Schwechat

Monument to Sigmund Freud: The voice of the intellect is a soft one

Die Stimme des Intellekts ist leise, aber sie ruht nicht, ehe sie sich Gehör verschafft hat.

Ταξιδεύοντας ακίνητος, πριν 11 χρόνια, σε ένα άλλο αεροδρόμιο, σε μια άλλη ζωή ενδεχομένως, ένιωσα κάπως έτσι:

Αυτές οι μέρες έχουνε πυκνότητα. Βεβαίως, το παρόν έχει εξ ορισμού μεγαλύτερη πυκνότητα από το παρελθόν: τόσο βάρος σε τόσο λίγο χώρο, τον χώρο μιας στιγμής, άλλωστε. Και το μέλλον είναι αυτό που ξέρεις, λες, προς τα πού πάει. Παπάρια που πάει εκεί που λες πώς πάει. Υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ αλλά διάρκειας τριών ωρών, υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ διάρκειας μιας ζωής, υπάρχει και μέλλον-ακορντεόν που ανοίγει ανασαίνοντας, κλείνει εκπνέοντας νότες μακρόσυρτες ή γρήγορες. Κι εσύ νομίζεις πως κρατάς τη μελωδία. Ύστερα, είναι και το άλλο: το παρόν είναι πυκνό κι ανακατωμένο, ενώ το παρελθόν κροκιδώνεται σιγά σιγά: κάτι καθιζάνει, κάτι ανεβαίνει στον αφρό, διαχωρίζονται το λάδι, το νεράκι, η φωτιά, η σκόνη, κάτι στάχτες.

Πέρασαν χρόνια έκτοτε. Το είπε κι ο Μπόουι, πριν πάει και πεθάνει κι αυτός:  Time will crawl. Τώρα βρίσκομαι αλλού. Τώρα βρισκόμαστε αλλού.

Κοιτάς πίσω και δεν βλέπεις ερείπια και τέτοιες μαλακίες, όχι πια. Δεν βλέπεις τον χαμένο χρόνο, δεν θρηνείς τη στιγμή που πέρασε και χάθηκε ― τίποτα δεν πήγε χαμένο. Βλέπεις ένα πλάσμα αλλόκοτο αλλά στοργικό κάπως, μια μορφή που δεν θες να κοιτάζεις για ώρα αλλά που δεν θα σε πετρώσει, δηλαδή δεν θα σε πετρώσει με τρόπο που δεν θες: βλέπεις τα έργα όχι κάποιου κολοβού αγγέλου του Κλέε αλλά τον άγγελο μεγάλης βουλής.

Εκεί όπου δέσποζαν οράματα πύρινων πυρήνων εγκιβωτισμένων σε σκληρά κι αδιαπέραστα κελύφη, εκεί όπου άκαμπτα όρια χώριζαν και διαιρούσαν και διχοτομούσαν και τεμάχιζαν τώρα γυρνάς πίσω και βλέπεις μια μεγάλη βουλή που ήξερε και γνώριζε και όριζε. Και προχωρούσε. Και υψωνόταν κατακόρυφα όσο κι αν φοβόταν.

Αντικρύζεις εποχές θρήνων για την εξορία και για τον εγκλεισμό και την εξορία αλλά βλέπεις πως άλλος θρηνούσε κι άλλος δρούσε κι ότι κι οι δυο τους ήσουν εσύ, δηλαδή ήμουν εγώ, γιατί η φωνή της διανοίας είναι φωνή αύρας λεπτής κι ας μην ησυχάζει μέχρι να ακουστεί.

Γιατί έβλεπες στον ύπνο σου το χαμένο παράθεμα του ψεύτικου Βούδα του Ζελάζνυ, ότι τα πάντα θα έρθουν σ΄ εσένα, ότι θα σταθείς ακίνητος και θα έρθουν ο κόσμος και η χαρά του και οι αδιανόητες εκπλήξεις των εκπληρωμένων επιθυμιών σ’ εσένα, όπως τα πλοία έρχονται στο λιμάνι, ενώ εσύ θα ακινητείς· δηλαδή εγώ: αφού εσύ κι εγώ είμαστε εγώ.

