Πορνοκράτες

Θα τα πω απλά για να μην παρεξηγούμαι: Κακώς φωνάζει η Εκκλησία για το σύμφωνο. Πρέπει να μάθει ότι το κράτος είναι άλλο και η Εκκλησία άλλο. Άλλωστε νομική κατοχύρωση της ‘πορνικής’ συμβίωσης επήλθε το 1982 με τον καταραμένο πολιτικό γάμο.

Επίσης, κακώς κάκιστα παραπονιούνται και φωνάζουν όσοι διαμαρτύρονται για τη χρήση του όρου ‘πορνεία’ από τη Σύνοδο στην καταδίκη του συμφώνου. Ο όρος ‘πορνεία’ είναι πανάρχαιος τεχνικός όρος της χριστιανικής ποιμαντικής, ο οποίος στα λατινικά αποδίδεται ως fornicatio. Είναι προσβλητικός ο όρος πορνεία; Φυσικά, αφού χαρακτηρίζει μια αμαρτία. Είναι πάγια θέση της χριστιανοσύνης ότι ο έρωτας εκτός γάμου (και εντός γάμου σε πάρα πολλές περιπτώσεις) είναι κολαστέος. Και σε αυτή τη ζωή (με στέρηση μετάληψης κτλ.) και στην επέκεινα. Τελεία. Κάποιοι το συνειδητοποιούν το 2008. Κακώς: ο βασικός λόγος που ο ‘χριστιανικός’ κόσμος γυρίζει την πλάτη στη «θρησκεία της αγάπης» εδώ και 300 χρόνια δεν είναι ο Βολταίρος, ο Νίτσε ή ο Ντώκινς (χα!). Είναι γιατί δεν ανέχεται άλλο να ποινικοποιούνται οι επιθυμίες και η ανθρώπινη φύση, είναι λόγω της στανικής ταύτισης της ιδέας του έρωτα με αυτήν της γαμήλιας αγάπης.

Όσοι θέλουν να ζητήσει συγγνώμη η Σύνοδος λησμονούν δύο πράγματα:

α) Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χριστιανική εκκλησία. Και δη η πιο ‘αυθεντική’ και δυσκίνητη. Όσοι χαζοχαρούμενοι νόμισαν τη δεκαετία του ’80 ότι μπορούνε να «πορνεύουν» επειδή δεν είναι καθολικοί είναι, σε αυτό το θέμα, χαζοχαρούμενοι. Μπορεί ενδεχομένως η Μητέρα Εκκλησία να ανεχθεί («κατ’ οικονομίαν») τον αμαρτωλό που δεν έχει κόψει το εξωγαμιαίο σεξ. Αλλά πρόκειται απλώς για ‘καρτερική’ ανοχή του αμαρτωλού, για ποιμαντική τακτική της Εκκλησίας μέχρι να έρθεις στα νερά της.

β) Προσβάλλεται η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που αποκαλούνται ‘πόρνοι’ επειδή δε μετανοούν που κάνουν έρωτα; Κακώς. Προσβαλλόμαστε τα δισεκατομμύρια γουρουνοφάγων επειδή το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός μάς θεωρούνε μιαρούς (και μάς βρίζουν αναλόγως); Εάν ναι, κακώς. Πεποιθήσεις είναι αυτές… Τελικά, η βαθύτερη αγωνία για το τι λέει η Σύνοδος εδράζεται στο ότι περιμένουμε ότι η Ορθοδοξία ‘μας’ θα συμμεριστεί τις αγωνίες μας κι ότι θα συμπορευτεί με την ανθρώπινη φύση (όχι με την ‘εποχή’). Ιδίως τώρα με τον νέο Αρχιεπίσκοπο κτλ. Κακώς, κάκιστα. Να είστε κι ευχαριστημένοι που δε σας καταδικάζει στην πολυτεκνία και την έκθεση στο AIDS, όπως οι καθολικοί αδερφοί.

Σταματώ εδώ για να μην προχωρήσω σε αναλύσεις και τέτοια.

Σαν υποσημείωση: το επιχείρημα ότι ο ‘ελεύθερος έρως’ καταδικάζεται γιατί μπορεί να γίνει πηγή αποξένωσης (!), πόνου και δυστυχίας είναι τουλάχιστον αφελές και σίγουρα υποκριτικό: καταδίκασε ποτέ καμμιά εκκλησία το χρήμα ή τον θεσμό του κράτους;

Εκκοσμίκευση (αντί σχολίου)

καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλαρίδιον. καὶ λέγει μοι, Λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ’ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι.
(Αποκάλυψις 10, 9)

Οι λειτουργοί των τριών μονοθεϊστικών πίστεων έχουν ένα πολύ δύσκολο έργο:

Διαχειρίζονται («κηρύσσουν«) μια (εξ ορισμού) εξ Αποκαλύψεως διδασκαλία, η οποία ωστόσο δεν αφορά βασικές αλήθειες για το σύμπαν (λ.χ. τη μάζα του ηλεκτρονίου, τη δομή του κυττάρου, την ύπαρξη μικροοργανισμών, τη φύση της νόησης ή της συνειδητότητας) αλλά ηθικές διδασκαλίες, με την ευρεία έννοια. Με άλλα λόγια, οι μονοθεϊστικές θρησκείες προτείνουν έναν τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής διαδίδεται και επιβάλλεται είτε υπό την απειλή τιμωριών (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ) είτε με την υπόσχεση / ως προϋπόθεση / ως πρόγευση της Ανάστασης και της Αιώνιας Ζωής (Χριστιανισμός, Ισλάμ), είτε λόγω της ιδεολογικής αδράνειας που συνεπάγεται η συμμετοχή σε μια κοινότητα.

