Boktan

Την προηγούμενη δεκαετία αναρωτιόταν ο Talos / Τάλως πώς η Ουγγαρία και η Πολωνία κατάντησαν τόσο γρήγορα από χώρες δημιουργίας πολιτισμού να γίνουν εστίες βαρβαρότητας και οπισθοδρόμησης.

Η απάντηση δόθηκε από την κατρακύλα της Ελλάδας μετά το ’16.

Προκειμένου να κλείσει οριστικά την αριστερή παρένθεση (που δεν ήταν ακριβώς αριστερή και, ελπίζω, καθόλου παρένθεση) της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η Δεξιά επιστράτευσε τα Ουρούκ Χάι στις εφεδρείες της: τη γνωστή Οικογένεια.

Η Οικογένεια όντως χάρισε στη Δεξιά αυτό που ήθελε: τον κανιβαλισμό του πολιτικού συστήματος, την υποδούλωση του Τύπου (γατάκι Σαμαρά, πόσο πιο εύκολη θα ήταν η θητεία σου…), την αποκτήνωση των δημόσιων ηθών, την απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας και (πάνω απ’ όλα) την κουτάλα. Γιατί ας μη γελιόμαστε, δεν υπήρχε περίπτωση να χειροκροτάνε και να προσκυνάνε τον Πιθηκαλώπεκα οι νεοδημοκράτες αν δεν είχαν πάθει άγριο στερητικό λόγω έλλειψης κουτάλας, μήνες μόλις αφού ανέλαβε ο Σύριζα.

Η κουτάλα είναι η ζουζού και του λαϊκού και του τάχαμ αστού (…) δεξιού στην Ελλάδα: η ιδεολογία τους είναι ο βαθύς μαυραγοριτισμός.

Στην προσπάθειά της Οικογένειας να υποτάξουν και να απομυζήσουν οι στρατιές τους τα πάντα (με εμπροσθοφυλακή σύνταγμα πολυπληθών μετακλητών) διέθεταν ένα υπέροχο όπλο: την αποπληκτικής έντασης προπαγάνδα. Η προπαγάνδα αυτή βασίζεται στην αποσιώπηση και στην εν συνεχεία διατύπωση κάθε ζητήματος με όρους μνημονιακών διλημμάτων ― άλλωστε τα εκβιαστικά διλήμματα έχουν γενεαλογία που πάει μέχρι το «Καραμανλής ή τανκς».

Ας κάνουμε όμως λίγο ακόμα χαβαλέ με τον Πιθηκαλώπεκα και την απύθμενη αβελτηρία του, καλύτεροι ήταν οι άλλοι; Ειδικά εσείς, συντρόφια της πάρα πολύ πούρας υλικής πραγματικότητας, πείτε μας κι άλλο πόσο μαλακία είναι ο Σύριζας.

Γελοιογραφικές συγγένειες

Ένα από τα κάπως λησμονημένα έργα του Δημήτρη Χαντζόπουλου

Σχετικά με τις γελοιογραφίες του Πετρουλάκη και του Χαντζόπουλου εδώ και περίπου 15 χρόνια έχουν ειπωθεί αρκετά.

Η μεν γραμμή του Πετρουλάκη μάλλον θα ήθελε να ακολουθεί αυτή του μακαρίτη του Ιωάννου, ενώ οι μελανόμορφες συνθέσεις του Χαντζόπουλου επιτυγχάνουν την αποπροσωποποίηση των εχθρών αλλά και των ινδαλμάτων του, αφού οι χωρίς φυσιογνωμία μορφές του μετατρέπονται είτε σε καραγκιοζλίδικα μορμολύκεια (π.χ. Τσίπρας) είτε σε ανέκφραστα αρχέτυπα (π.χ Μητσοτάκης).

Και οι δύο αποτελούν ακόμα μια έκφραση της ελληνικής παλαιοκομμουνιστικής και παλαιοδεξιάς ρητορικής: αν κάποιος είναι κακός είναι κακός σε όλα. Η καταγωγή αυτής της ομογενοποίησης και γενίκευσης του κακού θυμίζει σοβιετικές καρικατούρες, αμερικανική υστερία του ’50 και, βεβαίως, κάτι κακάσχημους Εβραίους ως αρουραίους σε ασπρόμαυρα ζουρνάλ.

Κατά τους πολυτιμημένους σκιτσογράφους μας οι καταληψίες πρέπει να είναι και πουτινικοί, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι και ελαφρών ηθών, αν όχι το πολιτικό σκέλος της 17Ν και του Ρουβίκωνα, οι φοιτητές πρέπει να είναι και αυταρχικοί αν όχι πραξικοπηματίες. Ο Μητσοτάκης πατέρας δεν είναι παρά μια αρχοντική σκιά της οποίας ίσκιος είναι η Κρήτη (…) ― δείτε το πρώτο σχόλιο.

