Είκοσι χρόνια Sraosha

Όχι εγώ ο Σραόσα, παρά ένα Σεραφείμ

Πρίν είκοσι χρόνια, το 2005, ήμουν από τους πρώτους που ξεκίνησαν μπλογκ στα ελληνικά, μαζί με τον θρυλικό Rakasha. Είμαι από τους ελάχιστους που συνεχίζουν.

Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να μεταπηδήσουν στη λογοτεχνία ή στον Τύπο· πολλοί τα κατάφεραν.
Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να γνωρίσουν κόσμο για φάση ή για σχέση· πολλοί τα κατάφεραν.
Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να κάνουν δημοσιογραφία ή τεκμηρίωση· κάποιοι τα κατάφεραν.

Οι περισσότεροι τα εγκατέλειψαν τα μπλογκ λίγα χρόνια μετά, μερικοί τα κατέβασαν εντελώς ― ίσως ως μνημεία αμήχανων εποχών, ίσως ως πρωτολειακές προδημοσιεύσεις.

Εγώ δεν είχα ιδέα γιατί ήθελα να γράφω εδώ. Νομίζω ότι ήταν λίγο απ’ όλα: λίγο το ημερολόγιο, λίγο για να συζητήσω με κόσμο που βρισκόταν μακριά μου αλλά πνευματικώς κοντά μου, λίγο για να πω τον πόνο μου, λίγο για να γνωρίσω κόσμο, λίγο η αυτοδημοσίευση ― λίγο για να βρω τον εαυτό μου. Ναι, και για να πω αυτά που ένιωθα και σκεφτόμουν.

Μετά από παρότρυνση και πρωτοβουλία του Βάσου Γεώργα βγήκαν μέσα από το μπλογκ εδώ τέσσερα βιβλία.

Δύο από αυτά είναι ανθολογίες από το μπλογκ: το Νάφε και μέμνασο απιστείν το 2015 και το Paradise Circus to 2022. Επίσης βγήκαν μια συλλογή με διηγήματα το 2017, το Κυρίως το σεξ, αλλά και ένα βιβλιαράκι με δοκίμια για τον έρωτα, το De amore (2018).

Το μπλογκ όμως παρέμεινε το μπλογκ: ανθεί και φέρει κι άλλο. Διαθέτει απ’ όλα: μυθοπλασία, κάτι ποιήματα, χρονογραφικά ποστάκια, γνώμες κι άλλα διάφορα.

Αυτό εδώ είναι το 1578ο ποστάκι. Υπάρχει κάτι για τον καθένα. Συνεχίστε να απολαμβάνετε. Εδώ θα είμαι.

A song of the motherless

Salvator Rosa Ηράκλειτος και Δημόκριτος

for Oliver

And fuck this world
and its smug complacency
and its complacent smugness, too.

A curse on all the world’s empty talk
and on its portentous inapplicable ideals
dangling from fake heavens of wry convictions.

And fuck this world
fighting down my soul
as it opines on those I call my own,
and my close ones and my dear ones.

A curse on this world’s priorities
and on its coy death cult
curating maps of the dead and fascinations for the half-dead

Am I arrogant?
I’m not arrogant.
The truth is arrogant.

Τhe truth must be arrogant:
it otherwise ends up muffled.

Εναντίον του ερωτικού ολοκληρωτισμού

της Apollonia Saintclair

Όσο περισσότερο προχωράει ο 21ος αιώνας, τόσο περισσότερο οι ερωτικές σχέσεις καθίστανται ανθρωπίνως αδύνατες.

Η γενιά μας, επηρεασμένη από τη χολυγουντιανή επιπολαιότητα και από τον πουριτανισμό που επέφερε η εσχατολογική αντιμετώπιση του AIDS, έχει επιβάλει ασυνάρτητα και αντιφατικά ιδεώδη στις σχέσεις.

Η γενιά μας και οι γενιές που την ακολούθησαν αντιλαμβάνονται τις σχέσεις ωσάν να διέπονται ταυτόχρονα από την απόλυτη καθαρή μονογαμία και από την αδιαπραγμάτευτη ολ(οκληρωτ)ική ειλικρίνεια.

