Τέρμα πια στις αυταπάτες κτλ.

Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην πρακτική να αποδομούμε με βάση τον μαρξισμό ή τον αναρχισμό τις σχέσεις παραγωγής, την πατριαρχία, την αστική ιδεολογία ― ακόμα και την τέχνη ― αλλά να τραβάμε τη γραμμή όταν θα πρέπει να προχωρήσουμε προς τη μεριά του να αποδομήσουμε λ.χ. το άβατο του Αγίου Όρους, παραδοσιακούς θεσμούς και ήθη, την έννοια του λεγόμενου Γένους ή και του έθνους. Και ούτω καθεξής.

Η αταβιστική θαλπωρή που αισθάνονται ότι νιώθουν όσοι αφήνουν στο απυρόβλητο μέρος του παλιού (και σαρακοφαγωμένου) κόσμου, ίσως επειδή απηχεί κάτι από γιαγιά ή παιδικότητα ή τη μαγεία και τον τρόμο ενός κόσμου μέσα από παιδικές ματιές, δεν δικαιολογεί τη σίγαση της κριτικής μας απέναντί του: κάθε ιεραρχικός θεσμός που καταχράται την εκχώρηση εξουσιών εκ μέρους μας πρέπει να αποσυναρμολογηθεί (και βλέπουμε μετά τι θα κάνουμε με πάρτη του).

Συνεπώς, η απορία πολλών προοδευτικών κεφαλών για τη λατρεία που τρέφουν οι μέσοι ριζοσπάστες Εγγλέζοι για τη θανούσα βασίλισσα τους είναι το λιγότερο υποκριτική. Δεδομένου του σοσιαλχριστιανικού και παραδοσιόπληκτου ενστερνισμού κάθε λογής «παράδοσης» εκ μέρους των εν πολλοίς ασώματων αυτών κεφαλών, θα έπρεπε να φωνασκούν λιγότερο: τις ίδιες οιμωγές θα έμπηγαν αν είχαμε έναν τάχα διάδοχο των Παλαιολόγων στον θρόνο. Άλλωστε ο σεβασμός των κεφαλών αυτών απέναντι σε ό,τι είναι Παράδοση με π κεφαλαίο είναι δεδομένος.

Κατά τα άλλα η εξιδανίκευση της «Παράδοσης» και η μετατροπή ανορθολογικών στοιχείων του παρελθόντος σε αξία μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε προνεωτερικές και προκαπιταλιστικές εποχές, άρα a priori άνευ καπιταλιστικής επιμόλυνσης και ιμπεριαλιστικής μανίας τάχα μου, έχει δυστυχώς καταστεί ξανά και ξανά προθάλαμος ιδεολογιών που όζουν (όνομα και μη χωριό). Αλλά τι μας διδάσκει η Ιστορία; ότι δεν μας διδάσκει τίποτα.

Για να το θέσω σχηματικά: μεταξύ του δεσποτικού νεοφιλελεύθερου μπλαζέ αθεϊσμού κάθε καθεστωτικού μεγαλοκαθηγητή και των παραληρημάτων ημιάγραμματων κομποσχοινοφόρων ρατσιστών γερόντων δεν θα διαλέξω ούτε το ένα ούτε το άλλο.

We are family

Συνέχεια αυτού εδώ, μάλλον.

Αντιλαμβάνομαι ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχετε καταπληκτική και βαθειά σχέση με τους γονείς σας: είναι φίλοι σας και εδραία στηρίγματα και διαρκής έμπνευση· είναι οι δικές σας ενσώματες Εδέμ. Γενικά η σχέση σας μαζί τους βρίσκεται πολύ κοντά στο ιδεώδες σχέσης γονιού-παιδιού.

Αν και η προηγούμενη παράγραφος είναι γραμμένη με σαρκασμό σαφώς ηπιότερο από όσο νομίζετε, εσάς δεν σας αφορούν τα παρακάτω.

Άλλοι και άλλες δυστυχώς δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν την ψυχοθεραπεία τους προτού ορφανέψουν. Σε αυτούς δεν τολμώ να απευθυνθώ γιατί ξέρω πως έτσι κι αλλιώς το πένθος για τον γονέα είναι ενδεχομένως το βαρύτερο και το οξύτερο, δαγκώνει ανελέητα και με πείσμα (το πένθος για παιδί δεν είναι πένθος, παρά ακρωτηριασμός που δεν λέει να επουλωθεί).