Όλα μπερδεύονται πικρά: ό,τι είναι κακό για τον μέσο Έλληνα συμφύρεται σε απρόσωπη μελανόμορφη φιγούρα στην περίπτωση του Χαντζόπουλου ή σε φευγαλέων γραμμών τρεμάμενο ανθρωπάκι στην περίπτωση του Πετρουλάκη.

Ο τόπος μας είναι κλειστός

Ανέκαθεν σε αυτόν τον τόπο η ζωή κάποιου κοστολογείται και ζυγίζεται ανάλογα με το πού ανήκει, με το τι κάνει στη ζωή και βεβαίως με το ποιανού είναι. Δεν ισχύει το «είμαστε όλοι άνθρωποι» όσο θα θέλαμε να ισχύει.

Ο Ζακ Κωστόπουλος και ο Νίκος Σαμπάνης, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, δεν είναι ίσα κι όμοια με άλλους αδικοσκοτωμένους συνομηλίκους τους.

Ανέκαθεν σε αυτόν τον τόπο η νεότητα περιφρονείται, οι νέοι μαντρώνονται και τα νιάτα λοιδωρούνται. Έτσι γίνεται στους αδρούς και κακοτράχαλους τόπους.

Ίσως για μια εποχή πιστέψαμε ότι η Ορθοδοξία, οι Νεοέλληνες Διαφωτιστές, η επιλεκτικά κατασκευασμένη Παράδοση, το λείμμα μιας ηρωικής αλλά παραστρατημένης τελικά Αριστεράς ήταν στιγμιαίες λάμψεις μιας άλλης, ανώτερης, σχεδόν ουράνιας Ελλάδας.

Στην πραγματικότητα όμως αυτός ο τόπος έχει ζήσει υπερβολικά πολλούς αιώνες μακριά από μεγάλους δρόμους, μεγάλες πόλεις και μεγάλα πνευματικά κέντρα. Η κληρονομιά μας είναι η σκόνη και η λάσπη μιας τραχειάς επαρχίας η οποία πασχίζει να ντυθεί ομορφιές και ήθη ενός ελληνικού κόσμου που υπάρχει κυρίως ως κείμενα.

Ειδική Ειρηνευτική Επιχείρηση

Korkma, sönmez bu şafaklarda yüzen al sancak.

Ακολουθεί πρόχειρη μετάφραση του διαγγέλματος του προέδρου Ερντογάν.

Συμπατριώτες μου,

απευθύνομαι σε εσάς, το φιλειρηνικό αλλά ατρόμητο τουρκικό έθνος σε τούτη την ιστορική συγκυρία με αίσθημα βαθειάς ευθύνης αλλά και περηφάνειας.

Στις 6:21 μμ ακριβώς απόψε ξεκίνησε η Ειδική Ειρηνευτική Επιχείρηση Ομέρ για την αποκατάσταση της ιστορικής τάξης στη Βαλκανική Χερσόνησο. Σκοπός μας είναι να επαναφέρουμε την ειρήνη έξω από το κατώφλι της Μεγάλης Πατρίδας μας και να συμμαζέψουμε επιτέλους το χάος αιώνων που δημιούργησε μερικά χιλιόμετρα έξω από την Ιστανμπούλ το καθεστώς της Ελλάδας.

Η επέμβασή μας δεν είναι καιροσκοπική παρά προσεκτικά σχεδιασμένη και με αίσθημα ιστορικής ευθύνης. Δεν πρόκειται για κατακτητικό πόλεμο, ούτε για εχθρική ενέργεια κατά του λαού της Ελλάδος. Απεναντίας, προσδοκούμε ότι ο ελληνικός λαός θα μας υποδεχτεί ως ελευθερωτές.

Αποστολή μας είναι να βάλουμε ένα τέλος στη γάγγραινα του εθνικισμού, γάγγραινα που οι Έλληνες εθνικιστές έφεραν στη βαλκανική χερσόνησο, προκαλώντας ανείπωτη δυστυχία και συμφορές στα 200 χρόνια ύπαρξης του προτεκτοράτου τους.

Οι Έλληνες (Yunan) έφεραν το μόλυσμα του εθνικού κράτους μέσα στην πολυεθνική και ειρηνική Οθωμανική αυτοκρατορία πριν δύο αιώνες. Μετάγγισαν από τη Δύση μολυσμένο αίμα, αυτό του ξενόφερτου εθνικισμού, στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ξεσήκωσαν και τους υπόλοιπους λαούς της περιοχής, εγκαινιάζοντας έναν ολόκληρο αιώνα πολέμων, συνωμοσιών και βίας, αιώνα που τερμάτισε θριαμβευτικά ο Ατατούρκ μια για πάντα το 1922.

