
Είναι τόσο μα τόσο ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του. Οι γενεές έρχονται και παρέρχονται, νομίζουν ότι είναι τα πάντα ενώ δεν κάνουν τίποτα τελικά. Μιλάνε για τη γενιά τους και μετά γερνάνε και κλαίγονται ότι η γενιά τους γέρασε και πεθαίνει. Μετά γερνάνε και πεθαίνουν.
Η δική μου γενιά, που με χαρά ακούει το καινούργιο άλμπουμ των Cure και άκουσε το καινούργιο άλμπουμ των Suede πέρσι, δεν θέλει να περάσει ο καιρός. Η γενιά μου δεν ερχόταν από πουθενά και δεν είχε σκοπό να πάει κάπου.
Νομίζαμε ότι έχουμε απαλλαγεί από την πολιτική, πλανηθήκαμε νομίζοντας ότι το σκυθρωπό και στριφνό φάσμα της θρησκείας θα μπορούσαμε να το κάνουμε γοργόνειο: ένα έμβλημα που να το κραδαίνουμε ταυτοτικά κι αυτάρεσκα απέναντι στους κάθε λογής Άλλους.
Ίσως τελικά ερχόμασταν από κάπου αλλά μάλλον δεν είχαμε σκοπό να πάμε πουθενά: κι εκεί που ήμασταν καλά ήταν, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου. Άντε να πηγαίναμε τίποτε ταξιδάκια είτε για να μας υπενθυμίζουν πόσο τυχεροί ήμασταν που κατά τύχη κι από τύχη γεννηθήκαμε Έλληνες, είτε για να τρέφουν την ανώδυνη κι αυτάρεσκη γκρίνια μας για αυτόν τον τόπο που βρίσκεται εκεί όπου δεν θα έπρεπε ― και ούτω καθεξής.
Αν γενικώς είναι μάταιο κι οπωσδήποτε ανιαρό να μιλάει κανείς για τη γενιά του, αυτό ισχύει στο έπακρο για τη δική μου γενιά. Στο κάτω κάτω ήμασταν, ή και είμαστε ακόμα, μια πολύ ασυνάρτητη γενιά· νιώθαμε πως έχουμε ξεπεράσει κι έχουμε αφήσει πίσω μας τα πάντα:
- καταπιέσεις αλλά κι απελευθερώσεις, μια κι η Ιστορία τελείωσε το ’89 στο Βερολίνο και το ’91 στη Μόσχα,
- ελευθεριότητα αλλά και πουριτανισμό, μια και ο Τζωρτζ ο Μάικλ μάς έλεγε να εξερευνήσουμε τη μονογαμία, και γιατί όχι,
- επαναστάσεις και δικτατορίες, αφού μέσω Διεθνούς Αμνηστίας και Greenpeace θα λύνονταν όλα τα προβλήματα του πλανήτη μας,
- εθνικισμούς και αφελείς διεθνισμούς, αφού, να, η Ευρώπη της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού αναπαρθενευμένη πια ξανανθούσε μέσα από την Ένωση που μια μέρα θα απλωνόταν από το Αλγκάρβ μέχρι το Βλαδιβοστόκ κι από τη Γαύδο των εναλλακτικών μέχρι τα Σβάλμπαρντ των πολικών των αρκούδων (και ποιος τον γαμεί τον υπόλοιπο τον κόσμο στο κάτω κάτω: εμείς μόνο κι οι Αμερικάνοι).
Γενικά ήμασταν αλλού, δεν πηγαίναμε κάπου, αλλά κάπου ήμασταν κι αυτό ήταν αλλού και πέρα.
Η γενιά πριν από εμάς, δύσοσμη μέσα στην τσιγαρίλα των μεταμελειών της, περιέφερε όλο πένθος και καντήφλα
- το ότι πίστεψε και μετά έπαψε να πιστεύει,
- το ότι αγωνίστηκε αλλά δεν της έκατσε τίποτα,
- το ότι οι ήρωές της ήταν και λίγο εγκληματίες και
- το ότι τελικά οι παγκόσμιοι εγκληματίες τους οποίους μίσησε υπερείχαν σε καλλυντικά, αξεσουάρ, αμάξια κι ωραία ουίσκια (γιατί η γενιά πριν από τη δική μας μόνον ουίσκια ήξερε να πίνει).
Κι έτσι κι αλλιώς, μαλάκες ήταν η γενιά πριν από τη δική μας, αφού έγιναν σχεδόν σαν εκείνους που τάχα πολέμησαν: απολογητές της κάθε εξουσίας, φοβικοί πουριτανοί, θυμόσοφες κάρες που περιφρονούν όποιον σηκώνει κεφάλι γιατί (όπως κάθε γενιά που γερνάει) είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, καληνύχτα Κεμάλ, κι ότι όσο μεγαλώνεις πας δεξιά κτλ.
Εμείς πάλι, αν και σχεδόν εξισου μαλάκες, δεν θα γινόμασταν έτσι αλλά τι να κάνουμε που οι συνθήκες είναι αυτές που είναι και που επίκειται η μεγάλη αντικατάσταση της Ευρώπης μας από τους φτωχούς και τους τσακισμένους από την Ευρώπη μας· κι εντάξει καλός ο δικαιωματισμός αλλά οι Ρομά κλέβουν καλώδια (και να, τους λέω Ρομά, τι ζόρι τραβάτε;).