Ο δρόμος δεν ήταν δρόμος στρωμένος με νίκες, άθλους κι ηττημένα τέρατα· ο δρόμος είναι το μεγάλο ανοιχτό πεδίο της δικαιοσύνης και των συναντήσεων. Όλα έρχονται σ’ εμένα. Όλα περνούν από εμένα. Όλα ταξιδεύουν κι εγώ μυστικά ξέρω πού θέλω να φτάσουν. Σε κάθε δίλημμα υπήρχε πάντοτε ένας τρίτος παράγοντας: μια άρνηση, μια σύνθεση, μια απόταξη.

Η φρεναπάτη ότι ήσουν έρμαιο, αιχμάλωτος, εξόριστος ― ή και όλα μαζί ― ανέβρυζε από το γεγονός ότι φοβόσουν πως είχες ήδη γίνει αυτός που δεν ήθελες ούτε να γίνεις ούτε να ονομάσεις, αυτός με τον οποίο δεν πίστευες ότι άξιζε να αναμετρηθείς.

Όμως εσύ βρισκόσουν εδώ, πάντοτε εδώ κι ας το θεωρούσες το εδώ κάποιου είδους εκεί, είχες ήδη υπάρξει και θελήσει κι αντιδράσει.

Όμως εσύ είχες προχωρήσει έξω από τον στενό σκυθρωπό κόσμο που νόμιζες ότι σε περιορίζει, είχες σκίσει τον γκοφρέ ουρανό του Φλαμαριόν κι είχες ανοιχτεί στις μεγάλες πεδιάδες και σε μυητικά δάση.

Φαίνεται λοιπόν ότι εσύ κι εγώ, δηλαδή εγώ, τα βρίσκουμε εντέλει. Πίσω από ονόματα και άγρια όνειρα, μετά από άυπνες νύχτες και τον πυρετό του τρόμου, μετά τον φόβο και καθ’ οδόν προς τους άλλους ανθρώπους.

αισθ-

Προσβληθήκατεεεε;

Θα ομολογήσω ότι με έχει απασχολήσει το γεγονός ότι τόσο διαφορετικές έννοιες στα ελληνικά σηματοδοτούνται από λέξεις που περιέχουν τη ρίζα αισθ-. Εύκολα αναρωτιέται κανείς τι σχέση έχει ο αισθησιασμός με την Αισθητική, ή τα αισθητήρια όργανα με τα συναισθήματα και τα αισθήματα. Ταυτόχρονα η αισθητικός που φροντίζει δέρμα, νύχια και διάφορες τριχοφυΐες δεν έχει καμία σχέση με τους φιλοσόφους που ασχολούνται με την Αισθητική ― ευτυχώς δηλαδή γιατί οι φιλόσοφοι αυτοί δεν φημίζονται για τη φροντίδα της επιδερμίδας ή και των νυχιών τους.

Η Αισθητική πάντως ως κατηγορία-πασπαρτού έχει πάρει τη θέση αυτών που οι δεξιοί πούλαγαν ως ιδανικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιλαμβανόμαστε ότι ως ιδανικά οι δεξιοί της ελληνορθοδοξίας αλλά και της αστικής συντήρησης εννοούσαν οτιδήποτε παραδεδομένο και οτιδήποτε διαιωνίζει τα προνόμια των παλιών αστών, των κατά τύχη πλουτισάντων, των μαυραγοριτών, των δοσίλογων, αλλά και των κάθε λογής πάλαι κοτζαμπάσηδων (όσο μπανάλ κι αν ήταν αυτοί ειδικά).

Όταν μίλαγαν για ιδανικά, ελληνοχριστιανικά ή ανθρωπιστικά, οι δεξιοί εννοούσαν την υπεράσπιση του κατεστημένου ενός πηχτά διεφθαρμένου, φονικού και απεχθώς άδικου προτεκτοράτου, αυτού δηλαδή που ήταν η Ελλάδα μας μεταξύ 1944 και 1981 ― όσο κι αν την εξιδανικεύουμε πια παρατηρώντας τη μέσα από τους κουτοπόνηρα παραμορφωτικούς φακούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Κατόπιν, αφού κατάφερε να συνέλθει από την πασοκάρα η δεξιά διανόηση και να ανασυγκροτηθεί, λίγο μετά το 1991 τα «ιδανικά» αντικαταστάθηκαν από την Αισθητική. Και η Αισθητική, αντίθετα με τα «ιδανικά», δεν ήταν πια κριτήριο ή επιδίωξη μόνο των δεξιών. Άλλωστε πια ήδη ολόκληρος ο κόσμος είχε ξεκινήσει να κατρακυλάει προς τα δεξιά ― αν και δεν το έπαιρνε ακόμα χαμπάρι.