Σε όλους και όλες που απομένουν λοιπόν

που οι γονείς σας σας κακοποίησαν ή σας κακοποιούσαν·

που οι γονείς σας «απλώς» αδιαφορούσαν για εσάς·

που σας έβλεπαν σαν βαρίδια στην υπό διαφορετικές συνθήκες αναπόδραστη ευτυχία τους·

που τα μούτρα σας τους θυμίζουν την καριόλα μάνα σας ή τον καριόλη πατέρα που τους μαύρισε τη ζωή·

που έβγαζαν πάνω σας το άχτι μιας ζωής αξόδευτης·

που σας μεγάλωσαν πνίγοντάς σας σε εργώδεις προσομοιώσεις στοργής με ισχνή τρυφερότητα και περίσσεμα φροντίδας·

που θα σας έπλαθαν όπως ήξεραν και ήθελαν γιατί το καλό σας ήθελαν στο κάτω κάτω·

που σας είχαν για ψυχοπαίδια και παραπαίδια και δουλάκια κι υπηρέτριες κι υπηρέτες·

που σας ξέχασαν και μετά σας θυμήθηκαν αλλά υπεραναπληρώνοντας σας τυράννησαν·

που ήσασταν αξεσουάρ του πολύπλευρου ταλέντου τους για arte και famiglia και δεν ξέρω τι άλλο·

που κράταγαν αποστάσεις ώσπου βρίσκονταν τόσο μακριά ώστε να μην μπορείτε πια να τους διακρίνετε·

που σας εγκατέλειψαν στεγνά ή (ενδεχομένως χειρότερα) κατασκήνωσαν σε χέρσους γάμους «για χάρη σας»·

που αξιοποίησαν το γεγονός ότι προπορευόντουσαν 2 με 5 χρόνια στη γνώση του ποιες και ποιοι είστε για να σας πλήξουν ξανά και ξανά εκεί οπού θα πονέσετε…

Σε εσάς λοιπόν το μόνο που έχω να θυμίσω είναι το δίδαγμα της Στρέλλας και το δίδαγμα του Pose: την οικογένειά μας την επαναεπινοούμε και την επανιδρύουμε εμείς οι ίδιοι κι εμείς οι ίδιες. Εμείς θα επιλέξουμε και την ανάπαυσή μας και τα στηρίγματά μας: οι φίλοι μας και οι άνθρωποί μας και τα ταίρια μας και τα παιδιά μας (όπως κι αν προκύψουν) και όποιοι άλλοι άνθρωποι δεθούν μαζί μας είναι η οικογένειά μας. Εμείς τη φτιάχνουμε την οικογένεια, κοιτώντας το φευγαλέο τώρα, όχι τα ερείπια που μας δόθηκαν, τα ερείπια πίσω μας.

Διότι όπως είπε κι ο Χριστούλης «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».

Μια γιορτή της στέγνιας

Αντίδοτο Δεκαπενταυγούστου

Ποτέ δεν συμπάθησα τον Δεκαπενταύγουστο. Δεν είναι απροσδόκητο κάτι τέτοιο, γενικά αντιπαθώ το καλοκαίρι.

Σήμερα το πρωί, που με ξύπνησαν τζιτζίκια και χαρμόσυνες καμπάνες, νομίζω ότι έκανα ακόμα μια σύνδεση του γιατί μου είναι τόσο δυσάρεστη και αντιπαθής η γιορτή αυτή.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι γιορτή του ξεπαγιασμένου Βορειοευρωπαίου που ψάχνει λίγο φως και τη θέρμη κάποιας ελπίδας στα σκοτάδια μέσα στα οποία περνούν τον χειμώνα τα βόρεια πλάτη. Δεν ξετρελαίνομαι, αλλά κάτι μου λέει σαν γιορτή.

Το δε Πάσχα είναι η απόλυτη γιορτή ολόκληρου του βόρειου ημισφαιρίου. Αν δεν πέφτει νωρίς κι αν δεν είσαι άτυχος να ρίξει ένα χιόνι απριλιάτικο εκεί όπου ζεις, τα πάντα γύρω σου είναι χαρά θεού. Αρκεί να ζεις βορείως της Τύνιδας και της Λεμεσού, δεν υπάρχει τόπος που να μην είναι όμορφος ή και μαγευτικός την άνοιξη. Το Πάσχα θα κερδάει μέχρι να αλλοιωθεί εντελώς το κλίμα.

Τι να πει όμως κανείς για τον Δεκαπενταύγουστο: γιορτή για μια μάνα που πεθαίνει, ή που δεν πεθαίνει ακριβώς, όπως όντως δεν πεθαίνουν οι μάνες, στημένη για να προσφέρει ανάπαυλα σε ανθρώπους τσουρουφλισμένος, διψασμένους, θερμόπληκτους, μισοτυφλωμένους από την αντηλιά και μπουκωμένους από τη σκόνη της Μεσογείου. Ο Δεκαπενταύγουστος δεν θα μπορούσε να αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια στεγνή γιορτή της ξηρασίας.

Υπάρχει τέλος και αυτό:

Η σταδιακή μετατροπή της γιορτής σε «Πάσχα» και σε θερινό αντικατοπτρισμό του Ευαγγελισμού (πατρίδα και θρησκεία και μάνα μαζί) συντελέστηκε μετά το 1981 σταδιακά μέσα σε ένα τοπίο πυρίκαυστο, όπου οι πεφτοσυννεφάκηδες (κυρίως άνθρωποι των πόλεων) καταριούνται ως άλλοι Ζαχαρίες Παπαντωνίου τον εμπρηστή, αγνοώντας πώς πλάστηκε το ελληνικό τοπίο με τη μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι ή πώς ανακατανέμεται η έγγεια ιδιοκτησία στην Ελλάδα όταν δεν γίνονται αναδασμοί και προσαρτήσεις.

