. Σε έναν κόσμο όπου ο δημόσιος λόγος που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης είναι παραδομένος σε πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα (και με τη βούλα) είναι πολύ σημαντικό να ακούγονται φωνές εκτός πλαισίου, φωνές που ακριβώς αυτά τα Μέσα μεταχειρίζονται σαν να ήταν φασαρία.

Μιλώντας για τέχνη θα πω κάτι τελευταίο κι επικαιρικό: η Ορέστεια του Τερζόπουλου δημιούργησε περισσότερο πολιτικό λόγο και άνοιξε πολύ ενδιαφέρουσες πολιτικές συζητήσεις και αντιλογίες, χωρίς καν να ασχοληθεί κανείς με το πως διαλεκτικά συνομίλησε με πολιτικές συνειδήσεις, από όλο αυτό το κακοστημένο τσίρκο με κουρασμένους κλόουν, αμήχανους κομπάρσους και ψωριάρικα θηρία που ονομάζεται «ο αργός θάνατος του ΣΥΡΙΖΑ».

No saints, no heroes

Bob Carlos Clarke, από τη σειρά The Agony and the Ecstasy (1994)

Όταν συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που δεν έχουν κάνει τη ζωή μας ή που βρίσκονται έξω από τη σκήτη μας, δηλαδή τη σοσιαλμηντιακή ή πραγματική φούσκα μέσα στην οποία ζούμε τις ζωές μας, καλό είναι να θυμόμαστε αφενός ότι δεν μπορούν όλα τα άτομα να μετατοπιστούν από το βίωμά τους, ιδίως αν είναι ανελέητο, ώστε να αντιληφθούν τα βιώματα άλλων. Αφετέρου, οι άνθρωποι είμαστε αντιφατικοί και πρισματικοί και πάντως όχι όλο συνέπεια χαρακτήρες ηθικοπλαστικών έργων.

Το λέω αυτό έχοντας πλήρη επίγνωση ότι είναι αδύνατο να κοινωνικοποιηθούμε, να συναναστραφούμε, να αλληλοκατανοηθούμε και (αν γίνεται) να αγαπηθούμε εάν δεν μετακινηθούμε από το βίωμα μας ή και από το τραύμα μας. Αν μη τι άλλο, η μετατόπιση από αυτό που αυτάρεσκα αποκαλούμε «την αλήθεια μας» (μπρρ) είναι αναγκαία: αλλιώς καθόμαστε όλες κι όλοι, υπαρξιακά μαγκούφηδες, να κοιτάζουμε τον αφαλό μας και να αναμασούμε τις εμμονές μας, τις νευρώσεις μας και την ιστορία που λέμε στον εαυτό μας για τον εαυτό μας και για το παρελθόν του. Η μετατόπιση αυτή μπορεί είτε να είναι ενσυναισθητική στον χαρακτήρα της είτε να αποτελεί πνευματική άσκηση να βγούμε για λίγο από τον εαυτό μας, να πάμε πέρα από την αυτοθυματοποίηση και τον παραλογισμό της αυτοδικαίωσης, του virtue signalling και της αυτομαστίγωσης.

Στην τελική μάς ενδιαφέρουν τα ιδεώδη που ενσαρκώνουν οι άνθρωποι, όταν και αν τα ενσαρκώνουν και τον βαθμό που τα ενσαρκώνουν, και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι ως πάγκαλοι άγιοι κι ως πρότυπα. Ο άψογος και άμωμος άγιος που τον χαρακτηρίζουν μόνον αρετές, έτοιμος από καιρό και θαρραλέος, ο οποίος ορθοτομεί και ορθονοεί ανά πάσα στιγμή και σε κάθε συγκυρία, που είναι άμωμος και συνεπώς προσφέρεται για πλήρη ταύτιση μαζί του δεν είναι παρά μια προτεσταντική φαντασίωση του 19ου αιώνα.

Ο άψογος ήρωας με τον οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε είτε είναι η Παναγία είτε φάσμα των παλιών καλών καιρών που επινόησαν οι Ρομαντικοί στην ανάγκη τους να αντέξουν την τεχνολογία και την εκβιομηχάνιση (τη βία του καπιταλισμού στην πραγματικότητα, εξίσου αποτρόπαιας με της φεουδαρχίας αλλά πιο οργανωμένης ― όμως ας μην πλατειάζω).