Αισθητική λοιπόν είναι το νέο όνομα των «ιδανικών»: ένα λάστιχο· μία έννοια που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς ως επίκληση στο Ωραίο, το οποίο φυσικά πρέπει να είναι κι Αληθινό (μια και στην Ελλάδα είμαστε παγιδευμένοι στον γερμανικό Ρομαντισμό). Με την επίκληση της Αισθητικής μπορείς να αξιολογήσεις πρόσωπα, καταστάσεις, ιδέες, δημιουργήματα αλλά και ολόκληρες πόλεις.

Τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε λοιπόν ακούσει ανθρώπους να μην ψηφίζουν συγκεκριμένα κόμματα π.χ. γιατί «προσβάλλουν την Αισθητική τους», κάτι που αφήνει όλους εμάς τους υπόλοιπους να αναρωτιόμαστε ποια κόμματα στην Ελλάδα δεν προσβάλλουν την αισθητική όλων μας και κατά πόσο η ομορφιά ή το ωραίον στις δραστηριότητες ενός κόμματος μας ενδιαφέρει όταν το επίδικο της δράσης τους είναι οι ζωές μας, η υγεία μας, τα παιδιά μας, τα γηρατειά μας, η διαφθορά κι η κρατική βία, αν θα γίνει πόλεμος ή αν θα πεθάνουμε σε κάποιο τρένο, σε δασική πυρκαγιά ή σε δεκαπενθήμερο καύσωνα.

Άλλοτε Αισθητική είναι κάτι το οποίο χαρακτηρίζει και ορίζει το παρελθόν αλλά με τίποτα το παρόν. Σε αυτού του τύπου τη ρητορική πιρουέτα η υψηλή τέχνη του παρελθόντος λ.χ. συγκρίνεται με ό,τι χθαμαλό ή και απλούστερο υπάρχει στη σύγχρονη διασκέδαση. Καταντάει πέρα από αηδία πλέον να ακούς κόσμο να σου λέει για τα υψηλά αισθητικά κριτήρια της δεκαετίας του ’60, που έβγαλε το Χατζιδάκι, το Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, το Μαμαγκάκη κτλ., και μετά η σύγκριση να γίνεται με την Πάολα και με το Βέρτη ή τον Οικονομόπουλο του σήμερα. Αναρωτιέμαι: δεν έχουν συγγενείς όλοι αυτοί να τους πούνε τι άκουγε ο κόσμος τη δεκαετία του ’60; Δεν ξέρουν ότι οι αντίστοιχοι όλων όσων τζάμπα μισούν στην εποχή μας (επειδή τους «προσβάλλουν την Αισθητική») υπήρχαν ωραιότατα και τη δεκαετία του 60;

Όσον αφορά την αισθητική των πόλεων μας δεν το συζητάω καθόλου. Ειδικά από τότε που πιστέψαμε ότι ο τουρισμός θα αντικαταστήσει τη γεωργία και τη βιομηχανία, μας έχει πιάσει ένα αμόκ με την αισθητική των πόλεων μας ή μάλλον με την έλλειψη αισθητικής των πόλεων μας.

Εδώ υπάρχουνε δύο θέματα: το πρώτο είναι κατά πόσον θέλουμε πόλεις βιτρίνες και σκηνικά για τους τουρίστες μας ή πόλεις στις οποίες θα ζούμε εμείς οι κάτοικοί τους. Το δεύτερο θέμα είναι ότι αυτή η ενασχόληση με την αισθητική των πόλεων, ειδικά στην Αθήνα οδηγεί σιγά-σιγά στην φροντίδα και τη μέριμνα για εκείνες ακριβώς τις περιοχές που είναι τουριστικού ενδιαφέροντος ενώ η υπόλοιπη πολη βουλιάζει στη βρωμιά και στην εγκατάλειψη, παραδομένη στον θόρυβο και στο διαρκές μποτιλιάρισμα ― ιδίως μετά την αποδιοργάνωση επί πανδημίας των μέσων μεταφοράς: άλλωστε οι ιθαγενείς δεν παραπονιόμαστε.

