"Sraosha is Ormazd's messenger. He delivers revelations, shows men the paths of happiness, and brings them the blessings which Ormazd has assigned to their share. Another of his functions is to protect the true faith. He is called, in a very special sense, "the friend of Ormazd," and is employed by Ormazd not only to distribute his gifts, but also to conduct to him the souls of the faithful, when this life is over, and they enter on the celestial scene." George Rawlinson The Seven Great Monarchies Of The Ancient Eastern World, Vol 3.
Πρίν είκοσι χρόνια, το 2005, ήμουν από τους πρώτους που ξεκίνησαν μπλογκ στα ελληνικά, μαζί με τον θρυλικό Rakasha. Είμαι από τους ελάχιστους που συνεχίζουν.
Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να μεταπηδήσουν στη λογοτεχνία ή στον Τύπο· πολλοί τα κατάφεραν. Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να γνωρίσουν κόσμο για φάση ή για σχέση· πολλοί τα κατάφεραν. Άλλοι άνοιξαν μπλογκ για να κάνουν δημοσιογραφία ή τεκμηρίωση· κάποιοι τα κατάφεραν.
Οι περισσότεροι τα εγκατέλειψαν τα μπλογκ λίγα χρόνια μετά, μερικοί τα κατέβασαν εντελώς ― ίσως ως μνημεία αμήχανων εποχών, ίσως ως πρωτολειακές προδημοσιεύσεις.
Εγώ δεν είχα ιδέα γιατί ήθελα να γράφω εδώ. Νομίζω ότι ήταν λίγο απ’ όλα: λίγο το ημερολόγιο, λίγο για να συζητήσω με κόσμο που βρισκόταν μακριά μου αλλά πνευματικώς κοντά μου, λίγο για να πω τον πόνο μου, λίγο για να γνωρίσω κόσμο, λίγο η αυτοδημοσίευση ― λίγο για να βρω τον εαυτό μου. Ναι, και για να πω αυτά που ένιωθα και σκεφτόμουν.
Μετά από παρότρυνση και πρωτοβουλία του Βάσου Γεώργα βγήκαν μέσα από το μπλογκ εδώ τέσσερα βιβλία.
Δύο από αυτά είναι ανθολογίες από το μπλογκ: το Νάφε και μέμνασο απιστείν το 2015 και το Paradise Circus to 2022. Επίσης βγήκαν μια συλλογή με διηγήματα το 2017, το Κυρίως το σεξ, αλλά και ένα βιβλιαράκι με δοκίμια για τον έρωτα, το De amore (2018).
Το μπλογκ όμως παρέμεινε το μπλογκ: ανθεί και φέρει κι άλλο. Διαθέτει απ’ όλα: μυθοπλασία, κάτι ποιήματα, χρονογραφικά ποστάκια, γνώμες κι άλλα διάφορα.
Αυτό εδώ είναι το 1578ο ποστάκι. Υπάρχει κάτι για τον καθένα. Συνεχίστε να απολαμβάνετε. Εδώ θα είμαι.
Όσο περισσότερο προχωράει ο 21ος αιώνας, τόσο περισσότερο οι ερωτικές σχέσεις καθίστανται ανθρωπίνως αδύνατες.
Η γενιά μας, επηρεασμένη από τη χολυγουντιανή επιπολαιότητα και από τον πουριτανισμό που επέφερε η εσχατολογική αντιμετώπιση του AIDS, έχει επιβάλει ασυνάρτητα και αντιφατικά ιδεώδη στις σχέσεις.
Η γενιά μας και οι γενιές που την ακολούθησαν αντιλαμβάνονται τις σχέσεις ωσάν να διέπονται ταυτόχρονα από την απόλυτη καθαρή μονογαμία και από την αδιαπραγμάτευτη ολ(οκληρωτ)ική ειλικρίνεια.
Από τη μια λοιπόν η απόλυτη μονογαμία. Και δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλική αποκλειστικότητα, που τουλάχιστον ως χίμαιρα πλασάρεται επί αιώνες. Μιλάω για τη μονογονία, αυτή την αμερικανιά της φαντασίωσης ότι η σχέση είναι για πάντα με έναν άνθρωπο που είναι τα πάντα για εμάς. Μιλάω για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ανοίγματος πέρα από τη μία, κυρίαρχη και αποκλειστική σχέση ως προδοσίας και ατιμίας κι απάρνησης όσων έχεις ζήσει ή θες να ζήσει με έναν άνθρωπο. Μιλάω για τη φαυλότητα του να θεωρείς τους ανθρώπους που αγαπάς κτήματά σου προς αποκλειστική δική σου χρήση.