Η αναγωγή του Δεκαπενταύγουστου σε «μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης» γίνεται ώστε να τέρπονται χουντικοί απόστρατοι υπαξιωματικοί, μικρομεσαίοι πασόκοι καταχραστές, οικογενειάρχες και καταστηματάρχες γαλουχημένοι από τους δίδυμους μαστούς Ζωή-Σωτήρ.

Η έμφαση στον Δεκαπενταύγουστο επιτείνεται περαιτέρω σε μια χώρα όπου οι μόνες φωνές που ακούς πια είναι εκείνες που αρθρώνουν όλο στόμφο κάτι εσωτερικοί αποικιοκράτες, ευρωπαϊστές ανιστόρητοι κι αστοιχείωτοι, μια ντουζίνα ιταμοί δεσποτάδες που έχουνε ξεθαρρέψει γιατί δεν είναι πια μόνο φολκλόρ-βάφτιση-γάμος-εγκαίνιο, τηλεοπτικές περσόνες νταγκλαρισμένες από την κοινοτοπία που ζουν, πού και πού κανας αριστερός με τσιτάτα στα σοσιαλμήντια, χυδαίοι γέροντες στα καφενεία και μπροστά στις τηλεοράσεις τους.

Nothing’s gonna change my world

Δεν νομίζω ότι ήμασταν ποτέ επαναστατικός λαός. Τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες ή Ρωμιοί ή πείτε μας όπως να ‘ναι δεν είχαμε ποτέ καμμία διάθεση να επαναστατήσουμε. Δεν μας ενδιέφερε ποτέ να φέρουμε τα πάνω κάτω, να ανατρέψουμε, να φέρουμε το καινούργιο, να φτιάξουμε τον δικό μας δρόμο.

Οι Έλληνες προτιμούμε την πεπατημένη από την αβέβαιη αναρρίχηση, διαλέγουμε επανειλημμένα να πιστέψουμε ότι αναβιώνουμε κάτι παρά ότι ξεκινάμε κάτι καινούργιο: δεν θέλαμε να γεννήσουμε έναν νέο Λαό παρά να αναστήσουμε το υπάρχον Γένος και τα αρχαία κλέη του, δεν θέλαμε να τελειώνουμε με τα παλιά αλλά να ξεκινήσουμε και να ολοκληρώσουμε (μέσα από κάθε Μεγάλη Ιδέα) μια κάποια Παλιγγενεσία. Κατανοητό μεν, θλιβερό δε.

Βαθιά μέσα στον πυρήνα της νοοτροπίας του ελληνικού λαού, της ελληνικής ιδεολογίας, δεν βρισκόταν ποτέ η ανατροπή κι η επανάσταση. Αυτό που συνέβη στην Τουρκία λ.χ. μεταξύ 1919 και 1928 μάς είναι πέρα από αδιανόητο.

Ο νεωτερικός κόσμος για τους Έλληνες είναι ιδανικός επινοητής εργαλείων και μέσων, αλλά οι ιδέες του είναι είτε επίφοβες είτε σκιές των ελληνικών απαρχών του, αμυδροί απόηχοι του ελληνικού κόσμου που (κακά τα ψέματα) τελείωσε το 146 π.Χ. Ακόμα και η ορθόδοξη πίστη, η λιγότερο κωδικοποιημένη αλλά και πιο βραδυκίνητη εκδοχή του Χριστιανισμού, για εμάς υπήρξε απλώς η ορθή εκδοχή του νεοπλατωνισμού στην καλύτερη περίπτωση.

Ποτέ δεν θελήσαμε να εκθρονίσουμε τον θεό ή τους θεούς του κόσμου τούτου, παρά να τους αναθέσουμε την κηδεμονία μας. Είτε μιλάμε για την Act of Submission που προσφέραμε στους Βρετανούς, είτε για τη φοβική στάση της Αριστεράς του 20ου αιώνα μην τυχόν και την ταυτίσουν οι ιδεολογικοί εχθροί της με ελευθέρια ήθη και ενγκελσιανές απόψεις κατά της οικογένειας, σχεδόν κάθε πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα μετά το 1821 είχε στόχο να μας ανεύρει τον κατάλληλο αφέντη και να μας προσαρτήσει στην κουστωδία του και γενικότερα να διαφυλάξει την κανονικότητα της οικογένειας και της φάρας και του τόπου μας.

Το να πουλάς επανάσταση, ανατροπή και ριζοσπαστικότητα στην Ελλάδα μπορεί να γίνει με επιτυχία μόνον αν ο κόσμος πιστεύει ότι κατά βάθος δεν εννοείς τίποτε από τα παραπάνω, ότι απλώς ζητάς 10 για να πάρεις 7, ότι τελικά δεν είσαι διαφορετικός από εμάς ή κι από τους άλλους. Ακριβώς γι’ αυτό νοσταλγούν την πασοκάρα του Παπανδρέου όσοι δεν ήταν καν γεννημένοι τότε, γι’ αυτό ξαναβγήκε ο Σύριζα τον Σεπτέμβριο του ’15: απέδειξαν ότι είναι κανονικές πολιτικές δυνάμεις στην τελική, που μάλιστα βοήθησαν κάπως και όσους η αιώνια Δεξιά χαντακώνει.