Διαχειρίζονται («ποιμαίνουν«) επίσης και την κοινότητα όσων ενστερνίζονται (συνειδητά ή λιγότερο συνειδητά) αυτή τη διδασκαλία. Μάλιστα, και στις τρεις θρησκείες διαχειρίζονται τις κατά τόπους κοινότητές τους βάσει ενός συστήματος διαδοχής (Ααρών, Απόστολοι, Προφήτης), ωστόσο (όπως είναι αναμενόμενο) υπάρχουν απαιτήσεις να ευθυγραμμίζονται οι λειτουργοί εξωτερικά (υποκρισία) ή ουσιαστικά (αγιότητα) με όσα κηρύσσουν.

Τα παραπάνω επί της αρχής θα τους εμποδίζαν να κάνουν τα εξής:

να αναμιγνύουν τη διδασκαλία που τους παραδόθηκε με κατά τόπους και κατά καιρούς δημοφιλή ιδεολογικά συστήματα και σχήματα (π.χ. κομμουνισμό, γνωστικισμό, απολυταρχία, χιλιασμό, δυισμό, ιδεαλισμό, αγνωστικισμό, μυστικισμό, θετικισμό κτλ.). Μπορούν βεβαίως να ντύσουν ποικιλοτρόπως την Πίστη τους με τις ‘κατάλληλες’ ορολογίες και ρητορικές (οι χριστιανοί με νεοπλατωνισμό ή αριστοτελισμό ή μυστικισμό ή κομμουνισμό ή εθνικισμό, οι μουσουλμάνοι με αριστοτελισμό ή μυστικισμό ή εθνικισμό, οι ιουδαϊστές με νεοπλατωνισμό ή αριστοτελισμό ή μυστικισμό ή κομμουνισμό), δεν μπορούν όμως ποτέ πραγματικά να συνθέσουν την εξ Αποκαλύψεως διδασκαλία με κάτι άλλο, ανθρώπινο. Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει κάποιους να προχωρούνε σε τέτοιες συνθέσεις επί της ουσίας («συγκρητισμούς» ή «αιρέσεις«): π.χ. ο Εβραίος ψευτομεσσίας της Σαλονίκης, ο Τζαλαλαντίν Ρούμι, η Θεολογία της Απελευθέρωσης κι ο Εθνικοχριστιανισμός του Φράνκο ή της Ελλάδας.

να ζούν ανοιχτά και ανενδοίαστα όπως τους επιτρέπει η θέση τους, δηλαδή ως ιερατείο, ως μια τάξη άεργων πριγκήπων δηλαδή. Τρανές εξαιρέσεις, οι χριστιανοί επίσκοποι ανά τους αιώνες.

Αυτές οι σκόρπιες σκέψεις μόνο.

Opus Dei

Ι.

Η Μαυρομιχάλη είναι ένας από τους αγαπημένους μου δρόμους στην Αθήνα, και στον κόσμο. Θα τα πούμε άλλη φορά για τους αγαπημένους μου δρόμους όμως. Απλώς θέλω να σας πω ότι δεν πρόκειται για μένανε απλώς για έναν δρόμο που έχω ανεβοκατεβεί πάρα πολλές φορές. Και τον έχω ανεβοκατεβεί πάρα πάρα πολλές φορές. Αν κι εσείς τον έχετε λοιπόν ανεβοκατεβεί πάρα πολλές φορές, ιδίως τη δεκαετία του 80, θα έχετε προσέξει ότι πέρα από τα νεοκλασσικά, τα ωραία διαμερίσματα, τον Φούρνο και το Άλφαβιλ, το καφενείο Πανελλήνιον κι άλλα πολλά, η Μαυρομιχάλη έχει ένα μυστήριο κτήριο, στο τετράγωνο των εκδόσεων Οδός Πανός (αλλά αυτές έχουν είσοδο από Διδότου).

Αν και το κτήριο είναι πολύ μυστήριο, αν και μοιάζει με δημόσια υπηρεσία στην οποία μπαινοβγαίνουν πολλοί, αν και έχει ένα περιστύλιο πάνω στους στύλους του οποίου τότε, τη δεκαετία του 80, υπήρχαν κορνιζωμένες αφίσες «Την ειρήνη ο Χριστός τη δίνει», αν και πρόκειται για ένα πολύ μυστήριο κτήριο, που λέτε, ποτέ κανείς λαύρος δημοσιογράφος δεν κατήγγειλε ότι εκεί έχουν έδρα σκοτεινές δυνάμεις που απεργάζονται τη διάβρωση του ορθοδόξου φρονήματος του ελληνικού λαού. Γιατί. Επειδή εκεί είναι η έδρα του σωματείου ορθοδόξου εσωτερικής ιεραποστολής ο Μέγας Βασίλειος. Δηλαδή μιάς από τις μείζονες συνιστώσες αυτού που αποκαλούμε ‘Ορθοδοξία’ τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα.

