Δεν είμαι από ΄δω

Είναι τόσο μα τόσο ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του. Οι γενεές έρχονται και παρέρχονται, νομίζουν ότι είναι τα πάντα ενώ δεν κάνουν τίποτα τελικά. Μιλάνε για τη γενιά τους και μετά γερνάνε και κλαίγονται ότι η γενιά τους γέρασε και πεθαίνει. Μετά γερνάνε και πεθαίνουν.

Η δική μου γενιά, που με χαρά ακούει το καινούργιο άλμπουμ των Cure και άκουσε το καινούργιο άλμπουμ των Suede πέρσι, δεν θέλει να περάσει ο καιρός. Η γενιά μου δεν ερχόταν από πουθενά και δεν είχε σκοπό να πάει κάπου.

Νομίζαμε ότι έχουμε απαλλαγεί από την πολιτική, πλανηθήκαμε νομίζοντας ότι το σκυθρωπό και στριφνό φάσμα της θρησκείας θα μπορούσαμε να το κάνουμε γοργόνειο: ένα έμβλημα που να το κραδαίνουμε ταυτοτικά κι αυτάρεσκα απέναντι στους κάθε λογής Άλλους.

Ίσως τελικά ερχόμασταν από κάπου αλλά μάλλον δεν είχαμε σκοπό να πάμε πουθενά: κι εκεί που ήμασταν καλά ήταν, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου. Άντε να πηγαίναμε τίποτε ταξιδάκια είτε για να μας υπενθυμίζουν πόσο τυχεροί ήμασταν που κατά τύχη κι από τύχη γεννηθήκαμε Έλληνες, είτε για να τρέφουν την ανώδυνη κι αυτάρεσκη γκρίνια μας για αυτόν τον τόπο που βρίσκεται εκεί όπου δεν θα έπρεπε ― και ούτω καθεξής.

Αν γενικώς είναι μάταιο κι οπωσδήποτε ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του, αυτό ισχύει στο έπακρο για τη δική μου γενιά. Στο κάτω κάτω ήμασταν, ή και είμαστε ακόμα, μια πολύ ασυνάρτητη γενιά· νιώθαμε πως έχουμε ξεπεράσει κι έχουμε αφήσει πίσω μας τα πάντα:

  • καταπιέσεις αλλά κι απελευθερώσεις, μια κι η Ιστορία τελείωσε το ’89 στο Βερολίνο και το ’91 στη Μόσχα,
  • ελευθεριότητα αλλά και πουριτανισμό, μια και ο Τζωρτζ ο Μάικλ μάς έλεγε να εξερευνήσουμε τη μονογαμία, και γιατί όχι,
  • επαναστάσεις και δικτατορίες, αφού μέσω Διεθνούς Αμνηστίας και Greenpeace θα λύνονταν όλα τα προβλήματα του πλανήτη μας,
  • εθνικισμούς και αφελείς διεθνισμούς, αφού, να, η Ευρώπη της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού αναπαρθενευμένη πια ξανανθούσε μέσα από την Ένωση που μια μέρα θα απλωνόταν από το Αλγκάρβ μέχρι το Βλαδιβοστόκ κι από τη Γαύδο των εναλλακτικών μέχρι τα Σβάλμπαρντ των πολικών των αρκούδων (και ποιος τον γαμεί τον υπόλοιπο τον κόσμο στο κάτω κάτω: εμείς μόνο κι οι Αμερικάνοι).

Γενικά ήμασταν αλλού, δεν πηγαίναμε κάπου, αλλά κάπου ήμασταν κι αυτό ήταν αλλού και πέρα.

Η γενιά πριν από εμάς, δύσοσμη μέσα στην τσιγαρίλα των μεταμελειών της, περιέφερε όλο πένθος και καντήφλα

  • το ότι πίστεψε και μετά έπαψε να πιστεύει,
  • το ότι αγωνίστηκε αλλά δεν της έκατσε τίποτα,
  • το ότι οι ήρωές της ήταν και λίγο εγκληματίες και
  • το ότι τελικά οι παγκόσμιοι εγκληματίες τους οποίους μίσησε υπερείχαν σε καλλυντικά, αξεσουάρ, αμάξια κι ωραία ουίσκια (γιατί η γενιά πριν από τη δική μας μόνον ουίσκια ήξερε να πίνει).

Κι έτσι κι αλλιώς, μαλάκες ήταν η γενιά πριν από τη δική μας, αφού έγιναν σχεδόν σαν εκείνους που τάχα πολέμησαν: απολογητές της κάθε εξουσίας, φοβικοί πουριτανοί, θυμόσοφες κάρες που περιφρονούν όποιον σηκώνει κεφάλι γιατί (όπως κάθε γενιά που γερνάει) είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, καληνύχτα Κεμάλ, κι ότι όσο μεγαλώνεις πας δεξιά κτλ.

Εμείς πάλι, αν και σχεδόν εξισου μαλάκες, δεν θα γινόμασταν έτσι αλλά τι να κάνουμε που οι συνθήκες είναι αυτές που είναι και που επίκειται η μεγάλη αντικατάσταση της Ευρώπης μας από τους φτωχούς και τους τσακισμένους από την Ευρώπη μας· κι εντάξει καλός ο δικαιωματισμός αλλά οι Ρομά κλέβουν καλώδια (και να, τους λέω Ρομά, τι ζόρι τραβάτε;).

Επίσης η δική μας η γενιά δεν είχε και δεν έχει καμιά ανάγκη για ποίηση και ομορφιά και λυρισμό και χαρά και τρυφερότητα. Γιατί τι άλλο είναι τελικά όλες αυτές οι σάχλες παρά παραφράσεις του σεξ κι εμείς σεξ έχουμε ή δεν έχουμε: και στις δυο περιπτώσεις οι παραφράσεις περιττεύουν.

Η γενιά μου επίσης αντιπαθεί τις παπαριές και το μπούλσιτ, αν και έχει αναδειχθεί εξόχως πρόθυμη να καταναλώσει μπούλσιτ αν είναι συσκευασμένο στη μετριοπάθεια ή στον σολιψισμό, μετά και από το σχετικό ανμπόξινγκ, που το έμαθε από τους νεότερους.

Η γενιά μας βαριέται τους auteurs και τις ποιήτριες και τα αργά πλάνα αν δεν κρύβουν σαρκασμό, δεν θέλει να πάρει στα σοβαρτά την ψυχή της αλλά ούτε και την επιθυμία θέλει να παρει στα σοβαρά, ενώ την ελευθερία την νιώθει απλώς και μόνον σαν μια βδομάδα σε θέρετρο ή δέκα μέρες στο χωριό ή στο νησί ή στο Παρίσι για ψώνια.

Συνοπτικά θα έλεγα ότι η γενιά μου είναι μαλακισμένη, αλλά αν πρόκειται ποτέ να ενταχθεί σε θεατρικό μονόλογο αυτό το κείμενο καλό θα ήταν να μη λέω τέτοιες κουβέντες γιατί πάνω από όλα η γενιά μας αντιπαθεί τη βωμολοχία όσο αντιπαθεί και τα γουόκ πιτσιρίκια. Η γενιά μου απεχθάνεται τις βρισιές στην τέχνη όσο και αυτό που μέχρι το 2019 βλακωδώς αποκαλούσε «πολιτική ορθότητα».