Το αντίφωνο των Beatles που έβαλα για τίτλο δεν είναι για τον ελληνικό λαό προσευχή να διατηρηθεί η ευτυχισμένη κι ασταθής ισορροπία μεταξύ των παλιρροϊκών δυνάμεων που απειλούν την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι εμμονική μάντρα να μην κουνηθεί τίποτα τόσο όσο να γκρεμιστεί οτιδήποτε. Άλλωστε, πώς να αγαπήσουμε τους σεισμούς;

Φερέφωνα

Συστηματικοί και συνεπείς απολογητές ολοκληρωτικών καθεστώτων ή αυταρχικών κυβερνήσεων υπάρχουν παντού. Για πολλούς από αυτούς πάντως η συμπαράταξη με την εξουσία ή με την καταστολή δεν είναι προϊόν πεποιθήσεων παρά ανάγκης.

Κάποιοι είναι μίσθαρνοι, κάποιοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους τζάμπα εμμονικώς, κάποιοι κάνουν τα φερέφωνα ελπίζοντας (όχι μάταια) να βολευτούν.

Κάποιοι επικαλούνται τον Ορθό Λόγο, κάποιοι την Ανάγκη· οι πιο αδίστακτοι επικαλούνται και τα δύο.

Γνωρίζουν πως και οι αντιφάσεις τους και οι πλανεμένες μαντείες τους θα λησμονηθούν. Στη χειρότερη περίπτωση θα βαφτίσουν τον δόλο τους πλάνη και θα πάνε παρακάτω.

πες

Town of Cereste. 1976. Melon plantations covered with plastic.

Oh, Jeremy Corbyn! ή O, Ernesto Valverde.

Λίγοι οι ρυθμοί, πολλές οι κατευθύνσεις.

Πες la rime et la raison, πες το ξανά και πες το μεγαλόφωνα ― πάει μια χαρά και πάει και γαβγίζοντας θυμωμένα, όπως η γαλλική ραπ.

Πες στα κρύσταλλα των πάγων κινδυνεύουμε ― μια χαρά πάει κι αυτό και ας μη σημαίνει και κάτι, τι να σημαίνει άλλωστε; Σύνθημα. Σύνθημα είναι ο ρυθμός, το σάλπισμα: τα κύματα των φωνών όπως σκάνε κι όχι λέξεις, όχι λέξεις δύσκολες και όχι προτάσεις που κάθε κόμπος τους συνδέεται από ιστούς αράχνης.

Πες ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, πες το καθαρά και μη σκέφτεσαι τι λες. Άσε τον ρυθμό. Ο ρυθμός. Νομίζεις ότι ο ρυθμός σε οδηγεί στο νόημα. Όμως ο ρυθμός είναι ρυθμός, είναι επωδή κι είναι ρεφραίν, είναι the beat beat beat of the song buzzing in your head now, head like a bum dum.

Αλλά στο νόημα σε οδηγεί το έργο μόνον. Ίσως κι ο λόγος. Αλλά ο λόγος είναι εργαλείο. Δεν είναι το νόημα. Το πρόβλημα δεν είναι οι λέξεις, το θέμα είναι οι σκέψεις. Δεν φταίει η γλώσσα, δεν ξέρει η γλώσσα, δεν φτιάχνει η γλώσσα, δεν στέγει η γλώσσα, δεν στέργει η γλώσσα: δεν φταίει το νυστέρι, δεν φτιάχνει το καλέμι, δεν στέγει το μυστρί, δεν στέργει το χέρι.

Αλλά μη σε νοιάζει. Δεν πειράζει. Δεν επηρεάζει.

Πες λοιπόν ότι το Χ είναι το αντίθετο του Ψ κι ότι δεν υπάρχουν διαφορές παρά μόνον αντιθέσεις.

Πες ότι δεν αρκεί να είναι κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο, θα πρέπει να είναι το θετικό στο αρνητικό του, να είναι το αρνητικό το θετικό του, το αρσενικό στο γιανγκ του και το θηλυκό στο γιν του. Άσπρο και μαύρο· γραμμές καθαρές κι επιφάνειες ομοιόμορφες. Πες το εσύ και έτσι θα είναι.

Πες ό,τι θες. Στήσε έναν κάναβο, βάλε κάτι από εδώ εντός του, ρίξε κάτι από εκεί, απέναντι, τράβα κάποιες γραμμές. Έχεις σχήμα κι έχεις ερμηνεία. Τώρα πες ό,τι θες κι όπως το θες, τώρα υπάρχει σχέδιο και πορεία, τώρα έχεις ειρμό. Κανείς δεν θα ρωτήσει γιατί έβαλες εκεί το εκεί και απέναντι το εδώ.

Πες πως δεν είναι το νόημα, πες πως είναι ο ρυθμός κι οι αντιθέσεις, η άρση κι η θέση κι ο αντιχρονισμός. Πες πως είναι κομψό κι έτσι πείθει, πες πως ακούγεται σωστά και για αυτό είναι ακριβές.

Πες και κάποιος θα ακούσει. Ιδίως αν πεις αυτό που θέλει να ακούσει. Αλλά εσύ πες.

Άλλο σημαία και άλλο θυρεός

Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ σημαίας και θυρεού.