Πριν ξεκαθαρίσω τι είναι αυτή η οργάνωση σε όσους ξύνετε (δικαιολογημένα) το τριχωτό της κεφαλής σας με απορία, να σας πω λίγο για το κτήριο. Το σοβάτισμα και οι ψευδοαψίδες ‘ορθοδοξίας’, που εισήγαγε στις ελληνικές αρχιτεκτονικές πρακτικές η Ασπροβάλτα, τα ευαγή ιδρύματα μητροπόλεων και οι ξενώνες του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, είναι πρόσφατες επεμβάσεις. Τη δεκαετία του 80 το κτήριο ήταν ολόκληρο όπως η αγέλαστη (μπρουταλιστική;) μοντερνιά που ακόμα φαίνεται ακάλυπτη στα δεξιά.

Η πόρτα του κτηρίου πάντα κλείνει αμέσως μόλις ανοίξει, με έναν από τους πιο σφιχτούς επαναφορείς θυρών που μου έχουν κλείσει πόρτα στα μούτρα ποτέ. Οι άνθρωποι περνούνε σβέλτα και σιωπηλά αυτή την πόρτα ιδίως όταν έχουν κότσους και ταγιέρ, είτε μουστάκια και ρετρό κουστούμια, είτε ράσα. Τη νύχτα αράζουν στο περιστύλιο οι ευγενικές και κουρασμένες τροτέζες της Μαυρομιχάλη («Καλησπέρα σας, κύριε»). Όσοι χρησιμοποιούν το κτήριο την ημέρα δεν ξέρω πώς το βλέπουν αυτό.

Ενδεχομένως με απαξιωτική παραίτηση. Σ’ αυτό θα επανέρθουμε.

Μέσα το κτήριο μυρίζει λίγο σαν μεγάλο δικηγορικό γραφείο και λίγο σαν παλιό σαλόνι επί της Πατησίων (ή σα σαλόνι ρετιρέ στον έβδομο της Βασιλίσσης Όλγας, Σαλονικάριοι). Το σωματείο ορθοδόξου εσωτερικής ιεραποστολής ο ‘Μέγας Βασίλειος’ ήτανε τη δεκαετία του 80 (δεν ξέρω τώρα πια) ένα πρόσχημα μέσα από το οποίο η Αδελφότης Θεολόγων ο ‘Σωτήρ’ (αυτούς μάλλον τους έχετε ακουστά) μανατζάριζε τις οργανώσεις νέων και νεανίδων του, τη ΓΕΧΑ, και άλλα πολλά. Στο τεράστιο κτήριο υπήρχανε και κάποια γραφεία στο ισόγειο που κάτι είχανε να κάνουν με τα γνωστά εκπαιδευτήρια Ελληνική Παιδεία. Διέθετε τρεις ή τέσσερις ορόφους γεμάτους κενές αίθουσες και κενά γραφεία καθώς και μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων στην οποία, όταν τράβαγες κάτι κόκκινα πετάσματα, αποκαλυπτόταν ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο που έκρυβε μιαν Αγία Τράπεζα: έτσι γινόταν παρεκκλήσιον. Αυτά τα κενά δωμάτια χρησίμευαν για εντευκτήρια των χριστιανικών ομάδων νέων του Σωτήρος / Μεγάλου Βασιλείου (τους ανεκδιήγητα αποκαλούμενους Χαρούμενους Αγωνιστάς), της ΓΕΧΑ, ενίοτε εθνικών οργανώσεων όπως η ΣΦΕΒΑ ή η ελληνοκυπριακή Δράσις-ΚΕΣ, αλλά και για εξομολογήσεις. Αυτές οι τελευταίες γίνονταν σε ηχομονωμένα γραφεία δίπλα σε αίθουσες αναμονής με τις καρέκλες τοποθετημένες τοίχο-τοίχο όπου περίμεναν καθισμένοι εκπρόσωποι του ενός φύλου μόνο, με στήσιμο που έβλεπες σε αίθουσες αναμονής παλαιομπουρδέλων (προ 1991, δηλαδή) ― Θε μου σχώρα με.

Αν η οργανωτική δομή αυτού του πνευματικού καρτέλ σάς φαίνεται ασαφής και συγκεχυμένη είναι γιατί όντως είναι. Κάποτε ρώτησα φίλο μυστακοφόρο, αφιερωμένο στο Σωτήρα: «ρε συ Εξακουστωδιανέ, ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στην αδερφότητα;» «Ε όχι δα!» απάντησε ο πρώην αθλητής. Λεπτομέρειες δεν έμαθα ποτέ, σιγά μην τις έλεγαν σ’ εμένα τον Πέρση. Ποια είναι νομικά η σχέση Μεγάλου Βασιλείου, Σωτήρος, ΓΕΧΑ και των διάφορων οργανώσεων-δορυφόρων, δεν έχω την παραμικρή ιδέα.