Από την άλλη η απαίτηση της διαρκούς και απόλυτης ειλικρίνειας και του συστηματικού oversharing. Το αίτημα για διαρκή, απόλυτη κι άνευ όρων ειλικρίνεια απέναντι «στους δικούς σου ανθρώπους», αίτημα που ζέχνει ολοκληρωτισμό. Δεν αρκεί λοιπόν να είναι το ταίρι σου ο μπάτσος σου, οφείλεις κι εσύ να του παραδίδεσαι ανά πάσα στιγμή για ελέγχους ρουτίνας και για μικρές φιλικές ανακρίσεις εφ’ όλης της ύλης ― άλλωστε τι έχεις να κρύψεις;
Και κάπως έτσι, υπό το συνδυασμένο συντριπτικό βάρος της μονογαμικής ψύχωσης και της ναρκισιστικής μανίας για γυάλινα σπίτια, η ερωτική σχέση δύο ή περισσότερων ανθρώπων μετατρέπεται από βασική αιτία χαράς μας σε φυλακή.
Ώσπου να γίνουν όλα φυλακή και να γαληνέψει εντελώς ο κόσμος.
Το πιο πικρό σύμπτωμα όλων αυτών; Όταν η μονογαμική προσήλωση («σε είδα που έπαιζε το μάτι σου») και η στανική ειλικρίνεια («σκέφτηκα την Τασούλα / τον Τάσο την ώρα που το κάναμε») συναντιούνται στην ανίερη σύζευξη που σκιάζει τις σχέσεις μας σήμερα, φυσικά ανθεί η ναρκισσιστική κωλοπαιδίαση: σου λέω με κάθε ειλικρίνεια, ως οφείλω, πόσο μαλάκας έχω υπάρξει απαιτώντας να με λυπηθείς και να με δικαιώσεις επειδή υποφέρω που αναγκάστηκα να πω πόσο μαλάκας είμαι.
Χωρίς τρυφερότητα κι απαλότητα και κατανόηση, καλά ξεμπερδέματα…
Όταν ήμουν στο δημοτικό, δηλαδή τον προηγούμενο αιώνα, η ανάλυση των κειμένων στο σχολείο αποτελούνταν από το να διαβάσουμε το ποίημα ή το πεζό, να συνοψίσουμε το νόημα του κειμένου και μετά να βρούμε την κεντρική ιδέα ― κοινώς: «τι θέλει να πει ο ποιητής».
Αυτή η διαδικασία ανάλυσης κειμένου στο δημοτικό έμοιαζε πάρα πολύ με τα μαθήματα στο Κατηχητικό. Προτού σοκαριστείτε, να σας πληροφορήσω ότι τη δεκαετία του ’80 έστελνες το παιδί σου στο Κατηχητικό όπως πλέον στέλνει ο κόσμος τα παιδιά του σε δραστηριότητες τύπου μπάτμιντον, μπαλέτο ή μπάσκετ ― δεν επρόκειτο για ζήτημα πίστης κτλ. Φρονούσαν οι γονείς ότι το Κατηχητικό θα διαμορφώσει χαρακτήρα και θα κρατήσει τα παιδιά μακριά από κακές παρέες, για όσο τέλος πάντων τα παιδιά θα άντεχαν να μείνουν στο Κατηχητικό. Εγώ άντεξα υπερβολικά πολύ.
Στο Kατηχητικό λοιπόν μας έλεγαν μία ιστορία και μετά έπρεπε να διατυπώσουμε το δίδαγμα της ιστορίας αφού η κατηχήτρια ή ο κατηχητής βεβαιωνόταν ότι είχαμε καταλάβει το νόημα.
Στο πλαίσιο ενός παρωχημένου εκπαιδευτικού συστήματος ή ενός συστήματος κατήχησης δεν καταπλήσσει η ενασχόληση με το τρίπτυχο νόημα, κεντρική ιδέα και δίδαγμα ως τρόπος ερμηνείας κειμένων. Είναι όμως τουλάχιστον αποκαρδιωτικό μια γενιά τότε αγέννητη να απόδέχεται να προσεγγίζονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τους όρους του τρίπτυχου αυτού και μάλιστα να θεωρεί οκέι να ερμηνεύονται η λογοτεχνία και το σινεμά με τέτοιους όρους.
έχουν λυθεί εδώ κι ενάμιση αιώνα. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε εγχειρίδιο χρήσης της ζωής, ούτε βίβλος χρηστομάθειας, ούτε self help. Αφενός η λογοτεχνία καταβυθίζεται όπου κανείς και τίποτε άλλο δεν μπορεί να ποντιστεί γιατί δεν αντέχει την πίεση της αβύσσου (αναλογιστείτε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι σαν βαθυσκάφος), αφετέρου στη λογοτεχνία δεν μπορεί να εφαρμόζεται κανένας κυριολεκτισμός. Η λογοτεχνία λειτουργεί λοιπόν περίπου όπως τα όνειρα: εκφράζει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, εξακτινώνοντας ταυτόχρονα όσα λέει και αναγκάζοντάς μας να τα ερμηνεύσουμε σε πολλά επίπεδα.
Θα έπρεπε να είναι προφανής η γελοιότητα του τριπτύχου νόημα-κεντρική ιδέα-δίδαγμα για χρήση σε οτιδήποτε πέρα από τη χρηστομάθεια. Αλλά ας το κάνουμε λιανά.
