Dixi et salvavi animam meam

Η Δημιουργία (ταπισερί σε κάποια εκκλησία στη Ζιρόνα / Χερόνα)

Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να καταντήσω είναι γριά κνίτισσα των σοσιαλμήντια που κουνάει το δάχτυλο δεξιά και αριστερά γιατί δεν έχει τι άλλο να το κάνει.

Όμως

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
Δεν φωνάζουμε κατά της μαζικής και ξεδιάντροπης Γενοκτονίας για να σώσουμε την ψυχή μας, για να αναδειχθούμε ή και να αυτοβελτιωθούμε.
Δεν καταδικάζουμε τη ρωσική εισβολή και κατοχή για να φανούμε ψύχραιμοι, δίκαιοι και αμερόληπτοι.
Δεν μιλάμε για την σφαγή στο Σουδάν για να φανούμε ενήμεροι και συνειδητοποιημένοι.

Κανένας δεν χέστηκε (σόρυ) αν εγώ κλαίω, θλίβομαι ή αισθάνομαι ελαφρά μελαγχολία κι ένα κάποιο Weltschmerz με τη γενικευμένη σφαγή κι εξόντωση και την κυνική αγνόησή της ή, χειρότερα, την καπήλευση της (βλέπε Ουκρανία). Ναι, είμαι καλός άνθρωπος. Μπράβο μου. Να κλάψω λοιπόν και τον κάθε ανθυποφασίστα για να φανώ Πάνω απ’ όλα Άνθρωπος.

Δεν είμαστε σε αυτόν τον κόσμο για να σώσουμε την ψυχή μας· το πολύ πολύ να βοηθήσουμε καναν άλλο άνθρωπο.

Το πλαίσιο κι η φούσκα

Δεν ξέρω. Αφενός καταλαβαίνω πολύ καλά ότι δεν γίνεται να γινόμαστε παλιοημερολογίτες και σταλίνες και να πηγαίνουμε να πλακώνουμε στις κουτουλιές και τις μπουνιές όποιον κι όποια διαφωνεί μαζί μας. Οκέι ναι: δεν μπορούμε να τραμπουκίζουμε και να μουντάρουμε όποιον διαφωνεί μαζί μας, όσο κι αν μας φαίνεται «υπονομευτική» ξέρω γω η διαφωνία τους. Τα διάφορα κινήματα χειραφέτησης κι απελευθέρωσης έχουν τραβήξει τα πάνδεινα (και) από βεβαιότητες, δογματισμούς και (ας μην ντρεπόμαστε) κάθε λογής ορθοδοξίες. Γνωστά και τετριμμένα.

Από την άλλη, αυτή η ελαφρώς βραδύνοη μειλιχιότητα της gauche caviar καθώς και η ήρεμη μετριοπάθεια των πάρα πολύ ψύχραιμων, αυτή η βλαμμένη αντανακλαστική μεσότητα που έχουμε σβερκωθεί, στο τέλος θα μας γίνει συνήθεια που θα μας συντροφεύει σε κάθε είδους ανοιχτή και κλειστή φυλακή στην οποία θα μας έχουν μπουζουριάσει όσοι μας απασχολούν με τον διάλογο με όρους δικούς τους ενώ ετοιμάζονται να κάνουν ακριβώς αυτό: να μας μπουζουριάσουν.

Τους φασίστες λ.χ. δεν πρέπει να τους λέμε φασίστες αλλά «ακροδεξιούς ακτιβιστές» ή, ακόμα καλύτερα, «συντηρητικούς ακτιβιστές». Δηλαδή, σε τι συνίσταται ο τάχα λεγόμενος συντηρητικός ακτιβισμός; Στο να διεκδικήσω να βγάζετε τον σκασμό όσο η Αστυνομία σκοτώνει, ο Στρατός ξεκληρίζει και οι Ελίτ κοιτάνε να αναπαράγονται κοινωνικώς και άλλως πως; Αφήστε που τους δεξιούς του σήμερα, πολλώ μάλλον τους κουστουμάτους φασίστες του σήμερα, ο θεός (τους) να τους κάνει συντηρητικούς