Φυσικά τα μονολιθικά κτήρια (έχουνε κι άλλα, λ.χ. στους Αμπελοκήπους ― Βαθέος και Μεγάλου Σπηλαίου γωνία, νομίζω), οι μπερδεμένοι και αδιαφανείς (διαπλεκόμενους τους λένε τώρα) σύνδεσμοι ανάμεσα σε σωματεία, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς, σκιώδη διοικητικά συμβούλια κτλ. είναι γνωστό φαινόμενο παγκοσμίως και, τελικά. μπανάλ. Το πνευματικό καρτέλ Σωτήρ-Μέγας Βασίλειος-ΓΕΧΑ-τρέχα γύρευε έχει όμως ενδιαφέρον για τέσσερις λόγους:

α. Προετοίμασε το έδαφος (ίσως εν αγνοία του) για την ενοριοκρατία-γεροντοκρατία-δεσποτοκρατία που τείνει να εγκαθιδρυθεί στην ελλαδική Ορθοδοξία, πείθοντας γενιές και γενιές ότι Ορθοδοξία σημαίνει Παράδοσις-Ελλάδα-αγαμία.

β. Αυτό το ιδιότυπο ιδεολογικό μόρφωμα (Παράδοσις-Ελλάδα-αγαμία) έχει διαρρεύσει ευρέως, κάπως όπως τη σκαπουλάρουν τα βαρέα μέταλλα από τις χωματερές και μολύνουν υδροφόρους ορίζοντες, και έχει περάσει στη διατροφική αλυσίδα πολλών, ακόμα κι όταν δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με χριστούς κι εκκλησίες.

γ. Το καρτέλ ήταν απίστευτα δημοφιλές στον τομέα ‘εκπαίδευση των νέων’ με άκρες σε δημόσια σχολεία, στρατόπεδα, νοσοκομεία και ούτω καθεξής.

δ. Ευθύνεται εν πολλοίς για α) τον κανονικότατο ενοχικό ευνουχισμό και β) την ενστάλαξη δεξιών αντανακλαστικών σε χιλιάδες Έλληνες. Ούτε που θέλω να σκεφτώ τα καημένα τα κορίτσια που στέλναν οι γονείς τους στις Χαρούμενες Αγωνίστριες, ακούγονταν τρελά πράγματα…

ΙΙ.

Η παιδαγωγική μέθοδός τους αντίστοιχη με αυτή των καθολικών νεολαιών: στη σφαίρα του ιδιωτικού εμφυτεύαν ενοχή χωρίς ποτέ να μιλάν ανοιχτά για το σεξ (ή εναντίον του) και στη σφαίρα του πολιτικού καλλιεργούσαν την καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε αμφισβητεί τα καθεστηκότα. Η στάση τους όταν νουθετούσαν τα παιδιά κατά των πάρτυ, του σινεμά, της τηλεόρασης, του 98% των βιβλίων, του ποτού, του 70% της μουσικής, του καπνίσματος, του θεάτρου, των εκδρομών, των χαζοφλέρτ, των εξόδων ακόμα και σε ταβέρνες, των καφετεριών, των παρεών με πιο τσαμπουκαλεμένα και ξεβγαλμένα παιδιά, ακόμα και στα πλαίσια του να παίξεις μπάλα, και πάει λέγοντας ήτανε συνήθως η απαξίωση. Διακριτική απαξίωση.

Η στάση τους απέναντι στην πολιτική, στις απεργίες, στον κοινοβουλευτισμό, στα (εργατικά) κινήματα, σε κάθε λογής αγώνες, στα κόμματα, ήτανε απαξιωτική παραίτηση: δεν βαριέσαι, τα κόμματα χωρίζουν, η πατρίδα ενώνει. Ναι, αυτό το πρωτοάκουσα πριν είκοσι και βάλε χρόνια. Απέναντι όμως στη διακριτική απαξίωση και στην απαξιωτική παραίτηση δεν μπορείς να αρθρώσεις αντίλογο. Έτσι, τα στοχευμένα υπονοούμενά τους πάνε κατευθείαν στον πάτο, στο υποσυνείδητο, που λένε.

Αν τους πίεζες λίγο, όπως έκανα εγώ συστηματικά ως φιλοπερίεργος και μικρομέγαλος μαθητής, το έπαιρναν εσχατολογικά το θέμα: όλα αυτά, τελικά, είναι του κόσμου τούτου. Εξοικειωνόσουν εκεί μέσα τελικά, δηλαδή, με έναν ιδιότυπο καλβινίζοντα μηδενισμό, χωρίς όμως χιλιαστικά οράματα, μπαρκόουντ κι αντιχρίστους, με την ευσέβεια και την καθωσπρέπεια των νοικοκυραίων: αταξική, απολίτικη, ανερωτική.

ΙΙΙ.