Ας ξεκινήσουμε με το νόημα. Όταν θέλουμε να αποδώσουμε το νόημα ενός κειμένου ή μιας ταινίας, τι άλλο θέλουμε να κάνουμε παρά να παραφράσουμε το κείμενο ή την ταινία; Κάτι τέτοιο είναι αυτομάτως προβληματικό γιατί ένα κείμενο η μια ταινία προφανώς δεν απαρτρίζεται μόνο από το τι μας λέει αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο μας το λέει.
Η αναζήτηση της κεντρικής ιδέας (παραδείγματος χάριν: «αυτή η ταινία θέλει να μας πει ότι οι τρανς άνθρωποι είναι άνθρωποι») είναι ακόμα ευτελέστερη: δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφραση μιας μάλλον νευρωτικής ανάγκης να επιβληθεί μία ιδέα, ένας άξονας, η μία ερμηνεία σε κάποιο κείμενο ή ταινία. Μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά ενδεχομένως η ταινία ή το κείμενο να έχει παραπάνω από μία ανάγνωση και παραπάνω από μία ερμηνεία ή ακόμα ερμηνείες και νοήματα να εξακτινώνονται και να πηγαίνουνε και κάπου αλλού.
Το τρίτο μέρος του τρίπτυχου, το δίδαγμα, φυσικά είναι το χειρότερο απ’ όλα, αφού αντιμετωπίζει κάθε παραγωγή ή δημιουργία (διαλέξτε εσείς τι είναι τι και πότε κάτι είναι προϊόν και πότε κάτι είναι δημιούργημα) σαν να είναι μικρές συνταγές χρηστομάθειας.
Θα μου πείτε, οκέι, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, άλλωστε πολλές φορές το κοινό ψάχνει να ταυτιστεί με κάποια κατάσταση ή με ήρωες. Και εδώ προκύπτει ένα διαφορετικό πρόβλημα: η ανάγκη να ταυτιστούμε με καταστάσεις και ήρωες σε ένα βιβλίο ή σε μια ταινία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση της μίας κεντρικής ιδέας ή του ενός διδάγματος, απλώς όχι διά της κατήχησης αλλά διά της ταύτισης.
[Η] έπειξη να σχετιστούμε, να ταυτιστούμε με κάτι αλλά με τους δικούς μας όρους, σκιαγραφεί πολύ ωραία σε ένα κείμενό της η Rebecca Mead στον New Yorker. Μιλώντας για τη λογοτεχνία και το σινεμά, διαχωρίζει την ταύτιση που αισθανόμαστε με κάποιον λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό ήρωα από τη σχετισιμότητα (‘relatability’), δηλαδή από την προσδοκία ή και απαίτηση το ίδιο το έργο «να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά». Συμπεραίνει η Mead ότι αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.
Η ανάγκη μας να προσέλθουμε προς ένα έργο και, αφού συνοψίσουμε το νόημα του, να εντοπίσουμε τη μία και μοναδική κεντρική ιδέα του ώστε τελικά να αντλήσουμε κάποιο δίδαγμα είτε διά της κατήχησης είτε διά της ταύτισης αποτελεί δείγμα τρομακτικής βαρβαρότητας τελικά και ένδειξη ότι χάνουμε κάτι πολύτιμο.
Οι αφηγήσεις, τα ποιήματα και (πολύ αργότερα) οι ταινίες διαχρονικώς υπήρξαν παρηγοριά αλλά και έμπνευση μέσα και από τον πολύσημο κι ονειρικό χαρακτήρα τους, που ανέφερα πριν, για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα για να καλυτερέψουν τη ζωή τους ή τον κόσμο.
Συνεπώς η στανική εμμονή μας για καθαρές ιστορίες με νεταρισμένους ήρωες και μονοσήμαντο νόημα που οδηγεί σε μία προσιτή κεντρική ιδέα και ένα κάποιο δίδαγμα θα μετατρέψει τουλάχιστον την ποπ κουλτούρα σε μια συλλογή από ιστοριούλες του Κατηχητικού.
Η παράλογη απαίτηση για εποικοδομητικά και διδακτικά αφηγήματα παντού θα μας κινητοποιούσε να συνθέσουμε έναν Κανόνα από κείμενα λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή αλλά που θα μας λένε πώς να ζήσουμε, πώς να συμπεριφερόμαστε και τελικά πώς να συμμορφωνόμαστε. Θα ήταν ο θρίαμβος της διαφήμισης:
Η φάση Κατηχητικό συναντάει τη φάση διαφήμιση και μαζί γεύονται την ολοκλήρωση: «Θα δείξω μόνον ό,τι έχω να προωθήσω. Θα προβάλω το μήνυμα. Δεν θέλω τίποτε που να συσκοτίζει το μήνυμα. Δεν θέλω να μπω μέσα στο μυαλό του παιδεραστή Χάμπερτ Χάμπερτ. Θέλω τα σωστά πρότυπα, τα σωστά μηνύματα, τα κατάλληλα συναισθήματα, που βεβαίως θα είναι θετικά κι αισιόδοξα.» Και ναι, στον εικοστό αιώνα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η σοβιετική προπαγάνδα συνάντησε μυστικά τη μεγάλη μηχανή της διαφήμισης για να πουλήσει καθεμιά τα δικά της: η μεν μια επανάσταση που πωρώθηκε κι αγκυλώθηκε σε ένα ανελεύθερο γραφειοκρατικό καθεστώς, η δε τσιγάρα και μπιφτέκια κι αμάξια και διεφθαρμένους πολιτικούς.