Από τη μια λοιπόν η απόλυτη μονογαμία. Και δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλική αποκλειστικότητα, που τουλάχιστον ως χίμαιρα πλασάρεται επί αιώνες. Μιλάω για τη μονογονία, αυτή την αμερικανιά της φαντασίωσης ότι η σχέση είναι για πάντα με έναν άνθρωπο που είναι τα πάντα για εμάς. Μιλάω για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ανοίγματος πέρα από τη μία, κυρίαρχη και αποκλειστική σχέση ως προδοσίας και ατιμίας κι απάρνησης όσων έχεις ζήσει ή θες να ζήσει με έναν άνθρωπο. Μιλάω για τη φαυλότητα του να θεωρείς τους ανθρώπους που αγαπάς κτήματά σου προς αποκλειστική δική σου χρήση.

Από την άλλη η απαίτηση της διαρκούς και απόλυτης ειλικρίνειας και του συστηματικού oversharing. Το αίτημα για διαρκή, απόλυτη κι άνευ όρων ειλικρίνεια απέναντι «στους δικούς σου ανθρώπους», αίτημα που ζέχνει ολοκληρωτισμό. Δεν αρκεί λοιπόν να είναι το ταίρι σου ο μπάτσος σου, οφείλεις κι εσύ να του παραδίδεσαι ανά πάσα στιγμή για ελέγχους ρουτίνας και για μικρές φιλικές ανακρίσεις εφ’ όλης της ύλης ― άλλωστε τι έχεις να κρύψεις;

Και κάπως έτσι, υπό το συνδυασμένο συντριπτικό βάρος της μονογαμικής ψύχωσης και της ναρκισιστικής μανίας για γυάλινα σπίτια, η ερωτική σχέση δύο ή περισσότερων ανθρώπων μετατρέπεται από βασική αιτία χαράς μας σε φυλακή.

Ώσπου να γίνουν όλα φυλακή και να γαληνέψει εντελώς ο κόσμος.

Το πιο πικρό σύμπτωμα όλων αυτών; Όταν η μονογαμική προσήλωση («σε είδα που έπαιζε το μάτι σου») και η στανική ειλικρίνεια («σκέφτηκα την Τασούλα / τον Τάσο την ώρα που το κάναμε») συναντιούνται στην ανίερη σύζευξη που σκιάζει τις σχέσεις μας σήμερα, φυσικά ανθεί η ναρκισσιστική κωλοπαιδίαση: σου λέω με κάθε ειλικρίνεια, ως οφείλω, πόσο μαλάκας έχω υπάρξει απαιτώντας να με λυπηθείς και να με δικαιώσεις επειδή υποφέρω που αναγκάστηκα να πω πόσο μαλάκας είμαι.

Χωρίς τρυφερότητα κι απαλότητα και κατανόηση, καλά ξεμπερδέματα…

Νόημα, κεντρική ιδέα, δίδαγμα

Έλα να διδαχθούμε, ντάρλινγκ

Όταν ήμουν στο δημοτικό, δηλαδή τον προηγούμενο αιώνα, η ανάλυση των κειμένων στο σχολείο αποτελούνταν από το να διαβάσουμε το ποίημα ή το πεζό, να συνοψίσουμε το νόημα του κειμένου και μετά να βρούμε την κεντρική ιδέα ― κοινώς: «τι θέλει να πει ο ποιητής».

Αυτή η διαδικασία ανάλυσης κειμένου στο δημοτικό έμοιαζε πάρα πολύ με τα μαθήματα στο Κατηχητικό. Προτού σοκαριστείτε, να σας πληροφορήσω ότι τη δεκαετία του ’80 έστελνες το παιδί σου στο Κατηχητικό όπως πλέον στέλνει ο κόσμος τα παιδιά του σε δραστηριότητες τύπου μπάτμιντον, μπαλέτο ή μπάσκετ ― δεν επρόκειτο για ζήτημα πίστης κτλ. Φρονούσαν οι γονείς ότι το Κατηχητικό θα διαμορφώσει χαρακτήρα και θα κρατήσει τα παιδιά μακριά από κακές παρέες, για όσο τέλος πάντων τα παιδιά θα άντεχαν να μείνουν στο Κατηχητικό. Εγώ άντεξα υπερβολικά πολύ.