Μπήκα στις μαθητικές ομάδες τους στα δώδεκα και — αντίθετα με τα περισσότερα παιδιά — με δική μου πρωτοβουλία και με δυσφορία εκ μέρους των δικών μου. Ήθελα να μάθω περισσότερα για τη Θεολογία και τα κατηχητικά μού φαινόντουσαν παιδαριώδη. Όσους γνώρισα εκεί μέσα, αφιερωμένους της Αδελφότητας και φοιτητές ομαδάρχες, στις κατασκηνώσεις και στις κυριακάτικες συνάξεις, τους άλλαζα τα φώτα. Αυτοί μάς έλεγαν ιστορίες για τα κακά της ζηλοφθονίας κι εγώ γύρναγα την κουβέντα στο αν ο Χριστός εγκρίνει την ατομική ιδιοκτησία. Ήδη στα δώδεκα ήμουνα ήδη πεπεισμένος για τρία πράγματα: ότι άλλα αυτά που μας ζητάει ο Θεός και άλλα όσα προστάζουν οι θρησκείες, ότι το σεξ είναι εξ ορισμού «καλό πράγμα» (αφού το επινόησε ο Θεός και λένε ότι είναι και πολύ ωραίο) και ότι όποιος δεν απολαμβάνει την τέχνη είναι δυστυχισμένος. Ξέρω, αφέλειες, αλλά ήμουνα μόλις δώδεκα τότε. Και μικρομέγαλο. Οπότε, σε αυτούς τους τομείς, η έκθεση στη διακριτική απαξίωση των ‘οργανωσιακών’ δεν είχε σοβαρά αποτελέσματα: απλώς έγινα ακόμα πιο δειλός με τα κορίτσια, εξιδανίκευσα ακόμα περισσότερο το σεξ και στερήθηκα τρία εφηβικά χρόνια καλό διάβασμα. Όμως σχεδόν τα κατάφεραν σε ένα πράγμα: να με κάνουνε δεξιό.

Έφυγα τέσσερα χρόνια μετά αγαναχτισμένος με τη φρικτή αισθητική που διέπει όλα τα προϊόντα του καρτέλ: αφελής και άνοστη λογοτεχνία, νατουραλιστικές ζουγραφιές αισθητικής κινεζικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού / εντύπων Μαρτύρων του Ιεχωβά, ανυπόφορα τραγούδια κνίτικου ήθους και τεχνοτροπίας, «αγωνιστικές» συλλογικότητες άνευ αντικειμένου — ένα αισθητικό σύμπαν φτωχό, μίζερο και ευτράπελα κουτό. Έφυγα χωρίς να σκεφτώ κάποια βασικά πράματα, όμως. Ούτε κοίταξα πίσω.

ΙV.

Είπα ότι πήγα με δική μου θέληση. Χρόνια και χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι ανήκα σε μια μειοψηφία. Τα άλλα αγόρια (θυμηθείτε ότι τίποτε δεν γίνεται μεικτό εκεί) είχαν σταλεί πακέτο από τους γονείς τους.

Κάποια από αυτά ήταν περισσότερο παιδιά της πιάτσας, «ζωηρά» τα λέγαμε τότε. Ίσως απλώς να τα είχανε πιάσει να την παίζουνε στο μπάνιο με καμμιά από τις γυμνασιακές τσόντες ή να καπνίζουνε. Έμοιαζαν πάντως πολύ με τα παιδιά που σήμερα λέμε ‘αλβανάκια’, μόνον που τότε δεν υπήρχαν Αλβανοί, αφού οι Αλβανοί ήταν οι απρόσωποι σταλινικοί καταπιεστές των βορειοηπειρωτών αδελφών μας. Τα είχανε στείλει ν’ ακούσουνε τα λόγια του Θεού, να φρονιμέψουνε με μπάσκετ.

Άλλα ήτανε ξεκάθαρα δειλά παιδιά χριστιανικών (δηλαδή οργανωσιακών) οικογενειών. Τα κοροϊδεύαμε λίγο, ήτανε σαν να είχανε δραπετεύσει από ορφανοτροφείο της Φρειδερίκης.

Πάρα πολλά (πάνω από το θρυλούμενο 10%) ήτανε γκέι υπό άνθιση, τα είχανε στείλει οι γονείς να συναναστραφούν αγόρια, να κάνουνε φιλίες, να παίξουνε μπασκετάκι ― κι έτσι να γίνουν άντρες. Τι να πω. Πάντως αυτά τα παιδιά έγιναν τελικά γκέι (όπως το περιμέναμε). Τότε απλώς ασχολιόντουσαν με τη διακόσμηση των αιθουσών και το τραγούδι.

Υπήρχαν και περιπτώσεις παιδιών με βαριά προβλήματα συμπεριφοράς, από αυτά που δεν συναντούσες στο τότε σχολείο. Μάλλον τα έστελναν κι αυτά για να κοινωνικοποιηθούν, να ημερέψουν ακούγοντας τον λόγο του Θεού…

(Γράφοντάς τα αυτά θυμήθηκα ένα σωρό περιστατικά, τα περισσότερα από αυτά ευτράπελα.)

V.

Υπάρχουνε δύο κλασικά βιβλία για τον κόσμο των οργανώσεων: το γνωστό ‘Καταφύγιο Ιδεών’ του Γιανναρά (το οποίο αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στη δεκαετία του 60). Ένα άλλο είναι το ‘Η γέννηση του χριστιανοφασισμού στην Ελλάδα’ του Γιώργου Μουστάκη. Αυτό δεν το έχω διαβάσει, δεν ξέρω.