Βασικά η γενιά μας θέλει να μπανίζει (και μέχρι εκεί) μπούτια και ψωλές και βυζιά και κωλάρες, πολλές φορές με το πρόσχημα υψηλών και αντικειμενικά απρόσωπων επιδιώξεων, αλλά δεν θέλει να τα ονομάζει: αυτά ανήκουν στον Αριστοφάνη, στη δεκαετία του ’50 και σε αυτά τα απς που μπαίνουν οι γενιές μετά από εμάς για να κάνουν σεξ. Σεξ σαν κι αυτό που εμείς κάνουμε ή δεν κάνουμε, ή και κάπως διαφορετικό.

Αλλά φυσικά, είπαμε: όλα αυτά είναι φουλ ανιαρά. Ωστόσο ίσως να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποια από τα παραπάνω κι άλλες γενιές εκτός από τη δική μου.

Υπανθυμίζω πάντως πως εμείς δεν ήμασταν από εδώ αν και μείναμε εδώ, κάποιοι εγκλωβισμένοι, και δεν είχαμε πουθενά να πάμε, προς κανέναν ορίζοντα και σε κανενός το μονοπάτι. Κι όσες κι όσοι από τη γενιά μας καγχάζουν ότι οι ίδιοι δεν ήταν έτσι γιατί ήταν οργανωμένοι και κινηματικοί και πάρα πολύ ενεργοί,

  • ω δέστε τους τώρα να παίζουν καρπαζιές για τη ναρκωμένη αριστερά,
  • ω δέστε τους αμήχανους στη ρητορική τους απαξίωση του καπιταλισμού, χωρίς όμως να μπορούν να υψώσουν ανάστημα,
  • ω δέστε τους να προσμένουν τον Ρώσο στρατιώτη και τον Κινέζο μπάτσο ή τον Ινδό επιχειρηματία (είναι μια κάποια λύσις),
  • ω αποστρέψτε το βλέμμα από εκείνους που εναγκαλίστηκαν την εξουσία και παριστάνουν τις αυθεντίες και σταυροφιλιούνται με τον φασισμό που φοράει γραβάτα.

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ή έτσι θα ‘θελα. Γεννήθηκα μέσα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, πριν υψωθεί το Πολυτεχνείο και αφού έριξαν τον Αλιέντε. Δεν είμαι από εδώ, είμαι ακόμα εδώ, όπως κι όλα τ’ άλλα: όπως τα αφήσαμε κι όπως τα ξέρουμε, ενώ η θερμοκρασία ανεβαίνει με τρόπο που δεν θέλουμε, ενώ ο κόσμος μας στεγνώνει.

Δώστε στον κόσμο αυτό που θέλει

Ελαφρώς λογοκριμένη εικόνα από το ρουμάνικο Orthodox Calendar.

Θυμάμαι το εξής από όταν ήμουν φοιτητής και διδασκόμουν θεωρία λογοτεχνίας:

Η καθηγήτρια μας εξηγούσε ότι κατά τον Λούκατς το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα είναι η περιγραφή. Η περιγραφή είναι ας πούμε το ζουμί του μυθιστορήματος κατά τον Λούκατς, αυτό που ζητάει ο κόσμος, και υποτίθεται πως ήταν εις γνώση των πεζογράφων της εποχής και γι’ αυτό ακριβώς απλώνουν την περιγραφή μέσα στο κείμενό τους όσο πιο εκτενώς μπορούν.

Εδώ θα πρόσθετα ότι γι’ αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα τείνει να μας κουράζει. Επίσης δεν ξέρω αν ο Λούκατς συζητάει το γεγονός ότι τα μυθιστορήματα της εποχής συνήθως δημοσιεύονταν αρχικά σε συνέχειες σε εφημερίδες, άρα έπρεπε κάπως ο συγγραφέας να γεμίσει τον χώρο που του δινόταν στη σελίδα.

Με δυο λόγια, κατά τον Λούκατς ο κόσμος περιμένει περιγραφή από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ζητάει περιγραφή, και οι μυθιστοριογράφοι υποκύπτουν σε αυτή την απαίτηση των αναγνωστών τους. Οι συγγραφείς λοιπόν συμμορφώνονται με τη ζήτηση και προσφέρουν περισσότερη περιγραφή: τοπία, φυσιογνωμίες, γεωγραφικές επισκοπήσεις, εσωτερικά σπιτιών και μεγάρων, κι άλλες φυσιογνωμίες κτλ.

Σε εκείνο το σημείο η καθηγήτριά μας σχολίαζε ότι αν το μυθιστόρημα είναι κατ’ εξοχήν κάτι είναι σίγουρα αφήγηση, οπότε θα περίμενε κανείς οι μυθιστοριογράφοι να δίνουν στο κοινό τους περισσότερη πλοκή πάρα περισσότερη περιγραφή (αυτά κατά το στοιχειώδες δίπολο μεταξύ περιγραφής κι αφήγησης). Τι να σας πω, δεν ξέρω.

Εκείνο που κράτησα από τον όλο σχολιασμό είναι ότι ένας δημιουργός ή κι ένα κίνημα προσφέρει στο κοινό του αυτό που το κοινό του θέλει από αυτόν. Ενίοτε αυτό που προσφέρει και που το κοινό του ζητάει όλο και περισσότερο καταλήγει τελικά να γίνει μανιέρα.

Το άνωθι ισχύει και για ολόκληρους οργανισμούς που απευθύνονται σε κοινό. Η Εκκλησία, για παράδειγμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας κατά τους 20 αιώνες ύπαρξης της κινήθηκε με παρόμοιους όρους. Αντίθετα με εμάς, που πλήττουμε αφόρητα στις ατελείωτες υπνωτικές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, αυτό που φαίνεται να επιθυμούσαν οι πιστοί για αιώνες από τη λειτουργική ζωή τους ήταν όσο το δυνατόν εκτενέστερες ακολουθίες.

Κι έτσι στην ορθόδοξη θεία λειτουργία δεήσεις επαναλαμβάνονται τρεις ή τέσσερις φορές (Ειρηνικά, Εκτενής κτλ.) χωρίς κάποια πραγματική θεολογική θεμελίωση, αν και εκ των υστέρων επινοήθηκαν θεολογικές προφάσεις για την επανάληψη αυτή. Ο βασικός ωστόσο σκοπός των δεήσεων αυτών είναι προφανώς να επεκτείνει τη διάρκεια της θείας λειτουργίας.