Επίσης η δική μας η γενιά δεν είχε και δεν έχει καμιά ανάγκη για ποίηση και ομορφιά και λυρισμό και χαρά και τρυφερότητα. Γιατί τι άλλο είναι τελικά όλες αυτές οι σάχλες παρά παραφράσεις του σεξ κι εμείς σεξ έχουμε ή δεν έχουμε: και στις δυο περιπτώσεις οι παραφράσεις περιττεύουν.
Η γενιά μου επίσης αντιπαθεί τις παπαριές και το μπούλσιτ, αν και έχει αναδειχθεί εξόχως πρόθυμη να καταναλώσει μπούλσιτ αν είναι συσκευασμένο στη μετριοπάθεια ή στον σολιψισμό, μετά και από το σχετικό ανμπόξινγκ, που το έμαθε από τους νεότερους.
Η γενιά μας βαριέται τους auteurs και τις ποιήτριες και τα αργά πλάνα αν δεν κρύβουν σαρκασμό, δεν θέλει να πάρει στα σοβαρτά την ψυχή της αλλά ούτε και την επιθυμία θέλει να παρει στα σοβαρά, ενώ την ελευθερία την νιώθει απλώς και μόνον σαν μια βδομάδα σε θέρετρο ή δέκα μέρες στο χωριό ή στο νησί ή στο Παρίσι για ψώνια.
Συνοπτικά θα έλεγα ότι η γενιά μου είναι μαλακισμένη, αλλά αν πρόκειται ποτέ να ενταχθεί σε θεατρικό μονόλογο αυτό το κείμενο καλό θα ήταν να μη λέω τέτοιες κουβέντες γιατί πάνω από όλα η γενιά μας αντιπαθεί τη βωμολοχία όσο αντιπαθεί και τα γουόκ πιτσιρίκια. Η γενιά μου απεχθάνεται τις βρισιές στην τέχνη όσο και αυτό που μέχρι το 2019 βλακωδώς αποκαλούσε «πολιτική ορθότητα».
Βασικά η γενιά μας θέλει να μπανίζει (και μέχρι εκεί) μπούτια και ψωλές και βυζιά και κωλάρες, πολλές φορές με το πρόσχημα υψηλών και αντικειμενικά απρόσωπων επιδιώξεων, αλλά δεν θέλει να τα ονομάζει: αυτά ανήκουν στον Αριστοφάνη, στη δεκαετία του ’50 και σε αυτά τα απς που μπαίνουν οι γενιές μετά από εμάς για να κάνουν σεξ. Σεξ σαν κι αυτό που εμείς κάνουμε ή δεν κάνουμε, ή και κάπως διαφορετικό.
Αλλά φυσικά, είπαμε: όλα αυτά είναι φουλ ανιαρά. Ωστόσο ίσως να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποια από τα παραπάνω κι άλλες γενιές εκτός από τη δική μου.
Υπανθυμίζω πάντως πως εμείς δεν ήμασταν από εδώ αν και μείναμε εδώ, κάποιοι εγκλωβισμένοι, και δεν είχαμε πουθενά να πάμε, προς κανέναν ορίζοντα και σε κανενός το μονοπάτι. Κι όσες κι όσοι από τη γενιά μας καγχάζουν ότι οι ίδιοι δεν ήταν έτσι γιατί ήταν οργανωμένοι και κινηματικοί και πάρα πολύ ενεργοί,
- ω δέστε τους τώρα να παίζουν καρπαζιές για τη ναρκωμένη αριστερά,
- ω δέστε τους αμήχανους στη ρητορική τους απαξίωση του καπιταλισμού, χωρίς όμως να μπορούν να υψώσουν ανάστημα,
- ω δέστε τους να προσμένουν τον Ρώσο στρατιώτη και τον Κινέζο μπάτσο ή τον Ινδό επιχειρηματία (είναι μια κάποια λύσις),
- ω αποστρέψτε το βλέμμα από εκείνους που εναγκαλίστηκαν την εξουσία και παριστάνουν τις αυθεντίες και σταυροφιλιούνται με τον φασισμό που φοράει γραβάτα.
Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ή έτσι θα ‘θελα. Γεννήθηκα μέσα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, πριν υψωθεί το Πολυτεχνείο και αφού έριξαν τον Αλιέντε. Δεν είμαι από εδώ, είμαι ακόμα εδώ, όπως κι όλα τ’ άλλα: όπως τα αφήσαμε κι όπως τα ξέρουμε, ενώ η θερμοκρασία ανεβαίνει με τρόπο που δεν θέλουμε, ενώ ο κόσμος μας στεγνώνει.
Πολύ ωραία τα λες, λίγο παλιότερος, αλλά λόγω επαρχίας πολύ μεγάλη η χρονική υστέρηση, ούτε γενιά του Πολυτεχνείου, ούτε Technotronic η δικιά μου γενιά, μάγκες οι παλιοί, φλώροι οι νεότεροι, και φτάνεις σήμερα να μην θες να τους βλέπεις. Διογένη , πόσο δίκιο είχες.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!