Ελπίζω να σας έπεισα ότι η μονολιθικότητα του κτηρίου στη Μαυρομιχάλη δεν είναι μακριά από τον πρωτοφασισμό των ιδεών που καλλιεργούνταν εκεί μέσα. Πάντως, τώρα ξέρετε τουλάχιστον πού πάνε όλοι αυτοί οι ρασοφόροι που κατηφορίζουν τρέχοντας τη Μαυρομιχάλη.

Αδερφοί και αδερφές

Από το ρουμάνικο Orthodox Calendar.

Είναι θλιβερό που ζούμε σε μια κοινωνία, σε έναν κόσμο μάλλον, όπου η πίστη έχει γίνει και πάλι τρέχον πολιτικό και κοινωνικό νόμισμα, και μάλιστα σκληρό νόμισμα, ώστε να αναγκάζομαι να ξανασχοληθώ μαζί της. Αλλά τι να κάνουμε, αυτός είναι ο κόσμος, αυτή είναι η εποχή. Από τις γόβες φετίχ βρεθήκαμε στα κομποσχοίνια φετίχ.

Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος είναι από τη Φλόριντα. Για να παντρευτεί ορθοδόξως την ορθοδόξου δόγματος γυναίκα του, έπρεπε να βαφτιστεί Ορθόδοξος. Ο Κωνσταντίνος ήταν ήδη νηπιοβαπτισμένος Βαπτιστής του Νότου, όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία απαιτούσε επίσημα έγγραφα που να το πιστοποιούν, στο πλαίσιο αυτού που οι εν Ελλάδι θεολόγοι αποκαλούν «συναλληλία» ή, λιγοτερο υποκριτικά, «ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους».

Επειδή στις φανατισμένες Ηνωμένες Πολιτείες θρησκεία και κράτος είναι διά συνταγματικού ροπάλου χωρισμένα, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν εφοδιασμένος με τέτοια έγγραφα. Οι Ορθόδοξοι ζήτησαν να κατηχηθεί και να βαφτιστεί. Ο ντόπιος Αγγλικανός επίσκοπος τον γλίτωσε από εκτενή κατήχηση, πιστοποιώντας αρμοδίως, ως Φράγκος προφανώς, ότι ο Κωνσταντίνος είναι εξοικειωμένος με τα στοιχεία της χριστιανικής πίστης. Στο τέλος μια κατηχησούλα δεν την απέφυγε.

Τον ρώτησα πώς αισθανόταν που αλλαξοπίστησε. Μου είπε πως είναι άθεος/αγνωστικιστής (αυτό δεν είμαστε όλοι τελικά; έως και ο Ζουράρις: «Υπάρχει Θεός;» «Ενδέχεται» ― τι τον ρώτησαν τον χριστιανό!). Ωστόσο χαίρεται που προσχώρησε σε μια ομολογία στην οποία το περιεχόμενο της πίστης είναι συλλογική, κοινοτική και συνοδική υπόθεση και όχι κάτι που επιδικάζεται από την παπική αυθεντία ή, χειρότερα, από την κορανική αυθεντία της Βίβλου.

Τον προειδοποίησα ότι όλα αυτά ισχύουν, βεβαίως, (μόνο) σε επίπεδο αρχών και όχι στην πράξη. Επειδή είναι αμερικανάκι, άρα δεν έφαγε στη μάπα ένα κοινωνικό-πολιτικό σύστημα ιδανικό σε επίπεδο αρχών και ολοκληρωτικό κι ασφυκτικό και μίζερο σε επίπεδο πράξης, μου είπε πως είναι άξιο και δίκαιο να κρίνεις ένα σύστημα ιδεών ή πεποιθήσεων με βάση τις αρχές του και όχι με βάση το πώς κατάντησε. Το κρατάμε λοιπόν αυτό.

Έτσι ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε (ξανά) στο όνομα της αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου τριαδικής Θεότητας από έναν καταπιεσμένα κρυπτογκέι παπά που τον μπάνιζε και τον χούφτωνε πριν, κατά και μετά το μυστήριο και ο οποίος μετατίθεται από χωρίου εις χωρίον και από επίσκοπη σε επισκοπή.

Όπως μας υπενθύμισαν οι αδερφοί ορθόδοξοι διαδηλωτές (πρέπει να υπήρχαν και πολλές αδερφές ανάμεσά τους), Ορθοδοξία και ομοφυλοφιλία είναι ασύμβατες. Επίσης μάς υπενθύμισαν ότι, ιστορικά, σε επίπεδο συλλογικό, κοινοτικό και συνοδικό, η ομοφυλοφιλία όπως και σχεδόν όλες οι ανθρώπινες ερωτικές συμπεριφορές, καταπιέζονται, καταδικάζονται και αναθεματίζονται απερίφραστα με συνέπεια και συστηματικότητα· συνέπεια και συστηματικότητα οι οποίες απουσιάζουν από την καταδίκη άλλων εγκληματικών και οπωσδήποτε αμαρτωλών πράξεων, ενεργειών, λογισμών, κλίσεων.