Εντωμεταξύ γράφω για αυτό το θέμα περίπου 15 χρόνια εδώ μέσα, αλλά πλέον η Αισθητική έχει τόση βαρύτητα στον δημόσιο διάλογο, που κάποιος πιτσιρικάς τις προάλλες εξερράγη κάπως οργιαστικά και μου έσουρε ότι έχει διαβρωθεί η Αισθητική μου τόσο πολύ που δεν μπορώ να δω την ασχήμια της Αθήνας κτλ.

Γενικά, όπου βλέπετε επίκληση στην Αισθητική να φεύγετε. Τις αισθητικούς (γιατί κορίτσια είναι οι πιο πολλές) να τις στηρίζετε.

Δεν είμαι από ΄δω

Είναι τόσο μα τόσο ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του. Οι γενεές έρχονται και παρέρχονται, νομίζουν ότι είναι τα πάντα ενώ δεν κάνουν τίποτα τελικά. Μιλάνε για τη γενιά τους και μετά γερνάνε και κλαίγονται ότι η γενιά τους γέρασε και πεθαίνει. Μετά γερνάνε και πεθαίνουν.

Η δική μου γενιά, που με χαρά ακούει το καινούργιο άλμπουμ των Cure και άκουσε το καινούργιο άλμπουμ των Suede πέρσι, δεν θέλει να περάσει ο καιρός. Η γενιά μου δεν ερχόταν από πουθενά και δεν είχε σκοπό να πάει κάπου.

Νομίζαμε ότι έχουμε απαλλαγεί από την πολιτική, πλανηθήκαμε νομίζοντας ότι το σκυθρωπό και στριφνό φάσμα της θρησκείας θα μπορούσαμε να το κάνουμε γοργόνειο: ένα έμβλημα που να το κραδαίνουμε ταυτοτικά κι αυτάρεσκα απέναντι στους κάθε λογής Άλλους.

Ίσως τελικά ερχόμασταν από κάπου αλλά μάλλον δεν είχαμε σκοπό να πάμε πουθενά: κι εκεί που ήμασταν καλά ήταν, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου. Άντε να πηγαίναμε τίποτε ταξιδάκια είτε για να μας υπενθυμίζουν πόσο τυχεροί ήμασταν που κατά τύχη κι από τύχη γεννηθήκαμε Έλληνες, είτε για να τρέφουν την ανώδυνη κι αυτάρεσκη γκρίνια μας για αυτόν τον τόπο που βρίσκεται εκεί όπου δεν θα έπρεπε ― και ούτω καθεξής.

Αν γενικώς είναι μάταιο κι οπωσδήποτε ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του, αυτό ισχύει στο έπακρο για τη δική μου γενιά. Στο κάτω κάτω ήμασταν, ή και είμαστε ακόμα, μια πολύ ασυνάρτητη γενιά· νιώθαμε πως έχουμε ξεπεράσει κι έχουμε αφήσει πίσω μας τα πάντα:

  • καταπιέσεις αλλά κι απελευθερώσεις, μια κι η Ιστορία τελείωσε το ’89 στο Βερολίνο και το ’91 στη Μόσχα,
  • ελευθεριότητα αλλά και πουριτανισμό, μια και ο Τζωρτζ ο Μάικλ μάς έλεγε να εξερευνήσουμε τη μονογαμία, και γιατί όχι,
  • επαναστάσεις και δικτατορίες, αφού μέσω Διεθνούς Αμνηστίας και Greenpeace θα λύνονταν όλα τα προβλήματα του πλανήτη μας,
  • εθνικισμούς και αφελείς διεθνισμούς, αφού, να, η Ευρώπη της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού αναπαρθενευμένη πια ξανανθούσε μέσα από την Ένωση που μια μέρα θα απλωνόταν από το Αλγκάρβ μέχρι το Βλαδιβοστόκ κι από τη Γαύδο των εναλλακτικών μέχρι τα Σβάλμπαρντ των πολικών των αρκούδων (και ποιος τον γαμεί τον υπόλοιπο τον κόσμο στο κάτω κάτω: εμείς μόνο κι οι Αμερικάνοι).