Η κληρονομιά τους είναι η κυριολεξία, η μονοκρατορία του μηνύματος. Τίποτε αμφίσημο, τίποτε διαλεκτικό, τίποτε που να βασίζεται στην απορία, τίποτε που να το κινεί η αμφιβολία ― εκτός αν έχει καλό τέλος και καταλήγει σε πακτωμένη βεβαιότητα.
Το τελέσφορο μήνυμα είναι το μονοσήμαντο μήνυμα και δεν χρειάζονται ούτε λεπτές αποχρώσεις ούτε αμφισημίες ούτε αυτή η μονολεκτικώς αμετάφραστη μαλακία, το nuance. Nuance δεν θα πει ούτε σχετικισμός, ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε επιπόλαιος αγνωστικισμός παρά να γνωρίζεις ότι τα πολυπαραγοντικά ζητήματα είναι πολυπαραγοντικά και ότι δεν είναι τα πάντα με ευκρίνεια περιγεγραμμένα κι ότι αν είσαι πολύ τυχερός μέσα στις γκρίζες ζώνες θα βρεις στην καλύτερη περίπτωση μια ή δύο φλέβες άσπρου και μαύρου (που έλεγε κι ο Κουάιν).
Ο Νάτσης είπε κάποτε πως υπάρχουν δύο ειδών επικήδειοι: όσοι μας λεν πόσο καταπληκτικός είναι ο νεκρολογών μια και γνώριζε τον εκλιπόντα και όσοι μας λεν πόσο καταπληκτικός ήταν ο εκλιπών μια και γνώριζε τον νεκρολογούντα.
Δυστυχώς τα πράγματα φαίνεται να έχουν χειροτερέψει κάπως έκτοτε. Τώρα πια δεν αρκούνται οι νεκρολογούντες στην αυτοπροβολή, πάρα προσπαθούν επιπλέον να κεφαλαιοποιήσουν (πολιτισμικώς) ακόμα και τις απώλειες ανθρώπων που δεν καλογνώριζαν. Σε αυτού του είδους τις κειμενικές διαχύσεις το πένθος δεν έχει καμία απολύτως θέση βέβαια.
Κάποιοι λοιπόν θα συνθέσουν ιερεμιάδες όλο προκάτ ευαισθησία και φορητό λυρισμό, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από κολλητούς τους εκλιπόντος, με τους οποίους ξημεροβραδιαζόταν. Ο άνθρωπος που χάθηκε δεν είναι πια άνθρωπος, πάρα σύμβολο που θα δώσει έναυσμα για κομμούς, ένα υπόθεμα που θα υποστηρίξει θρηνητικούς οίστρους γενικού ενδιαφέροντος και χωρίς εστίαση στον εκλιπόντα ― ή σε οτιδήποτε άλλο.
Κάποιοι άλλοι θα αναρωτηθούν δημοσία γιατί είχαν την ατυχία να μη γνωρίσουν διά ζώσης τον εκλιπόντα, διότι βεβαίως ο εκλιπών όφειλε να εμπλουτίσει και να κόσμησει και το δικό τους vécu διαγράφοντας ένα σύντομο πέρασμα μέσα από αυτό. Οι νεκρολογίες αυτές στην πραγματικότητα διεκτραγωδούν αυτήν ακριβώς την αθετημένη υποχρέωση που είχε ο εκλιπών: να συμμετέχει στο δικό τους σόου, να υποστηρίξει τη δική τους πρωταγωνιστική ύπαρξη ― ή έστω να συμμετάσχει στον θίασο που τους περιβάλλει.
Η περιαυτολογία δεν αποτελεί βεβαίως επινόηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ούτε καν η βαθιά υπαρξιακή περιαυτολογία που περιφέρεται σε σοσιαλμήντια όπως το Ίνστα, ούτε καν ο λυσσαλέος σολιψισμός του πρώην Τουίτερ. Όποιος στην ηλικία μας έχει περάσει από καφενεία με κενόδοξους άντρες ή από κουζίνες λαλίστατων αλλά ακυρωμένων γυναικών έχει πείρα αυτών που λέω παραπάνω. Ωστόσο είναι θλιβερό που λιτανεύεται πλέον η περιαυτολογία με σοσιαλμηντιακή ευκολία και με τη σχετική ανεμελιά· ιδίως όταν αφορά το πένθος κάποιων άλλων ως αφορμή, μπας και βγάλουμε λίγα λάικ παραπάνω.
