Λίγη σιωπή, όχι πολλή

Οι Αμερικάνοι, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου, μείον την καύλα και το μπονβιβεριλίκι, δυστυχώς, έχουν καλλιεργήσει έναν ανθρωπότυπο ο οποίος κυριαρχεί ανάμεσα τους χωρίς απαραίτητα να αποτελεί την πλειονότητα του αμερικανικού λαού.

Μιλάμε για τον υπερδραστήριο άνθρωπο με τα πάρα πολλά ενδιαφέροντα, ο οποίος όχι μόνο είναι πολυπράγμων και καταπιάνεται με ένα σωρό ζητήματα, χόμπι και δραστηριότητες, αλλά και που δεν μπορεί να σταματήσει στιγμή να μιλάει για όλα αυτά.

Μιλάμε για έναν ανθρωπότυπο στον οποίο υπάγονται μάλλον μορφωμένοι συνήθως άντρες αλλά και γυναίκες οι οποίοι έχουν μια καλή πανεπιστημιακή παιδεία και ταυτόχρονα δεν αντέχουν ή απλώς δεν στέργουν την σιωπή.

Μιλάμε για τους ανθρώπους που θα καθίσουν δίπλα σου σε ένα τραπέζι και οπωσδήποτε θα βρούν να σχολιάσουνε κάτι με αφορμή ό,τι τέλος πάντων μπορεί να δει κανείς σ’ ένα τραπέζι, ενώ όταν στερέψουν από αφορμές οπωσδήποτε θα θεωρήσουν σκόπιμο να ανοίξουν θεματικές συζητήσεις γύρω από ζητήματα ή περιστατικά τα οποία αφορούν κυρίως την ζωή τους

Δεδομένου ότι οι Αμερικάνοι για λόγους φοβικής ευγένειας αποφεύγουν τις συζητήσεις σε κοινωνικό επίπεδο όταν αυτές αφορούν τη θρησκεία, την πολιτική ή το σεξ, οι συζητήσεις αυτές καταλήγουν πολύ αμερικανοκεντρικές κι ανιαρά αυτοβιογραφικές.

Σκεφτόμουν χτες λοιπόν ότι ο συγκεκριμένος ανθρωποτύπος, ο πάντοτε δραστήριος πάντοτε ομιλητικός και πάντοτε να καταπιάνεται με κάτι, αυτός που αποκαλούμε πολυπράγμονα σαφώς συνδέεται ευθέως με την ηθική του καπιταλισμού.

Δεν είναι επιτρεπτό να σιωπάς, δεν είναι αποδεκτό να αδρανείς, δεν γίνεται να μην παράγεται κάποιου είδους ορατό έργο ανά πάσα στιγμή.

Όταν συναναστρέφομαι τέτοιους ανθρώπους ― και στη δουλειά μου έχουμε πάρα πολλούς τέτοιους ― νιώθω πολλές φορές ότι δεν έχουν αρκετό χώρο εντός τους ώστε να κυκλοφορεί και να αναπτύσσεται το συναίσθημα, η σκέψη και αυτό που λέμε στοχασμός ― αλλά κυρίως το συναίσθημα.

Συνεπώς οτιδήποτε παράγει ή γεννά ή δημιουργεί η σκέψη τους πρέπει αμέσως να εκτεθεί προς τα έξω σε κάποιο είδους ακροατήριο. Δεν υπάρχει buffer εντός τους, δεν διαθέτουν χώρο να κυκλοφορήσει και να ωριμάσει η σκέψη, η διάθεση, το συναίσθημα.

Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που λέμε oversharing, κάτι το οποίο τρέφει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όταν δεν καλλιεργείται συστηματικά από αυτά, είναι κάτι που μέσω των σοσιαλμήντια και της χρήσης τους ταυτίζεται με αυτό που λέμε αμερικανικό δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης: το να μιλάς ασταμάτητα για τη ζωή σου και να εκθέτεις διαρκώς τις σκέψεις σου χαρακτηρίζει πια όσους ανήκουμε στις λεγόμενες κοινωνίες WEIRD.