Στο Kατηχητικό λοιπόν μας έλεγαν μία ιστορία και μετά έπρεπε να διατυπώσουμε το δίδαγμα της ιστορίας αφού η κατηχήτρια ή ο κατηχητής βεβαιωνόταν ότι είχαμε καταλάβει το νόημα.

Στο πλαίσιο ενός παρωχημένου εκπαιδευτικού συστήματος ή ενός συστήματος κατήχησης δεν καταπλήσσει η ενασχόληση με το τρίπτυχο νόημα, κεντρική ιδέα και δίδαγμα ως τρόπος ερμηνείας κειμένων. Είναι όμως τουλάχιστον αποκαρδιωτικό μια γενιά τότε αγέννητη να απόδέχεται να προσεγγίζονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τους όρους του τρίπτυχου αυτού και μάλιστα να θεωρεί οκέι να ερμηνεύονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τέτοιους όρους.

Και αυτό ενώ δυστυχώς αυτά τα ζητήματα

έχουν λυθεί εδώ κι ενάμιση αιώνα. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε εγχειρίδιο χρήσης της ζωής, ούτε βίβλος χρηστομάθειας, ούτε self help. Αφενός η λογοτεχνία καταβυθίζεται όπου κανείς και τίποτε άλλο δεν μπορεί να ποντιστεί γιατί δεν αντέχει την πίεση της αβύσσου (αναλογιστείτε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι σαν βαθυσκάφος), αφετέρου στη λογοτεχνία δεν μπορεί να εφαρμόζεται κανένας κυριολεκτισμός. Η λογοτεχνία λειτουργεί λοιπόν περίπου όπως τα όνειρα: εκφράζει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, εξακτινώνοντας ταυτόχρονα όσα λέει και αναγκάζοντάς μας να τα ερμηνεύσουμε σε πολλά επίπεδα.

Θα έπρεπε να είναι προφανής η γελοιότητα του τριπτύχου νόημα-κεντρική ιδέα-δίδαγμα για χρήση σε οτιδήποτε πέρα από τη χρηστομάθεια. Αλλά ας το κάνουμε λιανά.

Ας ξεκινήσουμε με το νόημα. Όταν θέλουμε να αποδώσουμε το νόημα ενός κειμένου ή μιας ταινίας, τι άλλο θέλουμε να κάνουμε παρά να παραφράσουμε το κείμενο ή την ταινία; Κάτι τέτοιο είναι αυτομάτως προβληματικό γιατί ένα κείμενο η μια ταινία προφανώς δεν απαρτρίζεται μόνο από το τι μας λέει αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο μας το λέει.

Η αναζήτηση της κεντρικής ιδέας (παραδείγματος χάριν: «αυτή η ταινία θέλει να μας πει ότι οι τρανς άνθρωποι είναι άνθρωποι») είναι ακόμα ευτελέστερη: δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφραση μιας μάλλον νευρωτικής ανάγκης να επιβληθεί μία ιδέα, ένας άξονας, η μία ερμηνεία σε κάποιο κείμενο ή ταινία. Μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά ενδεχομένως η ταινία ή το κείμενο να έχει παραπάνω από μία ανάγνωση και παραπάνω από μία ερμηνεία ή ακόμα ερμηνείες και νοήματα να εξακτινώνονται και να πηγαίνουνε και κάπου αλλού.

Το τρίτο μέρος του τρίπτυχου, το δίδαγμα, φυσικά είναι το χειρότερο απ’ όλα, αφού αντιμετωπίζει κάθε παραγωγή ή δημιουργία (διαλέξτε εσείς τι είναι τι και πότε κάτι είναι προϊόν και πότε κάτι είναι δημιούργημα) σαν να είναι μικρές συνταγές χρηστομάθειας.