Γενικότερα, αν εξετάσει κανείς τις ορθόδοξες ακολουθίες (με τους Αιθίοπες να είναι οι πρωταθλητές παρεμπιπτόντως), περιέχουν κάθε λογής παραγεμίσματα και επαναλήψεις, ακριβώς γιατί για αιώνες αυτό ζητούσαν οι πιστοί από την εκκλησία τους: μακροσκελείς ακολουθίες. Στην εποχή μας, που όντως έχουμε και πιο ευχάριστα πράγματα να κάνουμε και πιο δημιουργικές ασχολίες (φρίξτε πιστοί!) με τις οποίες καταπιανόμαστε, κάτι τέτοιο φαίνεται παράλογο. Και ναι, το παρελθόν είναι ξένη χώρα ενώ είναι πάρα πολύ δύσκολο ανθρωπολογικά να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ ας πούμε 9ου και 15ο αιώνα ― μιλάμε για πολλά χρόνια.

Κάτι παρόμοιο γνωρίζουμε ότι συνέβη με τις νηστείες. Αρχικά η μόνη νηστεία ήταν η Σαρακοστή πριν το Πάσχα. Ωστόσο η εκκλησία μας θεώρησε σκόπιμο να θεσπίσει περισσότερες νηστείες, προφανώς γιατί το ζητούσαν οι πιστοί της. Έτσι λοιπόν προστέθηκε η νηστεία των Χριστουγέννων, αργότερα η νηστεία των Αποστόλων και τέλος η νηστεία της Παναγίας ― η οποία προφανώς είναι πολύ πιο προσφάτως νεωτερισμός. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στο ότι στην εβδομαδιαία νηστεία της Παρασκευής (θάνατος του Χριστού) προστέθηκε αυτή της Τετάρτης (προδοσία, λέει, του Χριστού), ενώ κάποιοι κύκλοι εσχάτως επισώρευσαν και τη νηστεία της Δευτέρας (λόγω αγγέλων, τάχα).

Και στις δυο περιπτώσεις, αυτά ήθελαν οι πιστοί, ή τέλος πάντων οι πιστοί που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν έναν θεσμό τόσο δυσκίνητο και αργοκίνητο στη συσσωρευμένη σοφία του περί την ηγεσία: διάρκεια στις ακολουθίες και περισσότερες μέρες νηστείας.

Σαν καταληκτικό και μάλλον κοινότοπο σχόλιο απλώς θα προσθέσω ότι ένας οργανισμός ή ένας δημιουργός δίνει στο κοινό του αυτό που ζητάει και τείνει να δίνει όλο και περισσότερο στο κοινό του από αυτό που το κοινό ζητάει.

Από την άλλη όμως το κοινό μαθαίνει να ζητάει περισσότερο από αυτό που τελικά επιλέγει να του δώσει ο εν λόγω οργανισμός ή ο δημιουργός. Άλλωστε κανένα κοινό δεν ζητάει μόνον ένα πράγμα. 

Για τη χρησιμότητα ποιητών και συγγραφέων

Όταν κάποιος είναι ποδοσφαιριστής ξέρουμε ότι μάλλον δεν θα μπορεί να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο μετά τα 40 ή τα 45 του. Η προσδοκία μας είναι ότι μέχρι τότε θα έχει βάλει κάποια χρήματα στην άκρη ώστε να μπορέσει να περάσει με άνεση την υπόλοιπη ζωή του.

Όταν κάποια ή κάποιος ασχολείται με την τέχνη, με την ποίηση ή με τη συγγραφή ενδεχομένως να μπορεί να συνεχίσει να θεραπεύει την τέχνη και τις απαιτήσεις της μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Εδώ το πρόβλημα είναι ότι αντίθετα με τους ποδοσφαιριστές, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη δεν μπορεί να έχουνε καμία προσδοκία ότι μεταξύ 16 και 40 θα έχουν βγάλει χρήματα, πολλώ μάλλον να έχουν βάλει χρήματα στην άκρη.

Σε έναν κόσμο στον οποίο η ενασχόληση με την τέχνη (και μάλιστα με την ποίηση ή με τη συγγραφή) αποτελεί μία μοναχική και κάπως εκκεντρική ενασχόληση, από ένα σημείο και μετά ο βιοπορισμός καθίσταται πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα.

Όσες κι όσοι γράφουν ή δημιουργούν αλλά δεν έχουν κάποιου είδους περιουσιακά ή κάποια «κανονική» δουλειά (και κακά τα ψέματα υπάρχουν τύποι και τρόποι δημιουργίας και συγγραφής που δεν μπορούν να συμβαδίσουν με μια κανονική δουλειά οκταώρου) ― και δεδομένου ότι η κοινωνία μας δεν φροντίζει να επιχορηγεί και να συνταξιοδοτεί συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες ― μία λύση είναι να φροντίσουν ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες να ξεπουληθούν νωρίς.

Αντιλαμβάνομαι ότι τα αντανακλαστικά πολλών τούς οδηγούν να καγχάσουν σ’ αυτό το σημείο γιατί ο νους τους πάει σε κρατικοδίαιτους καλλιτέχνες σοβιετικών προδιαγραφών. Θα τους αντιτείνω ότι αυτό που έχω εγώ κατά νου είναι το γερμανικό σχέδιο υποστήριξης όσων ασχολούνται με την τέχνη, που θέσπισε η καθόλου κομμουνίστρια Ανγκέλα Μέρκελ.

Βέβαια το θέμα είναι κατά πόσον το κράτος δεν επιθυμεί να ξεπουληθούν συγγραφείς ποιητές και καλλιτέχνες καθώς μεγαλώνουν και τελικά γερνούν.

Γιατί οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς είναι μεν άχρηστοι γενικώς, αλλά μπορεί να καταστούν πάρα πολύ χρήσιμοι μόλις μπορέσεις να τους εξαγοράσεις.

Λίγη σιωπή, όχι πολλή

Οι Αμερικάνοι, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου, μείον την καύλα και το μπονβιβεριλίκι, δυστυχώς, έχουν καλλιεργήσει έναν ανθρωπότυπο ο οποίος κυριαρχεί ανάμεσα τους χωρίς απαραίτητα να αποτελεί την πλειονότητα του αμερικανικού λαού.

Μιλάμε για τον υπερδραστήριο άνθρωπο με τα πάρα πολλά ενδιαφέροντα, ο οποίος όχι μόνο είναι πολυπράγμων και καταπιάνεται με ένα σωρό ζητήματα, χόμπι και δραστηριότητες, αλλά και που δεν μπορεί να σταματήσει στιγμή να μιλάει για όλα αυτά.

Μιλάμε για έναν ανθρωπότυπο στον οποίο υπάγονται μάλλον μορφωμένοι συνήθως άντρες αλλά και γυναίκες οι οποίοι έχουν μια καλή πανεπιστημιακή παιδεία και ταυτόχρονα δεν αντέχουν ή απλώς δεν στέργουν την σιωπή.

Μιλάμε για τους ανθρώπους που θα καθίσουν δίπλα σου σε ένα τραπέζι και οπωσδήποτε θα βρούν να σχολιάσουνε κάτι με αφορμή ό,τι τέλος πάντων μπορεί να δει κανείς σ’ ένα τραπέζι, ενώ όταν στερέψουν από αφορμές οπωσδήποτε θα θεωρήσουν σκόπιμο να ανοίξουν θεματικές συζητήσεις γύρω από ζητήματα ή περιστατικά τα οποία αφορούν κυρίως την ζωή τους

Δεδομένου ότι οι Αμερικάνοι για λόγους φοβικής ευγένειας αποφεύγουν τις συζητήσεις σε κοινωνικό επίπεδο όταν αυτές αφορούν τη θρησκεία, την πολιτική ή το σεξ, οι συζητήσεις αυτές καταλήγουν πολύ αμερικανοκεντρικές κι ανιαρά αυτοβιογραφικές.