Ποτέ δεν υπήρξα λάτρης των γεροντάδων, των γκουρού ή έστω των σιωπηλών τύπων που περιμένουν να περάσει κι αυτό αλλά και να περάσουμε κι εμείς και οι ζωές μας.

Αποκηρύσσω και αποστρέφομαι όλους τους πράους, και επειδή είναι αμέτοχοι, ασκητές, κάτι σαδιστές παπάδες του Fleabag που απετάξαντο την ανάγκη και την τρυφερότητα, βουδιστές μοναχούς και Ολύμπιους διανοούμενους που ατενίζουν τον κόσμο με απάθεια, συμπόνια αλλά αδράνεια. Περιφρονώ και δεν υπολήπτομαι τους παραπάνω και όσους τους θαυμάζουν, καθώς περιμένουν να ολοκληρωθούν οι γενοκτονίες, οι σφαγές, οι τεχνητοί λιμοί και κάθε είδους εισβολές, ή γενικότερα ο αφανισμός της ζωής των αδυνάτων.

Από την άλλη όμως τίποτα δεν ωριμάζει και τίποτα εντός μας δεν ολοκληρώνεται αν δεν μεσολαβήσει η αδράνεια, αν δεν μεσολαβήσει σιωπή, αν δεν μεσολαβήσει αναστοχασμός, αν δεν μεσολαβήσει ένας σιωπηλός περίπατος ή ένα μοναχικό κολύμπι (για όσες κι όσους κολυμπάτε) ή μια μεγάλη βόλτα με το αμάξι (ή το άλογο ή ό,τι έχει ο καθένας μας).

Ούτε η σιωπή είναι λύση ούτε η αδράνεια λύνει τίποτα συνήθως. Είναι όμως αναγκαίες όπως είναι αναγκαίες οι παύσεις στη μουσική και όπως είναι αναγκαία τα καθόλου συναρπαστικά επαναληπτικά μοτίβα στην μουσική.

Οικόπεδο εθνικό

Πλατεία Ελευθερίας, Λευκωσία

 Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί πως ένας από τους βασικούς λόγους για να μισούμε τους Τούρκους, παρότι κατά τρία τέταρτα κατάγομαι από αυτό που σήμερα είναι Τουρκία, ήταν διότι οι Τουρκαλάδες μάς έφαγαν τη μισή Κύπρο.

Σκεφτόμουν τις προάλλες τη διαχρονικά πατερναλιστική στάση των Ελλαδιτών και της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο και στους Κύπριους αλλά και σε σχέση με το Κυπριακό.

Εν μέρει πρόκειται για τον πατερναλισμό του ανθρώπου της πόλης απέναντι στον επαρχιώτη αφού, κακά τα ψέματα, η Κύπρος είναι μια πολύ μεγάλη και αρκετά εύπορη επαρχία σε πολλά θέματα.

Από την άλλη φυσικά πρόκειται για τον πατερναλισμό της μητρόπολης απέναντι στην περιφέρεια, και μάλιστα μια περιφέρεια την οποία κατά καιρούς άνθρωποι όπως ο Σεφέρης έχουν εξιδανικεύσει μάλλον ψυχαναγκαστικά ως π.χ. την πραγματική καρδιά του ελληνισμού.

Κάτι που πάντως παραβλέπουμε συνήθως είναι πως από πολλές απόψεις η Κύπρος είναι πολύ πιο κοσμοπολίτικη μέσα στον θεότυφλο εθνικιστικό ρατσισμό της ή στον κοντόφθαλμο τοπικισμό της από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.