Αντίθετα με τους Ρωμιούς (Rum), που μέχρι να παρασυρθούν από τον τυχοδιωκτισμό του ελληνικού κράτους αποτελούσαν αναπόσπαστο και πολύτιμο μέρος της μεγάλης οθωμανικής οικογένειας, οι Έλληνες και το τεχνητό κράτος τους πάντοτε αποτελούσαν το μακρύ χέρι των ξένων στην περιοχή μας, των Βρετανών αλλά και των Γάλλων και των Ρώσων, με τους οποίους ποτέ δεν έπαψαν να συνεργάζονται μυστικά.

Το κράτος τους, ένα προτεκτοράτο των Βρετανών που πέρασε στη δικαιοδοσία των Αμερικανών το 1946 στην οποία και παρέμεινε έκτοτε, αποτέλεσε σταθερά εστία ανωμαλίας, συνωμοσίας και έντασης. Οπλισμένοι μέχρι τα αυτιά και θρασείς μόνον πόλεμο, αναταραχή και επιβουλές κατά των γειτόνων τους έχουν να επιδείξουν: 1852, 1897, 1908, 1912, 1913, 1919. Η ιστορία του είναι ιστορία επιβουλών, κατακτήσεων, προσαρτήσεων, εξαπάτησης μέχρι και το 1947.

Στο μεταξύ το τεχνητό αυτό κράτος και η απάνθρωπη ιδεολογία του ενέπνευσαν τους εθνικισμούς των Βούλγαρων και των Σέρβων, με τις γνωστές συνέπειες· τις πιο πρόσφατες από αυτές οι παλιότεροι τις θυμόμαστε ακόμα, από τη δεκαετία του 1990.

Ούτε καν η Ήττα τους στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας δεν στάθηκε ικανή να τους συνετίσει: οι επιβουλές τους συνεχίστηκαν, πάντοτε υπό την προστασία των ξένων και των Ευρωπαίων αφεντάδων τους, μέχρι και το 1974.

Μέχρι σήμερα παραμένουν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Ενώ ο λαός τους πεινάει δαπανούν δισεκατομμύρια σε οπλισμό στραμμένο προς τις πόλεις μας στο Αιγαίο, το οποίο κρατούν πεισματικά δικό τους με το ναυτικό τους σαν φίμωτρο πάνω στις ακτές μας.

Συμπατριώτες μου,

δεν προσδοκούμε να κατακτήσουμε ολόκληρη την Ελλάδα. Σκοπός μας δεν είναι να κατακτήσουμε αλλά να ειρηνεύσουμε, όπως στην Κύπρο τον περασμένο αιώνα και στη Συρία πιο πρόσφατα.

Ήρθε η ώρα να ακρωτηριάσουμε το μολυσμένο από τον εθνικισμό και ξενοδουλία άκρο της Βαλκανικής, να επαναφέρουμε τη γειτονιά μας στην πολυεθνική κατάσταση που βρισκόταν πριν την μολύνει η ξενόφερτη ιδεολογία που βρίσκεται στη σάπια καρδιά του ελληνικού κράτους από τον καιρό της ίδρυσής του.

Θα χτίσουμε μαζί με τα υγιή στοιχεία του ελληνικού λαού μια Ελλάδα αποστρατικοποιημένη, καθαρή από τον εθνικισμό, που δεν θα είναι πράκτορας των ξένων στην περιοχή

Ζήτω ο Ατατούρκ. Ζήτω ο Τουρκικός Στρατός. Ειρήνη στην πατρίδα, ειρήνη στον κόσμο.

We don’t talk about Putin, no no no

Και καλά να μη θέλουν οι αδερφοί Κύπριοι να σεκλετίσουν τον Πούτιν, το καταλαβαίνω: προγεφύρωμα του ρωσικού κεφαλαίου στην ΕΕ είναι η χώρα τους, χαβιάρι ταΐζει ο Μεγαλορώσος τις ελίτ τους (έτσι μαθαίνω). Στην Ελλάδα γιατί τόση μέριμνα μη θίξουμε τον εισβολέα;

Γενικά, βλέπω κάτι υποχείρια της Πρεσβείας να κορυβαντιούν τώρα που επιτέλους ο εισβολέας δεν είναι το αφεντικό τους· βλέπω και κάτι ντεμέκ αντιμπεριαλιστές που έχουν πάθει άνοια και νομίζουν ότι βγήκε ο Ζούκοφ παγανιά και σαρώνει τα ναζίδια.

Άσε δε κάτι φασαίοι, που τον έπαιζαν με Κούρδισσες μαχήτριες και YPG / YPJ, που μας λένε τώρα ότι η ειρήνη είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Θα αυτοκτονήσω με μακαρονάδες πριν μπει το αλεύρι στο δελτίο.

Όχι Amadeus, ούτε Σαλιέρι, αλλά Franz Xaver Süssmayr

στον Κωνσταντίνο Πουλή, γι’ αυτό εδώ

Το θεατρικό του Πίτερ Σέφερ Αμαντέους, που έγινε ταινία από τον Μίλος Φόρμαν, διέσυρε για πάντα τον καλό άνθρωπο και άξιο συνθέτη Σαλιέρι: ένας φίλος του Μότσαρτ μεταμορφώθηκε μυθοπλαστικά στον δήμιό του και μάλλον έτσι θα παραμείνει για τους πολλούς.