Έτσι οι αρσενοκοίτες και οι συγκυλιστές και οι πόρνοι και οι πόρνες και οι γυναίκες όλων των ασύλληπτων αμαρτιών (λ.χ. αμβλώσεων, αποβολών, να «αποστρέφονται τα τέκνα» ή και να έχουν οργασμούς) στερούνται Κοινωνίας για χρόνια, ενώ οι τύραννοι, οι βιαστές και δάρτες σύζυγοι, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι πολεμικοί σφαγείς, οι καταχραστές, οι εκμεταλλευτές και οι δεν ξέρω ποιοι άλλοι (δεν με αφορούν οι παραβατολογίες, με αφορά η ανθρώπινη φύση) γίνονται συνήθως αντικείμενο συμπόνοιας και οικονομίας. Λόγω αρχών; ή, όπως ισχυρίζονται πολλοί, λόγω μιας δισχιλιόχρονης κατάντιας;

Όμως, έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε προτεστάντες, οπότε θα έφταιγε η επίμονη παρερμηνεία της Βίβλου; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν δεν είμαστε καθολικοί, οπότε η πίστη αλλάζει, μεγαλώνει και πετάει νέα κλαριά σαν το δέντρο που κλαδεύει και ποτίζει ο Αμπελουργός Χριστός και ο παραγιός του ο πάπας; Έχει νόημα να μιλάμε για δισχιλιόχρονη κατάντια αν είμαστε ορθόδοξοι, όπου η δισχιλιόχρονη Παράδοση και η δισχιλιόχρονη Ζωή της κοινότητας-εκκλησίας είναι το δόγμα, είναι η πίστη, είναι η αλήθεια; Μόνον αν είμαστε επιλεκτικοί, δηλαδή αιρετικοί

Εν κατακλείδι, και επειδή πολλοί από εμάς (κι εγώ, έτσι;) διαβάζουμε ποστάκια πηδώντας πέντε-πέντε τις αράδες: οι Ρώσοι Ορθόδοξοι και οι φρικαλέες θέσεις και απάνθρωπες ιδεοληψίες τους δυστυχώς μας υπενθυμίζουν ότι η Ορθοδοξία είναι αυτή που είναι όχι λόγω ελλαδικότητας και εθνικισμού ή κάποιας ιστορικής παρεξηγησούλας. Όσοι θέλουν να πιστεύουν (και θέλουνε πολλοί, είναι στην ανθρώπινη φύση και αυτό) χωρίς να πρέπει να απαρνηθούν τη φύση τους και να γίνουνε σαν τον δυστυχισμένο παπά που ανέφερα στην αρχή, καταντούνε, δυστυχώς (;;), επιλεκτικοί και εκλεκτικιστές (δηλαδή αιρ…): είτε πρόκειται για μινιμαλιστές ορθοδόξους, είτε για αναρχορθοδόξους, είτε για καβαφογενείς ορθοδόξους διανοητές, είτε ακόμα και για τον κραταιό αντισημίτη Γιανναρά και τη νεορθόδοξη στρατιά. Μία, δύο, τρεις, πολλές Ορθοδοξίες. Κι ας αφήσουμε στην άκρη και την αρχετυπική πιστή γριούλα, το φαντασιακό «λείμμα», η οποία αβίαστα θα έκαιγε τους «ανώμαλους» και τις μοιχαλίδες στην κόλαση αλλά θα άφηνε στη χλόη και την τρυφή του Παραδείσου άλλους κι άλλους.

Ελληνορθόδοξη μελαγχολία σε τέσσερα μέρη

Ένα — Con brio. Meno Mosso

Στη Λευκωσία υπάρχει ένα μικρό καφενείο που λέγεται τα Καλά Καθούμενα. Είναι σχεδόν πάνω στην Πράσινη Γραμμή. Παλιά ήτανε στέκι ΕΛΔΥΚάριων που μέθαγαν με κουμανταρία και κάπνιζαν λιβάνια και θυμιάματα. Τώρα πια μαζεύει την ελπίδα αυτού του τόπου (ευτυχώς όχι αποκλειστικά, εννοώ πως η ελπίδα αυτού του τόπου συχνάζει και αλλού). Το έχει ένας τύπος φραγκάτος που λέγεται Σύμης, παίζει ωραίο κλαρίνο κι είναι πιστός χριστιανός. Επί σχεδίου Ανάν είχε λοιπόν διχαστεί: η πίστη του του υπεδείκνυε ΝΑΙ (μπα σε καλό του, μάλλον με τίποτε υβριδικούς Κουάκερους-Μπαχαϊστές θα έμπλεξε την Ορθοδοξία δαύτος, αφού εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε η ανελέητη στρατιά του Βασιλέως Ηρακλείου), η συνείδησή του όμως φωνασκούσε ΟΧΙ. Τελικά κρέμασε ένα πανό: Δεν ξεχνώ αλλά συγχωρώ. Μόλις την παραμονή των φετινών Χριστουγέννων το έμαθα.