Ο θυρεός αποσκοπεί παραδοσιακά στο να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν ένα σύνολο, είτε αυτό το σύνολο είναι μία οικογένεια είτε είναι μία δυναστεία (οπότε πρόκειται για οικόσημο) είτε είναι ένα κράτος (οπότε πρόκειται για εθνόσημο) είτε οτιδήποτε άλλο.

Το τελευταίο βασιλικό οικόσημο

Παραδείγματος χάρη, το άνωθι οικόσημο περιέχει τον θυρεό της τότε βασιλικής οικογένειας, ο οποίος συμπεριλαμβάνει εμβλήματα όλων των κλάδων της οικογένειας των λεγόμενων Γλύξμπουργκ: κάτω αριστερά θα δείτε τον ισλανδικό μπακαλιάρο (ως πρώην κτήσης της Δανίας), πάνω αριστερά θα δείτε το οικόσημο των Δανών βασιλιάδων ― και πάει λέγοντας.

Απεναντίας η σημαία αποσκοπεί στο να συμβολίσει την αφαίρεση, το κοινό: αυτό που ενώνει τους πολλούς. Συνεπώς είναι αφαιρετική συνήθως, ενώ όταν πρέπει να συμπεριλάβει κάτι το ειδικό, το αποτυπώνει πάνω της ως θυρεό. Της ίδιας εποχής με το αποπάνω οικόσημο είναι η σημαία που χρησιμοποιούσε τότε το Βασίλειο της Ελλάδος:

Βασίλειο της Ελλάδος

Συνοψίζοντας, ενώ ο ρόλος του θυρεού (ή του λάβαρού, που απεικονίζει τον θυρεό) είναι να αποτυπώσει όλα τα συστατικά που απαρτίζουν κάτι, απεναντίας ο ρόλος της σημαίας είναι να αναδείξει ως σύμβολο ό,τι είναι κοινό, δηλαδή την αφαίρεση που θεωρούμε ότι μας ενώνει. Για αυτό άλλωστε και ιστορικά οι επιτυχημένες σημαίες είναι πολύ αφαιρετικές, περισσότερο σημεία παρά σύμβολα, και για αυτό ενίοτε αναζητούνται ερμηνείες εκ των υστέρων για τα; στοιχεία τους π.χ. για τα χρώματά τους. Παράδειγμα:

Ινδονησία

Με βάση τα παραπάνω, η ύπαρξη (πραγματική ή εικονική) πάνω από 50 σημαιών για υποομάδες ή κοινότητες εντός του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ παραπέμπει μάλλον σε φατρίες, σινάφια, φράξιες και παρατάξεις, πάντως όχι σε κοινότητες ― ούτε βεβαίως σε Κινήματα.

Τα λάβαρα των 17 φατριών (contrade) της Σιένας

Τελετουργικώς ακάθαρτοι

Μιλάω πολλές φορές για αγροτοποιμενική ηθική και αγροτοποιμενικά ήθη, και είμαι βέβαιος ότι πάρα πολλοί αναγνώστες θεωρούν ότι πίσω από αυτούς τους περιγραφικούς χαρακτηρισμούς κρύβεται κάποιου είδους ξινός και λίγο σουσουδίστικος τάχα μπουρζουά ελιτισμός.

Όχι ακριβώς.

Ο ελληνικού τύπου πουριτανισμός και η ελληνικού τύπου μισανθρωπία αρθρώνονται όχι με βάση κάποιο σύστημα άτεγκτων αρχών, ακλόνητων αξιών ή με την απειλή θεοδικίας. Τουλάχιστον όχι στη βάση τους, ασχέτως τι αιτιολογήσεις δίνονται εκ των υστέρων. Ο ελληνικός πουριτανισμός είναι οικογενειοκεντρικός, τοπικιστικός και βασίζεται στην ομερτά. Όμως διακρίνεται και από κάτι άλλο: την έννοια του ακάθαρτου, του μαγαρίσματος.

Ας δούμε ένα κάπως σχηματικό παράδειγμα. Αν χρειαστεί να φιλοξενήσετε έναν πραγματικά βρώμικο και εξαθλιωμένο άστεγο στο σπίτι σας, από αυτούς που έχουν γδάρει οι δρόμοι, είμαι βέβαιος ότι όταν θα μπορέσει να πάει κάπου αλλού (ενδεχομένως κάπου καλύτερα) θα πάρετε τα σεντόνια και τις πετσέτες που χρησιμοποίησε και θα τα πλύνετε στους 90 βαθμούς, ώστε να βεβαιωθείτε ότι καθάρισαν, ενώ μετά θα πατήσετε και ένα καυτό σίδερο. Εάν ωστόσο είστε φορέας της αγροτοποιμενικής ηθικής, θα θεωρήσετε ότι τα κλινοσκεπάσματα και οι πετσέτες έχουν μαγαριστεί ανεπανόρθωτα ότι είναι πλέον μεταφυσικώς ακάθαρτά· συνεπώς η πρώτη σας ροπή θα είναι να τα πετάξετε ή και να τα κάψετε ― δεν λέω ότι θα το κάνετε οπωσδήποτε, ωστόσο αυτή θα είναι η πρώτη σας σκέψη.