Γενικά ήμασταν αλλού, δεν πηγαίναμε κάπου, αλλά κάπου ήμασταν κι αυτό ήταν αλλού και πέρα.

Η γενιά πριν από εμάς, δύσοσμη μέσα στην τσιγαρίλα των μεταμελειών της, περιέφερε όλο πένθος και καντήφλα

  • το ότι πίστεψε και μετά έπαψε να πιστεύει,
  • το ότι αγωνίστηκε αλλά δεν της έκατσε τίποτα,
  • το ότι οι ήρωές της ήταν και λίγο εγκληματίες και
  • το ότι τελικά οι παγκόσμιοι εγκληματίες τους οποίους μίσησε υπερείχαν σε καλλυντικά, αξεσουάρ, αμάξια κι ωραία ουίσκια (γιατί η γενιά πριν από τη δική μας μόνον ουίσκια ήξερε να πίνει).

Κι έτσι κι αλλιώς, μαλάκες ήταν η γενιά πριν από τη δική μας, αφού έγιναν σχεδόν σαν εκείνους που τάχα πολέμησαν: απολογητές της κάθε εξουσίας, φοβικοί πουριτανοί, θυμόσοφες κάρες που περιφρονούν όποιον σηκώνει κεφάλι γιατί (όπως κάθε γενιά που γερνάει) είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, καληνύχτα Κεμάλ, κι ότι όσο μεγαλώνεις πας δεξιά κτλ.

Εμείς πάλι, αν και σχεδόν εξισου μαλάκες, δεν θα γινόμασταν έτσι αλλά τι να κάνουμε που οι συνθήκες είναι αυτές που είναι και που επίκειται η μεγάλη αντικατάσταση της Ευρώπης μας από τους φτωχούς και τους τσακισμένους από την Ευρώπη μας· κι εντάξει καλός ο δικαιωματισμός αλλά οι Ρομά κλέβουν καλώδια (και να, τους λέω Ρομά, τι ζόρι τραβάτε;).

Επίσης η δική μας η γενιά δεν είχε και δεν έχει καμιά ανάγκη για ποίηση και ομορφιά και λυρισμό και χαρά και τρυφερότητα. Γιατί τι άλλο είναι τελικά όλες αυτές οι σάχλες παρά παραφράσεις του σεξ κι εμείς σεξ έχουμε ή δεν έχουμε: και στις δυο περιπτώσεις οι παραφράσεις περιττεύουν.

Η γενιά μου επίσης αντιπαθεί τις παπαριές και το μπούλσιτ, αν και έχει αναδειχθεί εξόχως πρόθυμη να καταναλώσει μπούλσιτ αν είναι συσκευασμένο στη μετριοπάθεια ή στον σολιψισμό, μετά και από το σχετικό ανμπόξινγκ, που το έμαθε από τους νεότερους.

Η γενιά μας βαριέται τους auteurs και τις ποιήτριες και τα αργά πλάνα αν δεν κρύβουν σαρκασμό, δεν θέλει να πάρει στα σοβαρτά την ψυχή της αλλά ούτε και την επιθυμία θέλει να παρει στα σοβαρά, ενώ την ελευθερία την νιώθει απλώς και μόνον σαν μια βδομάδα σε θέρετρο ή δέκα μέρες στο χωριό ή στο νησί ή στο Παρίσι για ψώνια.

Συνοπτικά θα έλεγα ότι η γενιά μου είναι μαλακισμένη, αλλά αν πρόκειται ποτέ να ενταχθεί σε θεατρικό μονόλογο αυτό το κείμενο καλό θα ήταν να μη λέω τέτοιες κουβέντες γιατί πάνω από όλα η γενιά μας αντιπαθεί τη βωμολοχία όσο αντιπαθεί και τα γουόκ πιτσιρίκια. Η γενιά μου απεχθάνεται τις βρισιές στην τέχνη όσο και αυτό που μέχρι το 2019 βλακωδώς αποκαλούσε «πολιτική ορθότητα».