Μεταξύ κάθε χαράς που εκχωρούμε κι όσων αυτονόητων στανικώς εναγκαλιζόμαστε falls the Shadow
Μεταξύ τέως διανοούμενων νυν εξηντάρηδων που ζητούν ευλογίες κι ευχές και αυτοαναφορικών σαρανταφεύγα που ζυγίζουν τη βιοτή τους με πρόωρα πεθαμένους falls the Shadow
Μεταξύ νεκρών με καλούς τρόπους και νεκρών των συγκοινωνιών falls the Shadow
Μεταξύ άδειων διαμερισμάτων, ερειπωμένων σπιτιών και γερασμένων νέων εγκλωβισμένων στα γονεϊκά διαμερίσματα falls the Shadow
Μεταξύ πανικού των εντελώς ασφαλών κι απελπισίας όσων δεν έχουν τίποτα να χάσουν (μα δεν το ξέρουν) falls the Shadow
Μεταξύ πουριτανών που όμως ψάχνονται και όσων δεν φτουράνε για μοντέλα στο ίνστα falls the Shadow
Μεταξύ σαφών επιλογών και διάκρισης όσων λεπτών και φευγαλέων αποχρώσεων λανθάνουν falls the Shadow
Μεταξύ του πόσο σπουδαίοι είμαστε και όσων δεν ζήσαμε και τα κλαίμε falls the Shadow
Μεταξύ κάθε λυπημένου τυπάκου που θα ήθελε να έχει τραύμα να περιφέρει κι εκείνων που ξυπνάνε και ντύνονται το πρωί για να μην πάνε πουθενά falls the Shadow
Μεταξύ συνθηματολογίας κι ομφαλοσκόπησης falls the Shadow
Μεταξύ αφύσικης ζέστης κι απάλευτων καιρικών φαινομένων τους ήπιους χειμώνες falls the Shadow
Μεταξύ όσων παραπονιούνται κι όσων διαμαρτύρονται falls the Shadow
Μεταξύ γενοκτονικών αλώσεων και ω πόσο σημαντικών ταυτοτικών ζητημάτων falls the Shadow
Μεταξύ όσων πέθαναν κι όσων θέλουν να μιλούν εξ ονόματός τους falls the Shadow
Μεταξύ του παγονιού που δείχνεται με απλότητα και του υστερόβουλου οχυρού κάβουρα falls the Shadow
Μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν falls the Shadow
Μεταξύ λαμπρών τουριστικών Ολύμπιων τοπίων και ασπρόμαυρης πέτρινης επαρχίας όλο λάσπη και σκόνη falls the Shadow
Μεταξύ πεταμένου ψωμιού στα σκουπίδια και τυρόπιτας falls the Shadow
Μεταξύ της απέχθειας για τους άλλους και του μίσους για τον εαυτό μας falls the Shadow
Μεταξύ όσων χάνονται στην πόλη κι όσων ντουγρού οδηγούν μέσα στην έρημο falls the Shadow
Μεταξύ εφήμερης μα έκπαγλης ομορφιάς και ατέρμονης υποτέλειας στο όνομα κάποιας αγάπης falls the Shadow
Μεταξύ μουσικής και ποίησης falls the Shadow ― κι ας μη μας αρέσει.
Οι Γερμανοί, που έχουν πάθει κλακάζ από τότε που αποφάσισαν ότι η ενοχή αποτελεί πολιτική στάση ενώ παράλληλα σταμάτησαν να διαβάζουν τους δικούς τους (οι ανθρωπιστικές σπουδές που λέγαμε), έχουνε εναγκαλιστεί τον όρο goysplaining.
Προτείνω λοιπόν να λανσάρουμε το frangosplaining. Θα τσουτσουρίσουν από χαρά διάφορα νεορθόδοξα αντιδυτικά καλογεράκια και λοιπά εκτοπλάσματα. Διότι το πρόβλημα δεν είναι η αποικιοκρατία, ο οριενταλισμός, ο βαλκανισμός, δεκαετίες της Ελλάδας ως προτεκτοράτου, είναι το «πώς τολμάν οι μη Έλληνες να μιλούν για εμάς». Λες κι είμαστε τίποτα φτωχές μαύρες τρανς ξέρω γω.
ΙΙ
Οι πλούσιοι μόνον όταν φοβούνται γίνονται άνθρωποι: ο πλούτος εξαχρειώνει και αποκτηνώνει.
ΙΙΙ
Ο Δ… νομίζει ότι τα ζεύγη εραστών κι ερωτευμένων τρέχουν από rubber-and-latex party σε στριπτιζάδικα και από μπριζολερίες-τσουρασκαρίες σε μιξολοτζιστόμπαρα των €15 το κοκτέιλ
Μητσοτάκη έχουμε ρεεεεεεεε… Τα ραντεβού είναι Χριστουγεννιάτικο χωριό, Καλλίρης, άθλιο γκλουβάιν και μετά σπίτι.
Σοβαρά τώρα, μέσα στη λιτότητα και στη γενικευμένη εκνηπίωση (πτυχή της οποίας είναι και τα κάθε λογής girl boss χαζοφεμινιστά του κόσμου τούτου), έχει πέσει μια γλυκουλίαση κι ένα υπέρμετρο γούτου-γούτου.
Πεθαίνουμε γιατί έχουν γίνει όλα πολτός, έχει πεθάνει η κριτική αντιμετώπιση κι επειδή όλα είναι νιανιά ελλείψει ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών.