Αυτό το υπόλειμμα μαγικής σκέψης, γραφικής ή μη, κάθε άλλο παρά περιορίζεται στον χώρο του φολκλόρ: σκεφτείτε λόγου χάρη πώς θα διαχειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες τον ρουχισμό ενός πεθαμένου ή ακόμα καλύτερα πως θα χειριστούν οι περισσότεροι Έλληνες την πληροφορία ότι τους χαρίστηκαν ρούχα που ανήκαν σε πεθαμένο, ίδιος αν πέθανε φορώντας τα. Τα ρούχα αυτά όσο κι αν πλυθούν και σιδερωθούν θα παραμένουν ακάθαρτα και μαγαρισμένα: μολυσμένα από τον θάνατο.

Αντίστοιχα, όπως πολλοί γνωρίζουμε, οι περισσότεροι ορθόδοξοι Έλληνες είναι έτοιμοι να αποδεχτούν ότι δεν θα χειροτονηθούν ποτέ γυναίκες ακριβώς λόγω της έμμηνης ρήσης, ακόμα και τις μέρες που δεν έχουν οι γυναίκες περίοδο: το γεγονός ότι μπορεί να έχουν περίοδο ή ότι είχαν περίοδο τις καθιστά μαγικά ακάθαρτές.

Και βεβαίως η έννοια του μαγαρίσματος πάει πολύ πιο μακριά από αυτές τις μάλλον παραδοσιακές αντιδράσεις απέναντι στην τελετουργική καθαρότητα ή και στον θάνατο. Οι αφρικανοί και οι Ρομά, αλλά και ο αλλόθρησκοι και οι γενικότερα αλλόφυλοι, είναι κατά κάποιον τρόπο ακάθαρτοι. Είναι πολύ διαφωτιστική η συνέπεια με την οποία θα αποφύγει ο λεγόμενος «μέσος Έλληνας» να αγγίξει ανθρώπους τους οποίους κατατάσσει στις παραπάνω κατηγορίες. Τα ίδια ισχύουν και για όσους είναι άρρωστοι π.χ. από καρκίνους που σίγουρα δεν μεταδίδονται με το άγγιγμα. Υπενθυμίζω τέλος ότι αντίστοιχες συμπεριφορές είχαν επιδείξει οι Βαλκάνιοι Έλληνες απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από 100 περίπου χρόνια, χωρίς καν να βάλει κάποιος την συζήτηση τους πρόσφυγες του δικού μας αιώνα.

Για να γίνει συζήτηση ακόμα πιο δυσάρεστη, είναι προφανές ότι ο παθητικός ομοφυλόφιλος άνδρας αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα διαφορετικά από ό,τι τα υπόλοιπα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ακριβώς επειδή είναι τελετουργικά ακάθαρτος με αντίστοιχους τρόπους. Και έτσι, εάν τα τρανς σώματα αντιμετωπίζονται ως κάτι τερατώδες (και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο) οι μπότομ άντρες (στρέιτ, μπάι ή γκέι) αντιμετωπίζονται ως ακάθαρτοι ― κι αυτό το αντανακλαστικό δεν ελλείπει εντελώς ακόμα και μέσα από τους κόλπους της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ.

Νομίζω λοιπόν ότι είναι χρήσιμο να τα έχουμε τα παραπάνω υπόψη όταν προσπαθούμε να σπάσουμε ρατσιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές και παρόμοια αντανακλαστικά. Πρέπει ακριβώς να έχουμε υπόψη ότι στην περίπτωση της δικής μας κοινωνίας οι συμπεριφορές αυτές και τα αντανακλαστικά αυτά δεν πηγάζουν από θρησκευτικές εντολές ή από κοινωνικές επιταγές, παρά από έναν μαγικό και τελετουργικό φόβο του Άλλου και του Ξένου ως σημαδεμένου και μαγαρισμένου.

40 χρόνια Μάνος Λοΐζος

Δεν είναι από τις συναυλίες που θα πήγαινα: δεν με ξετρελαίνουν τα μνημόσυνα. Όμως μόνο μνημόσυνο δεν ήταν, απουσίαζαν και τα μοιρολόγια και τα κλαμένα μπουζούκια.

Ωστόσο τραγουδούσαν η Μαρία Παπαγεωργίου, που μου αρέσει πολύ, και ο Βασίλης (ένας είναι).

Η αλήθεια είναι ότι ο Λοΐζος περιλαμβανόταν μεν στα σάουντρακ των παιδικών μου χρόνων αλλά είχα ξεχάσει πόσα τραγούδια είχε γράψει, πόσο διαφορετικά μεταξύ τους και πόσο σύνθετα είναι αυτά τα τραγούδια. Σε μια εποχή που οι ας πούμε ποιοτικοί συνθέτες και τραγουδοποιοί σερβίρουν στάνταρ μελωδίες και αρμονίες που αναγνωρίζονται από το τέταρτο μέτρο το πολύ (όταν δεν είναι όλα τους τα τραγούδια παραλλαγές ενός, καλή ώρα ο κατά τα άλλα συμπαθής Θανάσης ― ένας είναι), ο Λοΐζος ήταν συνθέτης. Συνθέτης στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι έγραφε από τσιφτετέλια μέχρι εμβατήρια, από ροκ ύμνους μέχρι θεοδωρακικά, από μπλουζιές και ζεϊμπέκικα μέχρι μπαλάντες κι ελαφρά άσματα. Και όχι, δεν αναγνωρίζεις σχεδόν ποτέ κάποια μελωδική ή μελωδική ή ρυθμική υπογραφή του.