Τέλος κάτι το οποίο αδυνατούμε να καταλάβουμε στην Ελλάδα είναι ότι η Κύπρος βρίσκεται σε μεταποικιακή κατάσταση, ως πραγματική πρώην αποικία και γι’ αυτό με έναν τρόπο πολύ πιο σαφή και πολύ πιο παρόντα από όσο η μητέρα Ελλάδα ― η οποία βεβαίως επίσης έχει υποστεί αποικιοκρατικές πολιτικές και η οποία διαπραγματεύεται με αποικιακές ιδεολογίες.

Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι αυτό το «μας έφαγαν τη μισή Κύπρο», ωσάν η Κύπρος να ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μου ή της μητέρας Ελλάδας, απηχεί αυτό που πάρα πολύ εύστοχα είπε ο Σαββόπουλος ότι δεν είναι: «οικόπεδο εθνικό που το καταπατούνε».

Στ’ αλήθεια δεν νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει κανείς τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η Ελλάδα την Κύπρο τα τελευταία 70 χρόνια εάν δεν λάβει υπόψη του ακριβώς αυτή την εικόνα: της ιδιοκτησίας ενός οικοπέδου που ναι μεν βρίσκεται μακριά αλλά δεν παύει να μας ανήκει.

Η ιστορία λοιπόν της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο από το 1974 και μετά πάει κάπως έτσι:

Ξέρουμε ότι έχουμε ένα οικόπεδο ή κάτι χωράφια στο χωριό, για τα οποία μαθαίνουμε από κάποιον μακρινό ξάδερφό ότι τα καταπάτησε ο ντόπιος τσιφλικάς ή δεν ξέρω τι. Καθόμαστε λοιπόν και αναλογιζόμαστε αν αξίζει τον κόπο να πάμε να οδηγήσουμε (δεν έχει και τρένα πια) 5-6 ώρες μέχρι το χωριό για να ασχοληθούμε τελικά με κάτι ξερικά χωράφια πάνω στην πλαγιά, άσε που εκεί θα μπλέξουμε σε καβγάδες ή και σε συμπλοκές με τους μπράβους του τσιφλικά, ενώ από την άλλη φυσικά νιώθουμε την αδικία ενώ μας βιτσίζει στο φιλότιμο η ατιμία του να έχουν καταπατήσει τον κλήρο μας.

Είναι περιττό να υπογραμμίσει κάνεις πόσο στρεβλή και αντιπαραγωγική, εκτός από αυθάδικη και ηγεμονική, είναι αυτή η στάση. Πολλώ μάλλον που δεν είναι καθόλου σαφές σε ποιον ανήκει η Κύπρος, αφού αυτή τη στιγμή τουλάχιστον σίγουρα δεν ανήκει πουθενά.

Στους Ελληνοκύπριους, και ειδικά στους πρόσφυγες Ελληνοκύπριους και στους απογόνους τους, επουδενί δεν ανήκει· ούτε στους Τουρκοκύπριους ανήκει, δεδομένου ότι ακόμα και στον κατεχόμενο Βορρά δεν είναι ακριβώς αφέντες στο σπίτι τους.

Ούτε μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει ακόμα στη Βρετανία, παρότι βεβαίως οι δύο βάσεις που το Βασίλειο διατηρεί στο νησί είναι βρετανικό έδαφος και εκεί πέρα ό,τι θέλει κάνει: μέχρι και κλήση για υπερβολική ταχύτητα σου κόβει ή σε πάει αυτόφωρο σε τοπικό αγγλικό δικαστήριο.

Επίσης αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει στις 10-20 ζάπλουτες ελληνοκυπριακές οικογένειες που έχουν αρκετή ισχύ για να διαφεντεύουν αυτό που ονομάζουμε Κυπριακή Δημοκρατία: και πάλι ο κατεχόμενος Βορράς βρίσκεται εκτός της αυθαίρετης δικαιοδοσίας τους. Παρόμοια ισχύουν και για τον σκοτεινό οργανισμό που λέγεται Εκκλησία της Κύπρου.