Σκεφτόμουν χτες λοιπόν ότι ο συγκεκριμένος ανθρωποτύπος, ο πάντοτε δραστήριος πάντοτε ομιλητικός και πάντοτε να καταπιάνεται με κάτι, αυτός που αποκαλούμε πολυπράγμονα σαφώς συνδέεται ευθέως με την ηθική του καπιταλισμού.

Δεν είναι επιτρεπτό να σιωπάς, δεν είναι αποδεκτό να αδρανείς, δεν γίνεται να μην παράγεται κάποιου είδους ορατό έργο ανά πάσα στιγμή.

Όταν συναναστρέφομαι τέτοιους ανθρώπους ― και στη δουλειά μου έχουμε πάρα πολλούς τέτοιους ― νιώθω πολλές φορές ότι δεν έχουν αρκετό χώρο εντός τους ώστε να κυκλοφορεί και να αναπτύσσεται το συναίσθημα, η σκέψη και αυτό που λέμε στοχασμός ― αλλά κυρίως το συναίσθημα.

Συνεπώς οτιδήποτε παράγει ή γεννά ή δημιουργεί η σκέψη τους πρέπει αμέσως να εκτεθεί προς τα έξω σε κάποιο είδους ακροατήριο. Δεν υπάρχει buffer εντός τους, δεν διαθέτουν χώρο να κυκλοφορήσει και να ωριμάσει η σκέψη, η διάθεση, το συναίσθημα.

Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που λέμε oversharing, κάτι το οποίο τρέφει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όταν δεν καλλιεργείται συστηματικά από αυτά, είναι κάτι που μέσω των σοσιαλμήντια και της χρήσης τους ταυτίζεται με αυτό που λέμε αμερικανικό δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης: το να μιλάς ασταμάτητα για τη ζωή σου και να εκθέτεις διαρκώς τις σκέψεις σου χαρακτηρίζει πια όσους ανήκουμε στις λεγόμενες κοινωνίες WEIRD.

Ποτέ δεν υπήρξα λάτρης των γεροντάδων, των γκουρού ή έστω των σιωπηλών τύπων που περιμένουν να περάσει κι αυτό αλλά και να περάσουμε κι εμείς και οι ζωές μας.

Αποκηρύσσω και αποστρέφομαι όλους τους πράους, και επειδή είναι αμέτοχοι, ασκητές, κάτι σαδιστές παπάδες του Fleabag που απετάξαντο την ανάγκη και την τρυφερότητα, βουδιστές μοναχούς και Ολύμπιους διανοούμενους που ατενίζουν τον κόσμο με απάθεια, συμπόνια αλλά αδράνεια. Περιφρονώ και δεν υπολήπτομαι τους παραπάνω και όσους τους θαυμάζουν, καθώς περιμένουν να ολοκληρωθούν οι γενοκτονίες, οι σφαγές, οι τεχνητοί λιμοί και κάθε είδους εισβολές, ή γενικότερα ο αφανισμός της ζωής των αδυνάτων.

Από την άλλη όμως τίποτα δεν ωριμάζει και τίποτα εντός μας δεν ολοκληρώνεται αν δεν μεσολαβήσει η αδράνεια, αν δεν μεσολαβήσει σιωπή, αν δεν μεσολαβήσει αναστοχασμός, αν δεν μεσολαβήσει ένας σιωπηλός περίπατος ή ένα μοναχικό κολύμπι (για όσες κι όσους κολυμπάτε) ή μια μεγάλη βόλτα με το αμάξι (ή το άλογο ή ό,τι έχει ο καθένας μας).

Ούτε η σιωπή είναι λύση ούτε η αδράνεια λύνει τίποτα συνήθως. Είναι όμως αναγκαίες όπως είναι αναγκαίες οι παύσεις στη μουσική και όπως είναι αναγκαία τα καθόλου συναρπαστικά επαναληπτικά μοτίβα στην μουσική.

Οικόπεδο εθνικό

Πλατεία Ελευθερίας, Λευκωσία

 Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί πως ένας από τους βασικούς λόγους για να μισούμε τους Τούρκους, παρότι κατά τρία τέταρτα κατάγομαι από αυτό που σήμερα είναι Τουρκία, ήταν διότι οι Τουρκαλάδες μάς έφαγαν τη μισή Κύπρο.

Σκεφτόμουν τις προάλλες τη διαχρονικά πατερναλιστική στάση των Ελλαδιτών και της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο και στους Κύπριους αλλά και σε σχέση με το Κυπριακό.

Εν μέρει πρόκειται για τον πατερναλισμό του ανθρώπου της πόλης απέναντι στον επαρχιώτη αφού, κακά τα ψέματα, η Κύπρος είναι μια πολύ μεγάλη και αρκετά εύπορη επαρχία σε πολλά θέματα.

Από την άλλη φυσικά πρόκειται για τον πατερναλισμό της μητρόπολης απέναντι στην περιφέρεια, και μάλιστα μια περιφέρεια την οποία κατά καιρούς άνθρωποι όπως ο Σεφέρης έχουν εξιδανικεύσει μάλλον ψυχαναγκαστικά ως π.χ. την πραγματική καρδιά του ελληνισμού.

Κάτι που πάντως παραβλέπουμε συνήθως είναι πως από πολλές απόψεις η Κύπρος είναι πολύ πιο κοσμοπολίτικη μέσα στον θεότυφλο εθνικιστικό ρατσισμό της ή στον κοντόφθαλμο τοπικισμό της από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.

Τέλος κάτι το οποίο αδυνατούμε να καταλάβουμε στην Ελλάδα είναι ότι η Κύπρος βρίσκεται σε μεταποικιακή κατάσταση, ως πραγματική πρώην αποικία και γι’ αυτό με έναν τρόπο πολύ πιο σαφή και πολύ πιο παρόντα από όσο η μητέρα Ελλάδα ― η οποία βεβαίως επίσης έχει υποστεί αποικιοκρατικές πολιτικές και η οποία διαπραγματεύεται με αποικιακές ιδεολογίες.

Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι αυτό το «μας έφαγαν τη μισή Κύπρο», ωσάν η Κύπρος να ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μου ή της μητέρας Ελλάδας, απηχεί αυτό που πάρα πολύ εύστοχα είπε ο Σαββόπουλος ότι δεν είναι: «οικόπεδο εθνικό που το καταπατούνε».

Στ’ αλήθεια δεν νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει κανείς τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η Ελλάδα την Κύπρο τα τελευταία 70 χρόνια εάν δεν λάβει υπόψη του ακριβώς αυτή την εικόνα: της ιδιοκτησίας ενός οικοπέδου που ναι μεν βρίσκεται μακριά αλλά δεν παύει να μας ανήκει.