Η συναυλία άνοιξε με το τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρέπει να έχω ακούσει αυτό το τραγούδι 167 φορές και ποτέ μα ποτέ δεν είχα σκεφτεί το αυτονόητο: είναι μια ωραία περιεκτική σύνοψη της ιστορίας του καπιταλισμού τον 20ο αιώνα ― και τον 21ο αιώνα, απ’ ό,τι φαίνεται. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι το πρώτο μέρος της συναυλίας ήταν μια άτυπη αντιπολεμική συναυλία, χωρίς να ανακοινωθεί και να διακηρυχθεί τίποτα: τα τραγούδια μίλαγαν από μόνα τους και έλεγαν πολλά. Σε μια δεύτερη στιγμή επιφοίτησης συνειδητοποίησα ότι μέχρι και το Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει, που πάντα μου προκαλεί ένα σχεδόν αβάσταχτο πλάνταγμα, λέει ταυτόχρονα κάτι πολύ προσωπικό και κάτι πολύ συλλογικό.

Τα τραγούδια συνέχιζαν. Η Παπαγεωργίου έχει φωνή τρυφερή και μελίρρυτη αλλά ταυτόχρονα ρωμαλέα. Ο Βασίλης θα γίνει 72 και βάζει κάτω πολλούς της γενιάς του: όσο κι αν οι κάτω των 40 τον θεωρούν λιγάκι μαϊντανό, ο άνθρωπος μπορεί και τραγουδάει και πάντοτε ξεσηκώνει το κοινό του, άσε που δεν ξεφτιλίστηκε ποτέ σαν κάτι σαββόπουλους του κόσμου τούτου.

Τα τραγούδια εξηγούσαν γιατί γίνονται πόλεμοι και εισβολές πολύ πιο τίμια, τεκμηριωμένα και σοβαρά από τους αναλυτές των ΜΚΔ, που διυλίζουν κώνωπες και καταπίνουν δυο Κάιρα γκαμήλες, αρκεί οι γκαμήλες να φέρουν τα σωστά χρώματα κι εθνόσημα.

Κάποια στιγμή έπεσε βεβαίως και ο Τσε, ακόμα ένα τραγούδι που είναι πιο πολύπλοκο απ’ όσο συνήθως έμπαινα στον κόπο να αντιληφθώ. Τότε δεκάδες γροθιές υψώθηκαν στον αέρα ενώ το συνήθως ημιθανές κυπριακό συναυλιακό κοινό αναφλέχθηκε. Γενικά χαμός έγινε, αφού ήμουν στο τσακ να πιστέψω ότι οσονούπω εκπληρώνεται το ρηθέν υπό της Ρόζας αλλά αμέσως μετά έπεσε αυτό και ξεκαρδίστηκα στα γέλια· σκέφτηκα μάλιστα κάπως πικρόχολα ότι κάθε φορά που πάει να γίνει επανάσταση στον τόπο αυτό θα σκάσει πασοκάρα ή και σύριζας για να μαζέψουν το (όποιο) χαρτί.

Ολόκληρη η συναυλία ήταν υπέροχη, ένα από τα καλύτερα λάιβ που έχω πάει.

Οδηγώντας προς το σπίτι σκεφτόμουν τα προφανή:

Έχουμε συνθέτες σαν τον Λοΐζο σήμερα; δεν ξέρω, δεν ξέρω από μουσική, μόνο να την ακούω ξέρω.

Η εποχή μας είναι μουσικά άνοστη όχι επειδή ξέρω γω επικράτησε το χθαμαλό και το ευτελές και το σκυλοπόπ. Χθαμαλό κι ευτελές και λιγάκι σκουπιδαριό πάντοτε υπήρχε και, όσο κι αν σφίγγονται οι κάθε κνίτες και δανίκες, καλό κάνει κι αυτό αφού επιτελεί μια συγκεκριμένη πολύ χρήσιμη αν όχι απαραίτητη λειτουργία. Πάμε παρακάτω λοιπόν.

Το πρόβλημα της ελληνικής μουσικής το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είναι η πλημμυρίδα του εύκολου και του έτοιμου αλλά η πλήρης χρεωκοπία του όποιου υψηλού. Διάδοχοι συνθετών όπως ο Λοΐζος ή και ο Μαρκόπουλος κι ο Ξαρχάκος καμώνονται πως είναι οι θλιβεροί εντεχνάδες, εκπρόσωποι μιας τάχα υψηλής κουλτούρας που έχει λιμνάσει στον επαρχιωτισμό και στην εσωστρέφεια των μουσικών τίποτα και των στιχουργικών μπουρδολογιών, αλλά με οριεντάλ ή αισθαντικές ενορχηστρώσεις. Τα τραγούδια π.χ. του Λοΐζου έπαιζαν με μουσικά είδη, τους έκλειναν το μάτι, ενώ στιχουργικά βρίσκονταν μεταξύ Προύσας και Χάρλεμ, Βιετνάμ και Ανατολικού Μετώπου, της αναπόφευκτης Κόκκινης Πλατείας, της ακόμα πιο αναπόφευκτης δικής μας Αμερικής και της εντελώς αναπόδραστης Κοκκινιάς.