Από αυτή την άποψη, η Κύπρος είναι πολύ ενδιαφέρουσα: υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε επαρχία κάποιου άλλου κράτους, αλλά βεβαίως είναι νησί. Σαν νησί βρίσκεται κεντρικά τοποθετημένη στη Μέση Ανατολή αλλά ταυτόχρονα κείται στο περιθώριό της. Έχει πολλούς στρατούς (έξι ή εφτά) στο έδαφός της και απαρτίζεται από δύο κρατικές οντότητες, μία νόμιμη μία παράνομη, καμιά από τις οποίες όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαφεντεύει είτε ολόκληρο το νησί είτε καν τη δική της επικράτεια.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η Κύπρος είναι κάπως σαν μία Ταγγέρη: μια terra nullius, ένας τόπος κανενός. Παράλληλα, ή και επομένως, είναι τόπος πολλών: πλούσιων Ρώσων ολιγαρχών που εξασφάλισαν ευρωπαϊκά διαβατήρια, Ισραηλινών προνομιούχων που θέλουν να αποφύγουν την ταλαιπωρία του να ζουν σε εμπόλεμο κράτος, Αράβων λεφτάδων που στέκονται σε ένα προγεφύρωμα προς την Ευρώπη, Τούρκων πολιτικών που πήραν αυτό που ήθελαν και τώρα δεν ξέρουν τι να το κάνουν, Αμερικανών πολιτικών οι οποίοι θέλουν να τη διαφεντεύουν ενώ τυπικά δεν είναι σύμμαχοι της νόμιμης κυβέρνησης του νησιού, Βρετανών γενικώς που με εξαίρεση τις «Κυρίαρχες Βάσεις», την Πάφο, η οποία βρίσκεται υπό κατοχή Άγγλων συνταξιούχων, και την Αγιάναπα, όπου κολλάει ΣΜΝ και καλλιεργεί μελανώματα και κίρρωση η νεολαία της, δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρονται πια.

Εν ολίγοις η Κύπρος είναι ένας τόπος που ανήκει σε πολλούς λάθος ανθρώπους και αν μη τι άλλο δεν ανήκει στο λαό της. Τέλος, η Κύπρος είναι τόπος φτωχών μεταναστών, εποίκων νόμιμων και παράνομων ένθεν και ένθεν της Γραμμής, καθώς κι εκείνων των ελάχιστων προσφύγων που φτάνουν ζωντανοί μέχρι εδώ και δεν τους απελαύνουν μετά. Όσο πάντως κι αν σκούζουν οι ντόπιοι ρατσιστές, που πληθαίνουν όπως παντού, σε αυτούς κι αν δεν ανήκει αυτός ο τόπος.

Οικόπεδο πάντως δεν είναι.

Ακόμα ένα αϊσιχτίρι

Λοιπόν κοιτάξτε, τα πράγματα είναι απλά:

  • εφόσον η Δεξιά και τα μνημόνια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κατάφεραν να διώξουν όσους από μας έδιωξαν (μισό εκατομμύριο; παραπάνω; δεν ξέρω)·
  • εφόσον όσες κι όσοι έμειναν πίσω έχουν μαραζώσει φιβισμένοι χωρίς να ελπίζουν σε καμιά χαρά μελλοντική·
  • εφόσον αυτή τη στιγμή περίπου ένας στους πέντε Έλληνες στην Ελλάδα είναι άνω των 60 ετών και μάλλον δεν υπάρχει σχεδόν πια τίποτα και κανένας ή καμιά να τον περιθάλψει, να τον γιατροπορέψει, να τον γηροκομήσει·
  • εφόσον κανείς απ’ όσους φύγαμε δεν είναι τρελός να θέλει να επιστρέψει πίσω σ’ αυτό το αλώνι του Άδωνι Γεωργιάδη με τις τσιρίδες και τους οχετούς χυδαιότητας που ξερνάει ακαταπαύστως, όπου κυβερνάει ο Λιάγκας και ο Ευαγγελάτος και φυσικά ο Κυριάκος και όπου όλοι τους υποκρίνονται ότι έχουν φτιάξει ένα καταπληκτικό ευρωπαϊκό κράτος με καταπληκτική ποιότητα ζωής ― ενώ στην πραγματικότητα είμαστε αποικία χρέους και τουριστικός προορισμός