Θα μου πείτε, οκέι, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, άλλωστε πολλές φορές το κοινό ψάχνει να ταυτιστεί με κάποια κατάσταση ή με ήρωες. Και εδώ προκύπτει ένα διαφορετικό πρόβλημα: η ανάγκη να ταυτιστούμε με καταστάσεις και ήρωες σε ένα βιβλίο ή σε μια ταινία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση της μίας κεντρικής ιδέας ή του ενός διδάγματος, απλώς όχι διά της κατήχησης αλλά διά της ταύτισης.

Ωστόσο κάτι τέτοιο είναι εξίσου προβληματικό τελικά:

[Η] έπειξη να σχετιστούμε, να ταυτιστούμε με κάτι αλλά με τους δικούς μας όρους, σκιαγραφεί πολύ ωραία σε ένα κείμενό της η Rebecca Mead στον New Yorker. Μιλώντας για τη λογοτεχνία και το σινεμά, διαχωρίζει την ταύτιση που αισθανόμαστε με κάποιον λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό ήρωα από τη σχετισιμότητα (‘relatability’), δηλαδή από την προσδοκία ή και απαίτηση το ίδιο το έργο «να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά». Συμπεραίνει η Mead ότι αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.

Η ανάγκη μας να προσέλθουμε προς ένα έργο και, αφού συνοψίσουμε το νόημα του, να εντοπίσουμε τη μία και μοναδική κεντρική ιδέα του ώστε τελικά να αντλήσουμε κάποιο δίδαγμα είτε διά της κατήχησης είτε διά της ταύτισης αποτελεί δείγμα τρομακτικής βαρβαρότητας τελικά και ένδειξη ότι χάνουμε κάτι πολύτιμο.

Οι αφηγήσεις, τα ποιήματα και (πολύ αργότερα) οι ταινίες διαχρονικώς υπήρξαν παρηγοριά αλλά και έμπνευση μέσα και από τον πολύσημο κι ονειρικό χαρακτήρα τους, που ανέφερα πριν, για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα για να καλυτερέψουν τη ζωή τους ή τον κόσμο.

Συνεπώς η στανική εμμονή μας για καθαρές ιστορίες με νεταρισμένους ήρωες και μονοσήμαντο νόημα που οδηγεί σε μία προσιτή κεντρική ιδέα και ένα κάποιο δίδαγμα θα μετατρέψει τουλάχιστον την ποπ κουλτούρα σε μια συλλογή από ιστοριούλες του Κατηχητικού.

Η παράλογη απαίτηση για εποικοδομητικά και διδακτικά αφηγήματα παντού θα μας κινητοποιούσε να συνθέσουμε έναν Κανόνα από κείμενα λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή αλλά που θα μας λένε πώς να ζήσουμε, πώς να συμπεριφερόμαστε και τελικά πώς να συμμορφωνόμαστε. Θα ήταν ο θρίαμβος της διαφήμισης:

Η φάση Κατηχητικό συναντάει τη φάση διαφήμιση και μαζί γεύονται την ολοκλήρωση: «Θα δείξω μόνον ό,τι έχω να προωθήσω. Θα προβάλω το μήνυμα. Δεν θέλω τίποτε που να συσκοτίζει το μήνυμα. Δεν θέλω να μπω μέσα στο μυαλό του παιδεραστή Χάμπερτ Χάμπερτ. Θέλω τα σωστά πρότυπα, τα σωστά μηνύματα, τα κατάλληλα συναισθήματα, που βεβαίως θα είναι θετικά κι αισιόδοξα.» Και ναι, στον εικοστό αιώνα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η σοβιετική προπαγάνδα συνάντησε μυστικά τη μεγάλη μηχανή της διαφήμισης για να πουλήσει καθεμιά τα δικά της: η μεν μια επανάσταση που πωρώθηκε κι αγκυλώθηκε σε ένα ανελεύθερο γραφειοκρατικό καθεστώς, η δε τσιγάρα και μπιφτέκια κι αμάξια και διεφθαρμένους πολιτικούς.

