Σύνοψη μπάι τυπολογίας

ή «Choose a side»

Προτού ξεκινήσουμε, κάποιες διευκρινίσεις, ή και τρίκερ γουώρνινξ:

Θα μιλήσω μόνο για μπάι άντρες γιατί φωτιά θα ρίξει η Θεά να με κάψει αν πιάσω τα μανσπλέινιγκ.

Θα χρησιμοποιήσω ορολογία κάπως α λα παλιά. Εντάξει, μην περιμένετε Ηλία Πετρόπουλο με ολίγη από καλιαρντά, ούτε τον εκλεπτυσμένο μισογυνισμό και τη βαρβάτη ομοφοβία του Ταχτσή, αλλά, ε, αν είσθε τεντερκουηράκια μπορεί να βγείτε τραυματισμένα από την ανάγνωση της χονδροειδούς τυπολογίας μου ― και δεν θα το ‘θελα ποτέ, ποτέ, αυτό.

Πάντως, ναι: η πενιχρή τυπολογία μας είναι οργανωμένη γύρω από κάτι που αποτελεί εμμονή του Έλληνα (και όχι μόνον Έλληνα) άντρα: του ποιος ή ποια διεισδύεται. Και βεβαίως, στην περίπτωση των σις αντρών, αυτό μεταφράζεται σε «ποιος μποτομάρει από το κωλαράκι».

Τέλος, αν είστε τίποτε πανεπιστημιακές κάρες ή ανταρτογκέι ή και τα δύο ταυτόχρονα και η ύπαρξη των μπάι αντρών σάς χαώνει, βιδώνει, κουμπώνει, θυμώνει, εξαγριώνει και άλλα εις –ώνει, διαβάστε το The Epistemic Contract of Bisexual Erasure του Kenji Yoshino ή άντε το tl;dr εδώ. Θα σας βοηθήσει. Ίσως. Μπορεί και όχι — δεν ξέρω.

Μπότομ στρέιτ (οι «θέλω να με γαμούν γυναίκες»)

Αυτοί είναι οι πιο καημένοι επειδή τρώνε το πακέτο του bi erasure χωρίς καν να είναι μπάι: γυναίκες γουστάρουν. Ενώ λοιπόν σαφώς δεν είναι μπάι, αφού τους αρέσουν μόνον οι γυναίκες, μέσα στον άτυπο ποινικό κώδικα της ετεροκανονικότητας είναι πολύ πιθανόν να καταλήξουν να τους κράζουν ως πουστάρες — και μάλιστα να τους κράζουν οι γυναίκες, και μάλιστα οι γυναίκες που ποθούν. Γιατί; Μα γιατί τους αρέσει να τους γαμούν, ή για να το πω στα μιλενιαλικά, «να μποτομάρουν». Τους αρέσει να τους βάζουν κάτω τρανς γυναίκες (προς μεγάλη ταλαιπωρία πολλών τρανς γυναικών, αλλά αυτά θα σας τα πουν οι ίδιες) ή να τους βάζουν κάτω σις γυναίκες με εργαλεία που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού (πολύ πριν το Tumblr δηλαδή).

Και βεβαίως θα αναρωτηθείτε «και πού ξέρουν ότι δεν τους αρέσουν οι άντρες;» Ε, το ξέρουν. Όλοι ξέρουμε τι μας αρέσει, άλλο τι αφηνόμαστε να παραδεχτούμε. Επιπλέον, πολλοί μπότομ στρέιτ είτε το τσέκαραν στην πράξη είτε σχεδόν το είχαν πάρει απόφαση ότι «είναι πούστηδες» και γι’ αυτό έχουν δοκιμάσει να κάνουν σεξ με άντρες· και ενώ δεν τους χάλασε η χαρά της μιάς τους οπής και του προστάτη, όλο το υπόλοιπο τους φάνηκε λίγο μπλιαχ ή έστω μιεχ (στα ζουμερικά) διότι ούτε η τρίχα ούτε η αποφορά ούτε η απουσία γυναικείων χαρακτηριστικών τους ξετρελαίνει.