Η ιστορία λοιπόν της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο από το 1974 και μετά πάει κάπως έτσι:

Ξέρουμε ότι έχουμε ένα οικόπεδο ή κάτι χωράφια στο χωριό, για τα οποία μαθαίνουμε από κάποιον μακρινό ξάδερφό ότι τα καταπάτησε ο ντόπιος τσιφλικάς ή δεν ξέρω τι. Καθόμαστε λοιπόν και αναλογιζόμαστε αν αξίζει τον κόπο να πάμε να οδηγήσουμε (δεν έχει και τρένα πια) 5-6 ώρες μέχρι το χωριό για να ασχοληθούμε τελικά με κάτι ξερικά χωράφια πάνω στην πλαγιά, άσε που εκεί θα μπλέξουμε σε καβγάδες ή και σε συμπλοκές με τους μπράβους του τσιφλικά, ενώ από την άλλη φυσικά νιώθουμε την αδικία ενώ μας βιτσίζει στο φιλότιμο η ατιμία του να έχουν καταπατήσει τον κλήρο μας.

Είναι περιττό να υπογραμμίσει κάνεις πόσο στρεβλή και αντιπαραγωγική, εκτός από αυθάδικη και ηγεμονική, είναι αυτή η στάση. Πολλώ μάλλον που δεν είναι καθόλου σαφές σε ποιον ανήκει η Κύπρος, αφού αυτή τη στιγμή τουλάχιστον σίγουρα δεν ανήκει πουθενά.

Στους Ελληνοκύπριους, και ειδικά στους πρόσφυγες Ελληνοκύπριους και στους απογόνους τους, επουδενί δεν ανήκει· ούτε στους Τουρκοκύπριους ανήκει, δεδομένου ότι ακόμα και στον κατεχόμενο Βορρά δεν είναι ακριβώς αφέντες στο σπίτι τους.

Ούτε μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει ακόμα στη Βρετανία, παρότι βεβαίως οι δύο βάσεις που το Βασίλειο διατηρεί στο νησί είναι βρετανικό έδαφος και εκεί πέρα ό,τι θέλει κάνει: μέχρι και κλήση για υπερβολική ταχύτητα σου κόβει ή σε πάει αυτόφωρο σε τοπικό αγγλικό δικαστήριο.

Επίσης αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να πει ότι η Κύπρος ανήκει στις 10-20 ζάπλουτες ελληνοκυπριακές οικογένειες που έχουν αρκετή ισχύ για να διαφεντεύουν αυτό που ονομάζουμε Κυπριακή Δημοκρατία: και πάλι ο κατεχόμενος Βορράς βρίσκεται εκτός της αυθαίρετης δικαιοδοσίας τους. Παρόμοια ισχύουν και για τον σκοτεινό οργανισμό που λέγεται Εκκλησία της Κύπρου.

Από αυτή την άποψη, η Κύπρος είναι πολύ ενδιαφέρουσα: υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε επαρχία κάποιου άλλου κράτους, αλλά βεβαίως είναι νησί. Σαν νησί βρίσκεται κεντρικά τοποθετημένη στη Μέση Ανατολή αλλά ταυτόχρονα κείται στο περιθώριό της. Έχει πολλούς στρατούς (έξι ή εφτά) στο έδαφός της και απαρτίζεται από δύο κρατικές οντότητες, μία νόμιμη μία παράνομη, καμιά από τις οποίες όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαφεντεύει είτε ολόκληρο το νησί είτε καν τη δική της επικράτεια.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η Κύπρος είναι κάπως σαν μία Ταγγέρη: μια terra nullius, ένας τόπος κανενός. Παράλληλα, ή και επομένως, είναι τόπος πολλών: πλούσιων Ρώσων ολιγαρχών που εξασφάλισαν ευρωπαϊκά διαβατήρια, Ισραηλινών προνομιούχων που θέλουν να αποφύγουν την ταλαιπωρία του να ζουν σε εμπόλεμο κράτος, Αράβων λεφτάδων που στέκονται σε ένα προγεφύρωμα προς την Ευρώπη, Τούρκων πολιτικών που πήραν αυτό που ήθελαν και τώρα δεν ξέρουν τι να το κάνουν, Αμερικανών πολιτικών οι οποίοι θέλουν να τη διαφεντεύουν ενώ τυπικά δεν είναι σύμμαχοι της νόμιμης κυβέρνησης του νησιού, Βρετανών γενικώς που με εξαίρεση τις «Κυρίαρχες Βάσεις», την Πάφο, η οποία βρίσκεται υπό κατοχή Άγγλων συνταξιούχων, και την Αγιάναπα, όπου κολλάει ΣΜΝ και καλλιεργεί μελανώματα και κίρρωση η νεολαία της, δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρονται πια.

Εν ολίγοις η Κύπρος είναι ένας τόπος που ανήκει σε πολλούς λάθος ανθρώπους και αν μη τι άλλο δεν ανήκει στο λαό της. Τέλος, η Κύπρος είναι τόπος φτωχών μεταναστών, εποίκων νόμιμων και παράνομων ένθεν και ένθεν της Γραμμής, καθώς κι εκείνων των ελάχιστων προσφύγων που φτάνουν ζωντανοί μέχρι εδώ και δεν τους απελαύνουν μετά. Όσο πάντως κι αν σκούζουν οι ντόπιοι ρατσιστές, που πληθαίνουν όπως παντού, σε αυτούς κι αν δεν ανήκει αυτός ο τόπος.

Οικόπεδο πάντως δεν είναι.

Ακόμα ένα αϊσιχτίρι

Λοιπόν κοιτάξτε, τα πράγματα είναι απλά:

  • εφόσον η Δεξιά και τα μνημόνια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κατάφεραν να διώξουν όσους από μας έδιωξαν (μισό εκατομμύριο; παραπάνω; δεν ξέρω)·
  • εφόσον όσες κι όσοι έμειναν πίσω έχουν μαραζώσει φιβισμένοι χωρίς να ελπίζουν σε καμιά χαρά μελλοντική·
  • εφόσον αυτή τη στιγμή περίπου ένας στους πέντε Έλληνες στην Ελλάδα είναι άνω των 60 ετών και μάλλον δεν υπάρχει σχεδόν πια τίποτα και κανένας ή καμιά να τον περιθάλψει, να τον γιατροπορέψει, να τον γηροκομήσει·
  • εφόσον κανείς απ’ όσους φύγαμε δεν είναι τρελός να θέλει να επιστρέψει πίσω σ’ αυτό το αλώνι του Άδωνι Γεωργιάδη με τις τσιρίδες και τους οχετούς χυδαιότητας που ξερνάει ακαταπαύστως, όπου κυβερνάει ο Λιάγκας και ο Ευαγγελάτος και φυσικά ο Κυριάκος και όπου όλοι τους υποκρίνονται ότι έχουν φτιάξει ένα καταπληκτικό ευρωπαϊκό κράτος με καταπληκτική ποιότητα ζωής ― ενώ στην πραγματικότητα είμαστε αποικία χρέους και τουριστικός προορισμός

τουλάχιστον ανοίξτε τις πόρτες. Αφήστε να έρθουν όσοι μετανάστες και πρόσφυγες έχουν άγνοια κινδύνου και θέλουν να ζήσουν σε έναν τόπο χωρίς τσίπα και χωρίς τραίνα και χωρίς λεωφορεία, που πνίγεται και καίγεται εναλλάξ, αντί να τους θαλασσοπνίγετε στα μουλωχτά και να τους σκοτώνετε και να τους μαντρώνετε με φράχτες ή με δεν ξέρω τι στο διάλο υπάρχει για την προστασία του Φρουρίου Ευρώπη.