ΙV
Για μερικούς ανθρώπους που εκτίθενται γραπτώς επιβάλλεται να αναρωτηθεί κανείς αν τα θέλουν και τα γράφουν ή αν πάσχουν από κάτι.
V
Rule#34 : If it exists there is porn of it. If not, start uploading.
Χαζοί πάντα υπήρχαν αλλά πριν τα σοσιαλμήντια τους ήξεραν μέχρι τον καφενέ, άντε και το σόι τους. Σαν τον μακροξάδερφό μου που είχε καταρτίσει σχέδιο διακυβέρνησης από το ΕΚΚΕ.
VII
Δεν είναι αδεξιότητα, είναι κατάφωρη περιφρόνηση οποιουδήποτε αντανακλαστικού θα μπορούσε να εκληφθεί ως ευαισθησία. Άλλωστε ευαισθησίες έχουν μόνον τα λευκά παιδάκια. Οι υπόλοιποι είναι κάπως ζώα. Το «κάπως ζώα» δεν το λέω θυμωμένα. Άλλωστε, you can explain away the behaviour of «them people».
A propos, ο Β… πρέπει να ηρεμήσει: ένας άνθρωπος με την ακεραιότητα, τη συγκρότηση και τη διάνοιά του δεν δικαιούται να τρελαίνεται. Άλλη είναι η αποστολή ανθρώπων όπως εκείνος. Και όχι, δεν καμώνομαι ότι συγκαταλέγομαι στους ανθρώπους όπως εκείνος. Όμως αυτό το παλαβό Todestrieb που τον πιάνει δεν αρμόζει στον Β… και στους συν αυτώ.
Monument to Sigmund Freud: The voice of the intellect is a soft one
Die Stimme des Intellekts ist leise, aber sie ruht nicht, ehe sie sich Gehör verschafft hat.
Ταξιδεύοντας ακίνητος, πριν 11 χρόνια, σε ένα άλλο αεροδρόμιο, σε μια άλλη ζωή ενδεχομένως, ένιωσα κάπως έτσι:
Αυτές οι μέρες έχουνε πυκνότητα. Βεβαίως, το παρόν έχει εξ ορισμού μεγαλύτερη πυκνότητα από το παρελθόν: τόσο βάρος σε τόσο λίγο χώρο, τον χώρο μιας στιγμής, άλλωστε. Και το μέλλον είναι αυτό που ξέρεις, λες, προς τα πού πάει. Παπάρια που πάει εκεί που λες πώς πάει. Υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ αλλά διάρκειας τριών ωρών, υπάρχει μέλλον απείρως βαρύ διάρκειας μιας ζωής, υπάρχει και μέλλον-ακορντεόν που ανοίγει ανασαίνοντας, κλείνει εκπνέοντας νότες μακρόσυρτες ή γρήγορες. Κι εσύ νομίζεις πως κρατάς τη μελωδία. Ύστερα, είναι και το άλλο: το παρόν είναι πυκνό κι ανακατωμένο, ενώ το παρελθόν κροκιδώνεται σιγά σιγά: κάτι καθιζάνει, κάτι ανεβαίνει στον αφρό, διαχωρίζονται το λάδι, το νεράκι, η φωτιά, η σκόνη, κάτι στάχτες.
Πέρασαν χρόνια έκτοτε. Το είπε κι ο Μπόουι, πριν πάει και πεθάνει κι αυτός: Time will crawl. Τώρα βρίσκομαι αλλού. Τώρα βρισκόμαστε αλλού.
Κοιτάς πίσω και δεν βλέπεις ερείπια και τέτοιες μαλακίες, όχι πια. Δεν βλέπεις τον χαμένο χρόνο, δεν θρηνείς τη στιγμή που πέρασε και χάθηκε ― τίποτα δεν πήγε χαμένο. Βλέπεις ένα πλάσμα αλλόκοτο αλλά στοργικό κάπως, μια μορφή που δεν θες να κοιτάζεις για ώρα αλλά που δεν θα σε πετρώσει, δηλαδή δεν θα σε πετρώσει με τρόπο που δεν θες: βλέπεις τα έργα όχι κάποιου κολοβού αγγέλου του Κλέε αλλά τον άγγελο μεγάλης βουλής.
Εκεί όπου δέσποζαν οράματα πύρινων πυρήνων εγκιβωτισμένων σε σκληρά κι αδιαπέραστα κελύφη, εκεί όπου άκαμπτα όρια χώριζαν και διαιρούσαν και διχοτομούσαν και τεμάχιζαν τώρα γυρνάς πίσω και βλέπεις μια μεγάλη βουλή που ήξερε και γνώριζε και όριζε. Και προχωρούσε. Και υψωνόταν κατακόρυφα όσο κι αν φοβόταν.
Αντικρύζεις εποχές θρήνων για την εξορία και για τον εγκλεισμό και την εξορία αλλά βλέπεις πως άλλος θρηνούσε κι άλλος δρούσε κι ότι κι οι δυο τους ήσουν εσύ, δηλαδή ήμουν εγώ, γιατί η φωνή της διανοίας είναι φωνή αύρας λεπτής κι ας μην ησυχάζει μέχρι να ακουστεί.