Οπότε ναι, αυτοί τρώνε το bi erasure στη μάπα, την πεποίθηση των γκέι αντρών ότι κατά βάθος είναι γκέι ενώ εκείνοι θέλουν να τους βάλει κάτω η Λίζα, η Τασούλα, η Πέπη κτλ.… Στο μεταξύ κάποιες από αυτές δεν τους ζυγώνουν ακριβώς γιατί «είναι πούστηδες»: φάση Τάνταλος στον Άδη (δεν υπάρχει μόνον ο Σίσυφος, παιδιά).

Τοπ μπάι (the artists formerly known as κωλομπαράδες — ή μάλλον καμία σχέση)

Αυτούς εδώ πάλι δεν τους λες και καημένους. Οι γκέι βεβαίως τους θεωρούν στρέιτ και μερικοί τους προτιμούν κιόλας για φάση ή έστω για games (όχι αυτά με τις κονσόλες, τα άλλα με τα μαστραχάλια). Ταυτόχρονα, οι στρέιτ τους λένε κρυφόπουστες ή κωλομπαράδες, ανάλογα με τις περιστάσεις και με το αν βρίσκονται μαζί τους στο κρεβάτι, στο μπαρ, στα αποδυτήρια ή αλλού. Αν είναι κολλητοί τους, οι στρέιτ θα πούνε στους τοπ μπάι ότι μάλλον μπερδεμένοι είναι και ότι περνάνε φάση, σαν αυτή που οι ίδιοι πέρασαν στον στρατό π.χ. όταν είχαν μαλακιστεί (αυτοπαθώς κι αλληλοπαθώς) με τον μισό θάλαμο ενώ ο υπόλοιπος θάλαμος κρυφομπάνιζε.

Μιλάμε λοιπόν για φάση όπου θες να το κάνεις και με άντρες και με γυναίκες και με άλλα φύλα, είτε σις είτε τρανς (ναι παιδιά μου, ο όρος πανσέξουαλ είναι πλεονασμός και πολιτικά ασυνάρτητος, αλλά ρωτήστε καναν ακτιβιστή, όχι εμένα τον σατιρικό καλλιτέχνη) επειδή εκπρόσωποι όλων τους σε καυλώνουν· μια φάση που πάντως κρατάει μάξιμουμ 100 χρόνια, εξ όσων γνωρίζουμε.

Οι γυναίκες τους μπάι τούς βρίσκουν εφευρετικούς και «α τι ωραία που γλείφεις», οι άντρες τούς βρίσκουν αρρενωπούς, άλλα άτομα τους βρίσκουν άλλα. Αυτοί πάλι έχουνε δοκιμάσει να τους το κάνουν από το κωλαράκι και μάλλον δεν τους χάλασε αλλά δεν είναι κι ότι είδαν το χερουβικό άρμα με τον θεό να κατεβαίνει να τους καβαλήσει, οπότε δεν το προτιμούν.

Συνεπώς σκασιλάρα μας για τους μπάι τοπ: σκασιλάρα μας γιατί στην τελική περνιούνται και τους περνάμε για στρέιτ (αφού «γαμούν και δεν γαμιούνται»), οπότε οκέι, αρσενικό προνόμιο, μια χαρά περνάνε κι ακατακρίτως, κομπλέ — και άσε να μαζέψουν τα σπασμένα τους οι ψι τους ή τα παιδιά που κάνουν βάρδιες πίσω από την μπάρα.

Μπότομ μπάι (οι «δεν είμαι ελέφαντας»)

Αυτοί βερς είναι, αλλά όταν δοκίμασαν (γιατί και είχαν πρόγραμμα και το επιδίωξαν) να τους το κάνουν από το κωλαράκι όχι μόνο δεν τους χάλασε αλλά αυτοί το είδαν το χερουβικό άρμα με τον θεό να κατεβαίνει να τους καβαλήσει, τον είδαν τον Κρίσνα εν δόξη κτλ. Αυτούς τους καυλώνει τρελά να τους το κάνουν και όντα χωρίς πέος και όντα με πέος: είπαμε, γι’ αυτό είναι μπάι. Και βεβαίως ρίχνουν κι αυτοί έναν κατά περίσταση, και γιατί όχι;