Τα πράγματα είναι απλά: έτσι κι αλλιώς δεν σκοπεύετε να ξαναφτιάξατε τη χώρα αλλά και να θέλετε να ξαναφτιάξατε τη χώρα δεν μπορείτε, μια κι αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είναι ηλικίας αρχαιότερης και από την Αποστασία του μπαμπά Μητσοτάκη και θα συνεχίσει να ψηφίζει Νέα Δημοκρατία ακόμα κι αν της Νέας Δημοκρατίας ηγείται ο Μπαρμπαμυτούσης, ο Περικλέτος ή και η μπάμπα-Γιάγκα ― κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα βέβαια.

Με δυο λόγια: δεν υπάρχει περίπτωση όσοι φύγαμε έξω να επιστρέψουμε, πάει αυτό. Και τώρα πια δεν θα επιστρέψουμε όχι μόνο λόγω των οικονομικών συνθηκών και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, κοινώς επειδή δεν θέλουμε να πεθάνουμε ύπτιοι σε κανα σπασμένο πεζοδρόμιο περιμένοντας να μας μαζέψει κάποιο (ιδιωτικό στην ανάγκη) ασθενοφόρο.

Δεν είναι λοιπόν μόνο λόγω των οικονομικών συνθηκών και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους που θα αφήσουμε την Ελλάδα να την τρέχουν οι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων και οι μιζολήπτες μεγάλοι και μικροί, άντε και τίποτα ηρωικές φιγούρες, είναι και λόγω του πολιτικού κλίματος που σταθερά διαμορφώνεται προς μία ουγγρική και εντέλει φασιστική κατεύθυνση.

Βαδίζουμε όλοι χάρη προς μια Ελλάδα όπου θα κυβερνάει το Προς την Νίκην, οι θεούσες, φασιστικές συμμορίες και λοιπά κατακάθια της καπιταλιστικής αντεπανάστασης (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους).

Αφήστε τουλάχιστον να έρχονται μετανάστες να δουλεύουν, μπας και πληρώνονται οι συντάξεις του ολοένα γηράσκοντός ελληνικού λαού. Πού και πού θα βγαίνει κανείς από αυτούς στο ΝΒΑ, σε Ολυμπιακούς, στη Γιουροβίζιον, στα Νόμπελ, στο Σάντανς και θα μιλάν οι κάθε λογής τηλεμπάτσοι και φασιστοφιλόλογοι και βασιλόφρονες ιεροκήρυκες για τους «της ημετέρας παιδείας μετέχοντες», θα ξεχνάμε τους Λοκμάν και τους χιλιάδες που λιώνουν στις φράουλες ή στις αμμοβολές ή που πέφτουν από τις σκαλωσιές ή που απλώς πάνε φριτέζα για να βγάλουμε τη μουνάρα στο σαλόνι να σερβίρει τους τουρίστες. Βέβαια τι Ολυμπιακοί και Σάντανς, καλύτερα ξεχάστε κάθε είδους μεγαλεία και τέτοια: το πολύ πολύ καναν ουρανοξύστη στο Ελληνικό· εντάξει και πολύ μάς είναι.

Οι πολλές ζωές αυτού που εδώ γνωρίζετε ως Sraosha

Τα πολλά άβαταρ του Βισνού, όχι του Σραόσα

to the child I lost replaced by fear

Είναι παράδοξο ότι όσο μεγαλώνει κανείς συνειδητοποιεί το εξής: πολλές φορές χρειάζεται να μας μιλήσουν οι άλλοι για τον εαυτό μας ώστε να τον καταλάβουμε. Πολλές φορές πτυχές του εαυτού μας οι οποίες φαίνονται στους άλλους βασικές ή προφανείς δεν μας είναι ορατές παρά μόνον αφού κάποιος από αυτούς τους άλλους τις επισημάνει και σε εμάς.

Στη δική μου περίπτωση, θυμάμαι ότι ήμουν φοιτητής όταν για πρώτη φορά μία Κινέζα συνάδελφος από τη Μαλαισία μού είπε πόσο ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος είμαι ― κάτι που ούτε είχα ξανακούσει ούτε και πίστεψα. Εικοσιέξι χρόνια μετά και πάρα πολύ πρόσφατα έμαθα από συνάδελφό μου ότι δουλεύω πάρα πολύ, πολύ όμως.

Εμένα πάντως αν με ρωτούσατε ή αν ψάχνατε προσεκτικά αυτό εδώ το μπλογκ, θα διαπιστώνατε ότι μέχρι τον Αύγουστο του 2024 θεωρούσα τον εαυτό μου τεμπέλη. Όσον αφορά την πεποίθησή μου ότι είμαι ασυμπάθιαστο αντικοινωνικό πλάσμα που βαραίνει τους γύρω του, χρειάστηκε επέμβαση ψι.

Η πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση των άλλων προς εμένα όμως προέρχεται όμως από δύο ανθρώπους οι οποίοι ούτε γνωρίζονται μεταξύ τους, ούτε έχουν στενή σχέση μ’ εμένα, ενώ δεν έχουν καν σαφή σχέση μεταξύ τους σαν χαρακτήρες ή ως προς τον τρόπο ζωής τους. Και οι δύο τους λοιπόν σε ανύποπτο χρόνο μου είπαν για τις πολλές ζωές αυτού που εδώ γνωρίζετε ως Sraosha.

Και φυσικά ο Sraosha από αυτό εδώ το μπλογκ δεν είναι πάρα μία από αυτές τις ζωές. Υπάρχει και ο Sraosha που κοινωνικοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· υπάρχει και ο Sraosha που κοινωνικοποιείται στον πραγματικό κόσμο ως Sraosha. Υπάρχει βεβαίως και ο άνθρωπος με το κατά κόσμον όνομα και τις δικές του ζωές, ο άνθρωπος του οποίου ο Sraosha δεν είναι παρά μία περσόνα εδώ και περίπου 20 χρόνια.

Βεβαίως η ύπαρξη πολλών ταυτοτήτων και ψευδωνύμων, ειδικά στη φουλ σχιζοειδή κατάσταση που δημιούργησαν τα σοσιαλμήντια λίγο μετά τις αρχές του αιώνα σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πολλές ζωές έτσι από μόνη της.