Επίσης, εντός της νηφάλιας καλοσύνης όσων δεν θα κινδυνέψουν ποτέ να τους τραμπουκίσουν φασίστες ή να τους συλλάβουν στον δρόμο (ή έτσι νομίζουν, τα θλιβερά ζαγάρια) τοποθετείται ακριβώς και το αίτημά τους να κάνουμε διάλογο με τους φασίστες, ιδίως αν πρόκειται για φασίστες νέας κοπής που δεν έχουνε φετίχ με στολές και μπότες και μαχαίρια. Άλλωστε, ο φασισμός είναι θέμα παιδείας, ενώ τον θεραπεύουν τα ταξίδια και το διάβασμα ― αυτά περί ταξιδιων κτλ. στην εποχή των πρεκάριων, του συνωστιστικού υπερτουρισμού και της ανέχειας αλλά και των πολεμοκάπηλων φορομπηχτικών προσδοκιών, σουρεάλα ε;

Έχω την εντύπωση ότι η σύγχυση σχετικά με το ποιοι ανήκουν μέσα στο πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να γίνει διάλογος και ποιοι (π.χ. φασιστόμουτρα) βρίσκονται έξω από αυτό το πλαίσιο οφείλεται στην γενικευμένη ακηδία που έχει επιπέσει στην θεωρητική σκέψη των υποτίθεται προοδευτικών και φωτισμένων ανθρώπων τα τελευταία 40 χρόνια. Πολλοί από αυτούς ζουν και κινούνται μέσα σε μια μακάρια φούσκα με αποδεκτά καλό κρασί o altra cosa, όπου παρακολουθούν διαλέξεις εαυτών και αλλήλων και συμμετέχουν σε συνάξεις ομοϊδεατών τους κατά τις οποίες αναλύονται θεολογικώς θέσεις και ζητήματα που σε λίγες περιπτώσεις μετράν εκτός της φούσκας αυτής.

Εδώ βάλτε τη δική σας κατακλείδα, κάποια που να περιλαμβάνει δράση κατά προτίμηση.

Death Death

Λοιπόν, δεν θα γίνω ποτέ από αυτούς που θυμούνται τις τάχα καλές παλιές μέρες. Έλεος δηλαδή: αυτό κι αν είναι το πιο προφανές τέχνασμα που μας επιφυλάσσει η νοσταλγία για τα νιάτα μας: η επιλεκτική υπόμνηση όσων (νομίζαμε ότι) ήταν καλά και άγια τότε.

Αλλά

Στον καιρό μου (να τααα…) δεν αγαπούσαμε κανέναν στρατό. Ακόμα και κάτι δαπίτες πατατοκεφτέδες το ένιωθαν το σύνθημα «Κάτω όλοι οι στρατοί». Έπρεπε να ήσουν θλιβερός στρατόκαυλος για να αποδίδεις οποιαδήποτε ιδιότητα αξιοσύνης στον στρατό, έναν οργανισμό φτιαγμένο να λουφάρει μέχρι να διαταχτεί να εξοντώσει και να ισοπεδώσει ― ενώ πού και πού έσωζε πλημμυροπαθείς, έσβηνε πυρκαγιές ή έκανε τους απεργοσπάστες με τα ΡΕΟ με εντολή του Μητσοτάκη πατρός.

Με ενοχλεί λοιπόν αντανακλαστικά κι επώδυνα να ακούω είτε ύμνους για τις παρελάσεις του Κόκκινου Στρατού (που μόνον κόκκινος δεν είναι πια) ή του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.

Ακόμα περισσότερο με σοκάρει η αιδήμων αποστροφή για το σύνθημα Death Death to the IDF. Δηλαδή, σοβαρά τώρα; Έχουμε γίνει τόσο καθωσπρέπηδες που δεν πρέπει να ευχόμαστε την κατάλυση όλων των στρατών, ιδίως των λυσσαλέα και συστηματικά γενοκτονικών;

Ψόφο ρε. Ψόφο. Στείλτε τους στρατιώτες σπίτια τους να κάνουν τίποτα της προκοπής. Οτιδήποτε.