Όμως οι μπότομ μπάι μαζεύουν όλη τη λάντζα και των μπότομ στρέιτ («ουουουουου, πούστηδες») και των τοπ μπάι («ποια είναι η σχέση σου με τον μπαμπά σου;»). Βρίσκονται παγιδευμένοι στα στενά της Μεσσήνης από τους θεούς που παράγουν ετεροκανονικές ταυτότητες, όπου πότε η Σκύλλα του bi erasure τους τσιμπολογάει και πότε τους ρουφάει (όχι με τον καλό τρόπο, είχε δόντια το μυθικό τέρας) η Χάρυβδη της ψυχολογικοποίησης.

Κάποιοι τελικά παθαίνουν ένα «θα απαρνηθώ τις γυναίκες, στο εξής είμαι γκέι» αλλά αυτή η φάση δεν κρατάει πολύ γιατί, είπαμε, είναι μπάι. Άλλοι το ρίχνουν στην παρενδυσία πλήρη ή μερική, ακόμα κι αν δεν τους φτιάχνει, είτε φορώντας τα σέξι πλην άβολα εσώρουχα και ρούχα που στερεοτυπικά προορίζονται για γυναίκες, είτε χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο λεξιλόγιο, για να μπούνε στον ρόλο.

Και καλά κάνουν, βεβαίως: παρενδυσίες ένθεν κι ένθεν υπάρχουν παντού και καρυκεύουν τις φάσεις ακόμα και των πιο στρέιτ γυναικών και αντρών. Το θέμα δεν είναι εκεί αλλά στο ότι οι μπότομ μπάι παντοιοτρόπως εξωθούνται στον ετεροκαθορισμό περισσότερο από κάθε κατηγορία μπάι, ενδεχομένως τόσο όσο κάποιοι τοπ θηλυπρεπείς γκέι ή κάποιες μπότομ μπουτς λεσβίες…

Το αστείο είναι ότι σε τίποτα κοινωνίες ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής ή και αλλού οι μπότομ μπάι, ως παντοδότες και πανδέκτες, θα γίνονταν αντιληπτοί ως σχεδόν μυθικά πλάσματα, σαν τους αδιχοτόμητους ακόμα ανθρώπους στον λόγο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο ένα πράμα. Εμείς όμως ζούμε στον κόσμο όπου σημασία έχει να μην τον παίρνεις.

Επίλογος

Η τυπολογία έβγαλε λίγο λυρισμό ελληνικής ταινίας, μια ταλαιπώρια. Δυστυχώς όμως αυτή είναι η μπάι κατάσταση: είτε δεν υπάρχεις είτε πρέπει να υπομείνεις φουλ ετεροκαθορισμό.

Η νέα δεκαετία του ’20;

Τόσα χρόνια που ζω και που μέσα από τις εκμυστηρεύσεις τους παίρνω γεύσεις από τις ζωές των άλλων, ξανά και ξανά αναλογίζομαι το εξής:

Ίσως αν δεν πασχίζαμε να χωρέσουμε κάθε ερωτική μας αλληλεπίδραση στο καλούπι της αποκλειστικής σχέσης να υπήρχε λιγότερη κακοποίηση και λιγότερη παραβίαση στις όντως σχέσεις. Σίγουρα θα υπήρχε λιγότερη εξαπάτηση.

Εδώ όμως δεν θέλω να πω πάλι για τον πόθο που βαφτίζεται έρωτας ή για τον έρωτα που παριστάνει την αγάπη ώστε να επιβληθεί μέσω της εξιδανίκευσης. Θέλω να πάω λίγο παραπέρα, εκεί όπου έφτασαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας την περασμένη δεκαετία του ’20, για να ανακρούσουν πρύμνα όταν τελικά ο αγώνας έγινε υπέρ πάντων και οι καλόγριες νίκησαν.