Δεν γίνεται λοιπόν να αναζητούμε να ταυτιστούμε με ανθρώπους σώνει και καλά, μετατρέποντάς τους σε ήρωες, ούτε λ.χ. να θεωρούμε ότι ένα άτομο είναι δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο μόνο και μόνο επειδή σε κάποιες συγκυρίες και υπό συγκεκριμένες συνθήκες ύψωσε το ανάστημά του ή είπε κάτι σωστό. Όπως είπε και ο παππούς της γλωσσολογίας, που σύντομα αφρόνως θα αγιοποιηθεί κι αυτός «We shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas».

Εγκιβωτισμοί

Αυτόν τον πίνακα τον αγάπησα όταν ήμουν 19 χρονών υπό συνθήκες που σχεδόν συζήτησα πολύ παλιά πια. Αν ήμουν λίγο περισσότερο εστέτ και αρκετά πιο πλούσιος θα έλεγα ότι αξίζει να πάει κανείς στη Βιέννη μόνο και μόνο για να τον δει. Αλλά δεν είμαι παρά ο πτωχο-Σραόσα και θα τα πω όπως τα ένιωσα.

Στεκόμουν λοιπόν επιτέλους μπροστά στον πίνακα αυτόν, 31 χρόνια αφού με γήτεψε και με γοήτεψε η αναπαραγωγή του σε μια κάρτα από αυτές που πουλάνε στα πωλητήρια μουσείων. Η αλήθεια είναι είναι ότι όσο περισσότερο τον ατένιζα και τον παρακολουθούσα (οι πίνακες κινούνται, ως γνωστόν) και τον μπάνιζα αχόρταγα αλλά και με αιδημοσύνη, τόσο περισσότερο με συνάρπαζε αυτό που έβλεπα.

Πρώτον, ποιος ζωγραφίζει τη σκηνή; Σίγουρα όχι ο ζωγράφος που ζωγραφίζει την κοπέλα και που μας έχει γυρισμένη την πλάτη του. Ο ζωγράφος βρίσκεται εντός μιας ζωγραφιάς ενός ζωγράφου που δεν φαίνεται, ο οποίος οὔτε φαίνει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Εδώ δεν υπάρχουν καθρέφτες όπως στον Γάμο του Αρνολφίνι ή στις Meniñas: κάποιος ζωγράφος αναπαριστά έναν ζωγράφο αλλά ο μεν δεν φαίνεται ενώ ο δε ζωγραφίζει ένα μοντέλο που, μαθαίνουμε, φέρει τα διακριτικά της Μούσας της Ιστορίας.

Η οποία Μούσα (το μοντέλο δηλαδή) ποζάρει μπροστά στον χάρτη των Κάτω Χωρών όπως ήταν όλες μαζί πριν την Ειρήνη της Βεστφαλίας του 1648. Γιατί; Έπαθε αλυτρωτισμό ο Βερμέερ; Μάλλον όχι: οι Κάτω Χώρες είναι η πατρίδα της φλαμανδικής / ολλανδικής Αναγέννησης, της δόξας της βορειοευρωπαϊκής τέχνης.

Πιο απλά, ο πίνακας εγκιβωτίζει το ένα θέμα μέσα στο άλλο:

Χωρίς καθρέφτες και τεχνάσματα αναπαριστά την ζωγραφική (τον ζωγράφο που ποζάρει πλάτη) που αναπαριστά την ιστορία (το μοντέλο ως Κλειώ) που θα απαθανατίσει στο βιβλίο της την πατρίδα του (που αναπαριστά ο χάρτης), η οποία δοξάστηκε μέσω της ζωγραφικής.

Κι έτσι ο κύκλος κλείνει, το έργο εγκιβωτίζεται στον εαυτό του αλλά ο Βερμέερ παραμένει εκτός: χωρίς καθρέφτες και τέτοια.

Κοιτώντας λοιπόν δακρυσμένος το έργο, το πόση επιφάνειά του καταλαμβάνει μια κουρτίνα μια καρέκλα και κάτι υφάσματα, ένιωσα δυνατά όσο λίγες φορές πως η ανθρώπινη ζωή είναι πολύπλοκη γιατί επιδιώκουμε ταυτόχρονα και να προχωρούμε και διαρκώς να επιστρέφουμε.