Η μανία με τον Μότσαρτ δεν ξεκινάει βεβαίως με το Αμαντέους. Η εκστατική λατρεία της μεγαλύτερης μουσικής ιδιοφυίας που δεν είχε την ατυχία να γεννηθεί μέσα στην πείνα ή να τη θερίσει ο πόλεμος ή να την αφανίσει κάποιο μεγάλο συλλογικό γενοκτόνικο όραμα χρονολογείται από τον καιρό που βρισκόταν εν ζωή.

Ωστόσο το Αμαντέους ως έργο είναι τέκνο της εποχής μας, μιας εποχής που εκστασιάζεται με τις «νησίδες αριστείας» και με τη λάμψη της επιτυχίας. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ αναδεικνύεται από τον Σέφερ σε έμβλημα της φυσικής ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, και δη της μόνης αδιαμφισβήτητης: αυτής του ταλέντου. Το έμβλημα αυτό εμβαπτίζεται στον κοινό τόπο του 19ου αιώνα ότι η μεγαλοφυία συνοδεύεται από τρέλα, μισανθρωπία ή, όπως στην περίπτωση του ήρωα του Σέφερ, από επιπολαιότητα και από χυδαιότητα χαρακτήρα.

Ο Σαλιέρι δεν είναι λοιπόν παρά ο φθονερός μέτριος ο οποίος καίγεται από τη λάμψη της μεγαλοφυίας που προσεγγίζει, όπως πέφτουν τα κουνούπια στη φλόγα.

Το δίπολο Μότσαρτ-(πλαστός) Σαλιέρι είναι πια κοινός τόπος το ίδιο. Ένας Σαλιέρι θα πρέπει να ελπίζει να μην είναι τόσο άτυχος όσο το να βρεθεί σύγχρονος ενός Μότσαρτ. Αν όμως είναι τόσο άτυχος μπορεί να διαλέξει τον φθόνο για τον Αμαντέους ή (όπως είναι η χαρακτηριστική σκηνή στο έργο) να γίνει γραμματέας του καταγράφοντας το Confutatis.

Αυτά όσον αφορά την ιδεολογία της αριστείας που, λέει, είτε θα υπηρετούμε είτε θα φθονούμε ματαίως.

Μιλώντας όμως για το Requiem, που το υπεραγαπώ, ας μιλήσουμε για τον Franz Xaver Süssmayr. Μαθητής του Μότσαρτ, είναι ο συν-συνθέτης του έργου. Όπως και για τόσα άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν με τον Μότσαρτ, έτσι κι εδώ υπάρχει πολλή φιλολογία, ιδίως στο σε ποιον βαθμό ακολούθησε οδηγίες του δασκάλου του και σε σε ποιον βαθμό αυτοσχεδίασε κι αυτενέργησε. Παλιότερα έλεγαν ότι μέχρι και η Lacrimosa είναι του Μότσαρτ ενώ τα υπόλοιπα σύνθεση του Συσμάγιερ, άλλοι έλεγαν ότι και για τα υπόλοιπα είχε αφήσει σημειώσεις ο Μότσαρτ κτλ.

Αν λοιπόν έγραφα κάτι μυθοπλαστικό για τον Μότσαρτ δεν θα τον έβαζα να φθονείται από κάποιον Σαλιέρι. Απεναντίας θα τον έβαζα να καθοδηγεί από το κρεβάτι του πόνου τον Συσμάγιερ για να γράψουν μαζί κάτι σαν κι αυτό το υπέροχο Domine Jesu Christe.

Εκεί όπου η εποχή θέλει να πακτώσει τον βράχο της μοναχικής αριστείας που τη χτυπάνε μάταια τα σαλιέρικα κύματα, εγώ θα έλεγα την ιστορία ενός πάρα πολύ τυχερού μαθητή που είχε το προνόμιο να συνθέσει κάτι μαζί με τον ανεπανάληπτο δάσκαλό του, να συνθέσει κάτι που πάει και λίγο παραπέρα από τις τυχόν ευκολίες τις οποίες παρείχαν στον Μότσαρτ το ταλέντο και η πείρα του.

Θα διάλεγα να μιλήσω για τη μοναδική ευτυχία και για το αδιανόητο προνόμιο να έχεις συνθέσει κάτι μαζί με μια μεγάλη μορφή, να έχεις υπάρξει συνεργάτης και μαθητής.