Το έντεχνο έχει κάνει όλη την ελληνικότητα που μπορεί να βγάλει η Καλάματα, λεβάδεια ολόκληρα Ελληνικότητα. Όμως, όπως θα σας βεβαιώσει και ο πιο χαλάλ νεορθόδοξος, η ελληνικότητα δεν είναι ουσία και περιεχόμενο, είναι τρόπος. Με άλλα λόγια, η Ελληνικότητα είναι μπαφάκι: το πίνεις για να πας κάπου παραπέρα. Μπορείς βεβαίως ενίοτε να γράψεις ένα ή και δεκαπέντε τραγούδια για αυτήν, αλλά ο σκοπός είναι να σε πάει αλλού, έξω, πέρα: στο αύριο, στο ανώμαλο, στο ανθρώπινα συλλογικό, στο μακρινό, στο δικό σου, στη χαρά. Αλλιώς είναι μαστούρα ατελέσφορη, εσωστρέφεια όλο καντήφλα.

Οπότε ναι, υπό αυτές τις συνθήκες το τραγούδι που δεν είναι μόνο για ποτό, καημό, χορό, καυλάντα παύει να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο και με τα όνειρά μας. Δεν είναι απορίας άξιο που το δεξιό θράσος έρχεται λοιπόν να αντιπροσφέρει κάποιο φαντασιακό όραμα με όρους γκλαμ μισανθρωπίας. Και ναι, μιλάω για θράσος αμείωτο, επειδή δεξιά σημαίνει να απαιτείς να σε ακολουθούν πολλοί και να τους μοντάρεις και συλλογικό όραμα για να τους βρίσκεται, ενώ εκπροσωπείς τόσο λίγους.

Η Ιερουσαλήμ της σφαγής

Παγκάκι στη Δυτική Ιερουσαλήμ

Διαβάζω το Jerusalem: the Biography και πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί. Ενώ ακόμα είμαι στον 12ο αιώνα, πριν τους Οθωμανούς και πολύ πριν το Παλαιστινιακό, η ιστορία της πόλης αυτής δεν είναι από την αρχή παρά η ιστορία ανελέητων κι αλλεπάλληλων σφαγών.

Αντιλαμβάνομαι ότι μια αναμενόμενη αντίδραση σε μια τέτοια γενίκευση είναι ότι, σιγά, αυτή είναι η φύση του πολέμου και αυτή είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Κι όμως, η Ιερουσαλήμ φαίνεται αφενός να ελκύει σφαγείς, πολλές φορές σε ταχύτατη εναλλαγή μεταξύ τους, όπου οι πολιορκούμενοι και σφάγια γίνονται σφαγείς και πολιορκητές και μετά τανάπαλιν, αφετέρου πολλοί από τους κατακτητές της έχουν την όρεξη και τη μανία να ξεθεμελιώνουν την πόλη ― συνήθως για να την ξαναχτίσουν μετά.

Εντωμεταξύ όλα αυτά ξεκινούν δυνατά πολύ πριν η Ιερουσαλήμ καταστεί ιερή πόλη τριών μονοθεϊστικών θρησκειών κτλ. και δεν συνδέονται απαραιτήτως με μία ή και δύο από τις εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που την έχουν κατοικήσει: σε αυτή την πόλη σφάζουν όλοι και ισοπεδώνουν με διάφορες αφορμές και με ζήλο που πάει πέρα και από τον στυγνότερο εσχατολογικό φανατισμό.

Όπως είναι αναμενόμενο, δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή τοπογραφική αξιοπιστία, αν εξαιρέσει κανείς την (αρχική) θέση της Σιών, τη θέση του Ναού του Σολομώντα και αυτή του Γολγοθά. Ξεκινώντας από τα τοπωνύμια και τη σύγχυση που φέρνει μαζί της η πολυγλωσσία σε συνθήκες σχεδόν μόνιμης αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ εθνοτήτων, φατριών, φυλών, θρησκειών, και εξουσίας και λαού, τίποτε στην Ιερουσαλήμ που δεν έχει ανασκαφεί τους τελευταίους έναν-δύο αιώνες δεν είναι αξιόπιστο. Ο πύργος του Δαβίδ δεν είναι του Δαβίδ, η Χρυσή Πύλη δεν είναι η Χρυσή Πύλη, το Πραιτώριο δεν είναι στο Πραιτώριο, το Τέμενος του Ομάρ κατεδαφίστηκε και ξαναχτίστηκε κτλ. κτλ. Κάθε τόσο υποχωρεί το οδόστρωμα και πέφτουν πεζοί σε παμπάλαιους υπόγειους ομαδικούς τάφους που ξανακλείνονται άρον άρον.

Όντως unreal city. Και γιοα μένα ακόμα πιο απεχθής απ’ ό,τι πριν.