Οι πολλές ζωές ξεκινούν όταν κάθε περσόνα είναι κάτι διαφορετικό και κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα· όταν ίσως ζει κι αισθάνεται με σχετικά διαφορετικό τρόπο τα όποια δώρα και τις όποιες κακοτοπιές της δίνονται: όταν ζει τη δική της ξεχωριστή ζωή όπως της χαρίζεται. Μέχρι να μπορέσει το παιδί εντός να ξεχαντακωθεί και να σταθεί unafraid and alone.

Αισθηματίες, εισοδηματίες κι εμείς

Η φωτογραφία είναι της Pola Negri (1929).

Μπουχτισμένος από τη γενικευμένη κατρακύλα στον απροσμάχητο τρόμο και στον έξαλλο πουριτανισμό καθόμουν χτες κι ονειροπολούσα:

Should I fuck off to Ireland, find a place somewhere in the west? Spend my time staring at the sizable body of water that separates the World from North American frivolity and navel-gazing and South American melancholy and loneliness? Should I just renounce what has so far given me life force and mirth? Should I finally give up on urban geographies of joy and desire and creation and endless (sometimes aimless) walking?

Δηλαδή σκεφτείτε το: η Αθήνα είναι πια ακατάλληλη για καθημερινή ζωή, ελέω πολυ πραγματικών και πολύ πρακτικών αποφάσεων και παραλείψεων μιας πολύ πραγματικής και εντελώς εκλεγμένης εξουσίας, εθνικής και τοπικής και τοπικότερης. Οποιαδήποτε μικρότερη πόλη είναι ανυπόφορα μικρή, τακτοποιημένη και περιορισμένη για μένα· δεν περιμένω να συμφωνήσετε, ούτε να συμμεριστείτε, ούτε καν να καταλάβετε ― αλλά ο μάι γκοντ, δηλαδή.

Όσο για τις 5-6 πόλεις εκτός ελληνόφωνου χώρου στις οποίες ευχαρίστως θα μετακόμιζα; Ε, όπως και οι φαντασιώσεις περί ανεμοδαρμένης Ιρλανδίας, κάτι τέτοιες ταξιδιάρες κινήσεις απαιτούν να είσαι και εισοδηματίας εκτός από αισθηματίας. Γι’ αυτό άλλωστε και παραμένουν φαντασιώσεις: εν τοιαύτη περιπτώσει όχι π.χ. λόγω των συμβάσεων και των ταμπού κτλ. κάποιας κακούργας κοινωνίας αλλά γιατί, ως γνωστόν, όσοι ζουν το όνειρο μπορούν και να το χρηματοδοτήσουν.

Βεβαίως στον κόσμο που ζούμε, τα μικρά πικρά αδιέξοδά μας ελάχιστους συνανθρώπους μας αφορούν. Το έθεσαν πολύ ωραία οι Duran Duran:

Papers in the roadside tell of suffering and greed
Fear today, forgot tomorrow
Here beside the news of holy war and holy need
Ours is just a little sorrowed talk

Εντάξει, ποτέ δεν ήταν εύκολο να ξέρει κανείς τι να κάνει και σίγουρα στην εποχή μας είναι ακόμα πιο δύσκολο. Θα πρέπει όμως να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει καθένας από εμάς και καθεμία από εμάς: να αποτραβηχτεί μέσα στις οποίες φαντασιώσεις του·

  • είτε αυτές προσδοκούν κάποια μαγική επανάσταση στο μέλλον,
  • είτε προσκυνούν χαριρικά την τεχνολογία που θα τα διορθώσει όλα ως διά μαγείας,
  • είτε σαν κάτι παλιόγριες που περιμένουν τον Χάρο να τις γλυτώσει, αποζητούν το τέλος του κόσμου (ξέρετε, από την ΤΝ, από μετεωρίτη, από την κλιματική αλλαγή, από πυρηνικά…),
  • είτε αφορούν την «επιστροφή» σε κάποια αγροτοποιμενική ουτοπία, όπου όλα ήταν αγνά, ετεροκαθορισμένα και κάθαρά και όπου οι διαφορές φυσικά λύνονταν με πολύ αίμα και περισσότερη τιμωρία (ή κι αυτοδικία).

Νομίζω ότι διακρίνω ήδη το συγκαταβατικό μειδίαμα στα πρόσωπα κάποιων από όσους διαβάζουν ακόμα ένα ποστάκι μου, ενός ανθρώπου με πολλές μεν αλλά σταθερές εμμονές: αναγνωρίζω και το «καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα» και το «Να τος πάλι ο Σραόσα που πάλι μας καλεί να οργανωθούμε από τα κάτω και δεν ξέρω τι άλλο».

Σε αυτό το σημείο θα υπενθυμίσω κάτι πολύ σωστό που έγραψε πριν περίπου έναν χρόνο ο Όλιβερ Ντόχερτι: «ο μηδενισμός και η ηττοπάθεια είναι πολλές φορές ένα καταφύγιο διαθέσιμο μόνο στους προνομιούχους» (ναι, κάνω αυτοκριτική εδώ).

Συνεπώς όσοι είμαστε αισθηματίες αλλά όχι ιδιαιτέρως εισοδηματίες όντως κάπως πρέπει να συνταχθούμε ή να συμπαραταχθούμε ή να συνεννοηθούμε έστω. Και φυσικά αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους έκκληση στην παρούσα ελληνική συγκυρία για μία ενωμένη αριστερά και σάχλες τέτοιου τύπου, πάρα ακόμα μία έκκληση να οργανωθούμε κάπως για να κάνει ο καθένας και η καθεμία από μας ό,τι μπορεί.

Αυτό μπορεί να είναι από το να κάνει τέχνη ή να βγαίνει στους δρόμους ή, ακόμα ακόμα, να συνεχίσει να κάνει φασαρία. Σε έναν κόσμο όπου ο δημόσιος λόγος που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης είναι παραδομένος σε πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα (και με τη βούλα) είναι πολύ σημαντικό να ακούγονται φωνές εκτός πλαισίου, φωνές που ακριβώς αυτά τα Μέσα μεταχειρίζονται σαν να ήταν φασαρία.

Μιλώντας για τέχνη θα πω κάτι τελευταίο κι επικαιρικό: η Ορέστεια του Τερζόπουλου δημιούργησε περισσότερο πολιτικό λόγο και άνοιξε πολύ ενδιαφέρουσες πολιτικές συζητήσεις και αντιλογίες, χωρίς καν να ασχοληθεί κανείς με το πως διαλεκτικά συνομίλησε με πολιτικές συνειδήσεις, από όλο αυτό το κακοστημένο τσίρκο με κουρασμένους κλόουν, αμήχανους κομπάρσους και ψωριάρικα θηρία που ονομάζεται «ο αργός θάνατος του ΣΥΡΙΖΑ».

No saints, no heroes

Bob Carlos Clarke, από τη σειρά The Agony and the Ecstasy (1994)

Όταν συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που δεν έχουν κάνει τη ζωή μας ή που βρίσκονται έξω από τη σκήτη μας, δηλαδή τη σοσιαλμηντιακή ή πραγματική φούσκα μέσα στην οποία ζούμε τις ζωές μας, καλό είναι να θυμόμαστε αφενός ότι δεν μπορούν όλα τα άτομα να μετατοπιστούν από το βίωμά τους, ιδίως αν είναι ανελέητο, ώστε να αντιληφθούν τα βιώματα άλλων. Αφετέρου, οι άνθρωποι είμαστε αντιφατικοί και πρισματικοί και πάντως όχι όλο συνέπεια χαρακτήρες ηθικοπλαστικών έργων.