Θα υπαινισσόμουν το πώς η αλληλουχία μαθητών και δασκάλων οικοδομεί τη μεγάλη τέχνη και τη μεγάλη επιστήμη: σκεφτείτε τη διαλεκτική αλληλουχία Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ· σκεφτείτε τη μεγάλη κοινότητα που ξαναθεμελίωσε εκ βάθρων τη Φυσική τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του εικοστού αιώνα· αναλογιστείτε πού θα βρισκόμασταν χωρίς τις κάθε λογής Σχολές, αν κάθε Αμαντέους του κόσμου τούτου στεκόταν μοναχικός κι ανυπέρβλητος μα τελικά στείρος κι ατελέσφορος πάνω στη νησίδα της ατομικής αριστείας του.

Θα ονόμαζα το έργο Franz Xaver Süssmayr ή ο Μαθητής.

Μια παλιά ιστορία

Ας πούμε μια ιστορία:

Νεαρό κράτος ιδρύεται το έτος 0. Το νεαρό κράτος βρίσκεται πολύ κοντά σε Μεγάλη Δύναμη ενώ στα εδάφη του ζει μειονότητα της Μεγάλης Δύναμης. Η Μεγάλη Δύναμη εποφθαλμιά το νεαρό κράτος.

Το έτος 3 ένοπλες ομάδες με την ανοχή του νεαρού κράτους τρομοκρατούν, εκτοπίζουν και σφαγιάζουν μέλη της μειονότητας της Μεγάλης Δύναμης. Η Μεγάλη Δύναμη πάει να αντιδράσει αλλά τη μαζεύει το ΝΑΤΟ, στο οποίο πάντως το νεαρό κράτος δεν ανήκει.

Το έτος 4 τα μέλη της μειονότητας ιδρύουν αυτόνομες οντότητες και αποχωρούν από τα θεσμικά όργανα του νεαρού κράτους.

Κύκλοι προσκείμενοι στις ένοπλες ομάδες εξακολουθούν ωστόσο να σχεδιάζουν να ξεφορτωθούν ή να καθυποτάξουν τη μειονότητα: με υποστήριξη Μακρινής Δύναμης και με την ενθάρρυνση του ΝΑΤΟ στήνουν πραξικόπημα το έτος 14.

Με πρόσχημα το πραξικόπημα εισβάλλει αμέσως η Μεγάλη Δύναμη. Το ΝΑΤΟ (σχεδόν) καταδικάζει αλλά δεν στέργει να αναμιχθεί. Συμφωνείται ανακωχή αλλά οι ένοπλες ομάδες που λέγαμε σφαγιάζουν μέλη της μειονότητας.

Με πρόσχημα τις νέες σφαγές, η Μεγάλη Δύναμη ολοκληρώνει την εισβολή της και διχοτομεί το νεαρό κράτος. Η διχοτόμηση τελικά ανακηρύσσεται το έτος 23 και παγιώνεται το έτος 44.

Ποιος έδωσε αφορμή για να γίνει η εισβολή; Εύκολο.

Ποιος πλήρωσε την εισβολή; Ο μη-μειονοτικός αλλά και ο μειονοτικός λαός του νεαρού κράτους.

Σημασία έχει να μην τον παίρνεις

Κάτι που είναι γνωστό, σχεδόν κοινότοπο, σε όσους ασχολούνται με την Κοινωνική Θεωρία αλλά μάλλον όχι σε πολλά μέλη του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος είναι και το εξής: αν είσαι άντρας, παραδοσιακά το στίγμα δεν είναι να πηγαίνεις με άντρες, αλλά να τον παίρνεις.

Ναι, το θέτω με όρους καφενείου και γυναικείων ψιθύρων στην κουζίνα, με όρους ενός αξιακού συστήματος που ονομάζω αγροτοποιμενικό και που κάθε άλλο έχει πεθάνει: ίσα ίσα το αξιακό αυτό σύστημα π.χ. δικαιολογεί και εξορθολογίζει τις γυναικοκτονίες του καιρού μας.

Θυμάμαι όταν ήμουν Γ’ Λυκείου το 1990 κάποιος στο φροντιστήριο είχε πει ότι ο Κεμάλ ήταν αδερφή. «Όχι, ίσα ίσα», τον διέκοψε ο συμπαθέστατος το πολύ τριαντάρης αλλά ήδη μπαρμπαριστερός καθηγητής, «ο Κεμάλ ήταν υπεράντρας». Επειδή σε αθηναϊκό φροντιστήριο τότε δεν έλεγες «πήδαγε», μας εξήγησε με τις κατάλληλες περιφράσεις ότι πήδαγε και γυναίκες και άντρες. Ο Κεμάλ σαφώς δεν τον έπαιρνε λοιπόν, όλα κι όλα.

Με είχε ξενίσει πολύ αυτό. Δηλαδή κάποιος με διαθέσεις όπως αυτή που τότε διαισθανόμουν ότι θα μπορούσε να είναι η δική μου ερωτική διάθεση όχι μόνο δεν είναι αδερφή, αλλά χαρακτηρίζεται ως υπεράντρας. Και μάλιστα άντρας σαν τον Κεμάλ, που ήταν και ομορφάντρας, αντίθετα με εμένα που ήμουν σαν ευχούλης με αφάνα.