Βασικά η γενιά μας θέλει να μπανίζει (και μέχρι εκεί) μπούτια και ψωλές και βυζιά και κωλάρες, πολλές φορές με το πρόσχημα υψηλών και αντικειμενικά απρόσωπων επιδιώξεων, αλλά δεν θέλει να τα ονομάζει: αυτά ανήκουν στον Αριστοφάνη, στη δεκαετία του ’50 και σε αυτά τα απς που μπαίνουν οι γενιές μετά από εμάς για να κάνουν σεξ. Σεξ σαν κι αυτό που εμείς κάνουμε ή δεν κάνουμε, ή και κάπως διαφορετικό.

Αλλά φυσικά, είπαμε: όλα αυτά είναι φουλ ανιαρά. Ωστόσο ίσως να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποια από τα παραπάνω κι άλλες γενιές εκτός από τη δική μου.

Υπανθυμίζω πάντως πως εμείς δεν ήμασταν από εδώ αν και μείναμε εδώ, κάποιοι εγκλωβισμένοι, και δεν είχαμε πουθενά να πάμε, προς κανέναν ορίζοντα και σε κανενός το μονοπάτι. Κι όσες κι όσοι από τη γενιά μας καγχάζουν ότι οι ίδιοι δεν ήταν έτσι γιατί ήταν οργανωμένοι και κινηματικοί και πάρα πολύ ενεργοί,

  • ω δέστε τους τώρα να παίζουν καρπαζιές για τη ναρκωμένη αριστερά,
  • ω δέστε τους αμήχανους στη ρητορική τους απαξίωση του καπιταλισμού, χωρίς όμως να μπορούν να υψώσουν ανάστημα,
  • ω δέστε τους να προσμένουν τον Ρώσο στρατιώτη και τον Κινέζο μπάτσο ή τον Ινδό επιχειρηματία (είναι μια κάποια λύσις),
  • ω αποστρέψτε το βλέμμα από εκείνους που εναγκαλίστηκαν την εξουσία και παριστάνουν τις αυθεντίες και σταυροφιλιούνται με τον φασισμό που φοράει γραβάτα.

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ή έτσι θα ‘θελα. Γεννήθηκα μέσα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, πριν υψωθεί το Πολυτεχνείο και αφού έριξαν τον Αλιέντε. Δεν είμαι από εδώ, είμαι ακόμα εδώ, όπως κι όλα τ’ άλλα: όπως τα αφήσαμε κι όπως τα ξέρουμε, ενώ η θερμοκρασία ανεβαίνει με τρόπο που δεν θέλουμε, ενώ ο κόσμος μας στεγνώνει.

Δώστε στον κόσμο αυτό που θέλει

Ελαφρώς λογοκριμένη εικόνα από το ρουμάνικο Orthodox Calendar.

Θυμάμαι το εξής από όταν ήμουν φοιτητής και διδασκόμουν θεωρία λογοτεχνίας:

Η καθηγήτρια μας εξηγούσε ότι κατά τον Λούκατς το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα είναι η περιγραφή. Η περιγραφή είναι ας πούμε το ζουμί του μυθιστορήματος κατά τον Λούκατς, αυτό που ζητάει ο κόσμος, και υποτίθεται πως ήταν εις γνώση των πεζογράφων της εποχής και γι’ αυτό ακριβώς απλώνουν την περιγραφή μέσα στο κείμενό τους όσο πιο εκτενώς μπορούν.

Εδώ θα πρόσθετα ότι γι’ αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα τείνει να μας κουράζει. Επίσης δεν ξέρω αν ο Λούκατς συζητάει το γεγονός ότι τα μυθιστορήματα της εποχής συνήθως δημοσιεύονταν αρχικά σε συνέχειες σε εφημερίδες, άρα έπρεπε κάπως ο συγγραφέας να γεμίσει τον χώρο που του δινόταν στη σελίδα.