Το λέω αυτό έχοντας πλήρη επίγνωση ότι είναι αδύνατο να κοινωνικοποιηθούμε, να συναναστραφούμε, να αλληλοκατανοηθούμε και (αν γίνεται) να αγαπηθούμε εάν δεν μετακινηθούμε από το βίωμα μας ή και από το τραύμα μας. Αν μη τι άλλο, η μετατόπιση από αυτό που αυτάρεσκα αποκαλούμε «την αλήθεια μας» (μπρρ) είναι αναγκαία: αλλιώς καθόμαστε όλες κι όλοι, υπαρξιακά μαγκούφηδες, να κοιτάζουμε τον αφαλό μας και να αναμασούμε τις εμμονές μας, τις νευρώσεις μας και την ιστορία που λέμε στον εαυτό μας για τον εαυτό μας και για το παρελθόν του. Η μετατόπιση αυτή μπορεί είτε να είναι ενσυναισθητική στον χαρακτήρα της είτε να αποτελεί πνευματική άσκηση να βγούμε για λίγο από τον εαυτό μας, να πάμε πέρα από την αυτοθυματοποίηση και τον παραλογισμό της αυτοδικαίωσης, του virtue signalling και της αυτομαστίγωσης.

Στην τελική μάς ενδιαφέρουν τα ιδεώδη που ενσαρκώνουν οι άνθρωποι, όταν και αν τα ενσαρκώνουν και τον βαθμό που τα ενσαρκώνουν, και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι ως πάγκαλοι άγιοι κι ως πρότυπα. Ο άψογος και άμωμος άγιος που τον χαρακτηρίζουν μόνον αρετές, έτοιμος από καιρό και θαρραλέος, ο οποίος ορθοτομεί και ορθονοεί ανά πάσα στιγμή και σε κάθε συγκυρία, που είναι άμωμος και συνεπώς προσφέρεται για πλήρη ταύτιση μαζί του δεν είναι παρά μια προτεσταντική φαντασίωση του 19ου αιώνα.

Ο άψογος ήρωας με τον οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε είτε είναι η Παναγία είτε φάσμα των παλιών καλών καιρών που επινόησαν οι Ρομαντικοί στην ανάγκη τους να αντέξουν την τεχνολογία και την εκβιομηχάνιση (τη βία του καπιταλισμού στην πραγματικότητα, εξίσου αποτρόπαιας με της φεουδαρχίας αλλά πιο οργανωμένης ― όμως ας μην πλατειάζω).

Δεν γίνεται λοιπόν να αναζητούμε να ταυτιστούμε με ανθρώπους σώνει και καλά, μετατρέποντάς τους σε ήρωες, ούτε λ.χ. να θεωρούμε ότι ένα άτομο είναι δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο μόνο και μόνο επειδή σε κάποιες συγκυρίες και υπό συγκεκριμένες συνθήκες ύψωσε το ανάστημά του ή είπε κάτι σωστό. Όπως είπε και ο παππούς της γλωσσολογίας, που σύντομα αφρόνως θα αγιοποιηθεί κι αυτός «We shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas».

Εγκιβωτισμοί

Αυτόν τον πίνακα τον αγάπησα όταν ήμουν 19 χρονών υπό συνθήκες που σχεδόν συζήτησα πολύ παλιά πια. Αν ήμουν λίγο περισσότερο εστέτ και αρκετά πιο πλούσιος θα έλεγα ότι αξίζει να πάει κανείς στη Βιέννη μόνο και μόνο για να τον δει. Αλλά δεν είμαι παρά ο πτωχο-Σραόσα και θα τα πω όπως τα ένιωσα.

Στεκόμουν λοιπόν επιτέλους μπροστά στον πίνακα αυτόν, 31 χρόνια αφού με γήτεψε και με γοήτεψε η αναπαραγωγή του σε μια κάρτα από αυτές που πουλάνε στα πωλητήρια μουσείων. Η αλήθεια είναι είναι ότι όσο περισσότερο τον ατένιζα και τον παρακολουθούσα (οι πίνακες κινούνται, ως γνωστόν) και τον μπάνιζα αχόρταγα αλλά και με αιδημοσύνη, τόσο περισσότερο με συνάρπαζε αυτό που έβλεπα.

Πρώτον, ποιος ζωγραφίζει τη σκηνή; Σίγουρα όχι ο ζωγράφος που ζωγραφίζει την κοπέλα και που μας έχει γυρισμένη την πλάτη του. Ο ζωγράφος βρίσκεται εντός μιας ζωγραφιάς ενός ζωγράφου που δεν φαίνεται, ο οποίος οὔτε φαίνει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Εδώ δεν υπάρχουν καθρέφτες όπως στον Γάμο του Αρνολφίνι ή στις Meniñas: κάποιος ζωγράφος αναπαριστά έναν ζωγράφο αλλά ο μεν δεν φαίνεται ενώ ο δε ζωγραφίζει ένα μοντέλο που, μαθαίνουμε, φέρει τα διακριτικά της Μούσας της Ιστορίας.

Η οποία Μούσα (το μοντέλο δηλαδή) ποζάρει μπροστά στον χάρτη των Κάτω Χωρών όπως ήταν όλες μαζί πριν την Ειρήνη της Βεστφαλίας του 1648. Γιατί; Έπαθε αλυτρωτισμό ο Βερμέερ; Μάλλον όχι: οι Κάτω Χώρες είναι η πατρίδα της φλαμανδικής / ολλανδικής Αναγέννησης, της δόξας της βορειοευρωπαϊκής τέχνης.

Πιο απλά, ο πίνακας εγκιβωτίζει το ένα θέμα μέσα στο άλλο:

Χωρίς καθρέφτες και τεχνάσματα αναπαριστά την ζωγραφική (τον ζωγράφο που ποζάρει πλάτη) που αναπαριστά την ιστορία (το μοντέλο ως Κλειώ) που θα απαθανατίσει στο βιβλίο της την πατρίδα του (που αναπαριστά ο χάρτης), η οποία δοξάστηκε μέσω της ζωγραφικής.

Κι έτσι ο κύκλος κλείνει, το έργο εγκιβωτίζεται στον εαυτό του αλλά ο Βερμέερ παραμένει εκτός: χωρίς καθρέφτες και τέτοια.

Κοιτώντας λοιπόν δακρυσμένος το έργο, το πόση επιφάνειά του καταλαμβάνει μια κουρτίνα μια καρέκλα και κάτι υφάσματα, ένιωσα δυνατά όσο λίγες φορές πως η ανθρώπινη ζωή είναι πολύπλοκη γιατί επιδιώκουμε ταυτόχρονα και να προχωρούμε και διαρκώς να επιστρέφουμε.