Βεβαίως τότε είχαμε Πέτρο Κωστόπουλο στην Ελλάδα και ήταν γενικώς τρομερό κι απαράδεκτο να είσαι άντρας και να μη σε καυλώνουν οι γυναίκες, πρόβλημα που πάντως δεν είχα. Βεβαίως δεν μας πέρναγε τότε από το μυαλό ότι οι περισσότεροι μπάι άντρες δεν είναι κομπρεσέρ που απλώς στοκάρουν τρύπες (κάτι που ήταν οκέι όμως), ούτε ότι πολλοί στρέιτ άντρες θέλουν να τον παίρνουν από γυναίκες (κάτι που δεν ήταν οκέι).

Πολλά σημερινά δεκαφτάχρονα παιδιά θα ρίξουν άφθονο γέλιο με την απλοϊκότητα και τη μονολιθικότητα, την ανόθευτη καφρίλα, του πώς σκεφτόμασταν τότε και με την πλήρη αφάνεια και απαξίωση του μπάι προσανατολισμού. Όμως έτσι ήταν. Και εν πολλοίς ακόμη έτσι είναι: αν είσαι άντρας το πρόβλημα είναι να τον παίρνεις, τα υπόλοιπα είναι γούστα. Όπως λέει κι ο τραμπούκος στο Πρόστιμο του Μπόγρη: «Γυναίκες και πούστηδες, τα δυο χειρότερα είδη».

Και τελικά τίποτε από αυτά δεν είναι αστείο: είτε είσαι γυναίκα κι απαξιώνεσαι ή ξεφτιλίζεσαι επειδή τον παίρνεις ενώ άμα λάχει σε σκοτώνουν επειδή τον παίρνεις όσο θες· είτε είσαι άντρας και ζεις στη χλεύη επειδή τον παίρνεις· είτε είσαι μη-δυαδικό άτομο οπότε, «δεν μπορεί θα τον παίρνεις».

Όσο κι αν γελάτε οι των ψυχαναλυτικών και συναφών προσεγγίσεων, σημασία έχει να απαλλαγούμε από τη φρεναπάτη ότι ο φαλλός είναι όπλο και η διείσδυση βία. Θέλω να πω, τι διάολο, κανείς και καμμιά από δαύτους δεν έχει χύσει έτσι στη ζωή του;

Ιερά Λείψανα

Σε έναν τόπο όπου αποξηραμένα λείψανα μουμιοποιημένων ανθρώπων εκτίθενται μέσα σε γυάλινες προθήκες σαν άφθαρτα σκηνώματα αγίων, το σεπτότερο λείψανο είναι το ΚΚΕ.

Μιλάμε για το Κόμμα, το οποίο από το 2010 και μετά έχει επιλέξει να μην κάνει τίποτε ακριβώς επειδή δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Στις κινηματικές κι εξεγερτικές τάσεις μεταξύ 2010 και 2015 απαντούσε με ένα «δεν θα γίνουμε σαν αριστεριστές, για τ’ όνομα του Λένιν!» και φρόντιζε να κάνει πέρα τους παλαβούς αναρχικούς κτλ. κρατώντας τα μπόσικα.

Το ’15 αρνήθηκε να συγκυβέρνησει με τον ΣΥΡΙΖΑ· και βεβαίως το 2022 έχει να μας λέει δικαιωμένο πως ορθώς έπραξε, αφού τελικά φάνηκε τι σούργελα και ρεφόρμες ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτιέται βεβαίως κανείς πώς θα ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα σήμερα αν αντί από τον Πάνο Καμμένο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγκαστεί να κυβερνήσει υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ, ή έστω με την ανοχή του ΚΚΕ, όπως κάνουν κάτι σύντροφοι την Ιβηρική. Σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε το αριστερό Υπερεγώ κάθε κνίτη, το Κόμμα, να τον κατατρύχει διαρκώς, άσε που θα είχε ανάγκη τις έδρες του.

Ναι ίσως να μην πήγαινε καλά το εγχείρημα, ναι ίσως θα κατέρρεε μια τέτοια κυβέρνηση αλλά νομίζω ότι κάπως αλλιώς θα ήταν τα πράγματα τώρα, αν ενδεχομένως είχε περάσει από το Υπουργείο Εργασίας στέλεχος του Περισσού λ.χ.

Βεβαίως το ΚΚΕ δεν αποτόλμησε τέτοια αποκοτιά, άλλωστε την αποκοτιά την έκανε το 1989 για λόγους σαφώς λιγότερο σοβαρούς από αυτούς που συνέτρεχαν το 2015 και οι οποίοι μάς απασχολούν και σήμερα και για δεκαετίες ακόμα.