Η κληρονομιά τους είναι η κυριολεξία, η μονοκρατορία του μηνύματος. Τίποτε αμφίσημο, τίποτε διαλεκτικό, τίποτε που να βασίζεται στην απορία, τίποτε που να το κινεί η αμφιβολία ― εκτός αν έχει καλό τέλος και καταλήγει σε πακτωμένη βεβαιότητα.

Το τελέσφορο μήνυμα είναι το μονοσήμαντο μήνυμα και δεν χρειάζονται ούτε λεπτές αποχρώσεις ούτε αμφισημίες ούτε αυτή η μονολεκτικώς αμετάφραστη μαλακία, το nuance. Nuance δεν θα πει ούτε σχετικισμός, ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε επιπόλαιος αγνωστικισμός παρά να γνωρίζεις ότι τα πολυπαραγοντικά ζητήματα είναι πολυπαραγοντικά και ότι δεν είναι τα πάντα με ευκρίνεια περιγεγραμμένα κι ότι αν είσαι πολύ τυχερός μέσα στις γκρίζες ζώνες θα βρεις στην καλύτερη περίπτωση μια ή δύο φλέβες άσπρου και μαύρου (που έλεγε κι ο Κουάιν).

Άλλος για τη νεκρολογία μας!

Ας κάνω κι εγώ την τεθλιμμένη

Ήταν πάλι πένθιμη η διάθεση πριν εφτά χρόνια:

Ο Νάτσης είπε κάποτε πως υπάρχουν δύο ειδών επικήδειοι: όσοι μας λεν πόσο καταπληκτικός είναι ο νεκρολογών μια και γνώριζε τον εκλιπόντα και όσοι μας λεν πόσο καταπληκτικός ήταν ο εκλιπών μια και γνώριζε τον νεκρολογούντα. 

Δυστυχώς τα πράγματα φαίνεται να έχουν χειροτερέψει κάπως έκτοτε. Τώρα πια δεν αρκούνται οι νεκρολογούντες στην αυτοπροβολή, πάρα προσπαθούν επιπλέον να κεφαλαιοποιήσουν (πολιτισμικώς) ακόμα και τις απώλειες ανθρώπων που δεν καλογνώριζαν. Σε αυτού του είδους τις κειμενικές διαχύσεις το πένθος δεν έχει καμία απολύτως θέση βέβαια.

Κάποιοι λοιπόν θα συνθέσουν ιερεμιάδες όλο προκάτ ευαισθησία και φορητό λυρισμό, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από κολλητούς τους εκλιπόντος, με τους οποίους ξημεροβραδιαζόταν. Ο άνθρωπος που χάθηκε δεν είναι πια άνθρωπος, πάρα σύμβολο που θα δώσει έναυσμα για κομμούς, ένα υπόθεμα που θα υποστηρίξει θρηνητικούς οίστρους γενικού ενδιαφέροντος και χωρίς εστίαση στον εκλιπόντα ― ή σε οτιδήποτε άλλο.

Κάποιοι άλλοι θα αναρωτηθούν δημοσία γιατί είχαν την ατυχία να μη γνωρίσουν διά ζώσης τον εκλιπόντα, διότι βεβαίως ο εκλιπών όφειλε να εμπλουτίσει και να κόσμησει και το δικό τους vécu διαγράφοντας ένα σύντομο πέρασμα μέσα από αυτό. Οι νεκρολογίες αυτές στην πραγματικότητα διεκτραγωδούν αυτήν ακριβώς την αθετημένη υποχρέωση που είχε ο εκλιπών: να συμμετέχει στο δικό τους σόου, να υποστηρίξει τη δική τους πρωταγωνιστική ύπαρξη ― ή έστω να συμμετάσχει στον θίασο που τους περιβάλλει.