Για τη μονοσεξουαλική βία και αγαρμποσύνη, που θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να διαλέξουμε όλοι μεταξύ «στρέιτ» και «γκέι» έχω ξαναπεί εδώ:

Οι μεν γνησίως και ορθοδόξως ετεροφυλόφιλοι τη θεωρούσαν [την αμφισεξουαλικότητα] είτε πρόφαση για ανώμαλου χαρακτήρα ανευθυνότητα και πολυγαμικότητα και γενικότερη ασυδοσία, είτε ψυχολογικοποιημένα ευτελές πρόσχημα κρυπτομοφυλοφιλίας. Σε αυτό το τελευταίο συνέπιπταν με τους μαχητικούς κι ανένδοτους γκέι: κατ’ αυτούς όλοι οι μπάι όχι μόνον είναι κατά βάθος γκέι σε άρνηση (άλλως τε γιατί να σου αρέσουν τα μουτζά, καλέ;) αλλά και θέλουν να τον παίρνουν από άντρες, συνήθως τους ίδιους.

Το μόνο που θα πρόσθετα στο παραπάνω κείμενο είναι η χαριτωμένη (υπό άλλες συνθήκες) αντίληψη των μονοσεξουαλικών ότι οι αμφισεξουαλικοί είναι εξ ορισμού υπερπολυγαμικοί, αφού έχουν στη διάθεσή τους το 100% του πληθυσμού ως ενός είδους δεξαμενή πιθανών παρτενέρ, διότι ξέρω γω, όντως, όλες λ.χ. οι λεσβίες ή όλοι οι στρέιτ άντρες δυνητικά θα πήγαιναν με οποιαδήποτε γυναίκα. Αστειότητες και εξωτικοποιήσεις.

Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα πιο σκιώδη όταν μπαίνουν στη συζήτηση τα τρίο ή και οι πιο πολυάριθμοι λαγνικοί συνδυασμοί. Για τον περισσότερο κόσμο τέτοιες απόπειρες βρίσκονται στη σφαίρα της πορνογραφίας ή της πορνογραφικής προσέγγισης στο σεξ: ως θέαμα και ως ακροβατικό ταυτόχρονα.

Το θέαμα είναι προφανές: όταν υπάρχουν τουλάχιστον άλλα δύο άτομα στο κρεβάτι, ή όπου αλλού, μπορεί κανείς να τα παρακολουθήσει χωρίς να συμμετέχει ή και συμμετέχοντας.

Το ακροβατικό δεν έχει να κάνει τόσο με τα απίθανα τανύσματα και τις ελαστικές συνδιεισδύσεις των επαγγελματιών του είδους, όσο με τα συναισθηματικά ακροβατικά: «η ζήλεια θα καταστρέψει τα πάντα» ή και «το άγχος της σύγκρισης» με τον άλλο συμμετέχοντα ή συμμετέχουσα του ίδιου φύλου ― και πάει λέγοντας. Είναι κοινός τόπος στο σύμπαν των ψαγμένων αμερικάνικων σειρών τα καθημαγμένα ζευγάρια που τόλμησαν να διαβούν τον μάλλον ευτελή Ρουβίκωνα ενός τρίο ή ενός κουαρτέτου (ποιος μιλάει πια για όργια εν μέσω πανδημίας;).

Είναι όμως έτσι;

Αφενός η αναγωγή της ζήλειας στον καθοριστικό ρυθμιστικό παράγοντα των ανθρώπινων σχέσεων είναι, να το θέσω ήπια, προβληματική: «Η ζήλεια στέκεται στην κόψη ανάμεσα στον εξευτελισμό της περιφρόνησης και στον αυταρχισμό της ιδιοκτησίας και του ετεροκαθορισμού.»

Αφετέρου η λαγνουργία τριών και άνω απελευθερώνει δυναμικές που δύσκολα αναπτύσσονται στην αλληλοτροφοδοτούμενη και καθαρά συμμετρική κλινοπάλη των δύο. Οι δυναμικές αυτές δεν αφορούν μόνο το πώς αλληλεπιδρούν οι εραστές, τις διατάξεις και τους ιμερικούς συνδυασμούς ή το πώς το σπάσιμο της συμμετρίας μπορεί να γίνει αφορμή μαθητείας και ηδονικά αποκαλυπτική εμπειρία, αλλά μπορεί να αφορούν και τις ίδιες τις σχέσεις και πώς ανταποκρίνονται σε πιο ελευθεριακές συνθήκες καύλας, διέγερσης κι ικανοποίησης.