Βεβαίως το ΚΚΕ δεν είναι οπορτούνες, το ΚΚΕ έχει ιστορία· πλην όμως έχει ιστορία όπως η μάνα μας η ελληνίδα: το ΚΚΕ είναι άσπιλο, αμόλυντο, άμωμο. Δεν ήταν δυνατόν να έχει συμμετάσχει σε κυβέρνηση από την οποία θα αναγκαζόταν λόγου χάρη να αποχωρήσει, ακριβώς όπως η ελληνίδα η μάνα δεν μπορεί να είναι ερωτικό υποκείμενο εκτός μητρότητας. Πάνω κάτω τα έχει πει ο σφος Φαράκος αυτά.

Το ΚΚΕ είναι σεπτό: άσπιλο, αμόλυντο, άμωμο. Συνεπώς πρέπει να παραμείνει εκεί στο 5% άφθαρτο, άλιωτο, ανέγγιχτο και να περιμένει πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες, πότε θα εξαθλιωθεί κι άλλο ο κόσμος, πότε θα εξανδραποδιστούμε σε σημείο θραύσης, ακόμα περισσότερο πότε θα ξεφτιλιστούν ακόμα περισσότερο οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας που το ΚΚΕ περιφρουρεί. Τότε θα κάνει τη σοσιαλιστική επανάσταση, είτε τοπικά είτε παγκόσμια, εξαρτάται από το ποια τάση θα επικρατεί τότε στην Κεντρική Επιτροπή.

Το σημαντικό είναι να μην κακολογούμε του ΚΚΕ, το οποίο μαζί με την Εκκλησία, τον Στρατό και τη μάνα μας αποτελούν τοτέμ.

Καλύτερα από απλή μάνα, το Κόμμα, όπως η συνομήλική του βασίλισσα Ελισάβετ, έχει εμπεδώσει και έχει τελειοποιήσει την τέχνη του να μην κάνεις τίποτα ακόμα και όταν στην κοινωνία γίνεται κακός χαμός: το σημαντικό είναι να μην προδώσει το ΚΚΕ την ιστορία του, τουλάχιστον όχι περισσότερο από όσο την έχει προδώσει ― όμως ας μην τα λέμε τώρα τα γνωστά, για τα οποία άλλωστε έχει κάνει την αυτοκριτική του.

Το κεφαλαιώδες είναι να μην φθαρεί το ΚΚΕ, να μη σπιλωθεί, να μη μολευτεί το όνομα του κι η φήμη του, όπως η βασίλισσα της Αγγλίας ― εξίσου μουμιοποιημένο, εξίσου αδρανές και εξίσου σεπτό βεβαίως. Πρέπει να συνεχίσει να καρπώνεται τη δόξα κάθε Πελετίδη και κάθε πύρινου Παφίλη, ενώ η Κεντρική Επιτροπή περιμένει την Επανάσταση φορώντας τα γάντια της και χωρίς να λερώνει τα χέρια της με συγκυρίες που δεν είναι απεργιακού χαρακτήρα.

Άλλωστε χωρίς Κεντρική Επιτροπή τι είμαστε παρά μέρος αυτής της Αριστεράς της πλάκας, που είτε σεχταρίζει είτε ψήφισε μνημόνια και που γενικά δεν ξέρει τι της γίνεται.

Δεν είναι όλα ίνσταγκραμ, μωρό μου

Eva της Margherita Loba Amadio

Μεγάλωσα σε έναν κόσμο στον οποίο, ναι, υπήρχαν σωματικές ατέλειες και στον οποίο ήταν σχεδόν αποδεκτό και πάντως ανθρώπινο να υπάρχουν ατέλειες.

Κάποιοι είχαν άσχημες μύτες και πεταχτά αυτιά (εγώ ακόμα έχω)· δεν ήταν όλα τα φρύδια βγαλμένα στην εντέλεια, ακόμα και αν κοσμούσαν πρόσωπα ηθοποιών ή μοντέλων σε εξώφυλλα· δεν ήταν αιτία αυτοχειρίας η κυτταρίτιδα· ακόμα και στην τηλεόραση ξέφευγαν δυο-τρεις τούφες ή τίποτα ρυτίδες· δεν ήταν κάθε μακιγιάζ διαρκώς τέλειο ― και ούτω καθεξής.

Η κομψότητα και η καθαριότητα ήταν αρετές και απαραίτητες αρετές αλλά (σχεδόν) κανείς δεν είχε απαίτηση από κανέναν να συμμορφώνεται σε ινσταγκραμικών προδιαγραφών πρότυπα τελειότητας για το τι είναι θηλυκό και για το τι είναι αρσενικό ή για το πώς πρέπει να φαίνεται κάποια ή κάποιος για να μπορεί να ξεμυτίσει στον κόσμο: πιο απλά, ήταν μάλλον ευκολότερο να ξεμυτίσεις στον κόσμο, ή έστω εκεί όπου θα σε έβλεπε ο κόσμος.