Με δυο λόγια, κατά τον Λούκατς ο κόσμος περιμένει περιγραφή από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ζητάει περιγραφή, και οι μυθιστοριογράφοι υποκύπτουν σε αυτή την απαίτηση των αναγνωστών τους. Οι συγγραφείς λοιπόν συμμορφώνονται με τη ζήτηση και προσφέρουν περισσότερη περιγραφή: τοπία, φυσιογνωμίες, γεωγραφικές επισκοπήσεις, εσωτερικά σπιτιών και μεγάρων, κι άλλες φυσιογνωμίες κτλ.

Σε εκείνο το σημείο η καθηγήτριά μας σχολίαζε ότι αν το μυθιστόρημα είναι κατ’ εξοχήν κάτι είναι σίγουρα αφήγηση, οπότε θα περίμενε κανείς οι μυθιστοριογράφοι να δίνουν στο κοινό τους περισσότερη πλοκή πάρα περισσότερη περιγραφή (αυτά κατά το στοιχειώδες δίπολο μεταξύ περιγραφής κι αφήγησης). Τι να σας πω, δεν ξέρω.

Εκείνο που κράτησα από τον όλο σχολιασμό είναι ότι ένας δημιουργός ή κι ένα κίνημα προσφέρει στο κοινό του αυτό που το κοινό του θέλει από αυτόν. Ενίοτε αυτό που προσφέρει και που το κοινό του ζητάει όλο και περισσότερο καταλήγει τελικά να γίνει μανιέρα.

Το άνωθι ισχύει και για ολόκληρους οργανισμούς που απευθύνονται σε κοινό. Η Εκκλησία, για παράδειγμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας κατά τους 20 αιώνες ύπαρξης της κινήθηκε με παρόμοιους όρους. Αντίθετα με εμάς, που πλήττουμε αφόρητα στις ατελείωτες υπνωτικές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, αυτό που φαίνεται να επιθυμούσαν οι πιστοί για αιώνες από τη λειτουργική ζωή τους ήταν όσο το δυνατόν εκτενέστερες ακολουθίες.

Κι έτσι στην ορθόδοξη θεία λειτουργία δεήσεις επαναλαμβάνονται τρεις ή τέσσερις φορές (Ειρηνικά, Εκτενής κτλ.) χωρίς κάποια πραγματική θεολογική θεμελίωση, αν και εκ των υστέρων επινοήθηκαν θεολογικές προφάσεις για την επανάληψη αυτή. Ο βασικός ωστόσο σκοπός των δεήσεων αυτών είναι προφανώς να επεκτείνει τη διάρκεια της θείας λειτουργίας.

Γενικότερα, αν εξετάσει κανείς τις ορθόδοξες ακολουθίες (με τους Αιθίοπες να είναι οι πρωταθλητές παρεμπιπτόντως), περιέχουν κάθε λογής παραγεμίσματα και επαναλήψεις, ακριβώς γιατί για αιώνες αυτό ζητούσαν οι πιστοί από την εκκλησία τους: μακροσκελείς ακολουθίες. Στην εποχή μας, που όντως έχουμε και πιο ευχάριστα πράγματα να κάνουμε και πιο δημιουργικές ασχολίες (φρίξτε πιστοί!) με τις οποίες καταπιανόμαστε, κάτι τέτοιο φαίνεται παράλογο. Και ναι, το παρελθόν είναι ξένη χώρα ενώ είναι πάρα πολύ δύσκολο ανθρωπολογικά να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ ας πούμε 9ου και 15ο αιώνα ― μιλάμε για πολλά χρόνια.

Κάτι παρόμοιο γνωρίζουμε ότι συνέβη με τις νηστείες. Αρχικά η μόνη νηστεία ήταν η Σαρακοστή πριν το Πάσχα. Ωστόσο η εκκλησία μας θεώρησε σκόπιμο να θεσπίσει περισσότερες νηστείες, προφανώς γιατί το ζητούσαν οι πιστοί της. Έτσι λοιπόν προστέθηκε η νηστεία των Χριστουγέννων, αργότερα η νηστεία των Αποστόλων και τέλος η νηστεία της Παναγίας ― η οποία προφανώς είναι πολύ πιο προσφάτως νεωτερισμός. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στο ότι στην εβδομαδιαία νηστεία της Παρασκευής (θάνατος του Χριστού) προστέθηκε αυτή της Τετάρτης (προδοσία, λέει, του Χριστού), ενώ κάποιοι κύκλοι εσχάτως επισώρευσαν και τη νηστεία της Δευτέρας (λόγω αγγέλων, τάχα).