Κι εδώ κάπου υπεισέρχεται η πολυσυντροφικότητα όχι ως επιλογή, αφού ως τέτοια είναι και θα πρέπει να είναι σεβαστή, αλλά η πολυσυντροφικότητα ως το φοβικό υποκατάστατο της πολυγαμικότητας ή, πιο πρακτικά, του τρίο ή του κουαρτέτου (κ.ο.κ.). Κάποιες φορές π.χ. η λαχτάρα για αλλεπάλληλα τρίο μεταξύ τριών συγκεκριμένων ανθρώπων, για φακμπαντιλίκι, βαφτίζεται «σχέση» και «throuple» στα πρότυπα της καραμέλας της ετεροκανονικής εξιδανίκευσης της επιθυμίας σε έρωτα και του έρωτα σε αγάπη με σκοπό τη σχέση.

Για άλλη μια φορά, σε έναν κόσμο που φοβάται την επιθυμία και την εκπλήρωσή της, η «σχέση» γίνεται το τέλειο πρόσχημα, η κατάλληλη κορνίζα που θα φορέσουμε στην επιθυμία. Με τη μόνη διαφορά ότι η σχέση επιβάλλει τις δικές της δυναμικές και τους δικούς της όρους μέσα από την καθημερινότητα και από τη συντροφικότητα και από την ενίοτε τρυφερή αφοσίωση, η οποία μεν δεν ταυτίζεται με αποκλειστικότητες αλλά ούτε αντέχει εξιδανικεύσεις. Και, κακά τα ψέματα, οι δυναμικές και οι όροι μιας σχέσης δύο, τριών, τεσσάρων ή παραπάνω ανθρώπων, πόρρω απέχουν από τις απαιτήσεις και τους όρους ενός τρίο, κουαρτέτου, κουιντέτου κτλ.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές πολυσυντροφικές σχέσεις καταρρέουν όταν τα αγοράκια σε αυτές αποφασίσουν ότι θέλουν να «σοβαρευτούν» και να πάνε οικογένεια μεριά είτε όταν τα αγοράκια ή και τα κοριτσάκια απαιτήσουν και αφιέρωση πέρα από αφοσίωση. Ναι, οκέι, η βαρειά σκιά της ετεροκανονικής πατριαρχίας αλλά, πολύ πιο καίρια, και η στρεβλή φενάκη της εξιδανίκευσης.

Έχουμε πολλά να διδαχτούμε εναντιοδρομώντας progressively backwards, προς τη μεριά των γενναίων γυναικών και ανδρών της δεκαετίας του 1920.

Εναντίον της αποκλειστικής διάζευξης

«I’m a bisexual man who’s never had a homosexual experience.»

Brett Anderson 1992

Ως γνήσιο μέλος της Generation X, απολιτίκος τότε μεν αλλά αρκούντως φτωχός ώστε να μην μπορώ να ζήσω τ’ όνειρο, μεγάλωσα στον βροντώδη απόηχο ποζεράδικων δηλώσεων όπως η παραπάνω. Ανήκω σε μια γενιά της οποίας οι υποψίες και τα ψυχανεμίσματα θα γίνονταν ο τρόπος ζωής της επόμενης: η προγραμματική αμφισεξουαλικότητα ήταν μία από αυτές.