Με τίποτα δεν εξιδανικεύω έναν κόσμο που έτρωγαν όλοι κυρίως άμυλο, γιατί ήταν φτηνό, προτού πέσουν με τα μούτρα στο κρέας τη δεκαετία του ’80 ― φτιάχνοντας κατά συνέπεια αντίστοιχα σώματα. Δεν νοσταλγώ την πανταχού παρούσα τσιγαρίλα που διαπότιζε τα πάντα (τι σιχαμερό κι αναπόφευκτο μαρτύριο!), ούτε τα εντελώς αγύμναστα σώματα γυναικών που έλιωναν στην καρέκλα ή στην ορθοστασία και αντρών που ήταν βαθιά ικανοποιημένοι με την υπερφυσική μπάκα τους. Σχετικά με το τελευταίο θυμάμαι κουβέντες που φυσικά αναπαρήγαν την αρσενική ματιά για το πόσο χάλια και πισώβαρες ήταν οι Ελληνίδες «αντίθετα με τις ξένες», οι Ελληνίδες του νοικοκυριού και της σκληρής εργασίας που δεν έπρεπε να βγαίνουν από το σπίτι μόνες χωρίς λόγο.

Θυμάμαι όμως να μπορεί να κυκλοφορεί και κάποια γυναίκα που (όπως έλεγαν τότε) είναι «αντρογυναίκα» και κάποια που δεν ντυνόταν απαραιτήτως έτσι όπως θα έπρεπε π.χ. σήμερα με βάση τον σωματότυπο, την αύρα και την κατάσταση των τσάκρα της. Σχόλια θα γίνονταν και ο δρόμος ήταν αρένα διαρκούς σχολιασμού, συστηματικής παρενόχλησης, αδιανόητης για εμάς κακοποίησης και προς καθένα άσχημο ή ανάπηρο και προς τις γυναίκες και προς τους «θηλυπρεπείς» άντρες και προς τις τρανς γυναίκες (άλλες κατηγορίες δεν νομίζω να υπήρχαν τότε).

Επαναλαμβάνω όμως: δεν υπήρχε καμμία προϋπόθεση να είσαι τέλειος. Και η αφορμή που το λέω είναι ακριβώς οι τρανς γυναίκες και η αγωνία τους για το passing. Και με ενδιαφέρει αυτό το θέμα από τη σκοπιά μιας κοινωνίας η οποία θέλει να επιβάλει αυτό που χαλαρά περιέγραψα ως πρότυπα ινσταγκραμικής αυστηρότητας διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσδοκίες μας για το πώς πρέπει να δείχνει μια γυναίκα.

Τα πρότυπα αυτά στις μεν σις γυναίκες τα επιβάλλει η κοινωνία ως προϋπόθεση για να τις κάνει αποδεκτές ως εικόνες στον κόσμο και στα σοσιαλμήντια· στις δε τρανς γυναίκες τα επιβάλλει ως προϋπόθεση για να κάνουν passing άρα και για να υπάρχουν. Αυτό το τελευταίο, η απαίτηση απέναντι στο τρανς άτομο να κάνει passing ώστε να δικαιούται να υπάρχει είναι από τις βαναυσότερα καταπιεστικές συμπεριφορές στην ιστορία της ανθρωπότητας: ύπαρξη υπό προϋποθέσεις που επιβάλλονται εξωτερικά.

Μιλώντας για τα πρότυπα αυτά, ακόμα και μεταξύ σις ατόμων, τα κακεντρεχή σχόλια δεν γίνονται πια στον δρόμο, ενώ πλέον η ελεεινή αρένα διαρκούς σχολιασμού, συστηματικής παρενόχλησης και καμμιάς κακοποίησης έτσι για το γιόλο είναι τα σοσιαλμήντια. Επιπλέον, η εμμεσότητα των ψηφιακών αλληλεπιδράσεων αφήνει την κακεντρέχεια να εκδηλωθεί και εντονότερα και ευκολότερα απέναντι σε όποιους δεν είναι χοταρρενωποσφίχτες ή τουμπανομουνάρες κτλ. κτλ.

Κι αυτό που λέω τελικά είναι ότι αφήνοντας χώρο σε όσους δεν ανήκουμε σε αυτές τις πολύ στενές κατηγορίες, σε πρώτη φάση αφήνουμε χώρο και στα τρανς άτομα να αισθανθούν πιο άνετα όταν κυκλοφορούν ως όχι απαραιτήτως στερεοτυπικοί άντρες ή γυναίκες: δεν χρειάζεται σώνει και καλά να προσπαθούν να μοιάσουν με τέλειες γυναίκες ή να γίνουν τέλειες γυναίκες, όποια κι αν είναι τα πρότυπα τελειότητας και όσο αυστηρά κι αν πλασάρονται.

Υπάρχει χώρος για όλες και για όλους και για όλα τα άτομα γενικώς.