τουλάχιστον ανοίξτε τις πόρτες. Αφήστε να έρθουν όσοι μετανάστες και πρόσφυγες έχουν άγνοια κινδύνου και θέλουν να ζήσουν σε έναν τόπο χωρίς τσίπα και χωρίς τραίνα και χωρίς λεωφορεία, που πνίγεται και καίγεται εναλλάξ, αντί να τους θαλασσοπνίγετε στα μουλωχτά και να τους σκοτώνετε και να τους μαντρώνετε με φράχτες ή με δεν ξέρω τι στο διάλο υπάρχει για την προστασία του Φρουρίου Ευρώπη.

Τα πράγματα είναι απλά: έτσι κι αλλιώς δεν σκοπεύετε να ξαναφτιάξατε τη χώρα αλλά και να θέλετε να ξαναφτιάξατε τη χώρα δεν μπορείτε, μια κι αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είναι ηλικίας αρχαιότερης και από την Αποστασία του μπαμπά Μητσοτάκη και θα συνεχίσει να ψηφίζει Νέα Δημοκρατία ακόμα κι αν της Νέας Δημοκρατίας ηγείται ο Μπαρμπαμυτούσης, ο Περικλέτος ή και η μπάμπα-Γιάγκα ― κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα βέβαια.

Με δυο λόγια: δεν υπάρχει περίπτωση όσοι φύγαμε έξω να επιστρέψουμε, πάει αυτό. Και τώρα πια δεν θα επιστρέψουμε όχι μόνο λόγω των οικονομικών συνθηκών και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, κοινώς επειδή δεν θέλουμε να πεθάνουμε ύπτιοι σε κανα σπασμένο πεζοδρόμιο περιμένοντας να μας μαζέψει κάποιο (ιδιωτικό στην ανάγκη) ασθενοφόρο.

Δεν είναι λοιπόν μόνο λόγω των οικονομικών συνθηκών και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους που θα αφήσουμε την Ελλάδα να την τρέχουν οι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων και οι μιζολήπτες μεγάλοι και μικροί, άντε και τίποτα ηρωικές φιγούρες, είναι και λόγω του πολιτικού κλίματος που σταθερά διαμορφώνεται προς μία ουγγρική και εντέλει φασιστική κατεύθυνση.

Βαδίζουμε όλοι χάρη προς μια Ελλάδα όπου θα κυβερνάει το Προς την Νίκην, οι θεούσες, φασιστικές συμμορίες και λοιπά κατακάθια της καπιταλιστικής αντεπανάστασης (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους).

Αφήστε τουλάχιστον να έρχονται μετανάστες να δουλεύουν, μπας και πληρώνονται οι συντάξεις του ολοένα γηράσκοντός ελληνικού λαού. Πού και πού θα βγαίνει κανείς από αυτούς στο ΝΒΑ, σε Ολυμπιακούς, στη Γιουροβίζιον, στα Νόμπελ, στο Σάντανς και θα μιλάν οι κάθε λογής τηλεμπάτσοι και φασιστοφιλόλογοι και βασιλόφρονες ιεροκήρυκες για τους «της ημετέρας παιδείας μετέχοντες», θα ξεχνάμε τους Λοκμάν και τους χιλιάδες που λιώνουν στις φράουλες ή στις αμμοβολές ή που πέφτουν από τις σκαλωσιές ή που απλώς πάνε φριτέζα για να βγάλουμε τη μουνάρα στο σαλόνι να σερβίρει τους τουρίστες. Βέβαια τι Ολυμπιακοί και Σάντανς, καλύτερα ξεχάστε κάθε είδους μεγαλεία και τέτοια: το πολύ πολύ καναν ουρανοξύστη στο Ελληνικό· εντάξει και πολύ μάς είναι.