Από τη μια είχαμε την επαναστατική μαχητικότητα της εξεγερτικής ομοφυλοφιλίας, που τότε σήκωνε κεφάλι και διαλαλούσε ότι «έτσι κι αλλιώς όλη η γη θα γίνει κόκκινη», ή μάλλον ότι θα γινόταν κανονικοποιημένα γκέι. Είχα κάμποσους γνωστούς να μπερδεύουν το κουίρ με τη γκεϊοσύνη τους, την ανδρογυνία με την ομόφυλη επιθυμία, τη βούρτσα με την πούτσα και να διακηρύσσουν ότι όλοι οι άντρες θέλουμε να τον πάρουμε, κάτι που αυτομάτως, αυτοδικαίως και ουσιοκρατικώς θα μας καθιστούσε γκέι. Παράλληλα, ως ανασφαλείς κι ολιγόπιστοι επαναστάτες που ήταν, μας παρακινούσαν όλους τους σερνικούς να το πάμε all the way, να πάμε να γαμηθούμε αυθωρεί και παραχρήμα ώστε να πυκνώσουμε τις τάξεις των ηρωικών τύπων που έκαναν coming out (για το οποίο ελληνιστί δεν έχουμε όρους ακόμη, αντίθετα με τα αμφίψωμα και τους τροφοδιανομείς).

Από την άλλη είχαμε στο κεφάλι μας τη στυγνή ετεροκανονικότητα, προϊόν του διάχυτου τιμωρητικού τρόμου των μεγαλυτέρων και των ομοίων μας ότι μπορεί να λέγαμε κανα «καλέ» παραπάνω ή να πηγαίναμε για χορό στο DOM στην Ικαριέων, ότι μπορεί να προσχωρούσαμε στις αδερφές που βεβαίως κυβερνούσαν τον κόσμο — ξέρετε, με τον τρόπο που οι Εβραίοι κατέστρεφαν τη Γερμανία εκεί τον Νοέμβρη του 1938. Μιλάμε για την ίδια ετεροκανονικότητα που έστειλε στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες τον Ζακ Κωστόπουλο / Ζάκι Ο, και άλλους πολλούς με πιο αργές και ακόμα πιο βασανιστικές διαδικασίες.

Στο μεταξύ, οι «γκέι ακτιβιστές» τότε δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τους φτωχόπουστες, ούτε για τις ίου λεσβίες, παρά για ορατότητα (βιζιμπίλιτυ καλέ) στα λαμπρά κι ιδιωτικά κανάλια, άλλωστε δεν τους ενδιέφεραν τα πολιτικά και άλλα τέτοια βαρετά.

Ναι: ιδού ο μπανάλ και χυδαίος κόσμος της δεκαετίας του ’90, μεταξύ του 1979 της Θάτσερ και του 2008 των Λίμαν Μπράδερς, όταν ήταν μπανάλ να είσαι φτωχός, όταν όλοι θα μπορούσαμε να γίνουμε και καλά ζάπλουτοι αν δουλευαμε κι όταν όλα τα προβλήματα του κοσμάκη θα τα έλυνε ο πεφωτισμένος και ψύχραιμος ακτιβισμός της κάθε φιλανθρωπίας.

Τέλος πάντων, πέθαναν αυτά. Όπως γελάμε με την αυταρέσκεια των μπούμερ σήμερα θα γελάμε σε 50 χρόνια με την εκ του ασφαλούς μετριοπάθειά μας αλλά και με τις νεοπουριτανικές απόπειρες των γενεών μετά από τη δική μου να επιβάλουν λογοκρισίες, γενεών που έμαθαν την επιθυμία, την ψυχική ασθένεια και την ανισότητα μέσα από το τάμπλερ. Δυστυχώς θα είμαι χούφταλο τότε, αν όχι κιόλας νεκρός.

Επιστρέφοντας λοιπόν στην επιθυμία, μου ήταν αυτονόητο ότι «από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας». Βεβαίως αυτή η αυτονόητη θέση δεν ήταν κάτι που μπορούσες να συζητήσεις ποτέ ανοιχτά, αφού εκ μέρους ενός cis αρσενικού ήταν καταγέλαστη για κάθε λογής μονοσεξουαλικούς.

