
Μπουχτισμένος από τη γενικευμένη κατρακύλα στον απροσμάχητο τρόμο και στον έξαλλο πουριτανισμό καθόμουν χτες κι ονειροπολούσα:
Should I fuck off to Ireland, find a place somewhere in the west? Spend my time staring at the sizable body of water that separates the World from North American frivolity and navel-gazing and South American melancholy and loneliness? Should I just renounce what has so far given me life force and mirth? Should I finally give up on urban geographies of joy and desire and creation and endless (sometimes aimless) walking?
Δηλαδή σκεφτείτε το: η Αθήνα είναι πια ακατάλληλη για καθημερινή ζωή, ελέω πολυ πραγματικών και πολύ πρακτικών αποφάσεων και παραλείψεων μιας πολύ πραγματικής και εντελώς εκλεγμένης εξουσίας, εθνικής και τοπικής και τοπικότερης. Οποιαδήποτε μικρότερη πόλη είναι ανυπόφορα μικρή, τακτοποιημένη και περιορισμένη για μένα· δεν περιμένω να συμφωνήσετε, ούτε να συμμεριστείτε, ούτε καν να καταλάβετε ― αλλά ο μάι γκοντ, δηλαδή.
Όσο για τις 5-6 πόλεις εκτός ελληνόφωνου χώρου στις οποίες ευχαρίστως θα μετακόμιζα; Ε, όπως και οι φαντασιώσεις περί ανεμοδαρμένης Ιρλανδίας, κάτι τέτοιες ταξιδιάρες κινήσεις απαιτούν να είσαι και εισοδηματίας εκτός από αισθηματίας. Γι’ αυτό άλλωστε και παραμένουν φαντασιώσεις: εν τοιαύτη περιπτώσει όχι π.χ. λόγω των συμβάσεων και των ταμπού κτλ. κάποιας κακούργας κοινωνίας αλλά γιατί, ως γνωστόν, όσοι ζουν το όνειρο μπορούν και να το χρηματοδοτήσουν.
Βεβαίως στον κόσμο που ζούμε, τα μικρά πικρά αδιέξοδά μας ελάχιστους συνανθρώπους μας αφορούν. Το έθεσαν πολύ ωραία οι Duran Duran:
Papers in the roadside tell of suffering and greed
Fear today, forgot tomorrow
Here beside the news of holy war and holy need
Ours is just a little sorrowed talk
Εντάξει, ποτέ δεν ήταν εύκολο να ξέρει κανείς τι να κάνει και σίγουρα στην εποχή μας είναι ακόμα πιο δύσκολο. Θα πρέπει όμως να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει καθένας από εμάς και καθεμία από εμάς: να αποτραβηχτεί μέσα στις οποίες φαντασιώσεις του·
- είτε αυτές προσδοκούν κάποια μαγική επανάσταση στο μέλλον,
- είτε προσκυνούν χαριρικά την τεχνολογία που θα τα διορθώσει όλα ως διά μαγείας,
- είτε σαν κάτι παλιόγριες που περιμένουν τον Χάρο να τις γλυτώσει, αποζητούν το τέλος του κόσμου (ξέρετε, από την ΤΝ, από μετεωρίτη, από την κλιματική αλλαγή, από πυρηνικά…),
- είτε αφορούν την «επιστροφή» σε κάποια αγροτοποιμενική ουτοπία, όπου όλα ήταν αγνά, ετεροκαθορισμένα και κάθαρά και όπου οι διαφορές φυσικά λύνονταν με πολύ αίμα και περισσότερη τιμωρία (ή κι αυτοδικία).
Νομίζω ότι διακρίνω ήδη το συγκαταβατικό μειδίαμα στα πρόσωπα κάποιων από όσους διαβάζουν ακόμα ένα ποστάκι μου, ενός ανθρώπου με πολλές μεν αλλά σταθερές εμμονές: αναγνωρίζω και το «καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα» και το «Να τος πάλι ο Σραόσα που πάλι μας καλεί να οργανωθούμε από τα κάτω και δεν ξέρω τι άλλο».
Σε αυτό το σημείο θα υπενθυμίσω κάτι πολύ σωστό που έγραψε πριν περίπου έναν χρόνο ο Όλιβερ Ντόχερτι: «ο μηδενισμός και η ηττοπάθεια είναι πολλές φορές ένα καταφύγιο διαθέσιμο μόνο στους προνομιούχους» (ναι, κάνω αυτοκριτική εδώ).
Συνεπώς όσοι είμαστε αισθηματίες αλλά όχι ιδιαιτέρως εισοδηματίες όντως κάπως πρέπει να συνταχθούμε ή να συμπαραταχθούμε ή να συνεννοηθούμε έστω. Και φυσικά αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους έκκληση στην παρούσα ελληνική συγκυρία για μία ενωμένη αριστερά και σάχλες τέτοιου τύπου, πάρα ακόμα μία έκκληση να οργανωθούμε κάπως για να κάνει ο καθένας και η καθεμία από μας ό,τι μπορεί.
Αυτό μπορεί να είναι από το να κάνει τέχνη ή να βγαίνει στους δρόμους ή, ακόμα ακόμα, να συνεχίσει να κάνει φασαρία. Σε έναν κόσμο όπου ο δημόσιος λόγος που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης είναι παραδομένος σε πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα (και με τη βούλα) είναι πολύ σημαντικό να ακούγονται φωνές εκτός πλαισίου, φωνές που ακριβώς αυτά τα Μέσα μεταχειρίζονται σαν να ήταν φασαρία.
Μιλώντας για τέχνη θα πω κάτι τελευταίο κι επικαιρικό: η Ορέστεια του Τερζόπουλου δημιούργησε περισσότερο πολιτικό λόγο και άνοιξε πολύ ενδιαφέρουσες πολιτικές συζητήσεις και αντιλογίες, χωρίς καν να ασχοληθεί κανείς με το πως διαλεκτικά συνομίλησε με πολιτικές συνειδήσεις, από όλο αυτό το κακοστημένο τσίρκο με κουρασμένους κλόουν, αμήχανους κομπάρσους και ψωριάρικα θηρία που ονομάζεται «ο αργός θάνατος του ΣΥΡΙΖΑ».