Και στις δυο περιπτώσεις, αυτά ήθελαν οι πιστοί, ή τέλος πάντων οι πιστοί που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν έναν θεσμό τόσο δυσκίνητο και αργοκίνητο στη συσσωρευμένη σοφία του περί την ηγεσία: διάρκεια στις ακολουθίες και περισσότερες μέρες νηστείας.

Σαν καταληκτικό και μάλλον κοινότοπο σχόλιο απλώς θα προσθέσω ότι ένας οργανισμός ή ένας δημιουργός δίνει στο κοινό του αυτό που ζητάει και τείνει να δίνει όλο και περισσότερο στο κοινό του από αυτό που το κοινό ζητάει.

Από την άλλη όμως το κοινό μαθαίνει να ζητάει περισσότερο από αυτό που τελικά επιλέγει να του δώσει ο εν λόγω οργανισμός ή ο δημιουργός. Άλλωστε κανένα κοινό δεν ζητάει μόνον ένα πράγμα. 

Για τη χρησιμότητα ποιητών και συγγραφέων

Όταν κάποιος είναι ποδοσφαιριστής ξέρουμε ότι μάλλον δεν θα μπορεί να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο μετά τα 40 ή τα 45 του. Η προσδοκία μας είναι ότι μέχρι τότε θα έχει βάλει κάποια χρήματα στην άκρη ώστε να μπορέσει να περάσει με άνεση την υπόλοιπη ζωή του.

Όταν κάποια ή κάποιος ασχολείται με την τέχνη, με την ποίηση ή με τη συγγραφή ενδεχομένως να μπορεί να συνεχίσει να θεραπεύει την τέχνη και τις απαιτήσεις της μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Εδώ το πρόβλημα είναι ότι αντίθετα με τους ποδοσφαιριστές, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη δεν μπορεί να έχουνε καμία προσδοκία ότι μεταξύ 16 και 40 θα έχουν βγάλει χρήματα, πολλώ μάλλον να έχουν βάλει χρήματα στην άκρη.

Σε έναν κόσμο στον οποίο η ενασχόληση με την τέχνη (και μάλιστα με την ποίηση ή με τη συγγραφή) αποτελεί μία μοναχική και κάπως εκκεντρική ενασχόληση, από ένα σημείο και μετά ο βιοπορισμός καθίσταται πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα.

Όσες κι όσοι γράφουν ή δημιουργούν αλλά δεν έχουν κάποιου είδους περιουσιακά ή κάποια «κανονική» δουλειά (και κακά τα ψέματα υπάρχουν τύποι και τρόποι δημιουργίας και συγγραφής που δεν μπορούν να συμβαδίσουν με μια κανονική δουλειά οκταώρου) ― και δεδομένου ότι η κοινωνία μας δεν φροντίζει να επιχορηγεί και να συνταξιοδοτεί συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες ― μία λύση είναι να φροντίσουν ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες να ξεπουληθούν νωρίς.

Αντιλαμβάνομαι ότι τα αντανακλαστικά πολλών τούς οδηγούν να καγχάσουν σ’ αυτό το σημείο γιατί ο νους τους πάει σε κρατικοδίαιτους καλλιτέχνες σοβιετικών προδιαγραφών. Θα τους αντιτείνω ότι αυτό που έχω εγώ κατά νου είναι το γερμανικό σχέδιο υποστήριξης όσων ασχολούνται με την τέχνη, που θέσπισε η καθόλου κομμουνίστρια Ανγκέλα Μέρκελ.

Βέβαια το θέμα είναι κατά πόσον το κράτος δεν επιθυμεί να ξεπουληθούν συγγραφείς ποιητές και καλλιτέχνες καθώς μεγαλώνουν και τελικά γερνούν.

Γιατί οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς είναι μεν άχρηστοι γενικώς, αλλά μπορεί να καταστούν πάρα πολύ χρήσιμοι μόλις μπορέσεις να τους εξαγοράσεις.