Οι μεν γνησίως και ορθοδόξως ετεροφυλόφιλοι τη θεωρούσαν είτε πρόφαση για ανώμαλου χαρακτήρα ανευθυνότητα και πολυγαμικότητα και γενικότερη ασυδοσία, είτε ψυχολογικοποιημένα ευτελές πρόσχημα κρυπτομοφυλοφιλίας. Σε αυτό το τελευταίο συνέπιπταν με τους μαχητικούς κι ανένδοτους γκέι: κατ’ αυτούς όλοι οι μπάι όχι μόνον είναι κατά βάθος γκέι σε άρνηση (άλλως τε γιατί να σου αρέσουν τα μουτζά, καλέ;) αλλά και θέλουν να τον παίρνουν από άντρες, συνήθως τους ίδιους.

Κάτι τόσο ευτελώς προφανές όσο η επιθυμία για σώματα και των δύο ή παραπάνω φύλων είτε ψυχολογικοποιούνταν ως αυτοτιμωρητική καταπίεση και υποκρισία είτε ευτελιζόταν ως πρόφαση να ενδυθεί μια κάποια αξιοπρέπεια η ανευθυνότητα, ασυδοσία και λιμπιντινική ασυναρτησία όσων αντρών δήλωναν αμφισεξουαλικοί: τα πράγματα ήταν απλά, ή ήθελες να τον δίνεις πάντοτε ή ήθελες να τον παίρνεις πού και πού — τα υπόλοιπα ήταν πίπες (με την κακή έννοια).

Ούτε που φαντάζομαι πώς πρέπει να ήταν η φάση με γυναίκες που τόλμαγαν να δηλώνουν αμφισεξουαλικές: σίγουρα ήταν κι αυτές ή κοτούλες που δεν άντεχαν να προσχωρήσουν στον πούρο λεσβιανισμό, είτε απλώς καριολίτσες και πουτανάκια που τα θέλουν όλα. Διότι ακόμα και για τη γενιά που άνθισε τη δεκαετία του ’90 μόνον όσοι είναι σερνικοί δικαιούνταν να τα θέλουν όλα (και να τα θέλουν αμέσως).

Αυτά σήμερα λέγονται bi erasure (άραγε υπάρχει όρος ελληνικός; ποιος ξέρει). Τότε λεγόταν κοινή λογική: αυτονόητη υπεράσπιση της γκεϊοσύνης και της στρέιτ καθαρότητας. Διότι αλίμονο αν αδερφές και παλληκάρια γίνουμε μαλλιά κουβάρια: ούτε τα παλληκάρια αλλά ούτε κι οι αδερφές δεν θα το ήθελαν αυτό, πολλώ μάλλον ο Θεός ο ίδιος.

Βεβαίως, τα πράγματα το 2020 είναι πια ξεκάθαρα και σαφή: «είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας». Κι όποιος ή όποια ακόμα αναρωτιέται πού βρίσκεται στο φάσμα της αμφισεξουαλικότητας ή της πολυγαμικότητας μπορεί να κάνει κάποιο τεστ ονλάιν. Ακόμα καλύτερα, μπορεί να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω και να αντικρύσει με ψυχραιμία τη ζωή του και τις επιθυμίες του.

" … and even thou art a little queer"

Πολλές φορές, ως μέρος του αγώνα τους για δικαιώματα, χειραφέτηση και αυτό που λέμε «ορατότητα», δηλαδή αξιοπρέπεια πιο παλιομοδίτικα, πολλοί γκέι καταφεύγουν σε μια σειρά επιχειρημάτων που πάνε ως εξής: όλοι οι στρέιτ άντρες είναι κατά βάθος γκέι ή δοκιμάζουνε σποραδικά τον αντρικό έρωτα ή κατά βάθος θέλουνε να τον δοκιμάσουν αλλά ζορίζονται ή κιοτεύουν. Αυτά συνήθως λέγονται όχι ως μέρος κάποιας στρατηγικής παρά μάλλον αυθόρμητα (και πολλές φορές μετά λόγου γνώσεως): ο γκέι άντρας θα τονίσει σε μια συζήτηση πόσοι κατ’ όνομα στρέιτ άντρες ζουνε διπλές ζωές, ή παίρνονται περιστασιακά (προσθέτοντας καλαμπουράκια για το πώς η αντρίλα και το ματσιλίκι τους συνυπάρχουν με πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις και ροπές). Άλλοι, και πάλι συνήθως βασισμένοι στην εμπειρία τους, θα προσπαθήσουνε να καταδείξουν ότι οι περισσότεροι άντρες είναι αμφισεξουαλικοί, όρος που πάντως αντιπαθούν κάποιοι ακραιφνείς queer ακτιβιστές, ή ότι οι περισσότεροι άντρες είναι bicurious και heteroflexible ή δεν ξέρω τι όρο θα χρησιμοποιήσουν προερχόμενο από την πορνογραφία, που τόσο απροκάλυπτα κι απενοχοποιημένα ― μέχρι και σε επίπεδο θεωρητικής συγκρότησης ― στέργει το γκέι κίνημα.