Γιατί έβλεπες στον ύπνο σου το χαμένο παράθεμα του ψεύτικου Βούδα του Ζελάζνυ, ότι τα πάντα θα έρθουν σ΄ εσένα, ότι θα σταθείς ακίνητος και θα έρθουν ο κόσμος και η χαρά του και οι αδιανόητες εκπλήξεις των εκπληρωμένων επιθυμιών σ’ εσένα, όπως τα πλοία έρχονται στο λιμάνι, ενώ εσύ θα ακινητείς· δηλαδή εγώ: αφού εσύ κι εγώ είμαστε εγώ.
Ο δρόμος δεν ήταν δρόμος στρωμένος με νίκες, άθλους κι ηττημένα τέρατα· ο δρόμος είναι το μεγάλο ανοιχτό πεδίο της δικαιοσύνης και των συναντήσεων. Όλα έρχονται σ’ εμένα. Όλα περνούν από εμένα. Όλα ταξιδεύουν κι εγώ μυστικά ξέρω πού θέλω να φτάσουν. Σε κάθε δίλημμα υπήρχε πάντοτε ένας τρίτος παράγοντας: μια άρνηση, μια σύνθεση, μια απόταξη.
Η φρεναπάτη ότι ήσουν έρμαιο, αιχμάλωτος, εξόριστος ― ή και όλα μαζί ― ανέβρυζε από το γεγονός ότι φοβόσουν πως είχες ήδη γίνει αυτός που δεν ήθελες ούτε να γίνεις ούτε να ονομάσεις, αυτός με τον οποίο δεν πίστευες ότι άξιζε να αναμετρηθείς.
Όμως εσύ βρισκόσουν εδώ, πάντοτε εδώ κι ας το θεωρούσες το εδώ κάποιου είδους εκεί, είχες ήδη υπάρξει και θελήσει κι αντιδράσει.
Όμως εσύ είχες προχωρήσει έξω από τον στενό σκυθρωπό κόσμο που νόμιζες ότι σε περιορίζει, είχες σκίσει τον γκοφρέ ουρανό του Φλαμαριόν κι είχες ανοιχτεί στις μεγάλες πεδιάδες και σε μυητικά δάση.
Φαίνεται λοιπόν ότι εσύ κι εγώ, δηλαδή εγώ, τα βρίσκουμε εντέλει. Πίσω από ονόματα και άγρια όνειρα, μετά από άυπνες νύχτες και τον πυρετό του τρόμου, μετά τον φόβο και καθ’ οδόν προς τους άλλους ανθρώπους.
Θα ομολογήσω ότι με έχει απασχολήσει το γεγονός ότι τόσο διαφορετικές έννοιες στα ελληνικά σηματοδοτούνται από λέξεις που περιέχουν τη ρίζα αισθ-. Εύκολα αναρωτιέται κανείς τι σχέση έχει ο αισθησιασμός με την Αισθητική, ή τα αισθητήρια όργανα με τα συναισθήματα και τα αισθήματα. Ταυτόχρονα η αισθητικός που φροντίζει δέρμα, νύχια και διάφορες τριχοφυΐες δεν έχει καμία σχέση με τους φιλοσόφους που ασχολούνται με την Αισθητική ― ευτυχώς δηλαδή γιατί οι φιλόσοφοι αυτοί δεν φημίζονται για τη φροντίδα της επιδερμίδας ή και των νυχιών τους.
Η Αισθητική πάντως ως κατηγορία-πασπαρτού έχει πάρει τη θέση αυτών που οι δεξιοί πούλαγαν ως ιδανικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιλαμβανόμαστε ότι ως ιδανικά οι δεξιοί της ελληνορθοδοξίας αλλά και της αστικής συντήρησης εννοούσαν οτιδήποτε παραδεδομένο και οτιδήποτε διαιωνίζει τα προνόμια των παλιών αστών, των κατά τύχη πλουτισάντων, των μαυραγοριτών, των δοσίλογων, αλλά και των κάθε λογής πάλαι κοτζαμπάσηδων (όσο μπανάλ κι αν ήταν αυτοί ειδικά).
Όταν μίλαγαν για ιδανικά, ελληνοχριστιανικά ή ανθρωπιστικά, οι δεξιοί εννοούσαν την υπεράσπιση του κατεστημένου ενός πηχτά διεφθαρμένου, φονικού και απεχθώς άδικου προτεκτοράτου, αυτού δηλαδή που ήταν η Ελλάδα μας μεταξύ 1944 και 1981 ― όσο κι αν την εξιδανικεύουμε πια παρατηρώντας τη μέσα από τους κουτοπόνηρα παραμορφωτικούς φακούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Κατόπιν, αφού κατάφερε να συνέλθει από την πασοκάρα η δεξιά διανόηση και να ανασυγκροτηθεί, λίγο μετά το 1991 τα «ιδανικά» αντικαταστάθηκαν από την Αισθητική. Και η Αισθητική, αντίθετα με τα «ιδανικά», δεν ήταν πια κριτήριο ή επιδίωξη μόνο των δεξιών. Άλλωστε πια ήδη ολόκληρος ο κόσμος είχε ξεκινήσει να κατρακυλάει προς τα δεξιά ― αν και δεν το έπαιρνε ακόμα χαμπάρι.