Όχι υστεροφημία, μόνον αναμνήσεις

Όπως τελικά κάθε μορφή ανάδειξης και, ας πούμε, δημοσίευσης αυτού που είμαστε, αυτού που δείχνουμε ή αυτού που κάνουμε, έτσι και η διαδικτυακή μας όψη έχει γίνει αφορμή για την παραγωγή άφθονης ψωνάρας.

Διαβάζω πού και πού τα μπλογκ της πρώτης δεκαετίας του αιώνα και από τη μια χαίρομαι κι απολαμβάνω και την αυτοπεποίθηση που αποπνέουν αλλά και την προθυμία όσων τα έγραφαν να εκτεθούν. Δεν μας είχε πιάσει ακόμα ο τρόμος του κριντζ από τον λαιμό, δεν ζούσαμε με τον φόνο μην τυχόν και φανούμε κάπως, έστω και λίγο, uncool. Από την άλλη διαβάζει κανείς ό,τι διαβάζει εκεί μέσα και δεν μπορεί παρά να υπομειδιά κάθε τόσο με την ψωνάρα που κυκλοφορούσε εκεί μέσα.

Με την υστεροφημία πάντως δεν τα πήγαινα ποτέ πολύ καλά: αν δεν είμαι παρών να χαρώ τη δόξα, τι να την κάνω; Επιπλέον, η υστεροφημία είναι εύθραυστη, στρεβλή και (μοιραία) λιγοζωισμένη: το χαρτί θα το φάει η φωτιά ή το νερό, τα ψηφιακά καμιά ηλιακή έκλαμψη ή κανας ηλεκτρομαγνητικός παλμός. Στην καλύτερη περίπτωση θα σε θυμούνται για κάτι που δεν σε αντιπροσωπεύει ― σκεφτείτε π.χ. τον Ιησού Χριστό, τον Μιχαήλ Άγγελο, την Κάλλας ή τους Κατσιμιχαίους.

Το ζητούμενο είναι οι αναμνήσεις μας να μας συντροφεύουν όσο διαρκούν οι ζωές μας, μεταξύ απώθησης και άνοιας, μεταξύ damnatio memoriae (παλιά με σχισμένες φωτογραφίες, με μπλοκαρίσματα τώρα πια) και απλής αγνής λησμονιάς. Οι αναμνήσεις αυτές πρέπει να προστατευθούν και πρέπει να τις επιμεληθούμε ώστε να μας συντροφέψουν όταν βγούμε από τη χειρότερη αίσθηση κριντζ που υπάρχει: αυτή για τον παλιότερο και τάχα ατελή, ανώριμο ή ακατέργαστο εαυτό μας.

Κάθησα λοιπόν κι εγώ και φτιάχνω έντυπα άλμπουμ με ψηφιακές φωτογραφίες. Και μόνον η αναδίφηση των ψηφιακών φωτογραφιών (κι ας σβήνω φωτογραφίες σαν τρελός ώρες αφού τις βγάλω) είναι από μόνη της μια διαδικασία, πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία ― ιδίως αν έχεις περάσει κι ένα-δυο χέρια ψυχανάλυση.

Έφτιαξα λοιπόν δύο άλμπουμ με φωτογραφίες φίλων:
Κάποιοι φίλοι απουσιάζουν γιατί δεν φωτογραφήθηκαν πολύ ή και καθόλου ή τέλος πάντων.
Κάποιοι με κάνουν να χαμογελάω, όχι λόγω κάποιου happily ever after (ίσα ίσα μερικές φορές), αλλά γιατί ο ευτυχισμένος χρόνος είναι ευτυχισμένος χρόνος και δεν εξαρτάται από εκβάσεις και από το αν ζήσαν αυτοί καλύτερα.
Και με πολύ ζαβολιά και περηφάνεια, έχω κρατήσει ένα δισέλιδο στο ένα από αυτά τα άλμπουμ που αποκαλώ Η πινακοθήκη των ηλιθίων. Επιβάλλεται.