Δύο — Rubato

«Εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε η ανελέητη στρατιά του Βασιλέως Ηρακλείου». Και ναι και όχι. Έτσι είναι οι Ορθόδοξοι στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η λεγόμενη πολιτική Ορθοδοξία έχει συνάψει τον ανίερο και ακύμαντο γάμο της με τους κατά τόπους εθνικισμούς. Δεν ήταν όμως, λόγου χάρη, έτσι οι Ορθόδοξοι της Δυτικής Ευρώπης που γνώρισα, όσοι δηλαδή βρέθηκαν Ορθόδοξοι από επιλογή τους και όχι λόγω καταγωγής. Αυτό το θυμήθηκα πέφτοντας εντελώς κατά λάθος πάνω στο μπλογκ ενός παπά. Αξίζει μια γύρα, και να ρίξετε και μια ματιά στις ζεύξεις του προς άλλα ορθόδοξα μπλογκ.

Βλέπεις αυτά τα μπλογκ και βλέπεις και αντιστοίχων (;) πεποιθήσεων (;) εγχώρια· τα συγκρίνεις κι απορείς. Στα ξενορθόδοξα μπλογκ βρίσκεις θεολογικές πραγματείες, προσευχές, εκκλησιολογικές συζητήσεις, σημειώσεις πάνω στην (καθημερινή) ορθόδοξη ηθική, στοχασμούς για τις σχέσεις μας (των Ορθοδόξων, ντε) με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Στα ελληνορθόδοξα μπλογκ βλέπεις καμμιά φορά τον Χριστό Ταξίαρχο (ήμαρτον Κύριε!) και τον Χριστό Ξυλόσοφο (ήμαρτον Κύριε!), συνήθως δε τον Καραγκιόζη Φούρναρη με περιβολή σεμνοσαλότητος και συνοδεία κληρικολαϊκής στρουμφοπαρέας.

Πού το πάνε, πού το φέρνουν οι ξενορθόδοξοι, στον Χριστό και στην Εκκλησία το γυρίζουν (άντε και στον Ιωάννη της Κλίμακος ή στον Συμεών τον Νέο Θεολόγο). Πού το πάνε, πού το φέρνουν οι ελληνορθόδοξοι, στον Όσιο Σλόμπονταν τον Νέο Σφαγέα, στο βίωμα της τάχα μου αγιασμένης γιαγιούλας που καταδίωκε με μανία κόρες και νυφάδες, στον καημό και στο φαλιμέντο της Ρωμιοσύνης (άντε και σε τίποτα αντισέξ γεροντάδες ή στον εκάστοτε μπεκροκανάτα κοσμοκαλόγερο ομολογητή του Cutty Sark) το γυρίζουν.

Θλίψη με κατέλαβε και πάλι.

Τρία — Moderato

Τα έχουμε ξαναπεί (μη φωνάζεις xilaren). Πάψτε να νομίζετε πως είμαστε μοναδικοί, έστω και στις αθλιότητές μας (σουτ, είπα, xilaren). Ακούστε τον Mazower:

Ενα άλλο μάθημα που αντλεί κανείς από τη μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης είναι ότι ο εξελληνισμός αποτελεί ισχυρότατο μηχανισμό και από πολιτισμικής πλευράς έχει τεράστιες δυνατότητες. Επιτρέπει στους μετανάστες να γίνουν Ελληνες. Την ξενοφοβία φυσικά τη συναντάς παντού – όχι μόνο στην Ελλάδα. Αλλά είναι εντυπωσιακό που εδώ δεν αποτελεί τόσο σοβαρό ζήτημα όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ισως γιατί σε κάθε ελληνική οικογένεια υπάρχει και ένα μέλος της που έχει μεταναστεύσει, και ακόμη ακόμη γιατί οι Ελληνες όχι μόνο αναγκάστηκαν στο παρελθόν πολλές φορές να μεταναστεύσουν αλλά υπέστησαν και την προσφυγιά. Δείτε, αντίθετα, τι συμβαίνει λ.χ. στην Ιταλία που γνώρισε τη μετανάστευση, όχι όμως και την προσφυγιά. Στα δικά μου μάτια η ιταλική κοινωνία μοιάζει πολύ πιο επαρχιώτικη και εσωστρεφής από την ελληνική.

Τέσσερα — Largo. Vivace

Κρατάμε από όσα λέει ο Μαζάουερ τα περί Ιταλίας, έχει πέσει διάνα. Όμως, λίγο η γητεύτρα π’τάνα που λέγεται φιλελληνισμός λίγο η βρετανική ευγένεια τον εμποδίζουνε να δει ή να πει ότι όντως η ξενοφοβία αποτελεί και στην Ελλάδα «τόσο σοβαρό ζήτημα όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Απλώς εδώ εκδηλώνεται αλλιώς, με τον μουγκό και άδηλο τρόπο του Έλληνα που κοιτάζει κλεφτά και μορφάζει κρυφά, εδώ έρχεται από την ύπουλη ατραπό της αποφυγής κι όχι από τη λεωφόρο της σύγκρουσης για να σου μπήξει και να σου στρίψει (κι όχι, βέβαια, «στρέψει») το πουνιάλο πισώπλατα.

Τίποτε δεν έχουμε μάθει από την προσφυγιά. Το κέρατό μας, ολωνών.

Όμως, στο τέλος, θα δούμε καλό: θα γίνουν οι μετανάστες Έλληνες, όσοι θέλουν κι άμα θέλουν φυσικά. Ίσα-ίσα για να σκάσουμε εμείς.