Αισθητική λοιπόν είναι το νέο όνομα των «ιδανικών»: ένα λάστιχο· μία έννοια που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς ως επίκληση στο Ωραίο, το οποίο φυσικά πρέπει να είναι κι Αληθινό (μια και στην Ελλάδα είμαστε παγιδευμένοι στον γερμανικό Ρομαντισμό). Με την επίκληση της Αισθητικής μπορείς να αξιολογήσεις πρόσωπα, καταστάσεις, ιδέες, δημιουργήματα αλλά και ολόκληρες πόλεις.
Τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε λοιπόν ακούσει ανθρώπους να μην ψηφίζουν συγκεκριμένα κόμματα π.χ. γιατί «προσβάλλουν την Αισθητική τους», κάτι που αφήνει όλους εμάς τους υπόλοιπους να αναρωτιόμαστε ποια κόμματα στην Ελλάδα δεν προσβάλλουν την αισθητική όλων μας και κατά πόσο η ομορφιά ή το ωραίον στις δραστηριότητες ενός κόμματος μας ενδιαφέρει όταν το επίδικο της δράσης τους είναι οι ζωές μας, η υγεία μας, τα παιδιά μας, τα γηρατειά μας, η διαφθορά κι η κρατική βία, αν θα γίνει πόλεμος ή αν θα πεθάνουμε σε κάποιο τρένο, σε δασική πυρκαγιά ή σε δεκαπενθήμερο καύσωνα.
Άλλοτε Αισθητική είναι κάτι το οποίο χαρακτηρίζει και ορίζει το παρελθόν αλλά με τίποτα το παρόν. Σε αυτού του τύπου τη ρητορική πιρουέτα η υψηλή τέχνη του παρελθόντος λ.χ. συγκρίνεται με ό,τι χθαμαλό ή και απλούστερο υπάρχει στη σύγχρονη διασκέδαση. Καταντάει πέρα από αηδία πλέον να ακούς κόσμο να σου λέει για τα υψηλά αισθητικά κριτήρια της δεκαετίας του ’60, που έβγαλε το Χατζιδάκι, το Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, το Μαμαγκάκη κτλ., και μετά η σύγκριση να γίνεται με την Πάολα και με το Βέρτη ή τον Οικονομόπουλο του σήμερα. Αναρωτιέμαι: δεν έχουν συγγενείς όλοι αυτοί να τους πούνε τι άκουγε ο κόσμος τη δεκαετία του ’60; Δεν ξέρουν ότι οι αντίστοιχοι όλων όσων τζάμπα μισούν στην εποχή μας (επειδή τους «προσβάλλουν την Αισθητική») υπήρχαν ωραιότατα και τη δεκαετία του 60;
Όσον αφορά την αισθητική των πόλεων μας δεν το συζητάω καθόλου. Ειδικά από τότε που πιστέψαμε ότι ο τουρισμός θα αντικαταστήσει τη γεωργία και τη βιομηχανία, μας έχει πιάσει ένα αμόκ με την αισθητική των πόλεων μας ή μάλλον με την έλλειψη αισθητικής των πόλεων μας.
Εδώ υπάρχουνε δύο θέματα: το πρώτο είναι κατά πόσον θέλουμε πόλεις βιτρίνες και σκηνικά για τους τουρίστες μας ή πόλεις στις οποίες θα ζούμε εμείς οι κάτοικοί τους. Το δεύτερο θέμα είναι ότι αυτή η ενασχόληση με την αισθητική των πόλεων, ειδικά στην Αθήνα οδηγεί σιγά-σιγά στην φροντίδα και τη μέριμνα για εκείνες ακριβώς τις περιοχές που είναι τουριστικού ενδιαφέροντος ενώ η υπόλοιπη πολη βουλιάζει στη βρωμιά και στην εγκατάλειψη, παραδομένη στον θόρυβο και στο διαρκές μποτιλιάρισμα ― ιδίως μετά την αποδιοργάνωση επί πανδημίας των μέσων μεταφοράς: άλλωστε οι ιθαγενείς δεν παραπονιόμαστε.
Εντωμεταξύ γράφω για αυτό το θέμα περίπου 15 χρόνια εδώ μέσα, αλλά πλέον η Αισθητική έχει τόση βαρύτητα στον δημόσιο διάλογο, που κάποιος πιτσιρικάς τις προάλλες εξερράγη κάπως οργιαστικά και μου έσουρε ότι έχει διαβρωθεί η Αισθητική μου τόσο πολύ που δεν μπορώ να δω την ασχήμια της Αθήνας κτλ.
Γενικά, όπου βλέπετε επίκληση στην Αισθητική να φεύγετε. Τις αισθητικούς (γιατί κορίτσια είναι οι πιο πολλές) να τις στηρίζετε.