Η περιαυτολογία δεν αποτελεί βεβαίως επινόηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ούτε καν η βαθιά υπαρξιακή περιαυτολογία που περιφέρεται σε σοσιαλμήντια όπως το Ίνστα, ούτε καν ο λυσσαλέος σολιψισμός του πρώην Τουίτερ. Όποιος στην ηλικία μας έχει περάσει από καφενεία με κενόδοξους άντρες ή από κουζίνες λαλίστατων αλλά ακυρωμένων γυναικών έχει πείρα αυτών που λέω παραπάνω. Ωστόσο είναι θλιβερό που λιτανεύεται πλέον η περιαυτολογία με σοσιαλμηντιακή ευκολία και με τη σχετική ανεμελιά· ιδίως όταν αφορά το πένθος κάποιων άλλων ως αφορμή, μπας και βγάλουμε λίγα λάικ παραπάνω.

Πένθιμες τερτσίνες

Candid Cafe, Λονδίνο

στη ΜΒ

Μεταξύ ζωής
κι επικαιρότητας
falls the Shadow

Μεταξύ κάθε χαράς που εκχωρούμε
κι όσων αυτονόητων στανικώς εναγκαλιζόμαστε
falls the Shadow

Μεταξύ τέως διανοούμενων νυν εξηντάρηδων που ζητούν ευλογίες κι ευχές
και αυτοαναφορικών σαρανταφεύγα που ζυγίζουν τη βιοτή τους με πρόωρα πεθαμένους
falls the Shadow

Μεταξύ νεκρών με καλούς τρόπους
και νεκρών των συγκοινωνιών
falls the Shadow

Μεταξύ άδειων διαμερισμάτων, ερειπωμένων σπιτιών
και γερασμένων νέων εγκλωβισμένων στα γονεϊκά διαμερίσματα
falls the Shadow

Μεταξύ πανικού των εντελώς ασφαλών
κι απελπισίας όσων δεν έχουν τίποτα να χάσουν (μα δεν το ξέρουν)
falls the Shadow

Μεταξύ πουριτανών που όμως ψάχνονται
και όσων δεν φτουράνε για μοντέλα στο ίνστα
falls the Shadow

Μεταξύ σαφών επιλογών
και διάκρισης όσων λεπτών και φευγαλέων αποχρώσεων λανθάνουν
falls the Shadow

Μεταξύ του πόσο σπουδαίοι είμαστε
και όσων δεν ζήσαμε και τα κλαίμε
falls the Shadow

Μεταξύ κάθε λυπημένου τυπάκου που θα ήθελε να έχει τραύμα να περιφέρει
κι εκείνων που ξυπνάνε και ντύνονται το πρωί για να μην πάνε πουθενά
falls the Shadow

Μεταξύ συνθηματολογίας
κι ομφαλοσκόπησης
falls the Shadow

Μεταξύ αφύσικης ζέστης
κι απάλευτων καιρικών φαινομένων τους ήπιους χειμώνες
falls the Shadow

Μεταξύ όσων παραπονιούνται
κι όσων διαμαρτύρονται
falls the Shadow

Μεταξύ γενοκτονικών αλώσεων
και ω πόσο σημαντικών ταυτοτικών ζητημάτων
falls the Shadow

Μεταξύ όσων πέθαναν
κι όσων θέλουν να μιλούν εξ ονόματός τους
falls the Shadow

Μεταξύ του παγονιού που δείχνεται με απλότητα
και του υστερόβουλου οχυρού κάβουρα
falls the Shadow

Μεταξὺ ἡμῶν
καὶ ὑμῶν
falls the Shadow

Μεταξύ λαμπρών τουριστικών Ολύμπιων τοπίων
και ασπρόμαυρης πέτρινης επαρχίας όλο λάσπη και σκόνη
falls the Shadow

Μεταξύ πεταμένου ψωμιού στα σκουπίδια
και τυρόπιτας
falls the Shadow

Μεταξύ της απέχθειας για τους άλλους
και του μίσους για τον εαυτό μας
falls the Shadow

Μεταξύ όσων χάνονται στην πόλη
κι όσων ντουγρού οδηγούν μέσα στην έρημο
falls the Shadow

Μεταξύ εφήμερης μα έκπαγλης ομορφιάς
και ατέρμονης υποτέλειας στο όνομα κάποιας αγάπης
falls the Shadow

Μεταξύ μουσικής
και ποίησης
falls the Shadow ― κι ας μη μας αρέσει.