Οικόπεδο εθνικό

Πλατεία Ελευθερίας, Λευκωσία

 Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί πως ένας από τους βασικούς λόγους για να μισούμε τους Τούρκους, παρότι κατά τρία τέταρτα κατάγομαι από αυτό που σήμερα είναι Τουρκία, ήταν διότι οι Τουρκαλάδες μάς έφαγαν τη μισή Κύπρο.

Σκεφτόμουν τις προάλλες τη διαχρονικά πατερναλιστική στάση των Ελλαδιτών και της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο και στους Κύπριους αλλά και σε σχέση με το Κυπριακό.

Εν μέρει πρόκειται για τον πατερναλισμό του ανθρώπου της πόλης απέναντι στον επαρχιώτη αφού, κακά τα ψέματα, η Κύπρος είναι μια πολύ μεγάλη και αρκετά εύπορη επαρχία σε πολλά θέματα.

Από την άλλη φυσικά πρόκειται για τον πατερναλισμό της μητρόπολης απέναντι στην περιφέρεια, και μάλιστα μια περιφέρεια την οποία κατά καιρούς άνθρωποι όπως ο Σεφέρης έχουν εξιδανικεύσει μάλλον ψυχαναγκαστικά ως π.χ. την πραγματική καρδιά του ελληνισμού.

Κάτι που πάντως παραβλέπουμε συνήθως είναι πως από πολλές απόψεις η Κύπρος είναι πολύ πιο κοσμοπολίτικη μέσα στον θεότυφλο εθνικιστικό ρατσισμό της ή στον κοντόφθαλμο τοπικισμό της από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.

Τέλος κάτι το οποίο αδυνατούμε να καταλάβουμε στην Ελλάδα είναι ότι η Κύπρος βρίσκεται σε μεταποικιακή κατάσταση, ως πραγματική πρώην αποικία και γι’ αυτό με έναν τρόπο πολύ πιο σαφή και πολύ πιο παρόντα από όσο η μητέρα Ελλάδα ― η οποία βεβαίως επίσης έχει υποστεί αποικιοκρατικές πολιτικές και η οποία διαπραγματεύεται με αποικιακές ιδεολογίες.

Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι αυτό το «μας έφαγαν τη μισή Κύπρο», ωσάν η Κύπρος να ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μου ή της μητέρας Ελλάδας, απηχεί αυτό που πάρα πολύ εύστοχα είπε ο Σαββόπουλος ότι δεν είναι: «οικόπεδο εθνικό που το καταπατούνε».

Στ’ αλήθεια δεν νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει κανείς τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η Ελλάδα την Κύπρο τα τελευταία 70 χρόνια εάν δεν λάβει υπόψη του ακριβώς αυτή την εικόνα: της ιδιοκτησίας ενός οικοπέδου που ναι μεν βρίσκεται μακριά αλλά δεν παύει να μας ανήκει.

Η ιστορία λοιπόν της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο από το 1974 και μετά πάει κάπως έτσι:

Ξέρουμε ότι έχουμε ένα οικόπεδο ή κάτι χωράφια στο χωριό, για τα οποία μαθαίνουμε από κάποιον μακρινό ξάδερφό ότι τα καταπάτησε ο ντόπιος τσιφλικάς ή δεν ξέρω τι. Καθόμαστε λοιπόν και αναλογιζόμαστε αν αξίζει τον κόπο να πάμε να οδηγήσουμε (δεν έχει και τρένα πια) 5-6 ώρες μέχρι το χωριό για να ασχοληθούμε τελικά με κάτι ξερικά χωράφια πάνω στην πλαγιά, άσε που εκεί θα μπλέξουμε σε καβγάδες ή και σε συμπλοκές με τους μπράβους του τσιφλικά, ενώ από την άλλη φυσικά νιώθουμε την αδικία ενώ μας βιτσίζει στο φιλότιμο η ατιμία του να έχουν καταπατήσει τον κλήρο μας.

Είναι περιττό να υπογραμμίσει κάνεις πόσο στρεβλή και αντιπαραγωγική, εκτός από αυθάδικη και ηγεμονική, είναι αυτή η στάση. Πολλώ μάλλον που δεν είναι καθόλου σαφές σε ποιον ανήκει η Κύπρος, αφού αυτή τη στιγμή τουλάχιστον σίγουρα δεν ανήκει πουθενά.