Οι πολλές ζωές αυτού που εδώ γνωρίζετε ως Sraosha

Τα πολλά άβαταρ του Βισνού, όχι του Σραόσα

to the child I lost replaced by fear

Είναι παράδοξο ότι όσο μεγαλώνει κανείς συνειδητοποιεί το εξής: πολλές φορές χρειάζεται να μας μιλήσουν οι άλλοι για τον εαυτό μας ώστε να τον καταλάβουμε. Πολλές φορές πτυχές του εαυτού μας οι οποίες φαίνονται στους άλλους βασικές ή προφανείς δεν μας είναι ορατές παρά μόνον αφού κάποιος από αυτούς τους άλλους τις επισημάνει και σε εμάς.

Στη δική μου περίπτωση, θυμάμαι ότι ήμουν φοιτητής όταν για πρώτη φορά μία Κινέζα συνάδελφος από τη Μαλαισία μού είπε πόσο ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος είμαι ― κάτι που ούτε είχα ξανακούσει ούτε και πίστεψα. Εικοσιέξι χρόνια μετά και πάρα πολύ πρόσφατα έμαθα από συνάδελφό μου ότι δουλεύω πάρα πολύ, πολύ όμως.

Εμένα πάντως αν με ρωτούσατε ή αν ψάχνατε προσεκτικά αυτό εδώ το μπλογκ, θα διαπιστώνατε ότι μέχρι τον Αύγουστο του 2024 θεωρούσα τον εαυτό μου τεμπέλη. Όσον αφορά την πεποίθησή μου ότι είμαι ασυμπάθιαστο αντικοινωνικό πλάσμα που βαραίνει τους γύρω του, χρειάστηκε επέμβαση ψι.

Η πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση των άλλων προς εμένα όμως προέρχεται όμως από δύο ανθρώπους οι οποίοι ούτε γνωρίζονται μεταξύ τους, ούτε έχουν στενή σχέση μ’ εμένα, ενώ δεν έχουν καν σαφή σχέση μεταξύ τους σαν χαρακτήρες ή ως προς τον τρόπο ζωής τους. Και οι δύο τους λοιπόν σε ανύποπτο χρόνο μου είπαν για τις πολλές ζωές αυτού που εδώ γνωρίζετε ως Sraosha.

Και φυσικά ο Sraosha από αυτό εδώ το μπλογκ δεν είναι πάρα μία από αυτές τις ζωές. Υπάρχει και ο Sraosha που κοινωνικοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· υπάρχει και ο Sraosha που κοινωνικοποιείται στον πραγματικό κόσμο ως Sraosha. Υπάρχει βεβαίως και ο άνθρωπος με το κατά κόσμον όνομα και τις δικές του ζωές, ο άνθρωπος του οποίου ο Sraosha δεν είναι παρά μία περσόνα εδώ και περίπου 20 χρόνια.

Βεβαίως η ύπαρξη πολλών ταυτοτήτων και ψευδωνύμων, ειδικά στη φουλ σχιζοειδή κατάσταση που δημιούργησαν τα σοσιαλμήντια λίγο μετά τις αρχές του αιώνα σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πολλές ζωές έτσι από μόνη της.

Οι πολλές ζωές ξεκινούν όταν κάθε περσόνα είναι κάτι διαφορετικό και κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα· όταν ίσως ζει κι αισθάνεται με σχετικά διαφορετικό τρόπο τα όποια δώρα και τις όποιες κακοτοπιές της δίνονται: όταν ζει τη δική της ξεχωριστή ζωή όπως της χαρίζεται. Μέχρι να μπορέσει το παιδί εντός να ξεχαντακωθεί και να σταθεί unafraid and alone.