Φρονώ ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν επιθυμήσει, έστω και μια φορά, κάποιον άντρα, ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν έστω μισοκαυλώσει στην όψη άλλου αντρικού σώματος. Όταν λοιπόν δω τέτοια σχόλια να αντιμετωπίζονται με αγανάκτηση συνήθως συμπεραίνω είτε ότι έπεσα στην περίπτωση είτε ότι τέτοιες επιθυμίες μάλλον καταπιέζονται απηνώς. Σε γενικές γραμμές, δεν ξετρελαίνομαι για στεγανά και, όπως είπα αλλού, «νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες».

Ωστόσο το επιχείρημα «όλα τα αγοράκια κατά βάθος είμαστε λίγο αδερφές, άρα αποδεχτείτε εμάς τα εντελώς γκέι αγόρια» πάσχει βαριά· μιλάω για τα αγόρια επειδή με τα κορίτσια που θέλουνε (και) κορίτσια τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, βασικά λόγω πατριαρχίας: οι αδερφές είναι εξωμότες, οι λεσβίες είναι κάτι βλαμμένες που είτε δεν βλέπονται είτε δεν τους κόβει να βρουν άντρα είτε δεν έχουνε κανονιστεί δεόντως ακόμα.

Γιατί όμως «πάσχει» το επιχείρημα;

Πρώτον, κανένας αγώνας δεν κερδήθηκε με το να πείσεις τον προνομιούχο (τον στρέιτ άντρα στην περίπτωσή μας) ότι μετέχει της φύσης σου. Το ζήτημα των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων είναι πολιτικό, δεν είναι πρόβλημα του να νιώσουμε όλοι την αγάπη (ή τον φαλλό). Αν οι αγώνες κερδίζονταν με το επιχείρημα «είσαι κι εσύ, προνομιούχε, λιγάκι σαν κι εμένα που με στιγματίζεις», το ισχυρότερο επιχείρημα του φεμινισμού θα ήταν οι μαντράχαλοι που ντύνονται «γυναίκες» (πουτάνες συνήθως) τις Απόκριες.

Δεύτερον, οι δεινότεροι και πιο ακατάβλητοι πολέμιοι των δικαιωμάτων των γκέι αντρών (για να το περιορίσω σε αυτούς) είναι ακριβως κάτι ενοχικές κρυφές αδερφές, αφού «μισούμε με πάθος και εμμονικά ό,τι ποθούμε ανεξέλεγκτα, ό,τι ξέρουμε πως θα μας απορροφήσει, θα μας εξουθενώσει και ίσως θα μας αφανίσει εάν του αφεθούμε. […] μισούμε όχι τόσο γιατί φοβόμαστε αλλά γιατί φθονούμε». Δεν ξέρω λοιπόν τι εξυπηρετεί να πείσεις ακόμα περισσότερους άντρες ότι θα ήθελαν να παίρνονται κυρίως ή αποκλειστικά με άντρες, μήπως τελικά μάλλον στρατολογείς εχθρούς των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων; ― δεν χρησιμοποιώ τον όρο «ομοφοβία» γιατί όπως δεν είπε ο Μόργκαν Φρήμαν: «Δεν είναι φοβία. Δεν είσαι φοβισμένος, αρχίδι είσαι.»