Στους Ελληνοκύπριους, και ειδικά στους πρόσφυγες Ελληνοκύπριους και στους απογόνους τους, επουδενί δεν ανήκει· ούτε στους Τουρκοκύπριους ανήκει, δεδομένου ότι ακόμα και στον κατεχόμενο Βορρά δεν είναι ακριβώς αφέντες στο σπίτι τους.

Ούτε μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει ακόμα στη Βρετανία, παρότι βεβαίως οι δύο βάσεις που το Βασίλειο διατηρεί στο νησί είναι βρετανικό έδαφος και εκεί πέρα ό,τι θέλει κάνει: μέχρι και κλήση για υπερβολική ταχύτητα σου κόβει ή σε πάει αυτόφωρο σε τοπικό αγγλικό δικαστήριο.

Επίσης αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει στις 10-20 ζάπλουτες ελληνοκυπριακές οικογένειες που έχουν αρκετή ισχύ για να διαφεντεύουν αυτό που ονομάζουμε Κυπριακή Δημοκρατία: και πάλι ο κατεχόμενος Βορράς βρίσκεται εκτός της αυθαίρετης δικαιοδοσίας τους. Παρόμοια ισχύουν και για τον σκοτεινό οργανισμό που λέγεται Εκκλησία της Κύπρου.

Από αυτή την άποψη, η Κύπρος είναι πολύ ενδιαφέρουσα: υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε επαρχία κάποιου άλλου κράτους, αλλά βεβαίως είναι νησί. Σαν νησί βρίσκεται κεντρικά τοποθετημένη στη Μέση Ανατολή αλλά ταυτόχρονα κείται στο περιθώριό της. Έχει πολλούς στρατούς (έξι ή εφτά) στο έδαφός της και απαρτίζεται από δύο κρατικές οντότητες, μία νόμιμη μία παράνομη, καμιά από τις οποίες όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαφεντεύει είτε ολόκληρο το νησί είτε καν τη δική της επικράτεια.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η Κύπρος είναι κάπως σαν μία Ταγγέρη: μια terra nullius, ένας τόπος κανενός. Παράλληλα, ή και επομένως, είναι τόπος πολλών: πλούσιων Ρώσων ολιγαρχών που εξασφάλισαν ευρωπαϊκά διαβατήρια, Ισραηλινών προνομιούχων που θέλουν να αποφύγουν την ταλαιπωρία του να ζουν σε εμπόλεμο κράτος, Αράβων λεφτάδων που στέκονται σε ένα προγεφύρωμα προς την Ευρώπη, Τούρκων πολιτικών που πήραν αυτό που ήθελαν και τώρα δεν ξέρουν τι να το κάνουν, Αμερικανών πολιτικών οι οποίοι θέλουν να τη διαφεντεύουν ενώ τυπικά δεν είναι σύμμαχοι της νόμιμης κυβέρνησης του νησιού, Βρετανών γενικώς που με εξαίρεση τις «Κυρίαρχες Βάσεις», την Πάφο, η οποία βρίσκεται υπό κατοχή Άγγλων συνταξιούχων, και την Αγιάναπα, όπου κολλάει ΣΜΝ και καλλιεργεί μελανώματα και κίρρωση η νεολαία της, δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρονται πια.

Εν ολίγοις η Κύπρος είναι ένας τόπος που ανήκει σε πολλούς λάθος ανθρώπους και αν μη τι άλλο δεν ανήκει στο λαό της. Τέλος, η Κύπρος είναι τόπος φτωχών μεταναστών, εποίκων νόμιμων και παράνομων ένθεν και ένθεν της Γραμμής, καθώς κι εκείνων των ελάχιστων προσφύγων που φτάνουν ζωντανοί μέχρι εδώ και δεν τους απελαύνουν μετά. Όσο πάντως κι αν σκούζουν οι ντόπιοι ρατσιστές, που πληθαίνουν όπως παντού, σε αυτούς κι αν δεν ανήκει αυτός ο τόπος.

Οικόπεδο πάντως δεν είναι.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Οικόπεδο εθνικό

  1. Χωρίς να διαφωνώ γενικότερα, βρίσκω αρκετά πειστικό τον «Ασιάτη Σεφέρη» του Άκη Γαβριηλίδη. Ενίοτε λέει και καμιά παρατραβηγμένη κοτσάνα αλλά είναι σπουδαίο βιβλίο, διασώζει τον Σεφέρη από την μεταθανάτια πορεία του έργου του.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε